Η Βιαστική Ελλάδα Κλείνει το Κεφάλαιο “Λιγνίτης” Έως το 2026- Η Βουλγαρία το 2038!
Oι λιγνιτικές μονάδες της ΔΕΗ που ήταν προγραμματισμένο να διακόψουν τη λειτουργία τους την τελευταία ημέρα του περασμένου μήνα, πήραν παράταση ζωής, άλλες για έως το τέλος του Οκτωβρίου και οι υπόλοιπες για τις 31 Δεκεμβρίου 2024. Στον πρώτο κύκλο εντάσσονται οι μονάδες 1 & 2 του Αγίου Δημητρίου, και στον δεύτερο, η μονάδα 4 του ΑΗΣ της Μεγαλόπολης, καθώς και της Μελίτης, στην Φλώρινα. Είχε προηγηθεί παλαιότερη παράταση, ενός μήνα, που είχε δώσει ο ΑΔΜΗΕ. Το 2025 θα μπει λουκέτο στις εναπομείνασες μονάδες του Αγίου Δημητρίου (3,4 & 5) ενώ το αμέσως επόμενο έτος, 2026, θα αποχαιρετήσουμε, σύμφωνα με τον προγραμματισμό της ΔΕΗ, την υπερσύγχρονη και πανάκριβη μονάδα «Πτολεμαΐδα 5.»
Συνδικαλιστές και εργαζόμενοι στην Δημόσια Επιχείρηση έχουν κινητοποιηθεί το τελευταίο χρονικό διάστημα με αίτημα την αναθεώρηση της διακοπής της λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ η οποία, όπως υποστηρίζουν, «θα οδηγήσουν ολόκληρες περιοχές σε ερημοποίηση, τον λαό στην ενεργειακή φτώχεια και τους εργαζόμενους στην εργασιακή ανασφάλεια.»
Ζητούν ακόμη, να μην κλείσουν οι σταθμοί, να διασφαλιστούν οι θέσεις εργασίας του μόνιμου και έκτακτου προσωπικού με μέτρα υγείας και ασφάλειας και να αναληφθούν πρωτοβουλίες για την παροχή φθηνού ρεύματος και θέρμανσης για όλο το λαό.
Η ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ σε ανακοίνωσή της, προ ημερών, τάχθηκε κατά της «βίαιης» απολιγνιτοποίησης που πλήττει, όπως τονίζει, σοβαρά τις τοπικές κοινότητες και οικονομίες, ενώ διαταράσσει την ήδη εύθραυστη αγορά ενέργειας και την ενεργειακή ασφάλεια της χώρας.
Το energia.gr κατανοεί την εθνική πολιτική που υπαγορεύει τη ριζική στροφή στις πράσινες τεχνολογίες που θα συμβάλουν, κατά τους υποστηρικτές τους, να επιτευχθούν οι στόχοι του ΕΣΕΚ για το 2030 και το οραματικό σχέδιο για το net zero, το 2050.
Ιδίως καθώς η χώρα μας θεωρείται ένα είδος «πράσινου παράδεισου». Είναι ενδεικτικό ότι η Ελλάδα βελτίωσε τη θέση της μεταξύ των κορυφαίων αγορών για τις ΑΠΕ, καθώς ανέβηκε από την 3η στη 2η θέση του προσαρμοσμένου δείκτη της EY για τις ΑΠΕ, που εξετάζει τις επιδόσεις των χωρών, προσαρμοσμένες κατά το ΑΕΠ τους. Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι ενώ το 41% της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας στην Ευρώπη, το 2022 προήλθε από ΑΠΕ, το αντίστοιχο ποσοστό για την Ελλάδα έφθασε στο 43%!
Αυτό που δεν κατανοεί είναι η σπουδή με την οποία εφαρμόζονται “σκληρά” μέτρα απανθρακοποίησης του μείγματος ηλεκτροπαραγωγής, όταν είναι πασιφανές ότι απέχουμε παρασάγγας από την ημέρα κατά την οποία οι καθαρές πηγές θα επαρκούν για να καλύψουν τα αναγκαία φορτία βάσης, ιδίως καθώς έχουμε μείνει πίσω στην ανάπτυξη λύσεων αποθήκευσης (είναι χαρακτηριστικό το πρόβλημα των επενδύσεων σε standalone μπαταρίες που θα μπορούσαν να λύσουν το πρόβλημα των περικοπών πράσινης ενέργειας).
H (απο)στροφή της ΔΕΗ
Από την άλλη πλευρά η ΔΕΗ, είναι αποφασισμένη να ολοκληρώσει τον κύκλο της απολιγνιτοποίησης της παραγωγής της και έχει στρέψει την προσοχή της σε μεγάλα έργα επενδύσεων στην αιολική και ηλιακή ενέργεια, με γνώμονα τόσο την εξυπηρέτηση της εθνικής πολιτικής για την πράσινη μετάβαση, όσο και για τη μελλοντική διασφάλιση των συμφερόντων των μετόχων της.
