Η κατάργηση του βέτο στην ΕΕ – Ομοσπονδία ή ένωση εθνικών κρατών;

Σταύρος Λυγερός

Τα μεγάλα κράτη της ΕΕ έχουν βαλθεί να καταργήσουν το βέτο. Δεν πρόκειται για εκτίμηση. Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία, Ολλανδία, Βέλγιο, Φινλανδία, Λουξεμβούργο και Σλοβακία έχουν αναλάβει και επισήμως πρωτοβουλία προς αυτή την κατεύθυνση. Ας σημειωθεί ότι με τη Συνθήκη της Λισαβόνας για το 80% περίπου των αποφάσεων ισχύει η αρχή της ενισχυμένης πλειοψηφίας κι όχι της ομοφωνίας. Ενισχυμένη πλειοψηφία υπάρχει όταν υπερψηφίζουν τουλάχιστον 15 κράτη-μέλη, που να αντιπροσωπεύουν τουλάχιστον το 65% του συνολικού πληθυσμού της ΕΕ.

Το βασικό επιχείρημα όσων υποστηρίζουν την κατάργηση του βέτο και για το 20% των αποφάσεων (για κρίσιμα ζητήματα) είναι η ανάγκη για αποτελεσματικότητα, για ταχεία λήψη αποφάσεων και για αποφυγή “νερωμένων” συμβιβασμών. Αυτή η επιχειρηματολογία εστιάζει στη λειτουργικότητα, αποφεύγοντας τον πυρήνα του προβλήματος. Κι αυτός είναι ότι η ΕΕ ιδρύθηκε ως ένωση εθνικών κρατών κι όχι με δεδηλωμένη προοπτική την ομοσπονδοποίηση. Η ομοσπονδοποίηση είναι ποιοτική τομή και σήμερα άλμα στο κενό. Οι υποστηρικτές της οφείλουν να την θέσουν ξεκάθαρα ως στόχο κι όχι να την προωθούν “από το παράθυρο” με επιχειρήματα περί λειτουργικότητας.

Το ευρωπαϊκό ενοποιητικό εγχείρημα κατέστη ελκυστικό, επειδή ακριβώς διακήρυξε ότι θα σεβαστεί απολύτως τα εθνικά κράτη, τις πατρίδες και τους πολιτισμούς, που την συναποτελούν. Δηλαδή, θα σεβαστεί απολύτως τις ευαισθησίες και τις ιδιαιτερότητες κάθε εθνικής συνιστώσας όσο μικρής και φτωχής κι αν είναι. Εξου και η θεσμοθέτηση του βέτο. Το βέτο, όμως, δεν υπάρχει μόνο για να προστατεύει τα ζωτικά συμφέροντα των μικρών κρατών-μελών από τον ηγεμονισμό των μεγάλων και ειδικά της Γερμανίας.

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η θεμελιώδης αυτή αρχή είναι κάτι πολύ περισσότερο. Γι’ αυτό και δεν πρέπει να καταργηθεί μόνο με τη συναίνεση των κυβερνήσεων, δηλαδή με τροποποίηση των Συνθηκών. Πολύ δε περισσότερο θα είναι καταστροφικό για την ΕΕ να γίνει παράκαμψη του βέτο μέσα από “ρήτρες-γέφυρες”. Ο μόνος δημοκρατικός τρόπος είναι εάν με δημοψηφίσματα κάθε λαός κράτους-μέλους συναινέσει ουσιαστικά να παραχωρήσει την εθνική του κυριαρχία και να μετατρέψει το κράτος του σε ομόσπονδο κρατίδιο, περίπου όπως οι Πολιτείες στις ΗΠΑ.

