Κατευνασμός στον Β’ ΠΠ και χρήσιμα Διδάγματα για την Ελλάδα

Του Δημητρίου Μπονώρα, Αντιστράτηγος ε.α, Επίτιμος Υ/ΓΕΣ, Πρώην Γενικός Επιθεωρητής Στρατού

Τα χρόνια πριν την έναρξη του Β’ ΠΠ, που τυπικά αρχίζει με την εισβολή των ναζιστών της Γερμανίας στην Πολωνία, η πολιτική σκηνή στη Γαλλία και στη Βρετανία κυριαρχείται από τον ανταγωνισμό δυο αντιτιθεμένων πολιτικών.
Η πρώτη ήταν αυτή του κατευνασμού που υποστήριζε τη συμμαχία με το Χίτλερ, την ικανοποίηση των απαιτήσεων του και κυρίως το όχι πόλεμο μαζί του.
Από την άλλη, ήταν η πολιτική που υποστήριζε τη δυναμική αντίδραση και τη στρατιωτική ήττα του Χίτλερ.
Στη Γαλλία επικράτησε η πολιτική του κατευνασμού με κύριο εκπρόσωπο τον Στρατηγό Πεταίν μια ηρωική μορφή του Α’ ΠΠ για τους Γάλλους. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα την υποδούλωση της Γαλλίας στις ναζιστικές δυνάμεις. Την τιμή της Γαλλίας την διέσωσε ο Στρατηγός Ντε Γκωλ ο οποίος υποστήριζε ότι ο Γαλλικός Στρατός πρέπει να συνεχίσει να πολεμά την Γερμανία και να μην συνθηκολογήσει. Στις 14 Ιουν 1940, ρωτά «Λοιπόν, θα πολεμήσουμε ή δεν θα πολεμήσουμε;»
Αντίθετα στην Βρετανία, χάρη στην προσωπικότητα του Τσώρτσιλ, επικράτησε η πολιτική της αντίστασης στον Χίτλερ. Είναι γνωστή η περίφημη ομιλία του Τσώρτσιλ στις 4 Ιουν 1940 που μεταξύ άλλων είπε:
«Θα πολεμήσουμε στη Γαλλία. Θα πολεμήσουμε στις θάλασσες και στους ωκεανούς. Θα πολεμήσουμε στις παραλίες. Θα πολεμήσουμε στους διαδρόμους προσγείωσης. Θα πολεμήσουμε στα χωράφια και στους δρόμους. Θα πολεμήσουμε στους λόφους. Δεν θα παραδοθούμε ποτέ…»
Η κατάληξη ήταν η Βρετανία με τους συμμάχους της να νικήσει τη ναζιστική Γερμανία, παρά τις εκτιμήσεις των κατευναστών που υποστήριζαν ότι η πολεμική μηχανή του Χίτλερ ήταν αήττητη και αντί να θυσιαστεί ο ανθός της Βρετανικής νεολαίας ήταν καλύτερα να υποταχτούν.

Τα επιχειρήματα των κατευναστών όπως του Πεταίν και του Τσάμπερλαιν είναι τα ίδια με τα επιχειρήματα που επικαλούνται σήμερα στην Ελλάδα όσοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να διαπραγματευτούμε με τους Τούρκους.
Ειδικότερα οι Έλληνες υποστηρικτές του κατευνασμού της Τουρκίας υποστηρίζουν ότι:
➢ Ένας πόλεμος με την Τουρκία θα οδηγήσει την Ελλάδα σε βέβαιη ήττα.
➢ Θα θυσιαστούν Έλληνες χωρίς σημαντικό λόγο.
➢ Η άμυνα στοιχίζει ακριβά καθώς δαπανώνται πολύτιμοι ανθρώπινοι και οικονομικοί πόροι.
➢ Να δοθεί ένα κομμάτι θάλασσας ή ίσως κάποιο νησί για να έχουμε μακροχρόνια ειρήνη.

Στα παραπάνω επιχειρήματα των κατευναστών ταιριάζει η απάντηση που είχε δώσει ο Τσώρτσιλ όταν στην ομιλία του, τον Ιανουάριο του 1940, αναφερόμενος στη ναζιστική Γερμανία είπε ότι:
«..αυτός που προσπαθεί να την κατευνάσει μοιάζει με κάποιον που ταΐζει τον κροκόδειλο ελπίζοντας ότι θα τον φάει τελευταίο..».
Από τα παραπάνω γίνεται κρυστάλλινα καθαρό ότι ο κατευνασμός δεν είναι η αποτελεσματική πολιτική για να αντιμετωπισθεί η αναθεωρητική πολιτική της Τουρκίας.
Ένα επιχείρημα που χρησιμοποιείται από τους κατευναστές αλλά και από άλλους είναι ότι δεν είναι κακό να συζητάμε με τους Τούρκους.
Από την δική μου οπτική, η διαπραγμάτευση με τους Τούρκους δεν μπορεί να γίνει γιατί οι λέξεις δεν έχουν το ίδιο νόημα για εκείνους που έχουν για εμάς.
Οι Τούρκοι όταν συζητούν για ειρήνη εννοούν ότι θα είναι «επικυρίαρχοι» της Ελλάδας. Όταν συζητάμε μαζί τους δεν αποδέχονται την Ελλάδα ως ισότιμο συνομιλητή. Αντίθετα τη θεωρούν ως αδύναμο κράτος που προσέρχεται στη συζήτηση για να «ικετεύσει» την «αγάπη» και την «φιλευσπλαχνία» του «αφέντη».
Επομένως η στάση μας προς την Τουρκία πρέπει να είναι «δεν διαπραγματευόμαστε» θέματα εθνικής κυριαρχίας και κυριαρχικών δικαιωμάτων. Εάν η Τουρκία περάσει αυτή την «κόκκινη γραμμή» η απάντηση θα πρέπει να είναι δυναμική και αποφασιστική.

Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι η Τουρκία έχει πολλές τρωτότητες στην άμυνά της και σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να εξασφαλίσει ότι θα νικήσει την Ελλάδα. Αντίθετα, έχει αποδειχθεί ότι όταν η Ελλάδα πολεμά σ’ έναν δίκαιο πόλεμο νικά. Όμως στην ακραία και απίθανη περίπτωση που η Τουρκία κερδίσει τον πόλεμο, θα έχει μια «πύρρειο νίκη». Αυτό θα δώσει την ευκαιρία στους Κούρδους να δημιουργήσουν το εθνικό τους κράτος και στις γειτονικές χώρες να διεκδικήσουν τμήματα από μια αποδυναμωμένη Τουρκία.
Η παραπάνω δυναμική στάση απαιτεί πίστη στη νίκη και κατάλληλη νοοτροπία, η οποία καλλιεργείται μέσα από την παιδεία, την καλλιτεχνική δημιουργία και την επιχειρηματική δράση.
Θα κλείσω σημειώνοντας ότι ο Τσώρτσιλ πίστευε ότι η άμυνα είναι η τακτική των αδυνάτων.
Αδύνατος είναι όποιος δεν πιστεύει στη νίκη. Αν έχεις πίστη στη νίκη είσαι άτρωτος.