Σημειώνουμε η συνολική ισχύς των αιολικών έργων της Επιχείρησης φθάνει σε 62,4 MW, με δύο αιολικά πάρκα και τέσσερα ηλιακά να προβλέπονται να αναπτυχθούν εντός του έτους και στη διάρκεια του επομένου, όπως αναφέρεται στην εξαμηνιαία οικονομική έκθεση της ΔΕΗ.
Ειδικότερα, το αιολικό χαρτοφυλάκιο υπολογίζεται σε 62.4 MW συνολικής ισχύος. Από τα δύο αιολικά πάρκα με ισχύ 26 MW και 36,4MW, αντίστοιχα, το μεν πρώτο βρίσκεται σε φάση κατασκευής και εκτιμάται ότι θα έχει ολοκληρωθεί τον ερχόμενο Δεκέμβριο, ενώ το δεύτερο αναμένεται να έχει κατασκευαστεί και να τεθεί σε εμπορική λειτουργία το αργότερο έως τον προσεχή Απρίλιο.
Αν προσθέσουμε και τη στρατηγική συμφωνία εξαγοράς έργων ΑΠΕ από τους ομίλους Κοπελούζου και Σαμαρά, η ΔΕΗ φαίνεται να σφραγίζει την επόμενη ημέρα για τον ενεργειακό μετασχηματισμό της, που έχει ιδιαίτερη έμφαση στα έργα αιολικής ισχύος.
Υπ’ αυτή την έννοια δεν εκπλήσσει τον αντικειμενικό παρατηρητή η ιλιγγιώδης απομάκρυνση από τον λιγνίτη που αφήνει πίσω του «συντρίμμια», υπό τη μορφή των περιοχών που πλήττονται από αυτή τη στρατηγική στροφή, αλλά και των κατοίκων τους, εκ των οποίων αρκετοί εργάζονταν για δεκαετίες στις μονάδες της Επιχείρησης.
Με σχόλιό του προς το energia.gr, κορυφαίο στέλεχος της αγοράς ηλεκτρικής ενέργειας μίλησε για «καταστροφική» επιλογή της ΔΕΗ να κλείσει με αυτό τον τρόπο το κεφάλαιο των λιγνιτικών σταθμών στην Δυτική Μακεδονία. Το κλείσιμο των μονάδων της Επιχείρησης συνοδεύεται, όπως εξήγησε, με την εφαρμογή ενός προγράμματος εθελουσίας εξόδου της συντριπτικής πλειονότητας των εργαζομένων σε αυτές. Ορισμένοι εξ αυτών θα λάβουν αποζημιώσεις ενώ οι υπόλοιποι θα μεταταχθούν σε διάφορες υπηρεσίες του Δημοσίου ή των Δήμων και Κοινοτήτων.
Όσον αφορά στο Σχέδιο Δίκαιης Μετάβασης 2021-2027, το οποίο έχει διαφημιστεί ότι θα φέρει μια νέα αναπτυξιακή πνοή στις παλαιές λιγινιτικές περιοχές, ο ίδιος υποστήριξε ότι δεν έχει συμβεί το παραμικρό και ότι δεν έχει δημιουργηθεί «ούτε μία νέα πράσινη θέση εργασίας.»
Το ΣΔΑΜ αποτελεί τον οδικό χάρτη για την αναδιάρθρωση του παραγωγικού προτύπου των περιοχών μετάβασης και την κάλυψη των ελλειμμάτων του μέσα από την δημιουργία αξιών σε διαφορετικούς κλάδους και τομείς, αξιοποιώντας τα πολυποίκιλα συγκριτικά πλεονεκτήματα, με τα οποία οι περιοχές αυτές είναι προικισμένες και όλες τις διαθέσιμες πηγές χρηματοδότησης, εθνικές, ευρωπαϊκές και ιδιωτικές. Όπως φιλοδοξούν οι συντάκτες του, η υλοποίηση του σχεδίου θα καταστήσει την Ελλάδα πρωτοπόρο στην Ευρώπη και διεθνές παράδειγμα βέλτιστης πρακτικής για τη δίκαιη μετάβαση και την οικονομική ανάπτυξη.
Η σύγκριση με την Βουλγαρία
Σε πλήρη αντίθεση με το ελληνικό μοντέλο για την ενέργεια, η γειτονική μας Βουλγαρία, για την οποία επαιρόμαστε, ως Ελλάδα, ότι καλύπτουμε σε μεγάλο βαθμό –από κοινού με την Τουρκία- τις ανάγκες της σε φυσικό αέριο, έχει δεσμευτεί να καταργήσει σταδιακά τις μονάδες άνθρακα Κιούστεντιλ, το Πέρνικ και τη Στάρα Ζαγόρα, έως το 2038.
Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής από το 2022, τα ορυκτά καύσιμα αντιπροσωπεύουν το 48,2% και η πυρηνική ενέργεια το 43,2% της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας της Βουλγαρίας. Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας αποτελούν μόλις το 19,1%, όταν ο μέσος όρος της Ε.Ε. ανέρχεται στο 39,4%.