Στο σημείο αυτό είναι κρίσιμο να γίνει μία διάκριση. Η Ενωμένη Ευρώπη δεν μπορεί να γίνει ένα χωνευτήρι εθνοτήτων και πολιτισμών, όπως οι HΠΑ. Όσοι οραματίζονται τον ομογενοποιημένο Ευρωπαίο δεν κάνουν τίποτα άλλο από το να υπονομεύουν το ιστορικό πείραμα που συντελείται στη Γηραιά Ήπειρο. Η υπέρβαση των εθνικών κρατών από μια μετα-εθνική ομοσπονδιακή Ευρώπη είναι –τουλάχιστον για το ορατό μέλλον– πολιτικά και ψυχολογικά ανέφικτη. Ως εκ τούτου, η ενοποίηση δεν μπορεί να υπερβεί κάποια όρια. Γι’ αυτό και θα ήταν ολέθριο πολιτικό σφάλμα στο όνομα της λειτουργικότητας να καταργηθεί η αρχή της ομοφωνίας.

Το βέτο ύστατη άμυνα του έθνους

Το έθνος παραμένει μια ισχυρή πραγματικότητα που εκδικείται όσους με δογματισμό προσπαθούν να το καταργήσουν. Η ιστορία, άλλωστε, έχει αποδείξει ότι όποιος επιχείρησε να εκβιάσει την ιστορική εξέλιξη(;) προκάλεσε συμφορές και έφερε τα ακριβώς αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτέλεσμα. Η θεωρία για την υπέρβαση των εθνικών κρατών και την αντικατάστασή τους από πολυεθνικές-πολυπολιτισμικές κρατικές οντότητες έγινε πολύ της μόδας, αλλά διαψεύδεται συνεχώς από τα γεγονότα.

Μετά την κατάρρευση των παραδοσιακών αυτοκρατοριών, η Σοβιετική Ένωση και η Γιουγκοσλαβία ήταν δύο απόπειρες για την ενσωμάτωση εθνών σε μια υπερεθνική κρατική οντότητα, με συνεκτικό ιστό μια ιδεολογία. Η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης μπορεί να οφείλεται πρωτίστως στην κατάρρευση του σοβιετικού συστήματος, αλλά είναι δεδομένο ότι οι φυγόκεντρες τάσεις των εθνικών συνιστωσών λειτούργησαν διαβρωτικά. Αυτό ήταν εξόφθαλμο και στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, όπου η δυναμική επάνοδος του εθνισμού εξετράπη σε εθνικισμό και πολεμικές συγκρούσεις.

O 20ος αιώνας σφραγίστηκε από την ίδρυση νέων κρατών. Ένας πολύ μεγάλος αριθμός κρατών προέκυψε από την κατάρρευση της αποικιοκρατίας στην Aσία και στην Αφρική. Αλλά και μετά απ’ αυτή την περίοδο, η δημιουργία νέων κρατών μέσω διασπάσεων και αποσχίσεων παρέμεινε κυρίαρχη τάση. Μόνη εξαίρεση θα μπορούσε να θεωρηθεί η EΕ. Η διαδικασία ενοποίησης της Γηραιάς Hπείρου, όμως, είναι μια τελείως διαφορετική υπόθεση. Η ειδοποιός διαφορά ανάμεσα στο τωρινό ενοποιητικό εγχείρημα και σε όλα τα προηγούμενα είναι ότι τώρα τα κράτη-μέλη παραχωρούν εθελοντικά κάποια τμήματα της κυριαρχίας τους. Το κάνουν αφενός επειδή η διαδικασία είναι δημοκρατική, αφετέρου επειδή –σύμφωνα με τις ιδρυτικές συνθήκες– δεν οδηγεί σε εθνική αλλοτρίωση, πολύ περισσότερο σε συνολική κατάργηση της κυριαρχίας τους.

Όσο μετεξελίσσεται η ΕΕ, τόσο μετεξελίσσονται και τα εθνικά κράτη που την συναποτελούν. Είναι μια διαλεκτική σχέση, η οποία δοκιμάζεται συνεχώς από τις προκλήσεις και της ίδιας της δυναμικής της και των διεθνών πολιτικών και οικονομικών εξελίξεων. Παλαιότερα, η ενοποίηση της Ευρώπης είχε επιχειρηθεί μέσω της επιβολής ενός έθνους πάνω στα άλλα, μέσω της επιβολής ενός αυτοκρατορικού καθεστώτος. Αυτό είχε συμβεί με τον Καρλομάγνο, με τον Ναπολέοντα και με τον Χίτλερ. Και βεβαίως όλες αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν.

