Η δουλεία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία

Γράφει ο Γεράσιμος Δενδρινός

1]. ΓΕΝΙΚΑ: Η δουλεία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αποτελούσε σημαντικό νομικό μέρος της οικονομίας και της κοινωνίας της για αρκετούς αιώνες, και οι επιτήδειοι δουλέμποροι αποκτούσαν σημαντικά εισοδήματα από την πώληση των αιχμαλώτων, μέχρι την απαγόρευση της δουλείας για τους λαούς του Καυκάσου στις αρχές του 19ου αιώνα. Ο πρέσβης της Βενετίας στην Κωνσταντινούπολη (1604-1605) υπολόγιζε το κέρδος από τη δουλεία σε 2.000.000 τσεκίνια (χρυσά βενετσιάνικα νομίσματα). Η οθωμανική κοινωνία μπορεί να περιγραφεί ως «κοινωνία των σκλάβων». Το 1609, περίπου το ένα πέμπτο του πληθυσμού της Κωνσταντινούπολης, του διοικητικού και πολιτικού κέντρου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποτελούνταν από σκλάβους.

Οι πειρατές που λυμαίνονταν τη Μεσόγειο, αιχμαλώτιζαν πληρώματα πλοίων, κατοίκους νησιών και παραθαλάσσιων περιοχών, και στη συνέχεια τους πωλούσαν στα σκλαβοπάζαρα, που ονομάζονταν Εσίρ ή Γεσίρ. Υπολογίζεται δε ότι την περίοδο 1450-1700, μόνο από την περιοχή της Μαύρης Θάλασσας, αιχμαλωτίστηκαν περίπου 2.500.000 άτομα, καταλήγοντας στα σκλαβοπάζαρα της οθωμανικής πρωτεύουσας. Στο αποκορύφωμα του δουλεμπορίου της Αφρικής τον 16ο και 17ο αιώνα, τα βαρβαρικά κράτη (επαρχία Μαρόκου, Αλγερίου, Τρίπολης, Τυνησίας, Μαυριτανίας, Βορείου Μάλι) υπάγονταν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και διοικούνταν από Οθωμανούς πασάδες. Οι δε επαγγελματίες δουλέμποροι είχαν γίνει μάστιγα για τις φυλές της Αφρικής, συλλαμβάνοντας κάθε χρόνο εκατοντάδες άτομα, από τα ανατολικά και κεντροδυτικά τμήματα της μαύρης ηπείρου. Παράλληλα, οι συνεχείς εκστρατείες του οθωμανικού στρατού σε Ευρώπη και Ασία είχαν ως αποτέλεσμα τον εξανδραποδισμό στρατιωτών και αμάχων, που πωλούνταν αργότερα ως δούλοι. Επίσης, μεταξύ του 16ου και του 19ου αιώνα, χιλιάδες Ευρωπαίοι αιχμαλωτίστηκαν από πειρατές και πωλήθηκαν ως σκλάβοι στη Βόρεια Αφρική και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αυτές οι επιδρομές σκλάβων πραγματοποιήθηκαν σε μεγάλο βαθμό από Άραβες (Σαρακηνοί) και Βερβέρουςii και όχι από Οθωμανούς Τούρκους, αλλά και από Χριστιανούς πειρατές. Πράγματι, στη Μεσόγειο, μετά το 1204, εμφανίστηκαν και Χριστιανοί πειρατές, κάποιοι από τους οποίους δρούσαν εκ μέρους των χριστιανικών κρατών. Αξίζει να σημειωθεί επίσης ότι από τους 2.483 σκλάβους κωπηλάτες που παραδόθηκαν από τους Ιππότες του Τάγματος του Αγίου Ιωάννηiii της Ιερουσαλήμ μεταξύ 1652 και 1661, το 65,3% προερχόταν από Πολωνία, Ρωσία και Ουκρανία.

Το 1637 υπήρχαν στο Οθωμανικό Αλγέρι 25.000 Χριστιανοί αιχμάλωτοι, ανάμεσά στους οποίους και πολλοί Έλληνες. Γύρω στο 1750, ο πληθυσμός του Αλγερίου ξεπέρασε τους 100.000 κατοίκους, συμπεριλαμβανομένων 5.000 γενιτσάρων πολιτοφυλάκων, στους οποίους πρέπει να προστεθούν περίπου 30.000 σκλάβοι κατανεμημένοι σε έξι φυλακές, συμπεριλαμβανομένης κι αυτής του ντόπιου ηγεμόνα. Προς το τέλος της Αντιβασιλείας του Αλγερίου (1516 – 1830), οι σκλάβοι είχαν πάντα επικεφαλής έναν Τούρκο φρουρό, ο οποίος επιθεωρούσε καθημερινά την ποινική αποικία, για να τιμωρήσει όσους είχαν διαπράξει αδικήματα, να μοιράσει τις καθημερινές εργασίες των σκλάβους και να ενημερώνει τον νταή iv για όλα όσα συμβαίνουν.

Στο σκλαβοπάζαρο, οι πελάτες είναι συχνά οι ιδιοκτήτες πλοίων κουρσάρων σε αναζήτηση κωπηλατών (σκλάβοι της γαλέρας) και οι γαιοκτήμονες. Τα μαρτύρια των αιχμαλώτων ξεκινούσαν από την πρώτη στιγμή, καθώς σύρονταν βίαια στα πλοία με βρισιές και χτυπήματα. Στη συνέχεια, στοιβάζονταν μέσα στα σκοτεινά αμπάρια, σε κλειστοφοβικές συνθήκες, εκτεθειμένοι στην ακαθαρσία και τα μικρόβια. Κάθε καράβι διέθετε και κάποιον γραμματικό, ο οποίος έγραφε σ’ ένα κατάλογο τα ονοματεπώνυμα των σκλάβων και πού θα μεταφέρονταν. Πολλοί αιχμάλωτοι δεν άντεχαν τις κακουχίες και πέθαιναν στα πλοία κατά τη διάρκεια του ταξιδιού. Τα νεκρά τους σώματα ρίχνονταν στη θάλασσα, αφού προηγουμένως τους έκοβαν το δεξί αφτί, ως απόδειξη του θανάτου τους. Τέλος, ο γραμματικός του πλοίου έσβηνε από τον κατάλογό του τα ονόματα όσων είχαν πεθάνει εν πλω. Με αυτόν τον τρόπο υπολογιζόταν και η «ζημιά» που είχε υποστεί το «εμπόρευμα» κατά την μεταφορά του.

Ο Γάλλος ευγενής και διπλωμάτης, Φιλίπ Κανάιγ, περιγράφει το πώς λειτουργούσε το σκλαβοπάζαρο της Κωνσταντινούπολης στα 1573: Όποιος ήθελε ν’ αγοράσει κάποια σκλάβα, την πλησίαζε και σήκωνε το πέπλο που κάλυπτε το κεφάλι της. Μετά, την έφτυνε στο πρόσωπο, έτσι ώστε αν ήταν μακιγιαρισμένη από τον δουλέμπορο, να της φύγει το βάψιμο και να φανούν τ’ αληθινά της χαρακτηριστικά. Κατόπιν, ο πελάτης την κοιτούσε στο στόμα, μετρώντας και ψηλαφώντας τα δόντια της, προκειμένου να διαπιστώσει αν είναι ψεύτικα, χαλασμένα ή αν κουνιούνται. Στην περίπτωση που έμενε ικανοποιημένος από την επιθεώρηση, ο υποψήφιος αγοραστής άρχιζε να παζαρεύει την τιμή της κοπέλας με τον δουλέμπορο.

Ένας από τους πρώτους περιηγητές στην Ελλάδα και την Μικρά Ασία, ο Γάλλος Πιερ Μπελόν, παραθέτει ενδεικτικές τιμές σκλάβων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία του 16ου αιώνα, ανάλογα με το φύλο, την ηλικία και τη σωματική τους κατάσταση. Μια νέα και όμορφη γυναίκα πουλιόταν 80-100 δουκάτα,v ενώ μια γριά 30-40. Η τιμή ενός ευτραφούς εφήβου ήταν συνήθως 40-50 δουκάτα κι ενός γεροδεμένου άνδρα 60. Συγκριτικά, αναφέρεται ότι την ίδια περίοδο στη Βενετία, ο μέσος ναύτης είχε ετήσιο εισόδημα 22 δουκάτα, ο μηχανικός 100, ο κυβερνήτης επαρχίας 840 και ο πρεσβευτής 1800. Οι γυναίκες μεγαλύτερης ηλικίας κατέληγαν συνήθως να υπηρετούν ως οικόσιτες δούλες, ασχολούμενες με δουλειές του σπιτιού, καθώς και με ελαφριές χειρωνακτικές εργασίες. Αντίθετα, οι νεαρές και ωραίες κοπέλες πωλούνταν τις περισσότερες φορές στα χαρέμια διάφορων Οθωμανών αξιωματούχων, ενώ την ίδια τύχη είχαν και αρκετά έφηβα αγόρια. Οι περισσότεροι όμως άνδρες δούλοι προορίζονταν για πιο βαριές εργασίες. Όσοι από αυτούς ήταν γεροδεμένοι και χειροδύναμοι, θεωρούνταν ιδιαίτερα πολύτιμο εμπόρευμα και πωλούνταν πάντα σε πολύ καλή τιμή. Μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως οικιακοί υπηρέτες, βοσκοί, γεωργοί και γενικά να επωμιστούν κάθε είδους βαριά χειρωνακτική εργασία. Δεν ήταν εξάλλου λίγες οι φορές που οι ρωμαλέοι σκλάβοι, αντικαθιστώντας οι ίδιοι τα ζώα, έσερναν το άροτρο κατά το όργωμα.

Η χειρότερη όμως μοίρα που μπορούσε να έχει ένας άνδρας δούλος, ήταν να βρεθεί κωπηλάτης σε γαλέρα. Τα συγκεκριμένα πλοία ονομάζονταν «κάτεργα» και οι σκλάβοι που υπηρετούσαν σε αυτά «κατεργάρηδες». Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν σε πραγματικά εφιαλτικές συνθήκες. Σχεδόν γυμνοί, κάθονταν δίπλα στα κουπιά, έχοντας το ένα πόδι και τα χέρια τους αλυσοδεμένα. Η τροφή τους ήταν μόνο δυο μικρά κομμάτια ξερό ψωμί την ημέρα. Τα βράδια κοιμούνταν ο ένας πάνω στον άλλον, μέσα στη βρόμα και τα ζωύφια, ενώ η ιατροφαρμακευτική περίθαλψη ήταν απλώς ανύπαρκτη. Ο καιρός πολλές φορές έκανε ακόμα πιο ανυπόφορη την ζωή των «κατεργάρηδων», οι οποίοι κωπηλατούσαν υπομένοντας άλλοτε τον καυτό καλοκαιρινό ήλιο και άλλοτε θύελλες και σφοδρές καταιγίδες. Ο καπετάνιος του κάτεργου επιτηρούσε συνεχώς τους σκλάβους και μαστίγωνε ανελέητα όποιον σταματούσε να τραβάει κουπί, νικημένος από την εξάντληση και την απελπισία. Ένας πρώην δούλος που κατάφερε να απελευθερωθεί, χαρακτήρισε την ζωή του στις γαλέρες «χειρότερη και από τον θάνατο».

