Η Ουάσιγκτον σπέρνει ζιζάνια στην ευρωπαϊκή αγορά φυσικού αερίου

Η σύγκρουση στην Ουκρανία, η μεταχείριση του αντιφρονούντα Αλεξέι Ναβάλνι, ο αγωγός φυσικού αερίου Nord Stream 2: η επιδείνωση των σχέσεων ανάμεσα στη Ρωσία και στη Δυτική Ευρώπη μετά το 2014 απασχολεί ιδιαίτερα τα προεδρικά και πρωθυπουργικά γραφεία. Αυτές οι εντάσεις έχουν ως υπόβαθρο ένα ενεργειακό «μεγάλο παιχνίδι», όπου διασταυρώνονται η ρωσική στρατηγική, οι αμερικανικές απαιτήσεις, τα γερμανικά συμφέροντα, ο επείγων χαρακτήρας της κλιματικής κρίσης και ο φιλελεύθερος δογματισμός της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.

Κατά τη διάρκεια της επίσκεψής του στον Λευκό Οίκο, τον Ιούλιο του 2018, ο Ζαν Κλοντ Γιουνκέρ, τότε πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, κατέληξε σε συμφωνία με τον πρόεδρο Τραμπ. Στο κοινό ανακοινωθέν τους δήλωναν: «Αποφασίσαμε σήμερα να ενισχύσουμε τη στρατηγική συνεργασία μας στον ενεργειακό τομέα. Η Ευρωπαϊκή Ένωση επιθυμεί να εισάγει περισσότερο υγροποιημένο φυσικό αέριο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, ώστε να διαφοροποιήσει τις πηγές ανεφοδιασμού της»1. Ήταν κοινό μυστικό: οι βορειοαμερικανοί παραγωγοί φυσικού αερίου αναζητούν νέες αγορές –και η Ευρωπαϊκή Ένωση, ο μεγαλύτερος εισαγωγέας παγκοσμίως, αποτελεί τον ιδανικό πελάτη.

Η σύγκρουση ανάμεσα στη Ρωσία και την Ουκρανία, το ζήτημα του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 22 και οι εντάσεις στη Μεσόγειο γύρω από τα κυπριακά κοιτάσματα ώθησαν την παραγωγή και την προμήθεια του φυσικού αερίου στο επίκεντρο του γεωπολιτικού παιγνίου, τη στιγμή όπου τα περιβαλλοντικά διακυβεύματα απασχολούν ολοένα και περισσότερο τα κράτη. Όσο κι αν το φυσικό αέριο δεν αποτελεί ανανεώσιμο φυσικό πόρο, ρυπαίνει λιγότερο συγκριτικά με το πετρέλαιο και –κυρίως– τον άνθρακα. Επιπλέον, επιτρέπει την παραγωγή φθηνής ηλεκτρικής ενέργειας και μεταφέρεται ευκολότερα σε σχέση με τον προηγούμενο αιώνα.

Με την εμφάνιση του υγροποιημένου φυσικού αερίου (ΥΦΑ, LNG) που μεταφέρεται με υγραεριοφόρα δεξαμενόπλοια, ο κλάδος, μέχρι πρότινος αναγκαστικά περιορισμένος σε περιφερειακό επίπεδο, διεθνοποιείται και απαλλάσσεται από την αμοιβαία εξάρτηση μεταξύ εισαγωγέων και εξαγωγέων που επέβαλλαν οι αγωγοί φυσικού αερίου3. Ωστόσο, η διαδικασία κάθε άλλο παρά απλή είναι: το φυσικό αέριο κατ’ αρχάς υγροποιείται με ψύξη στους -161°C, μεταφέρεται με πλοίο και κατόπιν επαναεριοποιείται. Εντός Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπάρχουν περίπου τριάντα τερματικοί σταθμοί όπου πραγματοποιείται αυτή η διαδικασία (βλ. χάρτη). Αν και η πλειονότητα των παγκόσμιων εξαγωγών αερίου πραγματοποιείται μέσω αγωγών (63% έναντι 37% μέσω θαλάσσιας μεταφοράς), η σύγκλιση μεταξύ τους αυξάνεται (78% έναντι 22% το 2005).

Το ΥΦΑ, πιο βολικό από το αέριο που μεταφέρεται διά της χερσαίας οδού, ενθουσιάζει τους οπαδούς της απελευθέρωσης του κλάδου. Με αυτό, οι εταιρείες εκμετάλλευσης παίζουν με τις τιμές διάφορων αγορών (της Ευρώπης, του Ατλαντικού και του Ειρηνικού) και συνάπτουν όλο και πιο συχνά βραχυχρόνια συμβόλαια, τα αποκαλούμενα «spots», που επιτρέπουν τη διενέργεια συναλλαγών σε ημερήσια βάση. Αντίθετα, οι συμβάσεις μεταφοράς μέσω αγωγού φυσικού αερίου –αλλά και ένα τμήμα εκείνων που αφορούν το ΥΑΦ– έχουν διάρκεια που συχνά φθάνει τα 20 ή και τα 30 έτη4.

