IPI: Στα χέρια πλούσιων οικογενειών με δεσμούς με τη ΝΔ τα ΜΜΕ στην Ελλάδα
Απογοητευτική για τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης στη χώρα μας είναι για μία ακόμη φορά η έκθεση του Διεθνούς Ινστιτούτου Τύπου (IPI) και του Κέντρου Έρευνας Μέσων και Δημοσιογραφίας (MJRC) που αξιολογεί τα Μέσα Ενημέρωσης στην Ελλάδα και την συμμόρφωσή τους όπως και των ρυθμιστικών αρχών με τα πρότυπα που ορίζει η Ευρωπαϊκή Πράξη για την Ελευθερία των Μέσων Ενημέρωσης (EMFA).
Όπως αναφέρει, το ελληνικό τοπίο των μέσων ενημέρωσης χαρακτηρίζεται από υψηλή συγκέντρωση των μέσων ενημέρωσης στα χέρια πλούσιων οικογενειών με στενούς πολιτικούς δεσμούς, ιδίως του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας. Ως αποτέλεσμα, παρά την αφθονία των μέσων ενημέρωσης, ο ουσιαστικός πλουραλισμός παραμένει αδύναμος. Η έκθεση εστιάζει επίσης στην ευπάθεια της ρυθμιστικής αρχής των μέσων ενημέρωσης της Ελλάδας και των δημόσιων μέσων ενημέρωσης σε πολιτικές παρεμβάσεις.
Αυτή είναι η τέταρτη από μια σειρά επτά εκθέσεων ανά χώρα που θα δημοσιευθούν το 2024.
Μεταξύ άλλων η έκθεση αναφέρει:
Ανεξαρτησία των ρυθμιστικών αρχών των μέσων ενημέρωσης
Ο ελληνικός τομέας των μέσων ενημέρωσης επηρεάζεται αρνητικά εδώ και δεκαετίες από ένα ανεξέλεγκτο σύστημα αδειοδότησης που έχει συγκεντρώσει σημαντική πολιτική επιρροή στα χέρια λίγων ομίλων μέσων ενημέρωσης. Έχουν γίνει προηγούμενες προσπάθειες ρύθμισης του περιβάλλοντος των μέσων ενημέρωσης, με την πιο σημαντική να λαμβάνει χώρα το 2015, όταν οι μεγιστάνες των μέσων ενημέρωσης υποχρεώθηκαν να πληρώνουν για τηλεοπτικές άδειες. Το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης (ΕΣΡ) βρέθηκε επανειλημμένα ευάλωτο σε πολιτικές επιρροές. Παρά το καθεστώς του Συμβουλίου ως ανεξάρτητης αρχής, τα μέλη του επιλέγονται από κοινοβουλευτική επιτροπή στην οποία το κυβερνών κόμμα έχει την πλειοψηφία. Αυτό καθιστά την επιλογήτων μελών του ΕΣΡ ευάλωτη στην πολιτική επιρροή. Επιπλέον, οι περιορισμένοι οικονομικοί πόροι και η υποστελέχωση του Συμβουλίου αποτελούν σημαντικές προκλήσεις για τα μέλη και τη διοίκησή του όσον αφορά την εκτέλεση των καθηκόντων τους και την επίτευξη των στόχων τους.
Ανεξαρτησία των δημόσιων μέσων ενημέρωσης
Στην Ελλάδα, τα δημόσια μέσα ενημέρωσης έχουν ιστορικά αντιμετωπίσει σημαντικές προκλήσεις λόγω πολιτικών και οικονομικών πιέσεων. Από την ίδρυσή της, η Ελληνική Ραδιοφωνία και Τηλεόραση (ΕΡΤ) υπόκειται σε διάφορους βαθμούς κυβερνητικού ελέγχου. Παρά τις προσπάθειες επαγγελματισμού και αποπολιτικοποίησης του ραδιοτηλεοπτικού φορέα, η ΕΡΤ στερείται επίμονα της απαιτούμενης συντακτικής και θεσμικής ανεξαρτησίας, λόγω της απουσίας επαρκών εγγυήσεων για την προστασία της από την πολιτική επιρροή. Ορισμένοι διευθυντές και διευθυντές ειδήσεων ήταν περισσότερο ελεγκτικοί από άλλους, αλλά το ζήτημα της κυβερνητικής παρέμβασης στις λειτουργίες της ΕΡΤ παρέμεινε. Μια άλλη συνεχιζόμενη πρόκληση είναι η συνήθης αντικατάσταση των στελεχών των κρατικών μέσων ενημέρωσης έπειτα από κυβερνητικές αλλαγές. Το ίδιο ισχύει και για το ελληνικό δημόσιο πρακτορείο ειδήσεων, το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ). Και τα δύο μέσα ενημέρωσης έχουν υποστεί περιπτώσεις λογοκρισίας και επανειλημμένες παραβιάσεις της δημοσιογραφικής αρχής του πλουραλισμού.
Κατάχρηση κρατικών κονδυλίων για τον επηρεασμό της παραγωγής των μέσων ενημέρωσης
Η οικονομική εξάρτηση των μέσων ενημέρωσης από την κρατική στήριξη τα καθιστά ευάλωτα σε εξωτερική επιρροή ή αυτολογοκρισία. Στην Ελλάδα, η κρατική διαφήμιση δεν ρυθμίζεται επαρκώς, με αποτέλεσμα να λειτουργεί συχνά ως έμμεση επιδότηση σε αντάλλαγμα για ευνοϊκή κυβερνητική κάλυψη. Αυτό φάνηκε κατά τη διάρκεια ενός σκανδάλου (σ.σ. λίστα Πέτσα) που σημειώθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το οποίο τελικά οδήγησε σε θετικές μεταρρυθμίσεις. Ένα σημαντικό ποσό χρηματοδότησης διανέμεται μέσω διαφόρων επιδοτήσεων. Ωστόσο, η κλίμακα και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την κατανομή της κρατικής χρηματοδότησης δεν είναι διαφανή, περιορίζοντας την ευαισθητοποίηση του κοινού.
Πλουραλισμός των μέσων ενημέρωσης και πολιτική/κρατική επιρροή στα ειδησεογραφικά μέσα ενημέρωσης
Η ιδιοκτησία των ιδιωτικών μέσων ενημέρωσης από συμφέροντα αποτελεί την πιο οξεία μορφή ομηρείας των μέσων ενημέρωσης στην Ελλάδα. Η υψηλή συγκέντρωση της ιδιοκτησίας των παραδοσιακών μέσων ενημέρωσης στα χέρια πλούσιων οικογενειών και εφοπλιστών με διάφορους πολιτικούς δεσμούς, ιδίως με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας, έχει διαμορφώσει σημαντικά ένα τοπίο στα μέσα ενημέρωσης όπου, παρά την αφθονία των μέσων ενημέρωσης, ο ουσιαστικός πλουραλισμός που παρέχει ένα ευρύ πλουραλισμό πηγών πληροφόρησης και απόψεων παραμένει αδύναμος. Μετά την οικονομική κρίση, ορισμένοι παραδοσιακοί όμιλοι μέσων ενημέρωσης διέκοψαν τις δραστηριότητές τους και νέοι ιδιοκτήτες, συγκεκριμένα ολιγάρχες, εισήλθαν στην αγορά. Η έλλειψη αποτελεσματικής ρύθμισης των μέσων ενημέρωσης κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, σε συνδυασμό με τη μερική απουσία επωφελούς ιδιοκτησίας των μέσων ενημέρωσης, συνέβαλε στο φαινόμενο της άλωσης των μέσων ενημέρωσης.