Πολλοί σκλάβοι, έχοντας φτάσει στα σωματικά και ψυχικά τους όρια, αποφάσιζαν ν’ αποδράσουν. Η απελπισία τους ήταν τόσο μεγάλη που δεν νοιάζονταν για τους κινδύνους ενός τέτοιου τολμηρού εγχειρήματος. Οι περισσότεροι όμως δραπέτες ξαναπιάνονταν και καταδικάζονταν σε θάνατο με φρικτές μεθόδους. Μία από αυτές ήταν ο διαμελισμός: Τα τέσσερα άκρα του καταδικασμένου δένονταν ξεχωριστά το καθένα στις πρύμνες ισάριθμων διαφορετικών πλοίων. Στη συνέχεια, τα σκάφη αυτά άρχιζαν να κινούνται σε τέσσερις αντίθετες μεταξύ τους κατευθύνσεις, διαμελίζοντας αργά και βασανιστικά τον άτυχο σκλάβο.

Ακόμη και μετά από τα διάφορα μέτρα για την απαγόρευση της δουλείας στα τέλη του 19ου αιώνα, η πρακτική συνεχίστηκε σε μεγάλο βαθμό αμείωτη μέχρι τις αρχές του 20ου. Μέχρι το 1908, οι γυναίκες εξακολουθούσαν να πωλούνται ως σκλάβες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Κυρίως η σεξουαλική δουλεία ήταν αυτή που επικρατούσε σε όλη την ιστορία του οθωμανικού συστήματος, κι ένα μέλος της τάξης των Οθωμανών σκλάβων, που στα τουρκικά ονομαζόταν kul (άντρας δούλος, υπηρέτης) ήταν δυνατόν ν’ αποκτήσει υψηλή θέση. Οι φρουροί (bekçiler) των χαρεμιών και των γενίτσαρων είναι από τις πιο γνωστές θέσεις που θα μπορούσε να αποκτήσει ένας σκλάβος. Στην πραγματικότητα, οι σκλάβοι ήταν συχνά στην πρώτη γραμμή της οθωμανικής πολιτικής. Αγορασμένοι ως σκλάβοι και μεγαλωμένοι ως ελεύθεροι, η πλειοψηφία των Οθωμανών κυβερνητικών αξιωματούχων ήταν αναπόσπαστο κομμάτι των πολεμικών επιτυχιών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τον 14ο έως τον 19ο. Πολλοί αξιωματούχοι είχαν μεγάλους αριθμούς σκλάβων και ιδίως οι σκλάβοι του σουλτάνου που προορίζονταν να γίνουν πολιτικοί και στρατιωτικοί διαχειριστές, εκπαιδεύτηκαν στη Σχολή του Παλατιού, στο Τοπ Καπί (Enderun-ivi Hümayunvii Mektebi, στο Εσωτερικό Σχολείο του Μεγάλο Κυρίου, δηλ. του Σουλτάνου), όπου απέκτησαν λεπτομερή γνώση της κυβέρνησης και κυρίως ισχυρή πίστη και πλήρη υποταγή στον σουλτάνο.

Το Χανάτο της Κριμαίας διατήρησε ένα τεράστιο δουλεμπόριο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Μέση Ανατολή μέχρι τις αρχές του 18ου αιώνα. Οι Τάταροι της Κριμαίας ασχολούνταν με το κυνήγι των σκλάβων υποδουλώνοντας Σλάβους αγρότες με συχνές τακτικές που ονομάζονταν «θερισμός στέπας». Οι περιοχές της Πολωνίας, της Ουκρανίας και της Ρωσίας υπέστησαν μια σειρά από επιδρομές των Τατάρων, σκοπός των οποίων ήταν η λεηλασία και η σύλληψη σκλάβων. Υπολογίζεται ότι το 75% του πληθυσμού της Κριμαίας αποτελούνταν από σκλάβους ή ελεύθερους, κι ένα μεγάλο μέρος του ελεύθερου πληθυσμού ασχολούνταν με το δουλεμπόριο.

Οι Χριστιανοί αιχμάλωτοι, είτε από αρπαγή ή από πόλεμο, που, αν και «άνθρωποι της Βίβλου», έχουν καλύτερη μεταχείριση από τους ειδωλολάτρες, δεν έπαυαν όμως να είναι «κεφίρ», δηλαδή «άπιστοι» κατά το Ισλάμ, οπότε βρίσκονται σε χειρότερη θέση από τους μουσουλμάνους αν δεν προσχωρήσουν στο Ισλάμ και δεν αλλάξουν θρησκεία. Εδώ, γίνεται έντονα αντιληπτός και ο ρόλος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ως συνέχεια του χαλιφάτου και του σουλτάνου ως χαλίφη, που συνεχίζει τον πόλεμο του Ισλάμ για την τελική επικράτηση της θρησκείας αυτής στον κόσμο, ώστε παντού να επικρατήσει «το έργο και ο λόγος του Θεού», έστω και με τη βία. Πολιτική και θρησκεία είναι το ίδιο και το αυτό, και η τύχη των χριστιανών αιχμαλώτων είναι δουλεία, φορολογία ή θάνατος. Τον 18ο αιώνα οι αιχμάλωτοι ελαττώθηκαν και θεσπίστηκε νέος φόρος για να αντικαταστήσει το 1/5. Ήδη από τα χρόνια των συγκρούσεων με τους Άραβες, το ζήτημα της εξαγοράς αιχμαλώτων απασχόλησε τη χριστιανική Εκκλησία και τους πιστούς της.

Ο Θεόδωρος Καντακουζηνός (μετά το 1361 – 1410), ο βυζαντινός ευγενής και μάλλον κοντινός συγγενής του Αυτοκράτορα Ιωάννη ΣΤ΄ Καντακουζηνού, γράφει ότι το Πατριαρχείο ελευθέρωνε κάθε χρόνο περίπου 2.000 αιχμαλώτους, ενώ άλλους τους ελευθέρωναν οι διάφορες μητροπόλεις. Σύμφωνα και με την Άννα Κομνηνή, αποφασίστηκε «για τη διάσωση των αιχμαλώτων να εκποιηθούν τα σκεύη των ιερών εκκλησιών». Ο Παχώμιος Ρουσάνος, λόγιος του 16ου αιώνα, αναφέρει πως τα χρήματα για εξαγορά των αιχμαλώτων δεν ήταν πολλά. Αργότερα όμως, καθώς το πλήθος των αιχμαλώτων μεγάλωνε, η εξαγορά τους στοίχιζε περισσότερο. Βέβαια, δεν ήταν μόνο η Εκκλησία που εξαγόραζε αιχμαλώτους αλλά και πολλοί φιλάνθρωποι Χριστιανοί. Το 1560, συστήθηκε στη Ζάκυνθο ειδικό ταμείο για την εξαγορά αιχμαλώτων από Τούρκους ή πειρατές. Οι συμβολαιογράφοι υποχρεώνονταν με όρκο να ρωτούν όσους συνέτασσαν τις διαθήκες τους, αν επιθυμούσαν να αφήσουν κάτι στο ταμείο των αιχμαλώτων! Οι ιερείς της ελληνικής και της λατινικής Εκκλησίας, υποχρεώνονταν κάθε Κυριακή να προτρέπουν τους εκκλησιαζόμενους να δίνουν ελεημοσύνη για τους αιχμαλώτους. Στους ναούς τοποθετούνταν κιβώτια για συλλογή χρημάτων. Τα χρήματα για την εξαγορά αιχμαλώτων ήταν πολλά. Σε έγγραφο από τον Πόντο, αναφέρεται ότι μία αιχμάλωτη γυναίκα εξαγοράστηκε έναντι 850 άσπρων, που πλήρωσαν φιλάνθρωποι Χριστιανοί.

Κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα, υπήρχε δυστοκία στην εξεύρεση χρημάτων στην Ανατολή για εξαγορά αιχμαλώτων. Έτσι στέλνονταν στη Δύση άτομα με συστάσεις από το Πατριαρχείο ή σημαντικά μοναστήρια για χρηματική βοήθεια. Δυστυχώς έγιναν πολλές καταχρήσεις τότε, καθώς πολλοί ταξίδευαν στη Δύση για δικό τους όφελος, λέγοντας ότι ζητούν βοήθεια για την απελευθέρωση αιχμαλώτων ή την ενίσχυση κάποιας μονής. Έτσι, το 1597 ο φιλέλληνας Μαρτίνος Κρούσιος έγραψε στον Πατριάρχη Ιερεμία ότι δεν θα βοηθούσε κανέναν εάν δεν είχε σύσταση από τον ίδιο τον Πατριάρχη. Οι συστάσεις έγιναν πλέον απαραίτητες και μάλιστα διασώζονται σχετικά έγγραφα. Η αίτηση συνδρομής ονομαζόταν ζητεία, και οριζόταν ένα συγκεκριμένο ποσό που έπρεπε να πληρώνουν οι επαρχίες για την απελευθέρωση των αιχμαλώτων. Στην Προκόννησο, ένα από τα νησιά της θάλασσας του Μαρμαρά, αποφασίστηκε το 1651 να πληρώνουν τη ζητεία οι άκληροι. Στην απελευθέρωση των αιχμαλώτων συνεισέφεραν τα τάγματα των Δυτικών μοναχών, ιδιαίτερα οι Ιησουίτες.

Οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν τους αιχμαλώτους και στη συνέχεια τους πουλούσαν. Λίγοι Τούρκοι είχαν δύο ή τρεις αιχμαλώτους. Πολλοί είχαν οχτώ ή δέκα, ενώ υπήρχαν και κάποιοι που είχαν τριάντα ή και εκατό αιχμαλώτους! Πολλοί αιχμάλωτοι εργάζονταν για χρόνια για κάποιον Τούρκο, και στη συνέχεια, αν μπορούσαν, εξαγόραζαν τον εαυτό τους, αλλιώς πωλούνταν σε κάποιον άλλο. Με τις νέες γυναίκες, οι Τούρκοι έκαναν παιδιά και στη συνέχεια τις πουλούσαν.

Επίσης πωλούνταν και άνδρες με σκοπό το κέρδος. Λόγω του κέρδους που αποκόμιζαν οι Τούρκοι δεν πίεζαν τους αιχμαλώτους να εξισλαμισθούν, εκτός από τους πλέον φανατικούς Μωαμεθανούς που εξανάγκαζαν τους Χριστιανούς να αλλαξοπιστήσουν.

Συχνά λεηλασίες έκανε και ο Καπουδάν πασάς ο Τούρκος ναύαρχος του Αιγαίου. Το 1715 αιχμαλώτισε τους κατοίκους της Φολέγανδρου. Λίγοι επέζησαν και επέστρεψαν αργότερα στο νησί τους. Οι ήττες των Οθωμανών είχαν συχνά οδυνηρές συνέπειες για τους Χριστιανούς. Ο Κοραής γράφει ότι οι Τούρκοι «αφού νικήθηκαν στη ναυμαχία από τον Λάμπρο Κατσώνη, σκότωσαν τον αρχιερέα και τους Χριστιανούς της Τζιας».