“Νέες Χώρες” και πολυπολιτισμικότητα

Οι Αμερικανοί εμμέσως πλην σαφώς προωθούν ως διεθνές πρότυπο τη δική τους κοινωνία. Οι λεγόμενες Νέες Χώρες (π.χ. ΗΠΑ, Καναδάς, Αυστραλία, Νέα Ζηλανδία) δημιουργήθηκαν από μετανάστες με διαφορετικές εθνικές προελεύσεις, οι οποίοι έθεσαν στο περιθώριο τους γηγενείς. Εκ κατασκευής είναι πολυεθνικές-πολυπολιτισμικές. Στις ΗΠΑ μιλάνε για αμερικανικό έθνος, προσδίδοντας στον όρο nation μια διαφορετική έννοια από την παραδοσιακή έννοια του έθνους. Η βάση του αμερικανικού έθνους είναι ο συνταγματικός πατριωτισμός, ενώ στην ευρωπαϊκή κουλτούρα το έθνος είναι μια κοινότητα με πολλαπλούς και ευρύτερους δεσμούς.

Είναι γεγονός ότι τα κύματα των νόμιμων και παράνομων μεταναστών έχουν διαφοροποιήσει ακόμα και εθνικά ομοιογενείς ευρωπαϊκές κοινωνίες. Το στοιχείο, λοιπόν, της πολυεθνικότητας-πολυπολιτισμικότητας υφίσταται πια και σ’ αυτές. Παρ’ όλα αυτά, τα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη διαφέρουν ποιοτικά από τις νέες χώρες, λόγω του τρόπου με τον οποίο συγκροτήθηκαν και λόγω της συνακόλουθης κρατικής-εθνικής ιδεολογίας τους, όπως και της κοινωνικής σύνθεσης. Είναι αξιοσημείωτο ότι ακόμα κι όσα απ’ αυτά είχαν κινηθεί προς το μοντέλο της πολυπολιτισμικής κοινωνίας αρχίζουν να υπαναχωρούν. Εξου και το μεταναστευτικό είναι κρίσιμο ζήτημα.

Το γεγονός ότι οι Aμερικανοί υψώνουν τη σημαία της πολυπολιτισμικότητας δεν τους εμπόδισε, βεβαίως, να παίξουν το χαρτί εθνικών αλυτρωτισμών, όταν αυτό εξυπηρετούσε τα γεωπολιτικά συμφέροντά τους. Το έπραξαν πρωτίστως για να αποδυναμώσουν και να μικρύνουν τη μετασοβιετική ομοσπονδιακή Ρωσία. Το έπραξαν στη συνέχεια και με την απόσχιση του Κοσσυφοπεδίου από τη Σερβία, την ίδια ώρα που διατηρούν τεχνητά ενωμένη την εθνικά ανομοιογενή και de facto διασπασμένη Βοσνία-Ερζεγοβίνη.

Εθνικά κράτη και φεντεραλισμός

Οι φεντεραλιστές υποτιμούν το γεγονός πως η ΕE αποτελείται από εθνικά κράτη με συγγενική αλλά διαφορετική κουλτούρα, με υπό όρους συμβιβάσιμα αλλά διαφορετικά συμφέροντα, που πηγάζουν από διαφορετικές ανάγκες. Είναι η απόκλιση εθνικών συμφερόντων που συχνά τροφοδοτεί αρνητικά στερεότυπα, ακόμα και μεταμοντέρνες αποικιακές πρακτικές. Οι Έλληνες το έχουμε βιώσει τραυματικά όχι μόνο στα εθνικά θέματα, αλλά και με τα Μνημόνια, όταν σε χρόνο-ρεκόρ αξιωματούχοι και ΜΜΕ μετέτρεψαν την Ελλάδα σε “μαύρο πρόβατο”.