Όντας ο μεγαλύτερος παραγωγός παγκοσμίως, οι ΗΠΑ εξορύσσουν 88% περισσότερο φυσικό αέριο απ’ ό,τι πριν από δεκαπέντε χρόνια, ενώ η ρωσική παραγωγή παραμένει στάσιμη και η ευρωπαϊκή έχει μειωθεί κατά το ήμισυ. Αιτία; Η ανακάλυψη, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, του «μη συμβατικού» φυσικού αερίου, που εξάγεται από το υπέδαφος χάρη στην ιδιαίτερα ρυπογόνα τεχνική της «υδραυλικής ρηγμάτωσης»5. Μετά το 2008, η εντατική εκμετάλλευση αυτών των κοιτασμάτων διευκολύνθηκε από «τη βούληση της ομοσπονδιακής κυβέρνησης για επίτευξη ενεργειακής ανεξαρτησίας» και κυρίως από «το νομικό καθεστώς εκμετάλλευσης-παραγωγής, καθώς στις ΗΠΑ η κυριότητα του εδάφους επιφέρει και την κυριότητα του υπεδάφους»6. Με άλλα λόγια, ένας ιδιοκτήτης γης δεν χρειάζεται την άδεια του κράτους προκειμένου να εκμεταλλευτεί το υπέδαφος της ιδιοκτησίας του.

Αν και οι ΗΠΑ καταναλώνουν το μεγαλύτερο μέρος της παραγωγής τους, παράγουν συνεχώς πλεονάζουσες ποσότητες αερίου. Από τις τρεις μεγαλύτερες παγκόσμιες αγορές αερίου, η ευρωπαϊκή μοιάζει η πλέον αποδοτική. Η Ουάσιγκτον έχει ασκήσει διάφορες μορφές πιέσεων στις Βρυξέλλες προκειμένου να περιορίσει την κυριαρχία της Ρωσίας στον ανεφοδιασμό της Ευρώπης με φυσικό αέριο. Τον Ιούλιο του 2017, ο Ντόναλντ Τραμπ συμμετείχε στη σύνοδο της Πρωτοβουλίας των Τριών Θαλασσών (ΠΤΘ, Three Seas Initiative). Σε αυτό το φόρουμ, το οποίο συνεδρίασε για πρώτη φορά το 2016, συμμετέχουν κάθε χρόνο 12 χώρες7 που βρίσκονται μεταξύ της Βαλτικής, του Ευξείνου Πόντου και της Αδριατικής Θάλασσας, προκειμένου «να προωθήσουν τη συνεργασία με στόχο την ανάπτυξη των υποδομών στους τομείς της ενέργειας, των μεταφορών και των ψηφιακών τεχνολογιών»8. Ο Αμερικανός πρόεδρος δεν έκρυψε τον σκοπό του: με τη στήριξη της Πολωνίας και ενάντια στην άποψη της Γερμανίας, να ενισχύσει τον ανεφοδιασμό της Ευρώπης, από τον βορρά προς τον νότο, προωθώντας ΥΦΑ από τον τερματικό σταθμό του Σφινοούιστσε (Πολωνία) προς την υπόλοιπη Κεντρική Ευρώπη9. Και έτσι να ανταγωνιστεί τους ρωσικούς αγωγούς φυσικού αερίου που έρχονται από τα ανατολικά.

Μεταξύ 2005 και 2011, όταν δεν εξήγαν φυσικό αέριο προς την Ευρώπη, οι ΗΠΑ δεν είχαν διόλου αντιταχθεί στην κατασκευή του αγωγού φυσικού αερίου Nord Stream 1 μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας. Αντίθετα, η κατασκευή του Nord Stream 2 τούς έχει γίνει έμμονη ιδέα, μέχρι του σημείου να κάνουν τα πάντα για να ματαιώσουν την ολοκλήρωσή του. Όμως, το διεθνές σκάνδαλο γύρω από τον συγκεκριμένο αγωγό επισκιάζει ένα άλλο πεδίο στη μάχη του φυσικού αερίου. Καθώς επιθυμεί να παρακάμψει την Ουκρανία, τη γειτονική χώρα με την οποία βρίσκεται σε σύγκρουση από το 2014, η Ρωσία δεν αρκείται μονάχα στη δημιουργία του δεύτερου Nord Stream. Στις 8 Ιανουαρίου 2020, ο Βλαντιμίρ Πούτιν εγκαινίασε μαζί με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν τον αγωγό φυσικού αερίου Turkish Stream, με στόχο την τροφοδοσία της Ευρώπης από τον Νότο, μέσω Τουρκίας10. Ένα άλλο τμήμα του αγωγού, με το όνομα Tesla, θα τροφοδοτήσει σε βάθος χρόνου τη Σερβία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και την Αυστρία, μεταφέροντας το αέριο μέσω Ελλάδας και Βόρειας Μακεδονίας, ήδη πελάτες της Ρωσίας.