Συχνά όμως οι Τούρκοι αιχμαλώτιζαν Χριστιανούς και σε περιόδους ειρήνης. Ακόμα και μητροπολίτες αιχμαλωτίζονταν για εύρεση χρημάτων. Η έλλειψη οικονομικής ζωής οδηγούσε τους Οθωμανούς σε ληστρικές ενέργειες. Αλλά οι Χριστιανοί σκλάβοι, χωρίς να έχουν αιχμαλωτιστεί από τον οθωμανικό στρατό, χρησιμοποιούνταν όχι μόνο από το κράτος και τους πασάδες, αλλά και από ιδιώτες Τούρκους. Εκτός από διαρκείς αγγαρείες που επιβάλλονταν από το κράτος για στρατιωτικές και άλλες ανάγκες (χτίσιμο τζαμιών και άλλων κτιρίων), οι ιδιώτες Τούρκοι επέβαλλαν στους Χριστιανούς να καλλιεργούν τα κτήματά τους, να προσφέρουν τα εργαλεία τους για ανοικοδόμηση κατοικιών, να μεταφέρουν τους Τούρκους με τα δικά τους άλογα και μουλάρια, ενώ οι ίδιοι πήγαιναν πεζοί κλπ. Οι Τούρκοι ήταν άπληστοι. Ο Πέτρος Μπελόν έγραψε (16ος αι): «… στην Τουρκία κατορθώνεις ό,τι θέλεις με τα χρήματα». Και ο ιστορικός και λόγιος Μιχαήλ Δούκας (15ος αι.): «… το γένος των Τούρκων είναι φιλοχρήματο. Ακόμα κι αν ένας πατροκτόνος έπεφτε στα χέρια τους, θα τον απελευθέρωναν με αντάλλαγμα το χρυσάφι». Για χρηματισμό, οι Τούρκοι χρησιμοποιούσαν και την αβανιά (συκοφαντία). Οποιοσδήποτε Τούρκος ήθελε να αποκομίσει κάποια χρήματα, απειλούσε με καταγγελία έναν Χριστιανό για εξύβριση της μουσουλμανικής θρησκείας, για ανταρσία ή για κάποιο πταίσμα. Οι Χριστιανοί για να μην υποστούν μαρτύρια έδιναν χρήματα για να απαλλαγούν. Ιδιαίτερα οι ανώτεροι κρατικοί υπάλληλοι σφετερίζονταν χρήματα και αποκτούσαν πολλά χρήματα με τις αβανιές.

Πάντως οι καλύτεροι Οθωμανοί πολιτικοί αναγνώριζαν την αξία των Χριστιανών, όχι μόνο για οικονομικούς λόγους. Οι νησιώτες, ως άριστοι ναυτικοί και τεχνίτες ήταν απαραίτητοι στον τουρκικό στόλο και στους ναυτικούς πολέμους κατά των Φράγκων. Μάλιστα, ειδικά αυτοί, πληρώνονταν πολύ καλά. Με φιρμάνι του σουλτάνου Αχμέτ Γ’ το 1714, διατάχθηκε «ο υπεύθυνος για την επισκευή του φρουρίου Χίου Σαλίχ», να στείλει στον αυτοκρατορικό ναύσταθμο Κωνσταντινούπολης «όλους ανεξαιρέτως τους ξυλουργούς, κατασκευαστές ελίκων και τορνευτές». Με άλλο φιρμάνι, τον ίδιο χρόνο καλούνται στην Κωνσταντινούπολη ναύτες από τη Χίο στους οποίους προκαταβάλλεται μέρος των μισθών τους «καθ’ ότι έχουν πείρα στις υπηρεσίες του αυτοκρατορικού στόλου».

Σε γράμμα του προς τους κατοίκους της Ύδρας, των Σπετσών και των Ψαρών το 1806, ο Καπουδάν πασάς τους προσκαλεί να εξοπλίσουν όσα πλοία μπορούν για να πολεμήσουν τους Ρώσους στο Αιγαίο. Μάλιστα, επιτρέπει στους νησιώτες να ληστεύουν τα ιδιωτικά εμπορικά πλοία, ενώ τα αυτοκρατορικά ρωσικά, να τα πουλήσουν στην τουρκική κυβέρνηση!

2]. ΟΙ ΑΡΧΕΣ της οθωμανικής ΔΟΥΛΕΙΑΣ: Στα μέσα του 14ου αιώνα, ο Μουράτ Α΄ (1326-1389) δημιούργησε έναν στρατό σκλάβων, τον Καπικουλού, δηλ. τους Γενίτσαρους,viii την ειδική τάξη στρατιωτών του οθωμανικού στρατού για τις εκστρατείες στην Ευρώπη. Οι περισσότεροι στρατιωτικοί διοικητές των οθωμανικών δυνάμεων, αυτοκρατορικοί διοικητές και de facto ηγεμόνες της Αυτοκρατορίας, όπως ο Παργκαλί Ιμπραχίμ Πασάix και ο Σοκολλού Μεχμέτ Πασά,x στρατολογήθηκαν με αυτόν τον τρόπο. Αυτή η νέα ένοπλη δύναμη βασίστηκε στο δικαίωμα του σουλτάνου στο ένα πέμπτο των λάφυρων του πολέμου, συμπεριλαμβανομένων, σύμφωνα με τον ίδιο, και των στρατιωτών που αιχμαλωτίστηκαν κατά τη διάρκεια των μαχών. Οι αιχμάλωτοι σκλάβοι εξισλαμίζονταν και εκπαιδεύονταν για να υπηρετήσουν ως επιτελείο του σουλτάνου. Το σύστημα devshirmé xi(αναγκαστική στρατολόγηση νεαρών αγοριών) ήταν επίσης μια μορφή δουλείας στον βαθμό που ο σουλτάνος ​​είχε απόλυτη εξουσία πάνω στους αιχμαλώτους, των οποίων το καθεστώς ως kul (σκλάβος του σουλτάνου) προσέφερε υψηλή θέση στην οθωμανική κοινωνία. Όλα τα αιχμαλωτισμένα παιδιά πληρώνονταν καλά (αλλά όχι οι γονείς τους) και μπορούσαν να γίνουν οι ανώτατοι ηγέτες του κράτους και της στρατιωτικής ελίτ. Η δημιουργία του πρώτου σκλαβοπάζαρου στην Κωνσταντινούπολη, τη δεκαετία του 1460, οφείλεται στον σουλτάνο Μεχμέτ Β΄ τον Πορθητή. Το 1609, οι Kapıkulu του σουλτάνου αυξήθηκαν σε 100.000.

3]. ΕΙΔΗ ΔΟΥΛΕΙΑΣ:

Α) Οικιακή Δουλεία και Αγροτική Δουλεία: Η οικιακή δουλειά δεν ήταν τόσο συνηθισμένη όσο η στρατιωτική δουλεία, και περιελάμβανε, εκτός από τις οικιακές εργασίες που τις έκαναν κυρίως ηλικιωμένες γυναίκες, και παράλληλα τη φροντίδα των κτημάτων. Ένας κατάλογος κτημάτων που ανήκαν σε μέλη της άρχουσας τάξης, που φυλάσσονταν στην Αδριανούπολη μεταξύ 1545 και 1659, δείχνει ότι 41 από τα 93 κτήματα διέθεταν σκλάβους. Ο συνολικός αριθμός των σκλάβων στις φυτείες ήταν 140: 86 άνδρες και 54 γυναίκες. Εκατό τριάντα τέσσεροι από αυτούς είχαν μουσουλμανικά ονόματα, ένας ήταν χριστιανός, ενώ πέντε είναι απροσδιόριστοι. Μερικοί από αυτούς τους σκλάβους φαίνεται ότι εργάζονταν και στα αγροκτήματα των κυρίων τους. Λόγω της μαζικής χρήσης σκλάβων πολεμιστών και της δικής τους υψηλής αγοραστικής δύναμης, η άρχουσα τάξη ήταν αναμφισβήτητα η μεγαλύτερη ομάδα που διατήρησε το σκλαβοπάζαρο σε λειτουργία στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η αγροτική δουλεία ήταν σε μεγάλο βαθμό ενδημική στην περιοχή του Καυκάσου, που παρείχε δούλους στις αγορές της Ανατολίας και της Ρωμυλίας μέχρι τη μεγάλη εκτόπιση των Κιρκάσιων (κάτοικοι του Βόρειου Καύκασου κατά μήκος της βορειοανατολικής ακτής της Μαύρης Θάλασσας) από τους Ρώσους το 1864.

Β) Σεξουαλική Δουλεία: Οι Κιρκάσιοι, (Τσερκέζοι)xii οι Σύροι και οι Νούβιοι (ιθαγενείς του σημερινού Σουδάν και τη νότιας Αιγύπτου, που κατάγονται από τους πρώτους κατοίκους της κοιλάδας του Νείλου, ένα από τα αρχαιότερα λίκνα του πολιτισμού), ήταν οι τρεις κύριες εθνότητες γυναικών που πωλούνταν ως σκλάβες του σεξ στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Περιγραφόμενες ως όμορφες και ανοιχτόχρωμες, οι Κιρκάσιες γυναίκες εστάλησαν συχνά από τους Κιρκάσιους ηγέτες ως δώρα στους Οθωμανούς. Δεύτερες σε δημοτικότητα ήταν οι Σύριες με μαύρα μάτια, μαύρα μαλλιά και ανοιχτόκαστανο δέρμα, οι οποίες προέρχονταν σε μεγάλο βαθμό από τις παράκτιες περιοχές της Ανατολίας. Οι Νούβιες ήταν οι λιγότερο ακριβές και δημοφιλείς. Κατά τη διάρκεια του 18ου και 19ου αιώνα, η σεξουαλική δουλεία δεν ήταν μόνο η κύρια πρακτική της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και βασικό συστατικό για την αναπαραγωγή της κοινωνικής ελίτ. Τα αγόρια dhimmis (άνθρωποι της Βίβλου, δηλ. οι Εβραίοι και οι Χριστιανοί) που προέρχονταν από το devchirmé δούλευαν συχνότερα σε μέρη, όπως χαμάμ ή καφετέριες, αλλά μπορούσαν επίσης να υπηρετήσουν ως σκλάβοι του σεξ, να γίνουν μασέρ, köçek (νεαρός, θηλυπρεπής χορευτής ντυμένος με γυναικεία ρούχα) ή Saqi (αυτός που σερβίρει κρασί ή νερό) και χωρίς γένια ώστε να τροφοδοτούν την επιθυμία. Οι περιορισμοί που τέθηκαν στην υποδούλωση των μουσουλμάνων και των Ανθρώπων της Βίβλου από το Ισλάμ έκαναν τα παγανιστικά εδάφη της Αφρικής περιζήτητη πηγή σκλάβων. Γνωστοί ως Zanj (αραβικά: χώρα των μαύρων) αυτοί οι σκλάβοι προέρχονταν κυρίως από την περιοχή των Μεγάλων Λιμνών της Αφρικής καθώς και από την υπόλοιπη κεντρική Αφρική. Οι Ζαντζ απασχολούνταν στα νοικοκυριά και στον στρατό ως σκλάβοι-στρατιώτες. Γενικά, αν και κατώτεροι από τους Eυρωπαίους και τους καυκάσιους σκλάβους, ορισμένοι κατάφεραν ωστόσο να ανέλθουν στο βαθμό των υψηλόβαθμων αξιωματούχων. Σήμερα, δεκάδες χιλιάδες Αφρο-Τούρκοι που κατάγονται από τους σκλάβους Ζαντζ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ζουν στη σύγχρονη Τουρκία. Ο Αφρο-Τούρκος Μουσταφά Ολπάκ (1953-2016) ίδρυσε την πρώτη επίσημα αναγνωρισμένη οργάνωση της Afrikalılar Kültür ve Dayanışma Derneği (Αφρικανική Εταιρεία Πολιτισμού και Αλληλεγγύης) στο Αϊβαλί. Ο Ολπάκ πίστευε ότι περίπου 2.000 πρώην Αφρικανοί σκλάβοι επέζησαν και ζουν στη σύγχρονη Τουρκία.

