ΓΚΙΝΤΕΟΝ ΛΕΒΙ: Ο ΙΣΡΑΗΛΙΝΟΣ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ ΠΟΥ ΘΕΩΡΕΙΤΑΙ ΕΧΘΡΟΣ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΔΑΣ ΤΟΥ

ΚΩΣΤΑΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ

Το who is who της πιο επικριτικής φωνής εντός του Ισραήλ. Τα παιδικά χρόνια, ο στρατός, τα πρώτα ρεπορτάζ και οι απειλές για τη ζωή του.

Τα άρθρα του, οι εμφανίσεις του στην τηλεόραση -προσφάτως και στην ελληνική-, η προοδευτική φωνή και η γενναία κριτική του στο κράτος του Ισραήλ, έχουν καταστήσει τον Γκίντεον Λεβί έναν από τους πιο ευυπόληπτους δημοσιογράφους παγκοσμίως.
Εκπροσωπώντας το “άλλο Ισραήλ”, είναι η φωνή όσων στο εσωτερικό αλλά και στο εξωτερικό της χώρας παλεύουν για μία διαφορετική, πιο ανθρωπιστική προσέγγιση στο παλαιστινιακό ζήτημα.

Ποιος είναι όμως στην πραγματικότητα; Τι ξέρουμε για τον 70χρονο βραβευμένο δημοσιογράφο, του οποίου τα επικριτικά άρθρα για το Ισραήλ τις τελευταίες ημέρες έχουν προκαλέσει τόσο μεγάλο ενδιαφέρον;

ΟΙ ΓΟΝΕΙΣ ΤΟΥ ΤΟ ΣΚΑΝΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΑΖΙ

Ο Γκίντεον Λεβί γεννήθηκε το 1953 στο Τελ Αβίβ. Δεν ήταν η πόλη ούτε του πατέρα του ούτε της μητέρας του. Ο Χάιντζ Λεβί μεγάλωσε στο Ζάτετς της Τσεχοσλοβακίας, από όπου διέφυγε το 1939 μαζί με 800 ακόμη άτομα προκειμένου να γλιτώσει απ’ τους Ναζί μέσω μίας πτήσης που οργάνωσαν δύο Σλοβάκοι Εβραίοι.

Στη συνέχεια πέρασε έξι μήνες πάνω σε ένα παράνομο πλοίο, του οποίου του αρνήθηκαν τον ελλιμενισμό στην Τουρκία και στην περιοχή της Παλαιστίνης, αναγκάζοντας το να βρίσκεται προσαραγμένο έξω απ’ την Τρίπολη. Στη συνέχεια ο Χάιντζ θα περάσει έξι εβδομάδες σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Βηρυτό και αργότερα μέσα από ένα ακόμη επεισοδιακό ταξίδι θα φτάσει τελικά στο Τελ Αβίβ.

Η μητέρα του απ’ την άλλη, θα διαφύγει και αυτή απ’ τη Τσεχία το 1939 μέσω της οργάνωσης Save the Children και θα εγκατασταθεί απευθείας σε ένα κιμπούτς στο Ισραήλ.

Οι παππούδες του Λεβί όμως δεν θα έχουν την ίδια τύχη. Θα βρουν τραγικό θάνατο τα επόμενα χρόνια κατά τη διάρκεια του Ολοκαυτώματος.

Ο ίδιος ο Λεβί θα πει σε συνέντευξή του στο electronicintifada.net, σελίδα με έδρα το Σικάγο:

“Ο πατέρας μου πάντα έλεγε ότι δεν βρήκε ποτέ τη θέση του στο Ισραήλ. Έζησε εκεί για 60 χρόνια αλλά η ζωή του είχε ήδη καταστραφεί. Είχε διδακτορικό στη Νομική αλλά δεν το χρησιμοποίησε ποτέ στο Ισραήλ. Ούτε έμαθε ποτέ να μιλά σωστά τα εβραϊκά. Νομίζω ότι πραγματικά πέρασε τραυματισμένος όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Την ίδια στιγμή, δεν ήθελε ποτέ να επιστρέψει στην Ευρώπη, ούτε να κάνει έστω μία σύντομη επίσκεψη”.