Μια τέτοια επέκταση θα μπορούσε να αναζωπυρώσει το ενδιαφέρον για τον South Stream, ένα παλαιότερο ρωσικό σχέδιο με παρόμοια χάραξη, το οποίο εγκαταλείφθηκε από τη Ρωσία το 2014 λόγω πιέσεων των Βρυξελλών στα μέλη της Ε.Ε. που συμμετείχαν στο σχέδιο11. Δεδομένων των εμποδίων που συναντά στην ευρωπαϊκή αγορά και της ολοένα αυξανόμενης εχθρότητας των Δυτικών απέναντι στους ρωσικούς αγωγούς, η Μόσχα αναπτύσσει τις εξαγωγικές δυνατότητές της σε ΥΦΑ και στρέφεται προς ανατολάς: ο αγωγός Force, που εγκαινιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2019, θα μεταφέρει ετησίως 38 δισ. κυβικά μέτρα από τη Σιβηρία στην Κίνα επί τρεις δεκαετίες.

Στη Γηραιά Ήπειρο, οι ΗΠΑ γνωρίζουν ότι μπορούν να στηρίζονται σε έναν σύμμαχο πολύ ισχυρότερο από την Πολωνία: στον φιλελεύθερο δογματισμό των Βρυξελλών. Με το άνοιγμα του κλάδου στον ανταγωνισμό, η διαχείριση των αγωγών φυσικού αερίου πλέον έχει περάσει σε εταιρείες ανεξάρτητες από τους παραδοσιακούς παρόχους, προκειμένου οι τελευταίοι να μην μεροληπτούν υπέρ του φυσικού αερίου μίας συγκεκριμένης επιχείρησης –της δικής τους, εν προκειμένω. Έτσι, η ρωσική εταιρεία Gazprom, που παράγει και διανέμει φυσικό αέριο και παράλληλα διαχειρίζεται τους αγωγούς, βρίσκεται παγιδευμένη από νομικά κείμενα που συντάσσονται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και… έχουν την υποστήριξη της Ουάσιγκτον. Πράγματι, μερικούς μήνες μετά τη συμφωνία που συνήψαν οι Γιουνκέρ και Τραμπ για την τροφοδοσία της Ευρώπης με αμερικανικό αέριο, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο υιοθέτησε με επείγουσες διαδικασίες, στις 17 Απριλίου 2019, μια δραστική τροποποίηση της κοινοτικής οδηγίας του 2009 για το φυσικό αέριο, η οποία περιλαμβανόταν στο «τρίτο ενεργειακό πακέτο».

«Η τροποποίηση αυτή»,διευκρινίζει η γαλλική Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας, «αποσκοπεί στην επέκταση της εφαρμογής ορισμένων ουσιωδών νομοθετικών αρχών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στον τομέα της ενέργειας (πρόσβαση τρίτων στο δίκτυο, κανόνες τιμολόγησης, διαχωρισμός του καθεστώτος ιδιοκτησίας, διαφάνεια) σε όλους τους αγωγούς φυσικού αερίου, είτε προερχόμενους από είτε κατευθυνόμενους σε τρίτες χώρες, μέχρι τα όρια της επικράτειας της Ε.Ε.»12. Όπως παρατηρεί ο ειδικευμένος σύμβουλος Φιλίπ Σεμπίγ-Λοπέζ, «το σχέδιο ευνοεί φανερά τα σχέδια εισαγωγής ΥΦΑ, από τις ΗΠΑ ή από αλλού, δεδομένου ότι το ΥΦΑ ξεφεύγει από τον κοινοτικό γραφειοκρατικό και ρυθμιστικό κυκεώνα, του οποίου δεν έχουμε καν συνειδητοποιήσει όλες τις συνέπειες»13.

Όσο κι αν δεν μπορούν να ελπίζουν ότι θα συναγωνιστούν τους Ρώσους και τους Νορβηγούς σε ποσότητα, οι νεοφερμένοι στην ευρωπαϊκή αγορά Αμερικανοί θα επωφεληθούν από τους νέους κανόνες που έχει θεσπίσει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή: προκειμένου να συνεχιστεί η «διατλαντική συνεργασία», θα πρέπει «να εξαλειφθούν τα περιττά εμπόδια στη χορήγηση αδειών στις ΗΠΑ για την εξαγωγή ΥΦΑ, έτσι ώστε να επιταχυνθούν οι αμερικανικές εξαγωγές» και, κυρίως, «να καθιερωθούν τακτικές διαβουλεύσεις και δράσεις προβολής μαζί με τους παρόχους της αγοράς, έτσι ώστε οι ΗΠΑ να μετατραπούν στον κυριότερο προμηθευτή φυσικού αερίου της Ευρώπης»14.