4]. Σκλάβοι στο Αυτοκρατορικό Χαρέμι. ΟΙ Ευνούχοι: Οι παλλακίδες του Οθωμανού σουλτάνου ήταν κυρίως σκλάβες, συνήθως χριστιανικής καταγωγής, αγορασμένες. Αν και τεχνικά σκλάβα, η μητέρα ενός Σουλτάνου έλαβε τον εξαιρετικά ισχυρό τίτλο της επικυρωμένης σουλτάνας της βαλιντέ σουλτάν (κυριολεκτικά η μητέρα σουλτάνου ήταν τίτλος που διατηρούσε η μητέρα ενός εν ενεργεία σουλτάνου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία), που την ανύψωσε στην τάξη του ηγεμόνα της Αυτοκρατορίας . Η Κιοσέμ, η κόρη ενός Έλληνα Χριστιανού ιερέα, είναι ένα αξιοσημείωτο παράδειγμα. Ένα άλλο είναι η Ροξελάνη, η αγαπημένη σύζυγος του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς. Οι παλλακίδες φυλάσσονταν από σκλάβους ευνούχους, συχνά από την ειδωλολατρική Αφρική, που διοικούνταν από τον Κιζλάρ Αγά (Αγάς των [σκλάβων] κοριτσιών).

Ενώ ο ισλαμικός νόμος απαγορεύει τον εξευτελισμό ενός άνδρα με τον ευνουχισμό, οι Αιθίοπες, που δεν είχαν τέτοιου είδους φιλοφρονήσεις, υποδούλωσαν μέλη των εδαφών στον νότο για να τα απομυθοποιήσουν και να τα πουλήσουν ως ευνούχους στην Οθωμανική Πύλη. Η Κοπτική Ορθόδοξη Εκκλησία αναμείχθηκε σε μεγάλο βαθμό στο εμπόριο σκλάβων των ευνούχων. Κόπτες ιερείς έκοβαν τα πέη και τους όρχεις αγοριών γύρω στην ηλικία των οκτώ ετών. Κατά τη διάρκεια της επέμβασης, ο Κόπτης κληρικός αλυσόδενε τ’ αγόρια σ’ ένα τραπέζι, έκοβε τα εξωτερικά σεξουαλικά τους όργανα και χρησιμοποιούσε ένα είδος καθετήρα μπαμπού εισάγοντάς τον στην περιοχή των γεννητικών οργάνων, εμποδίζοντας έτσι τη σάρκα να φράξει το κανάλι, ενώ ένας άλλος τα βύθιζε στην άμμο μέχρι τον λαιμό. Μόνο το 10% των νέων ευνουχισμένων επέζησε από την ακατάσχετη αιμορραγία. Οι ευνούχοι αυτοί πουλήθηκαν στη συνέχεια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η πλειοψηφία των Οθωμανών ευνούχων υπέστη ευνουχισμό στα χέρια των Κοπτών στο Αμπού, ένα μοναστήρι στο όρος Γκεμπέλ Ετέρ, περιοχή που σήμερα είναι άγνωστη. Πολλά αγόρια αιχμαλωτίστηκαν στην περιοχή των Μεγάλων Λιμνών της Αφρικής και σε άλλες περιοχές στο Σουδάν, όπως το Νταρφούρ και το Κορντοφάν, και στη συνέχεια πωλήθηκαν σε πελάτες στην Αίγυπτο. Οι ευνούχοι που προέκυψαν, αποκόμισαν μεγάλα κέρδη σε αντίθεση με τους ευνούχους από άλλες περιοχές. Αφού εκπαιδεύτηκαν για τον μελλοντικό τους ρόλο, καθοδηγούνταν στο εξής καθημερινά από τον «Μεγάλο Ευνούχο» που κυβερνούσε το χαρέμι, το τρίτο πρόσωπο του κράτους μετά τον σουλτάνο και τον μεγάλο βεζίρη. Υποτίθεται ότι πρόσεχαν μόνο την παρθενία και τη διατήρηση της τάξης στο χαρέμι. Αλλά μετά τον Σουλεϊμάν, είχαν τον ουσιαστικό ρόλο αγγελιαφόρων μεταξύ του βασιλείου των γυναικών και του υπόλοιπου παλατιού, επειδή είναι οι μόνοι εξουσιοδοτημένοι να κάνουν μεταφορά μεταξύ αυτών των δύο κόσμων. Η σιωπή που επιβαλλόταν στο χαρέμι, τους ανάγκασε να επικοινωνούν με μια νοηματική γλώσσα που εφευρέθηκε από τον Σουλεϊμάν. Συχνά πρέπει να επιδεικνύουν εξουσία για να χωρίσουν γυναίκες έτοιμες να σκοτωθούν μεταξύ τους για να σώσουν τον γιο τους από βέβαιο θάνατο, εάν ο αδερφός τους γίνει σουλτάνος, όπως ​​η περίπτωση της Χιουρέμ και της Μαχιντεβράν, της μητέρας του Μουσταφά. Φρόντιζαν επίσης για την εκπαίδευση αυτών των διαδόχων, τους δίδασκαν μια τέχνη (χρυσοχοΐα, ξυλογλυπτική) και τους παρείχαν ένα χαρέμι ​​από στείρες γυναίκες.

5]. Η Παρακμή και κατάργηση της οθωμανικής δουλείας: Η ευρωπαϊκή παρέμβαση κατά τον 19ο αιώνα ανάγκασε την Οθωμανική Αυτοκρατορία να περιορίσει το δουλεμπόριο, το οποίο μέχρι τότε θεωρούνταν νόμιμο σύμφωνα με το οθωμανικό δίκαιο από την αρχή της αυτοκρατορίας. Το 1830, λευκοί σκλάβοι, μια κατηγορία που περιελάμβανε Κιρκάσιους, που πουλούσαν τα δικά τους παιδιά, ακόμη και Έλληνες που είχαν εξεγερθεί κατά της Αυτοκρατορίας το 1821 και μερικοί άλλοι, ελευθερώθηκαν από ένα φιρμάνι του σουλτάνου Μαχμούντ Β΄. Τον Οκτώβριο του 1854, ένα άλλο φιρμάνι απαγόρευε το εμπόριο των Κιρκάσιων παιδιών. Το 1857 εκδόθηκε φιρμάνι στον πασά της Αιγύπτου και το 1858 εκδόθηκε διαταγή στους βεζίρηδες διαφόρων τοπικών αρχών της Εγγύς Ανατολής, όπως των Βαλκανίων και της Κύπρου, για απαγόρευση του εμπόριου των σκλάβων της Ζαντζ, χωρίς να διατάξει την απελευθέρωση των ήδη υποδούλων. Σύμφωνα με τον ιστορικό Ολιβιέρ Γκρενουιγό, από το 1857 το δουλεμπόριο (όχι η δουλεία) ήταν απαγορευμένο στην αυτοκρατορία, εκτός από την ιερή επαρχία της Χετζάζης.xiii Ωστόσο, η δουλεία και το δουλεμπόριο συνεχίστηκαν για δεκαετίες στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ελλείψει τιμωριών σύμφωνα με τα νομικά κείμενα που εκδόθηκαν. Στις 20 Ιουλίου 1871, εγκύκλιος καθιέρωσε την ποινή φυλάκισης ενός έτους για όσους ασκούσαν το δουλεμπόριο. Το δουλεμπόριο τότε απαγορεύτηκε ρητά χάρη στην επιδέξια εκμετάλλευση των τεχνικών κενών στην εφαρμογή του νόμου της Σαρία, ο οποίος επιτρέπει τη δουλεία. Για παράδειγμα, σύμφωνα με τη νέα εφαρμογή της Σαρία, οποιοσδήποτε αιχμαλωτίστηκε ως σκλάβος δεν μπορούσε να κρατηθεί ως σκλάβος εάν ήταν μουσουλμάνος πριν από τη σύλληψή του. Ομοίως, ήταν αδύνατο να συλληφθούν νόμιμα ελλείψει επίσημης κήρυξης πολέμου από τον σουλτάνο, ο οποίος είχε μόνο την εξουσία να το πράξει. Επειδή οι μετέπειτα Οθωμανοί σουλτάνοι ήθελαν να βάλουν τέλος στη δουλεία, δεν επέτρεψαν επιδρομές για τη σύλληψη σκλάβων, καθιστώντας ουσιαστικά παράνομη την απόκτηση νέων σκλάβων, αν και αυτοί που ήταν ήδη σκλάβοι, παρέμειναν ως τέτοιοι. Το 1890, η Οθωμανική Αυτοκρατορία και άλλες δεκαέξι χώρες υπέγραψαν τη «Σύμβαση των Βρυξελλών» για την καταστολή του δουλεμπορίου στην Αφρική και τον Ινδικό Ωκεανό. Ωστόσο, το λαθρεμπόριο συνεχίστηκε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα, ακόμη και μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, τον Οκτώβριο του 1895, μια εγκύκλιος του Υπουργείου Εσωτερικών προειδοποιούσε τις τοπικές αρχές ότι ορισμένα ατμόπλοια αφαιρούσαν τα πιστοποιητικά απελευθέρωσης από τους ναυτικούς της Ζαντζ για να τους ρίξουν στη σκλαβιά. Μια άλλη εγκύκλιος του ίδιου έτους αποκαλύπτει ότι ορισμένοι σκλάβοι της Ζαντζ, νέοι αποφυλακισμένοι, αφού συνελήφθησαν με αβάσιμες κατηγορίες, φυλακίστηκαν και αναγκάστηκαν να επιστρέψουν στους ιδιοκτήτες τους. Μια οδηγία από το Υπουργείο Εσωτερικών του βαλή της Βασόρας το 1897 διέταξε ότι τα παιδιά των απελευθερωμένων σκλάβων έπρεπε να λαμβάνουν ξεχωριστά πιστοποιητικά απελευθέρωσης, για να αποφύγουν τόσο την υποδούλωση όσο και τον χωρισμό από τους γονείς τους. Ο δεύτερος γραμματέας της Βρετανικής Πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη, Τζορτζ Γιανγκ, έγραψε στο Σώμα του Οθωμανικού Δικαίου (1905) ότι την εποχή που δημοσιεύτηκε το έργο του, το λαθρεμπόριο σκλάβων παρέμενε ενεργό. Ο Χένρι Μοργκεντάου, ο οποίος υπηρέτησε ως πρεσβευτής των Ηνωμένων Πολιτειών στην Κωνσταντινούπολη από το 1913 έως το 1916, ισχυρίζεται στα Απομνημονεύματά του ότι οι λευκοί σκλάβοι εξακολουθούσαν να εμπορεύονται κατά τη διάρκεια της θητείας του στην Κωνσταντινούπολη.