Αρχικά η οικογένεια του ζούσε μέσα στη φτώχεια αλλά η ζωή της έγινε σχετικά άνετη όταν έφτασαν οι γερμανικές αποζημιώσεις για το Ολοκαύτωμα. Παρακολούθησε το γυμνάσιο Ironi Aleph του Τελ Αβίβ και κατά τη διάρκεια του Πολέμου των Έξι Ημερών το 1967, ο δρόμος δίπλα στο σπίτι του χτυπήθηκε από το αραβικό πυροβολικό.

Όσον αφορά την πολιτική σκέψη του εκείνης της περιόδου, ο Λεβί την περιέγραψε το 2007 ως την “κλασική mainstream για ένα παιδί στο Ισραήλ”. “Ήμουν πλήρες μέλος του εθνικιστικού θρησκευτικού ‘οργίου’. Όλοι είχαμε την αίσθηση ότι ολόκληρο το ‘project’ του Ισραήλ βρισκόταν σε υπαρξιακό κίνδυνο. Όλοι νιώθαμε ότι άλλο ένα Ολοκαύτωμα μας περίμενε στη γωνία”.

Η ΘΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΣΤΟΝ ΣΤΡΑΤΟ

Το 1974 τον περιμένει η υποχρεωτική στρατιωτική θητεία και θα υπηρετήσει ως ρεπόρτερ για το Ισραηλινό Στρατιωτικό Ραδιόφωνο. Στην ίδια συνέντευξή του στο electronicintifada.net, θα θυμηθεί για τη θητεία του:

“Ήμουν στον ραδιοφωνικό σταθμό για τέσσερα χρόνια αντί για τρία, που είναι η τυπική διάρκεια της στρατιωτικής θητείας αλλά τον τέταρτο χρόνο είχα παραμείνει ως πολίτης. Είναι ένας πολύ δημοφιλής ραδιοφωνικός σταθμός, που μπορεί να χρηματοδοτείται απ’ τον στρατό αλλά λειτουργεί στα πρότυπα των κανονικών σταθμών.

Τότε δεν γνώριζα απολύτως τίποτα για την κατοχή. Ήταν μια λέξη που δεν τολμούσα να προφέρω. Ήμουν ένα τυπικό προϊόν του ισραηλινού συστήματος πλύσης εγκεφάλου, χωρίς να έχω αμφιβολίες ή ερωτήσεις. Ήμουν γεμάτος με εθνική υπερηφάνεια: “είμαστε οι καλύτεροι”.

Θυμάμαι το πρώτο μου ταξίδι στα κατεχόμενα, τη Δυτική Όχθη και τη Λωρίδα της Γάζας. Η επίσκεψή μου στον τάφο της Ραχήλ και στο τζαμί στη Χεβρώνα με είχε γεμίσει με πατριωτικά συναισθήματα. Δεν είδα κανέναν Παλαιστίνιο τότε. Θυμάμαι μόνο τα λευκά σεντόνια στις βεράντες. Ήμουν μάλιστα πεπεισμένος ότι ήταν χαρούμενοι που τους κατακτήσαμε, ότι ήταν τόσο ευγνώμονες που τους απελευθερώσαμε από το ιορδανικό καθεστώς”.

Από το 1978 έως το 1982, εργάστηκε ως βοηθός και εκπρόσωπος του Σιμόν Πέρες, του τότε αρχηγού του Εργατικού Κόμματος του Ισραήλ. Και το 1982 άρχισε να γράφει στην ισραηλινή εφημερίδα Haaretz, όπου και συνεχίζει μέχρι και σήμερα. Το ’83-’87 εργάστηκε ως αναπληρωτής συντάκτης και παρά το γεγονός ότι κάλυψε από κοντά την ισραηλινο-αραβική σύγκρουση, δεν μιλάει αραβικά. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, κάποιοι συνάδελφοί του αργότερα θα τον κατηγορήσουν για ερασιτεχνισμό.