Η συγκεκριμένη φιλοδοξία, που προβάλλεται ανοιχτά από τις χώρες της Κεντρικής Ευρώπης και υποστηρίζεται από τις Βρυξέλλες, ενδέχεται ωστόσο να προσκρούσει σε ορισμένους σκοπέλους. Από τη μια πλευρά, η Ρωσία πιθανότατα δεν θα περιμένει να ολοκληρωθούν οι διαδικασίες για να αντιδράσει. Όσο κι αν το αμερικανικό ΥΦΑ διαπραγματεύεται στις αγορές φτηνότερα από το ρωσικό (διαφορά 22% για αέριο με τις ίδιες ενεργειακές επιδόσεις), τα διαδοχικά κόστη υγροποίησης, μεταφοράς και επαναεριοποίησης το καθιστούν τελικά λιγότερο ανταγωνιστικό. Διαθέτοντας έτσι μεγαλύτερα περιθώρια ελιγμών στον καθορισμό των τιμών της, η Gazprom, προκειμένου να ενισχύσει τη σημερινή κυρίαρχη θέση της, «μπορεί κυρίως να προβεί σε παρεκκλίσεις από ορισμένες δεσμευτικές ρήτρες, παρέχοντας στους Ευρωπαίους πελάτες της εκπτώσεις στις συμβατικές τιμές, που είναι συνδεδεμένες με την τιμή του πετρελαίου»15.

Από την άλλη, η ευρωπαϊκή βούληση για διαφοροποίηση των πηγών εισαγωγής φυσικού αερίου επιβεβαιώνει το γεγονός ότι τα κράτη-μέλη… θα συνεχίσουν να προμηθεύονται φυσικό αέριο. Όμως, η Ε.Ε. οφείλει να περιορίσει μέχρι το 2030 τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου τουλάχιστον κατά 55% σε σχέση με τα επίπεδα του 1990 και το 2050 να επιτύχει ένα ουδέτερο ισοζύγιο διοξειδίου του άνθρακα. Αυτοί οι στόχοι προϋποθέτουν μια δυναμική στροφή προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, την υδροηλεκτρική ή την πυρηνική ενέργεια. Όμως, μετά το ατύχημα στον ιαπωνικό πυρηνικό σταθμό της Φουκουσίμα το 2011, η πυρηνική ενέργεια δεν είναι πλέον δημοφιλής.

Απομένουν επομένως οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Ο ενθουσιασμός που συνοδεύει την ανάπτυξή τους μας κάνει μερικές φορές να ξεχνάμε ότι απαιτούν τη –ρυπογόνο16– εξόρυξη μεταλλευμάτων (κοβαλτίου, λιθίου, ψευδάργυρου, νικελίου, αλουμινίου…), διαθέσιμων μονάχα σε λίγες χώρες (Βολιβία, Βραζιλία, Χιλή, Κίνα, Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό…), δημιουργώντας έτσι μια νέα εξάρτηση. Άρα το μεγαλύτερο μέρος της οικονομίας θα πρέπει μακροπρόθεσμα να βασιστεί στον ηλεκτρισμό, με αποτέλεσμα να προμηνύεται ο πολλαπλασιασμός των αιολικών πάρκων, των σταθμών παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας, των γραμμών υψηλής τάσης, των μετασχηματιστών, των πυκνωτών και των διακοπτών, των οποίων το περιβαλλοντικό αποτύπωμα είναι αρκετά υποτιμημένο.

Όσο κι αν ο πολλαπλασιασμός των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και η μείωση των πηγών ενέργειας με τις υψηλότερες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου φαντάζουν ως η λογικότερη λύση, η οικολογική εξίσωση δεν θα επιλυθεί εάν δεν παρέμβουμε και στη ζήτηση της ενέργειας: θα χρειαστεί να υπάρξει μείωση της ενεργειακής παραγωγής και κατανάλωσης μέσα από την προώθηση της ενεργειακής λιτότητας. Ταυτόχρονα, θα χρειαστεί και η επιστροφή της βιομηχανικής παραγωγής κοντά στον τόπο κατανάλωσης και η δραστική μείωση των μεταφορικών ροών στον πλανήτη.

Mathias Reymond
Βασίλης Παπακριβόπουλος (μετάφραση)

πηγή: monde-diplomatique.gr

Print Friendly, PDF & Email