i Πηγή: Διαδίκτυο και Κωνσταντίνος Γ’ Άμαντος «Σχέσεις Ελλήνων & Τούρκων – Από τον ενδέκατο αιώνα μέχρι το 1821», Εκδόσεις Αρχιπέλαγος, 2008.

ii Βέρβεροι: Εθνοτική ομάδα γηγενής της ευρύτερης περιοχής Μαγκρέμπ στη Βόρεια Αφρική που περιείχε το Μαρόκο, την Αλγερία, τη Λιβύη, την Τυνησία, τη Μαυριτανία, το β. Μαλί και τον βόρειο Νίγηρα, που είχαν ειδικευτεί στην πειρατεία. Μικρότεροι πληθυσμοί Βερβερικών φυλών βρέθηκαν στην Μπουρκίνα Φάσο και στην Όαση Σίβα της Αιγύπτου. Το έθνος τους μιλούσε μια από τις βερβερικές γλώσσες, κλάδος της οικογένειας των αφρικάνικων γλωσσών και σχετίζεται με την αρχαία αιγυπτιακή γλώσσα. Με καταγωγή από τις γηγενείς φυλές που υπήρχαν στη βόρεια Αφρική από την Εποχή του Λίθου οι Βέρβεροι καταγράφονται στα αιγυπτιακά ιερογλυφικά.

3 Οι Ιωαννίτες είναι ένα από τα αρχαιότερα θρησκευτικά και στρατιωτικά τάγματα. Ιδρύθηκε με σκοπό να βοηθήσει τους προσκυνητές των Αγίων Τόπων από τις επιθέσεις των Αράβων. Η ίδρυσή του έγινε στα Ιεροσόλυμα λίγο μετά την κατάληψη της πόλης αυτής το 1099 από τους σταυροφόρους της Α΄ Σταυροφορίας. Οι Ιωαννίτες ιππότες απαντώνται ακόμη και με τις ονομασίες Σπιταλιώτες / Οσπιτάλιοι (:Νοσοκόμοι, λόγω του ότι διατηρούσαν ίδρυμα φιλοξενίας), Ιεροσολυμίτες, Ιππότες του Αγίου Ιωάννη των Ιεροσολύμων, της Ρόδου και της Μάλτας (Milites hospitalis S. Joannis Hierosolymitani). Οι Ιωαννίτες (Οσπιτάλιοι) πήραν το όνομά τους από ένα ξενώνα (Hospes) που είχε κτιστεί για τους προσκυνητές απέναντι από τον Πανάγιο Τάφο στα Ιεροσόλυμα. Οι υπηρετούντες στον ξενώνα αυτό καλόγηροι θεωρούσαν ως προστάτη τους τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, από τον οποίο και προσέλαβαν την προσωνυμία «Οσπιτάλιοι του Αγίου Ιωάννου των Ιεροσολύμων». Μετά το 1204 και την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους επιδόθηκαν κι αυτοί στην πειρατεία, όπως οι Σαρακηνοί και οι Βέρβεροι.

iv Ο νταής (τουρκικά: dayı) ήταν τίτλος που δόθηκε στους διοικητές του Αλγερίου, της Τρίπολης και της Τύνιδας την εποχή που ήταν υπό την Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1671 και εξής. Είκοσι εννέα νταήδες κατέλαβαν το αξίωμα από το εγιαλέτι του Αλγερίου μέχρι τη γαλλική κατάκτηση το 1830. Ο νταής επιλεγόταν από τους τοπικούς πολιτικούς, στρατιωτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες εφ’ όρου ζωής, και διέθετε υψηλό βαθμό αυτονομίας από τον οθωμανό σουλτάνο.

v Ducaton, ducatone ή ducatoon ήταν ένα αργυρό νόμισμα 38 χιλιοστών του 16ου-18ου αιώνα. Το πρώτο νόμισμα τύπου δουκάτου ήταν το σκούδο, γνωστό ως «ducatone da soldi cento» (δουκάτο των 100 σολδίων), που εκδόθηκε στο Μιλάνο το 1551 από τον αυτοκράτορα Κάρολο τον Ε΄ της Ισπανίας και της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Τα δουκατόνε παράγονταν σε μεγαλύτερους αριθμούς σε πολλά ιταλικά κράτη κατά τον 17ο αι., και εξαπλώθηκαν σε άλλα μέρη της Ισπανικής Αυτοκρατορίας, συμπεριλαμβανομένης της Βουργουνδίας και της Ολλανδίας. Το 1618 το δουκάτο που κόπηκε στο δουκάτο της Βραβάντης στην Ολλανδία και το Tουρναί του Βελγίου περιείχε 32,48 γραμ. από άργυρο καθαρότητας 0,944 και απεικόνιζε τον Aλβέρτο Ζ΄ (1599-1621) και τη σύζυγό του Iσαβέλα-Κλάρα (1566-1633). * Η κατάσταση που βρήκε ο Τούρκος κατακτητής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά το 1453 σε νομισματικό επίπεδο, ήταν μια πανσπερμία δυτικών νομισμάτων, αποτέλεσμα της εμπορικής επικοινωνίας μεταξύ Ανατολής και Δύσης, η οποία, εντεινόμενη κυρίως από την εποχή των σταυροφόρων, συντέλεσε στην εισαγωγή των δυτικών νομισμάτων στην Ανατολή και το αντίστροφο. Τα τουρκικά νομίσματα, είτε χρυσά είτε αργυρά, ήταν ανεικονικά, επειδή το Κοράνι απαγορεύει την απεικόνιση παραστάσεων ζώων ή ανθρώπων, κι έτσι οι διάφοροι τύποι τους υπογραμμίζονταν με τις εντολές του Κορανίου γράφοντας μόνο το όνομα του σουλτάνου και την χρονολογία κοπής του νομίσματος. Το μόνο εθνικό νόμισμα από τα πρώτα χρόνια ίδρυσης του Οθωμανικού κράτους ήταν το άσπρο (akce), δηλ. ασημένιο, που ήταν και βυζαντινό νόμισμα και κυκλοφορούσε από τον 14ο μέχρι τον 17ο αιώνα. Το έκοψε πρώτος ο Ορχάν Α΄ το 1328, ήταν ασημένιο με βάρος 1,2 γρ. περίπου. Στις αρχές του 17ου αιώνα ζύγιζε μόνο 0,33 γραμμάρια. Η σταδιακή του αλλοίωση σε περιεκτικότητα ήταν τέτοια, ώστε στο τέλος του αιώνα ζύγιζε 0,19 έως 0,1 γραμμάρια, οπότε και αποσύρθηκε από την κυκλοφορία και κατέληξε να χρησιμοποιείται μόνο ως λογιστικό χρήμα. Χάλκινο νόμισμα ποτέ δεν κόπηκε, αλλά θεωρούμε ως χάλκινο το mangir (μαγκούρι), το οποίο ξεκίνησε ως ασημένιο, αλλά είχε μεγάλη περιεκτικότητα σε χαλκό. Το πρώτο χρυσό, τουρκικό νόμισμα το altyn (φλουρί), που το βρίσκουμε σε διάφορους τύπους, κόπηκε από τον Μωάμεθ β΄ τον πορθητή το 1478, και ζύγιζε περίπου 3,42 γρ. Ανάλογα λοιπόν με τους τόπους κοπής, έπαιρνε και διάφορα ονόματα. Έτσι έχουμε το μισιριώτικο, το σταμπόλι ή πολίτικο, το τουνεζίδικο, το μπαρμπαρέσικο, το τουραλί, το φλωρί ζέρι, το τζιτζιρί, το ζαρμακούπι, το φουντουκλί, κ.α. Ανάλογα την εποχή, είχε πολλές διακυμάνσεις στο βάρος του, και κατέληξε στις αρχές του 18ου αιώνα να ζυγίζει 2,4 γραμμάρια. Επίσης κυκλοφορούσαν διάφορα χρυσά, πολλαπλάσια και υποπολλαπλάσια αυτού του νομίσματος, όπως το μισό altun ονομαζόμενο nisfiye (νισφιές) και το ¼, το λεγόμενο rub (ρουμπιές). Αναφέρονται επίσης χρυσά νομίσματα των δύο altun. Το altun ισοδυναμούσε επί Μωάμεθ Β΄με 40 άσπρα. Επί Βαγιαζίτ Β΄ (1447-1512), στα τέλη του 15ου και στις αρχές του 16ου αιώνα, ισοδυναμούσε με 54 άσπρα. Στο τέλος του 16ου αιώνα, ισοδυναμούσε με 130 έως 160 άσπρα, ενώ στις αρχές του 17ου αιώνα 200 άσπρα. Στο τέλος, κατάντησε κι αυτό απλό λογιστικό νόμισμα και αντικαταστάθηκε από τον αργυρό παρά. Ο παράς αποτέλεσε τη βάση του νέου νομισματικού συστήματος. Η χρονολογία και ο τόπος κοπής του δεν μας είναι γνωστά. Άλλο ασημένιο νόμισμα είναι το gurus (γρόσι), το οποίο κόπηκε επί Σουλεϊμάν β΄ (1687-1691). Μεταξύ γροσιού και παρά υπάρχουν ενδιάμεσα αργυρά νομίσματα, που είναι υποδιαιρέσεις του γροσιού ή πολλαπλάσια του παρά. Αυτά είναι το beslik (μπεσλίκι ή πεντάρι), ίσο με 5 παράδες, το onluk (ρούπι ή δεκάρι), ίσο με 10 παράδες, το onbeslik, ίσο με 15 παράδες και το yirmilik (γιρμιλίκι), ίσο με 20 παράδες. Ακόμη κόπηκε και το zolta (ζολότα) των 30 παράδων. Το τούρκικο γρόσι (πιάστρο) κατά το τρίτο τέταρτο του 17ου αιώνα άρχισε να εκτυπώνεται κατά μίμηση του ολλανδικού τάλιρου. Στο νομισματικό αυτό σύστημα που διατηρήθηκε ως την μεταρρύθμιση του Αμπντούλ Μετζίτ Α΄(1823-1861), οι αναλογίες είναι: 1 γρόσι = 40 παράδες = 120 άσπρα. Νομίσματα, πολλαπλάσια του γροσιού είναι το altmislik (εξηντάρι) των 60 παράδων, το ikilik (κιλίκι) των 80 παράδων και το ukluk (κατοστάρι) των 100 παράδων. Το βάρος και ο τίτλος, τόσο στον παρά όσο και στο γρόσι, είχαν μεταβολές. Ο παράς από 19,24 γραμμάρια τον 17ο αιώνα, πέφτει στα 4,65 γραμμάρια το 1810. Στις αρχές του 18ου αιώνα, τρία γρόσια ισοδυναμούσαν μ’ ένα βενετσιάνικο τσεκίνι, ενώ στο τέλος του αιώνα, η ισοδυναμία έγινε 7,75 γρόσια. Η αστάθεια του τούρκικου νομίσματος εντείνεται περισσότερο με τις κοπές διαφόρων νομισματοκοπείων, οι οποίες δεν είχαν ούτε τον ίδιο τίτλο ούτε το ίδιο βάρος μεταξύ τους. Η κύρια πηγή συσσώρευσης νομισμάτων στα ταμεία της τουρκικής αυτοκρατορίας ήταν η φορολογία των πληθυσμών. Αυτοί οι φόροι εισπράττονταν μόνο σε γερό νόμισμα, ενώ στην αγορά κυκλοφορούσε κατ’ εξοχήν πληθωριστικό χρήμα. Η μεγάλη ποικιλία νομισμάτων και η ελευθερία με την οποία κυκλοφορούσαν σε σχέση με την άγνοια του πληθυσμού για την πραγματική ανταλλακτική αξία του καθενός ευνοούσε την κιβδηλεία και την κερδοσκοπία. Το νόμισμα καθ’ όλη την διάρκεια της Τουρκοκρατίας γνώρισε αλλεπάλληλες διακυμάνσεις της τιμής του, η ανάπτυξη του εμπορίου συσσώρευε μεγάλες ποσότητες ευρωπαϊκού χρήματος στην ανατολή, όπου και προτιμάται λόγω της σταθερότητας της αξίας του. Οι έμποροι έφερναν στην Ανατολή αλλοιωμένα στην πραγματικότητα νομίσματα και, πουλώντας τα για γνήσια, κερδοσκοπούσαν. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής είναι ότι το τουρκικό χρήμα καταντά με τον καιρό απλό λογιστικό νόμισμα, με το οποίο όμως γίνονται οι λογαριασμοί στις δοσοληψίες, αλλά η πληρωμή γίνεται με ευρωπαϊκό νόμισμα. Η κοπή νομίσματος ήταν αποκλειστικό προνόμιο του σουλτάνου. Στα Επτάνησα, την ευθύνη και τον έλεγχο της κοπής του νομίσματος είχε η Γερουσία της Κέρκυρας. Τα επίσημα νομίσματα στα οποία κατά κανόνα ορίζονται οι φόροι από την Πύλη είναι: Για τα χρυσά, τα φλωριά (βενέτικα, μαντζάρικα, μισίρικα, σιερίφια, φουντουκλιά, μαχμουτιέδες), ενώ για τ’ αργυρά, (το γρόσι, το μπεσλίκι, το γερμιλίκι). Από τα ευρωπαϊκά γίνονται δεκτά τα τάλιρα και τα ρεάλια. Ο οικονομικός μαρασμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αποδίδεται στον εσωτερικό αποθησαυρισμό, και όλοι οι αξιωματικοί της Πύλης κι αυτός ο ίδιος ο σουλτάνος με το πάθος τους για συσσώρευση πλούτου συντελούν στην πτώχευση της αυτοκρατορίας. Ο αποθησαυρισμός συντελείται σε όλες τις κοινωνικές τάξεις. Δεν αποταμιεύει, βέβαια, κανείς γρόσια ή παράδες, αλλά κυρίως γερά νομίσματα, και, ανάλογα φυσικά με την κοινωνική τάξη είναι και η ποικιλία των νομισμάτων που κατέχει ένα άτομο. Εντυπωσιακό παράδειγμα που αξίζει ν’ αναφέρουμε είναι ο θησαυρός του Αλή Πασά όπως βρέθηκε μετά τον θάνατο του. Βρέθηκαν λοιπόν: 1.000.000 φλωριά βενετσιάνικα, 800.000 μαντζάρικα, 800.000 κωνσταντινοπολίτικα, 500.000 αιγυπτιακά, 500.000 τουνέζικα, 400.000 μαχμουτιέδες, 500.000 ρουμπιέδες, 1.000.000 τάλιρα κολονάτα, 400.000 τάλιρα αυστριακά Μαρίας Θηρεσίας, 1.000.000 ασημένια μεταλλικά νομίσματα, 16.000 ντουμπλόνια. Αυτό που παρατηρούμε είναι ότι σε σύνολο 6.916.000 νομισμάτων τη συντριπτική υπεροχή έχουν και εδώ τα διάφορα χρυσά νομίσματα έναντι των ασημένιων. (Copyright, Γιάννης Μπαϊράκης).