Από το 1988 θα διατηρήσει μία στήλη με τον τίτλο “Ζώνη του Λυκόφωτος”, στην οποία θα καταγράφει τις δυσκολίες των Παλαιστινίων και το 2004 θα δημοσιεύσει μια συλλογή άρθρων με τον τίτλο “Ζώνη του Λυκόφωτος-Ζωή και Θάνατος υπό την Ισραηλινή Κατοχή”.

Αλλά για μισό λεπτό. Μέχρι πριν λίγο δεν λέγαμε για το πόσο πιστός ήταν στην επίσημη πατριωτική αφήγηση του Ισραήλ; Πώς ξαφνικά άρχισε να επικρίνει τόσο σκληρά το καθεστώς;

“Δεν υπήρξε κάποιο περιστατικό που ξαφνικά με έκανε να αλλάξω στάση σε μια νύχτα. Ήταν μια σταδιακή διαδικασία”, θα αποκαλύψει σε συνέντευξή του το 2010. “Ξεκίνησε όταν άρχισα να ταξιδεύω στα κατεχόμενα ως δημοσιογράφος της Haaretz. Δεν είναι ότι αποφάσισα μια μέρα πώς “πρέπει να γράψω τι γίνεται στα κατεχόμενα”. Δεν έγινε καθόλου έτσι. Με τράβηξε σταδιακά όπως τραβάει μία πεταλούδα το φως.

Συνειδητοποίησα ότι αυτό ήταν το μεγαλύτερο δράμα: ο Σιωνισμός, η κατοχή. Και την ίδια στιγμή συνειδητοποίησα ότι δεν υπήρχε κανείς να το πει στους Ισραηλινούς. Πάντα έφερνα αποκλειστικές ιστορίες γιατί σχεδόν κανείς δεν ήταν εκεί. Στην πρώτη παλαιστινιακή ιντιφάντα υπήρξε κάπως ένα μεγαλύτερο ενδιαφέρον από τα ισραηλινά μέσα ενημέρωσης. Αλλά μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης ιντιφάντα, βρέθηκα πραγματικά σχεδόν μόνος μου να καλύπτω την παλαιστινιακή πλευρά.

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΚΑΙ Η “ΗΘΙΚΗ ΤΥΦΛΩΣΗ ΤΩΝ ΙΣΡΑΗΛΙΝΩΝ”

Σε ερώτηση δημοσιογράφου αν απορρίπτει πλήρως τον Σιωνισμό, θα απαντήσει:

Ο σιωνισμός έχει πολλές έννοιες. Σίγουρα, η πιο κοινή του έννοια περιλαμβάνει την κατοχή, περιλαμβάνει την αντίληψη ότι οι Εβραίοι έχουν περισσότερα δικαιώματα στην Παλαιστίνη από οποιονδήποτε άλλον, ότι ο εβραϊκός λαός είναι ο εκλεκτός λαός, ότι δεν μπορεί να υπάρξει ισότητα μεταξύ Εβραίων και Αράβων, Εβραίων και Παλαιστινίων. Όλες αυτές τις πεποιθήσεις που είναι πολύ βασικές στον σημερινό σιωνισμό, δεν μπορώ να τις συμμεριστώ. Υπό αυτή την έννοια, μπορώ να ορίσω τον εαυτό μου ως αντισιωνιστή.

Από την άλλη πλευρά, η πεποίθηση ότι ο εβραϊκός λαός έχει το δικαίωμα να ζει στην Παλαιστίνη δίπλα-δίπλα με τους Παλαιστίνιους, κάνοντας ό,τι είναι δυνατό για να αποζημιώσει τους Παλαιστίνιους για την τρομερή τραγωδία που πέρασαν το 1948, και αυτό μπορεί να ονομαστεί πιστό στις αρχές του Σιωνισμού. Στην προκειμένη περίπτωση, συμμερίζομαι αυτές τις απόψεις”.