Στην Ευρώπη, λοιπόν, δεν ταιριάζει το τυπικό ομοσπονδιακό μοντέλο. Οι παραδοσιακές συνταγές δεν μπορούν να δώσουν λύση σ’ ένα τόσο μοναδικό και χωρίς ιστορικό προηγούμενο ενοποιητικό εγχείρημα. Αντιθέτως, μπορεί να του προκαλέσουν ανήκεστο βλάβη. Οι θεσμικές λύσεις πρέπει να είναι πρωτότυπες και να συνδυάζουν λειτουργικά τον κοινοτικό με τον διακυβερνητικό χαρακτήρα του μηχανισμού λήψης αποφάσεων. Πράγματι, το βέτο προκαλεί καθυστερήσεις και συχνά δύσκολες διαπραγματεύσεις, αλλά η ομοφωνία είναι ο μόνος ευσταθής τρόπος.

Η ενοποίηση μπορεί να επιτευχθεί εάν γίνουν σεβαστές οι ευαισθησίες και οι ιδιαιτερότητες κάθε συνιστώσας. Για να έχει ιστορική προοπτική το ενοποιητικό εγχείρημα πρέπει κάθε χώρα-μέλος να συμμετέχει με τις εθνικές αποσκευές της κι όχι εθνικά πολτοποιημένη. Ας μην ξεχνάμε το γεγονός ότι η ΕΕ είναι προϊόν της πολιτικής βούλησης εθνικών κρατών. Ο διακυβερνητικός χαρακτήρας ούτε είναι εφικτό ούτε σωστό να καταργηθεί. Η λήψη των σημαντικών αποφάσεων από μια ευρωπαϊκή υπερκυβέρνηση και από το Ευρωκοινοβούλιο δεν θα γίνει δεκτή από τους ευρωπαϊκούς λαούς, ακόμα κι αν γινόταν αποδεκτή από τις κυβερνήσεις. Η διακυβερνητική δομή πρέπει να συνλειτουργεί παραλλήλως με κοινοτικούς θεσμούς.

Ευρώ και βέτο

Οι θεσμοί που στο όνομα της ευρωπαϊκής συνισταμένης ουσιαστικά ισοπεδώνουν τις εθνικές συνιστώσες (τέτοιος θα είναι η κατάργηση του βέτο) έρχονται σε αντίθεση με την ιστορία και τη φύση της Ευρώπης. Οι Ευρωπαίοι δεν θα πάψουν ποτέ να είναι πρώτα Γάλλοι, Γερμανοί, Έλληνες κλπ. Υπό προϋποθέσεις, αυτό δεν τους εμποδίζει να είναι και καλοί Ευρωπαίοι. Όσοι με ιεραποστολικό δογματισμό θεωρούν ότι το έθνος είναι από τη φύση του εμπόδιο στη διαδικασία της ενοποίησης που πρέπει να καταργηθεί ουσιαστικά υπονομεύουν αυτό που οραματίζονται.

Οι ίδιοι κύκλοι επέβαλαν το κοινό νόμισμα, αφήνοντας π.χ. διαφορετικούς δημοσιονομικούς κανόνες. Πρόκειται για αντίφαση, η οποία ευνόησε κάποια κράτη-μέλη και έβλαψε άλλα. Για να επιβιώσει το ευρώ απαιτείται πραγματική οικονομική σύγκλιση, η οποία είναι προϋπόθεση για την πολιτική ενοποίηση. Η κρίση, όμως, απέδειξε ότι το ενοποιητικό εγχείρημα είναι πολύ πιο αβαθές από όσο πολλοί πίστευαν.

Στα δύσκολα επικράτησε κατά κανόνα η εθνική ιδιοτέλεια, διανθισμένη με έμμεσα πλην σαφή επιθετικά χαρακτηριστικά. Οι Έλληνες το βίωσαν με άγριο τρόπο. Στην πραγματικότητα, το ευρώ όξυνε τη μονομέρεια του ενοποιητικού εγχειρήματος, καθιστώντας απειλητική την ανισορροπία μεταξύ οικονομικής και πολιτικής σφαίρας. Αυτό είναι σήμερα το ευρωπαϊκό οικοδόμημα, το οποίο έχει δημιουργήσει δεσμούς-δεσμά για τα κράτη-μέλη. Δεσμά, τα οποία βρίσκονται συχνά σε αντίθεση με τη βούληση των λαών, γεγονός που μετατρέπει την ευρωπαϊκή κρίση σε γόρδιο δεσμό.