vi Το Enderûn (περσικά: ανδρώνας εσωτερικός), ονομάζεται επίσης και Enderûn-i Hümâyûn, δηλ. O εσωτερικός του Μεγάλου Κυρίου ή Enderûn Mektebi, δηλ. Eσωτερικό Σχολείο, όριζε ένα σύνολο υπηρεσιών παλατιού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ιδιαίτερα το Σχολείο των σκλάβων των δημοσίων υπαλλήλων (Enderun-i Hümayun Mektebi) ήταν υπεύθυνο για την εκπαίδευση στελεχών για τη διοίκηση, τον στρατό και το παλάτι. Τα παιδιά προέρχονταν από το devchirmé, που σήμαινε κυριολεκτικά τον μάζεμα ή τον θερισμό, μια υποχρεωτική συνεισφορά των χριστιανικών πληθυσμών της αυτοκρατορίας του millet, δηλ. του συνόλου των ανθρώπων με βάση τη θρησκεία τους, για τη στελέχωση πρωτίστως του στρατού. Αργότερα, αυτή η εκπαίδευση έγινε ανοιχτή για παιδιά μουσουλμανικής καταγωγής. Η έδρα του Εντερούν ήταν στο παλάτι Τοπ Καπί στην Κωνσταντινούπολη, που αποτελούσε την πρώτη συστηματική εκπαίδευση στον κόσμο. Η Σχολή του Εντερούν θεσπίστηκε επί Μωάμεθ Β’ (1451-1481) αρχικά στην Αδριανούπολη, στην πρώτη της πρωτεύουσα, και μετά την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1453) στην πόλη αυτή και βρισκόταν στον τρίτο περίβολο του παλατιού Τοπ Καπί, ο οποίος περιλαμβάνει την αίθουσα του θρόνου, το θησαυροφυλάκιο και το χαρέμι.Τα άλλα τμήματα του παλατιού είναι γνωστά ως Birûn (χίλια ως δύο χιλιάδες παιδιά φοιτούσαν σε τρία προπαρασκευαστικά σχολεία που στεγάζονταν σ’ αυτό το εξωτερικό παλάτι), σε αντίθεση με το Εσωτερικό Εντερούν, στο οποίο είχαν πρόσβαση μόνο ο σουλτάνος, οι σκλάβοι και τα μέλη της οικογένειάς του. Οι μαθητές του Εντερούν λάμβαναν γραφειοκρατική και στρατιωτική εκπαίδευση. Προερχόμενοι από διαφορετικούς πολιτισμούς, εμποτίζονταν με τις οθωμανικές αξίες και διατηρούσαν στενούς δεσμούς με τον σουλτάνο. Ανάλογα με τις ικανότητές τους, ειδικεύονται ως λόγιοι, ποιητές, στρατιωτικοί ή πολιτικοί διαχειριστές. Αν και η ιδιότητά τους ήταν αυτή του δούλου, μπορούσαν να επιτύχουν τα υψηλότερα αξιώματα. Το σχολείο των σκλάβων παρείχε στο κράτος περισσότερους από 100 βεζίρηδες, 23 μεγάλους ναύαρχους του στόλου, χιλιάδες ανώτατους αξιωματούχους, κυβερνήτες, σπουδαίους χρηματοδότες, αλλά και καλλιτέχνες, αρχιτέκτονες, καλλιγράφους, συνθέτες, ζωγράφους και ποιητές, δηλ. το εκλεκτό άνθος της οθωμανικής ελίτ. Οι υπεύθυνοι προσλήψεων επέλεγαν μεταξύ των παιδιών του devshirme, ηλικίας 10 έως 20 ετών, εκείνα που έχουν τις καλύτερες σωματικές και πνευματικές ικανότητες. Οι νέοι σκλάβοι που επιλέχθηκαν για το παλάτι (iç oğlan, εσωτερικά αγόρια) μελετούσαν για 7 ή 8 χρόνια 5 τομείς: 1) Ισλαμικές επιστήμες, Αραβικά , Περσικά και Τουρκικά, 2) Φυσικές επιστήμες, μαθηματικά, γεωγραφία, 3) Ιστορία, δίκαιο, διοίκηση, δικαστική ζωή και πολιτική επιστήμη, 4) Επαγγελματική εκπαίδευση, τέχνες, μουσική, 5) Φυσική αγωγή και όπλα. Η διδασκαλία που καθιερώθηκε το πρώτο μισό του 17ου αιώνα είναι γνωστή από το έργο Relation du seraglio du Grand Seigneur που γράφτηκε το 1665 από τον Albertus Bobovius, (Βόιτσεχ Μπομπόφσκι), έναν Πολωνό αιχμάλωτο που έγινε σκλάβος, μουσικός και τελικά δραγουμάνος (διερμηνέας) του αυτοκρατορικού δικαστηρίου. Εκτός από πολωνικά μιλούσε: οθωμανικά τουρκικά, αραβικά, γαλλικά, γερμανικά, ελληνικά, εβραϊκά, ιταλικά και λατινικά. Ο Albertus περιγράφει τις ασκήσεις όπλων, τόξου, ακοντίου και ιππασίας. Ο κάθε σπουδαστής εφοδιαζόταν μ’ ένα αντίγραφο του Κορανίου. Αν και ελάχιστοι από αυτούς καταλάβαιναν αραβικά, λίγοι κατάφερναν να μάθουν το ιερό βιβλίο απέξω. Όσοι σπούδαζαν γράμματα, μελετούσαν την αραβική γραμματική, τις συλλογές Δενδρόκηπο και τον Κήπο με τα ρόδα του ποιητή Σααντί Σιραζί (1184 -1283/91), το έργο του ποιητή Χαφίζ, τα περσικά και τα τουρκικά παραμύθια από τα έργα, Καλίλα και Ντίμνα, δηλ. τις ιστορίες σανσκριτικής προέλευσης που μεταφράστηκαν στα περσικά, αλλά και στα αραβικά από τον Απτούλ ιμπν αλ-Μουκάφα στα μέσα του 8ου αιώνα μ.Χ. και από το Χίλιες και μια νύχτες, τη συλλογή ιστοριών και παραμυθιών από τη Μέση Ανατολή και τη Νότια Ασία, που συγκεντρώθηκαν και μεταφράστηκαν στα αραβικά κατά τη διάρκεια της Ισλαμικής Χρυσής Εποχής, έργο που είναι επίσης γνωστό ως Αραβικές νύχτες ή Παραμύθια της Χαλιμάς. Η γνώση των γλωσσών και της καλλιγραφίας ήταν ικανά εφόδια για τη θέση του ντιβάνι εφέντη (διοικητικού γραμματέα) και για άλλες κρατικές θέσεις. Στο τέλος της εκπαίδευσης ο σπουδαστής πρέπει να μιλά και να γράφει τουλάχιστον τρεις γλώσσες, να κατέχει μια τέχνη ή καλλιτεχνικό επάγγελμα και να εξασκεί καλώς τη στρατιωτική τέχνη. Οι τάξεις του Εντερούν χωρίζονται σε: 1) Η Μικρή Αίθουσα (Hane-i Sağır), όπου οι μαθητές μαθαίνουν ανάγνωση και γραφή υπό την καθοδήγηση του Καπί Αγά (Αρχηγού Ευνούχου της θύρας). 2) Η Μεγάλη Αίθουσα (Hane-i Kebir), στην οποία επιτελούνται οι ίδιες δραστηριότητες με τη Μικρή Αίθουσα, 3) Το Δωμάτιο του γερακιού (Hane-i Bâzyân), όπου μερικοί μαθητές, 40 στον αριθμό, μαθαίνουν την τέχνη να κυνηγούν με γεράκι, 4) Το Δωμάτιο της σωματικής φροντίδας του παλατιού (Hane-i Seferli), όπου οι μαθητές μαθαίνουν για την περιποίηση και τη φροντίδα των ρούχων, 5) Η Αίθουσα φαγητού (Hâne-i Kiler) σχετίζεται με τις κουζίνες του παλατιού, όπου οι μαθητές μαθαίνουν τα πάντα για το φαγητό, το ποτό και το σέρβις σε τραπέζι και χρησιμεύουν ως γευσιγνώστες για τα φαγητά του σουλτάνου, 6) Το Υπουργείο Οικονομικών (Hazine Koğuşu), όπου οι μαθητές μαθαίνουν τις αρχές του ταμείου και της λογιστικής, 7) Ο Ιδιωτικός θάλαμος (Has Oda), όπου ζει ο σουλτάνος ​​έχοντας για παρέα 40 μαθητές μ’ επικεφαλής έναν αγά. Το Εντερούν περιλαμβάνει επίσης βιβλιοθήκη, τζαμί , μουσικό ωδείο και λουτρά. Μετά τη μεταρρύθμιση του οθωμανικού στρατού από τον Μαχμούντ Β΄ (1785-1839) το 1826, τη δημιουργία της οθωμανικής στρατιωτικής σχολής το 1834 και την ανάπτυξη άλλων εξειδικευμένων σχολών τον 19ο αιώνα, η Σχολή του Εντερούν, χάνοντας στο μεταξύ τις περισσότερες λειτουργίες της, τελικά έκλεισε κατά τη δεύτερη οθωμανική συνταγματική περίοδο (1908–1920).

vii Ευλογημένος, ιερός, βασιλικός, αυτοκρατορικός, δηλ. ο σουλτάνος.

viii Kapıkulu Ocağı, (Σκλάβοι της Υπέροχης Πύλης), περιλάμβαναν το σώμα πεζικού των γενιτσάρων καθώς και τις έξι μεραρχίες του ιππικού. Σε αντίθεση με τις επαρχιακές εισφορές, όπως των τιμαριωτών (τιμάρια: ιδιόκτητα κτήματα, mülk, που αρχικά ολοένα αυξάνονταν και τελικά μετεξελίχθηκαν στα τσιφλίκια. Οι τιμαριώτες λέγονταν και σπαχήδες, δηλ. αποτελούσαν το αδίστακτο οθωμανικό ιππικό) και των παράτυπων δυνάμεων (levent: πεζοναύτες του οθωμανικού στόλου), οι καπικουλού ήταν επαγγελματίες, μόνιμοι στρατιώτες, κυρίως μέσω του συστήματος devshirme. Αποτέλεσαν τη ραχοκοκαλιά του στρατού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά την κλασική της περίοδο, από τον 15ο αιώνα έως τη 15η Ιουνίου 1826 που καταργήθηκε από το Τανζιμάτ. Η λέξη Τανζιμάτ, στην οθωμανική διάλεκτο σημαίνει αναδιοργάνωση, ενώ για τους δυτικούς ερμηνεύτηκε ως εκσυγχρονισμός του χρονικού διαστήματος 1839–1876. Περιελάμβανε μια σειρά από μεταρρυθμίσεις με στόχο την αναδιοργάνωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σε επίπεδο διοίκησης, οικονομίας και σχέσεών της με τους υπηκόους της. Πρωτοπόροι του Τανζιμάτ θεωρούνται οι Σουλτάνοι: Σελήμ Γ΄, Μουσταφά Δ΄, ο μέγας βεζίρης Μουσταφά Ρεσίτ πασάς, ο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄, ο Αμπντούλ Χαμίτ Β΄, καθώς και ο Πατριάρχης Γρηγόριος ΣΤ΄, το έργο των οποίων συνέχισε ο Κεμάλ Ατατούρκ στη νεοσύστατη Τουρκία. Βασικά διατάγματα (φιρμάνια) του Τανζιμάτ ήταν το Αυτοκρατορικό Διάταγμα του Ροδώνα (1839) και το Διάταγμα της Εμπέδωσης των Μεταρρυθμίσεων (Ισλαχάτ Φεμανί ή Χαττ-ι-Χουμαγιούν) του 1856.

ix Ο Pargalı Damat (Παργινός γαμπρός, επειδή είχε παντρευτεί την αδελφή του Σουλεϊμάν Α΄, Μουσινέ Χατούν) İbrahim Paşa (1493 – 1536) του οποίου το ελληνικό όνομα ήταν Θεόφιλος, υπήρξε μεγάλος βεζίρης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και ευνοούμενος του σουλτάνου Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπή (1520-1566), του οποίου οι σύμβουλοι, μαζί με τη σύζυγο του Σουλεϊμάν, Χουριέμ, τον διέβαλαν σ’ αυτόν ότι τάχα έτοίμαζε ανταρσία, με αποτέλεσμα να εκτελεστεί με διαταγή του ιδίου του σουλτάνου.

x Ο Sokollu Mehmed Paşa (1506-1579) ήταν μεγάλος βεζίρης από το 1565 έως το 1579. Διατήρησε το αξίωμά του στην εξουσία τριών σουλτάνων: Του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, του Σελίμ Β΄ (1524 -1574) και του Μουράτ Γ΄(1546 -1595). Εκτελέστηκε από κάποιο δερβίση.

xi Γενίτσαροι: Στρατιωτικό σώμα (Yeni Çeri: Nέος Sτρατός) που ιδρύθηκε από το σουλτάνο Ορχάν Α’ Γαζή* (π.1324- π.1360) και δημιουργήθηκε από εφήβους Χριστιανούς αιχμαλώτους του devshirmé. Οι στρατολογούμενοι ονομάζονταν ατζέμ ογλάν (άπειροι νέοι). Οι γονείς των υποψήφιων γενίτσαρων απειλούνταν με θάνατο εάν αρνούνταν να παραδώσουν τα παιδιά τους. Το φιρμάνι που εκδόθηκε το 1601 από το σουλτάνο Μεχμέτ Γ’ (1703-1730) όριζε χαρακτηριστικά: «Όταν τις εκ των απίστων γονέων ή άλλος αντισταθή εις την παράδοσιν του γενιτσάρου υιού του, θ’ απαγχονίζεται ευθύς εις το ανώφλιον της θύρας του, του αίματός του θεωρουμένου άνευ αξίας». Στην Τουρκοκρατία, το «τσογλάνι» ήταν το ελληνόπουλο (στα τουρκικά η λέξη coglan σημαίνει τον υπηρέτη), από καλή οικογένεια, που υπηρετούσε τους Τούρκους σουλτάνους, αφού είχε πέσει θύμα παιδομαζώματος. (Η λέξη «παιδομάζωμα», εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1675 και ο παλαιότερος όρος, ήταν «γιανιτζαρομάζωμα»). Για το πότε ακριβώς ξεκίνησε το παιδομάζωμα, οι απόψεις διίστανται. Ο Γ. Κορδάτος αναφέρει ότι ξεκίνησε το 1227 και τα παιδιά που αρπάχτηκαν με τη βία, έγιναν σωματοφύλακες του σουλτάνου. Στην εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς» διαβάζουμε ότι η πρώτη σημαντική αναφορά για παιδομάζωμα χρονολογείται από το 1395 και αφορά τη Θεσσαλονίκη. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, στην «Ιστορία του ελλ. έθνους», δίνει μία άλλη εκδοχή, περισσότερο τεκμηριωμένη, που φαίνεται ότι βρίσκεται πιο κοντά στην πραγματικότητα. Σύμφωνα μ’ αυτή, λοιπόν, το 1326 μετά την άλωση της Προύσας και τον θάνατο του Οσμάν Α΄ Γαζή (1299-1324), τη διακυβέρνηση των Τούρκων της Βιθυνίας ανέλαβε ο γιος του Ορχάν Α’ (1326-1362), ο οποίος θεωρείται ιδρυτής του Οσμανικού Κράτους. Ο αδελφός του Ορχάν, ο Αλααντίν (κατά τον Παπαρρηγόπουλο), κανόνισε τα θέματα ιματισμού των πολιτικών και στρατιωτικών, ώστε να διακρίνονται οι Οσμανίδες από τους Τουρκομάνους, και, φυσικά, από τους Χριστιανούς. Από τα παιδιά που γίνονταν «δούλοι της Πύλης», τα μικρότερα και πλέον ικανά, προορίζονταν αποκλειστικά για υπηρεσία του σουλτανικού ανακτόρου, γίνονταν δηλαδή (ιτς ογλάν). Η εκπαίδευσή τους διαρκούσε 14 χρόνια. (βλ. σημ. 6). Αυτός, όμως, που είχε τη φρικιαστική ιδέα για το παιδομάζωμα ήταν ο μεγάλος βεζίρης Καρά Χαλίλ Τσεντερλής (1439-1453), ο τότε αστυνόμος του στρατού, που κατάλαβε ότι το Οσμανικό Κράτος με τον ελάχιστο μωαμεθανικό πληθυσμό και τους ατίθασους Τουρκομάνους ως βάση του στρατού, θα ήταν εύκολος αντίπαλος για τους Χριστιανούς και για τους άλλους μωαμεθανούς. Έτσι, πρότεινε τη δημιουργία ενός προνομιούχου τάγματος πεζικού από εξισλαμισμένα χριστιανόπουλα, με σκοπό τη διατήρηση της πειθαρχίας στον στρατό. Το φαινόμενο αυτό, γράφει ο Παπαρρηγόπουλος, είναι μοναδικό στην παγκόσμια ιστορία και συνέβαλε αποφαιστικά στην ενίσχυση και την επέκταση του οθωμανικού κράτους. Συγκλονιστικές είναι οι περιγραφές Ευρωπαίων διπλωματών για τη διαβίωση των παιδιών που εξισλαμίζονταν. Ο Βενετός πρέσβης στην Κωνσταντινούπολη, Πιέτρο Μοροζίνι, γράφει χαρακτηριστικά (1585): «Τα παιδιά αυτά διατελούν στην Κωνσταντινούπολη υπό την άμεση επίβλεψη ευνούχων, ιδίως μαύρων, που για το τίποτε τα ξυλοκοπούν αγρίως. Σπανίως τους δίνουν εκατό βουρδουλιές. Συνηθέστερα φτάνουν στις χίλιες. Και οι ευνούχοι, μετά τις βουρδουλές απαιτούν να παρουσιάζονται μπροστά τους τα δαρμένα παιδιά και να τους φιλούν το φόρεμα, εμφράζοντας τις ευχαριστίες των σ’ εκείνον που τα έδειρε. Τέτοια ταπείνωση και περιφρόνηση παθαίνουν τα δύστυχα». Το παιδομάζωμα ήταν ίσως η μεγαλύτερη πληγή για τον ελληνισμό στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Στην Ήπειρο μάλιστα, την πρώτη Κυριακή μετά την αρπαγή, οι γονείς τους πήγαιναν μαυροφορεμένοι στην εκκλησία, όπου ψαλλόταν νεκρώσιμη ακολουθία. Σε αυτήν εκφωνούνταν τα ονόματα των παιδιών που θεωρούνταν πια νεκρά. Όταν οι απεσταλμένοι του σουλτάνου συμπλήρωναν με το παιδομάζωμα τον αριθμό των αγοριών που επρόκειτο να γίνουν γενίτσαροι, τα έστελναν στην Πόλη. Εκεί, αφού διάλεγαν τα πιο γερά και όμορφα, τους ξύριζαν το κεφάλι και άφηναν πιο πάνω από το αυτί μια τούφα μαλλιά, που την έλεγαν «τζουλούφι»…. Το 1637, οι έμμισθοι γενίτσαροι έφτασαν τις 46.000, από 12.000 που ήταν πριν λίγα χρόνια. Στις αρχές του 17ου αιώνα, ο Οσμάν Β’ (1618-1622) όταν αποφάσισε να αντικαταστήσει τους γενίτσαρους με τάγματα Αιγυπτίων μισθοφόρων, οι γενίτσαροι στασίασαν και το 1622 τον σκότωσαν. Ο διάδοχός του, Μουράτ Δ’ (1623-1640), άλλαξε τη νομοθεσία για τους γενίτσαρους και το 1638 κατάργησε το παιδομάζωμα. Ο σουλτάνος, στη συνέχεια, έπαιρνε στο παλάτι αυτά τα παιδιά και τα υπόλοιπα μοιράζονταν στους πασάδες και στους άλλους άρχοντες των Τούρκων της Πόλης. Οι πιο άξιοι γενίτσαροι κατέληγαν στο παλάτι, όπου περνούσαν από πολλές δοκιμασίες, αλλά ταυτόχρονα εκπαιδεύονταν και μάθαιναν την τέχνη του πολέμου. Οι πιο έμπιστοι μπορούσαν να γίνουν προσωπικοί φρουροί του σουλτάνου. Δύο από αυτούς έμεναν το βράδυ ξάγρυπνοι, ο ένας στο κεφάλι κι ο άλλος στα πόδια του κρεβατιού, κρατώντας αναμμένους πυρσούς για να διώχνουν μακριά τους επίδοξους δολοφόνους και τα φαντάσματα. Όταν το πρωί έντυναν τον σουλτάνο, του έβαζαν 500 δουκάτα στη μία τσέπη και 1.000 άσπρα στην άλλη, για να δίνει φιλοδωρήματα. Τη νύχτα είχαν το ελεύθερο να κρατούν ό,τι είχε περισσέψει από την απλοχεριά του σουλτάνου. Στο στρατόπεδο των γενίτσαρων την πειθαρχία επέβαλλε ο αρχιμάγειρας του παλατιού, που έκανε μάλιστα και χρέη δήμιου. Ωστόσο, δεν εκτελούσε συχνά τους απείθαρχους γενίτσαρους, ούτε τους έστελνε τακτικά στη φυλακή. Η πιο συνηθισμένη τιμωρία ήταν να τους βάζει να κάνουν τη λάντζα στα μαγειρεία. Με τον καιρό, όμως, στα ανώτερα στρώματα της τουρκικής κοινωνίας άρχισε να δημιουργείται εχθρότητα προς τον θεσμό του παιδομαζώματος, καθώς παιδιά Χριστιανών, εξισλαμισμένα έστω, καταλάμβαναν υψηλές θέσεις στο παλάτι. Έτσι, άρχισαν να «δανείζουν» τα παιδιά τους σε Χριστιανούς, προκειμένου αυτά να γίνουν γενίτσαροι! Ένας πλούσιος Τούρκος έλεγε χαρακτηριστικά στον πρέσβη της Αυστρίας: «Ενώ τα παιδιά των άθλιων χωρικών πηγαίνουν στα παλάτια και γίνονται μεγάλα και σπουδαία, τα δικά μας παιδιά αγνοούνται και παραμερίζονται, σε σημείο να γίνονται υπηρέτες των άλλων». * Πώς γινόταν το παιδομάζωμα; Ο σουλτάνος, πρόσταζε οι Χριστιανοί δημογέροντες (κοτζαμπάσηδες) να κρατούν βιβλία για τα παιδιά που γεννιούνται. Ένας λοχαγός των γενίτσαρων, ακολουθούμενος από ένα γραφέα, έφτανε σε ένα τόπο έχοντας μαζί του αυτοκρατορική διαταγή (φιρμάνι).Ο κάθε πατέρας παρουσίαζε όσους γιους είχε. Αρχικά οι οθωμανοί έπαιρναν το 1/5 των παιδιών, αργότερα όμως όσα είχαν ανάγκη και πάντα τα πιο υγιή και όμορφα. Μάλιστα, ενώ αρχικά έπαιρναν ένα αγόρι από κάθε οικογένεια, αργότερα έπαιρναν δύο και τρία. Αρχικά δεν έπαιρναν τα μοναχοπαίδια, κάτι που στη συνέχεια καταστρατηγήθηκε. Επίσης, δεν έπαιρναν τους παντρεμένους, γι’ αυτό και πολύ συχνά οι γονείς πάντρευαν τα παιδιά τους σε ηλικία 8 ετών. Σχετικός είναι ο πίνακας του, γνωστού μας κι από το «Κρυφό Σχολειό», Νικόλαου Γύζη, «Παιδικοί αρραβώνες» ή «Τα αρραβωνιάσματα», που φιλοτεχνήθηκε γύρω στο 1875. Φαίνεται όμως ότι σε κάποιες περιπτώσεις ούτε τα παντρεμένα αγόρια γλύτωναν από το φρικτό παιδομάζωμα. Γράφει χαρακτηριστικά ο Κ. Παπαρρηγόπουλος: «Όμως αυτό (δηλ. ο γάμος σε παιδική ηλικία) ήταν τελείως ανώφελο, γιατί και τους παντρεμένους τους έπαιρναν και όχι μόνο σε ηλικία που ο γάμος δεν μπορούσε να θεωρηθεί άξιος λόγου, αλλά και μέχρι τα 20 και τα 24 χρόνια». Μόνο τα ορφανά αγόρια φαίνεται ότι εξαιρούνταν από το παιδομάζωμα. Για τους γενίτσαρους απαγορευόταν άλλο επάγγελμα και η δημιουργία οικογένειας και όλοι οι στρατολογημένοι εξισλαμίζονταν. Σταδιακά απέκτησαν μεγάλη πολιτική δύναμη έναντι των σουλτάνων. Οι γενίτσαροι, εξισλαμισθέντες πλέον, γίνονταν οι πιο φανατικοί πολεμιστές καθώς μάλιστα, τίποτε δεν τους συνέδεε με την ομαλή οικογενειακή και κοινωνική ζωή, αφού λησμονούσαν γονείς και γενέτειρα γη, με συνέπεια να θεωρούνται οι φανατικότεροι αλλά και οι καλύτεροι υπερασπιστές του εκάστοτε σουλτάνου.

*Η λέξη γαζής είναι αραβική και προϊσλαμικά είχε την έννοια του πολεμιστή που κάνει επιδρομή με σκοπό τη λεηλασία. Μετά τις Αραβικές κατακτήσεις του 7ου αιώνα, η λέξη αποκτά την έννοια του μαχητή της πίστης (βλ. Τζιχάντ). Επίσης, χρησιμοποιείται ως τίτλος τιμής στην Οθωμανική Αυτοκρατορία από τους μουσουλμάνους, που συνήθως μεταφράζεται ως θριαμβευτής, και δίδεται σε υψηλόβαθμους αξιωματούχους του στρατού, οι οποίοι έχουν διακριθεί στη μάχη εναντίον εχθρών μη μουσουλμάνων.

xii Στη δεκαετία του 1860 όταν η Κιρκασία, η βορειοανατολική ακτή της Μαύρης Θάλασσας (σημερινό τμήμα της ν. Ρωσίας, ολόκληρη τη σημερινή Αμπχασία μαζί με κάποια εδάφη της Γεωργίας) καταλήφθηκε από τους Ρώσους, μερικές χιλιάδες Κιρκάσιοι, μετά από σθεναρή αντίστασή τους, υπό την ηγεσία του ιμάμη Σαμίλ κατά του Ρωσοκοζάκου στρατηγού Γερμόλωφ που, εφαρμόζοντας τη τακτική της καμένης γης κατέλαβε τα οχυρά τους, αναγκάστηκαν να καταφύγουν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία παρά να υποστούν το ζυγό των απίστων Χριστιανών. Οι Τσερκέζοι, όπως ονομάζονταν τότε, έγιναν δεκτοί από τις οθωμανικές αρχές κατ’ εφαρμογή του δόγματος του πανισλαμισμού που είχε ήδη ξεκινήσει από τους σουλτάνους και είχε υιοθετήσει το οθωμανικό κατεστημένο. Τότε η οθωμανική διοίκηση εκμεταλλευόμενη το θρησκευτικό μένος τους χρησιμοποίησε αυτούς ως μέσο ανταγωνισμού και καταπίεσης των χριστιανών της επικράτειας τοποθετώντας τους σε ευαίσθητες περιοχές όπως στην Μακεδονία αλλά και στην Αρμενία. Οι Τσερκέζοι πραγματικά άριστοι ιππείς δημιούργησαν στρατιωτικά αμιγή έφιππα τμήματα που χρησιμοποιήθηκαν σε όλους τους πολέμους που διεξήχθησαν στο τέλος του 19ου και αρχές του 20ου αιώνα. Στη διάρκεια του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 περίπου το 1/4 του οθωμανικού ιππικού ήταν Τσερκέζοι.

xiii Η Χετζάζη υπήρξε βασίλειο της Σαουδικής Αραβίας που περιελάμβανε τις δυτικές παράκτιες επαρχίες, Ταμπούκ, Μεδίνα και Μέκκα, και ήταν ανεξάρτητο κράτος την περίοδο 1916–1932. Η Χετζάτζη πολέμησε εναντίον της Νατζντ, στην αχανή περιοχή που κάλυπτε όλο το κεντρικό τμήμα της Αραβικής Χερσονήσου με πρωτεύουσα το Ριάντ και βασιλιά τον Ιμπν Σαούντ, τον μετέπειτα βασιλιά της Σαουδικής Αραβίας, ο οποίος, ενσωματώνοντας τη Χετζάτζη το 1932, ίδρυσε τη σημερινή Σαουδική Αραβία, δίνοντας τέλος στον τριαντάχρονο πόλεμο.

Print Friendly, PDF & Email