Ο Λεβί προσδιορίζει τον εαυτό του ως “πατριώτη Ισραηλινό”. Επικρίνει αυτό που θεωρεί ως “ηθική τύφλωση της ισραηλινής κοινωνίας” στις επιπτώσεις που έχουν οι πράξεις πολέμου και κατοχής της χώρας τους. Μιλά για αυτά ακόμη στην προοδευτική εφημερίδα Haaretz, καθώς και στις συχνές εμφανίσεις του στην ισραηλινή τηλεόραση.

Έχει αναφερθεί στην κατασκευή οικισμών σε ιδιωτική παλαιστινιακή γη (τα σπίτια των εποίκων) ως “την πιο εγκληματική επιχείρηση στην ιστορία του Ισραήλ”. Αντιτάχθηκε στον πόλεμο του Λιβάνου το 2006 και έναν χρόνο αργότερα δήλωσε ότι τα δεινά των Παλαιστινίων στη Λωρίδα της Γάζας τον έκαναν “να ντρέπεται που είναι Ισραηλινός”.

Την ίδια στιγμή υποστηρίζει τη μονομερή αποχώρηση από τα κατεχόμενα παλαιστινιακά εδάφη χωρίς παραχωρήσεις. “Δεν ζητείται από το Ισραήλ ‘να δώσει’ τίποτα στους Παλαιστίνιους. Του ζητείται μόνο να επιστρέψει… να επιστρέψει την κλεμμένη γη τους και να αποκαταστήσει τον καταπατημένο αυτοσεβασμό τους, σύμφωνα με τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και τις αρχές του ανθρωπισμού”.

Αρχικά υποστήριζε τη λύση των δύο ξεχωριστών κρατών αλλά με άρθρο του στην Haaretz το 2014 δείχνει να πιστεύει ότι πλέον έχει καταστεί αβάσιμη αυτή η λύση και να υποστηρίζει τη λύση ενός διζωνικού κράτους.

“ΕΧΘΡΟΣ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ”

Ο Λεβί όπως εύκολα μπορεί να καταλάβει κανείς έχει πολλούς επικριτές στο εσωτερικό, για να μην πούμε “εχθρούς”. Καταρχάς, ακόμη και τα δύο παιδιά του, έχουν ξεκαθαρίσει πώς έχουν διαφορετικές πολιτικές απόψεις και ότι δεν διαβάζουν τίποτα από όσα γράφει.

Και περνάμε στους συναδέλφους του.

Ο Λεβί έχει επικριθεί από Ισραηλινούς δημοσιογράφους ως αντι-ισραηλινός και ως υποστηρικτής των Παλαιστινίων. “Είναι λάθος να ζητάμε από τους δημοσιογράφους σε μια χώρα που βρίσκεται εν μέσω ενός δύσκολου πολέμου να δείξουν λίγη περισσότερη ενσυναίσθηση για τον λαό και τη χώρα τους;”, ρώτησε κάποτε ρητορικά ο Αμνών Ντάνκερ της εφημερίδας Maariv. Ο εκδότης της ίδιας εφημερίδας τον περιγράφει ως έναν από τους “προπαγανδιστές της Χαμάς”.

Ο Ίταμαρ Μάρκους, διευθυντής του Palestinian Media Watch, έγραψε κάποτε γι’ αυτόν: “Ένας από τους σημερινούς Ισραηλινούς ήρωες της Χαμάς, από τον οποίο οι Παλαιστίνιοι συγκεντρώνουν υποστήριξη για τον τρόπο που συμπεριφέρονται”.
Το 2006, ο Γκίντεον Έζρα, πρώην αναπληρωτής υπουργός Εσωτερικής Ασφάλειας του Ισραήλ, πρότεινε ότι οι Γενικές Υπηρεσίες Ασφαλείας θα πρέπει να παρακολουθούν τον Λεβί ως σημαντικό κίνδυνο για την εθνική ασφάλεια.

Εξαιτίας όλων αυτών, ο Λεβί πολλές φορές πια αναγκάζεται να γράφει απ’ το σπίτι του και αποφεύγει τις άσκοπες μετακινήσεις. Έχει γίνει πολλές φορές στόχος αγνώστων. Στο Al Jazeera δήλωσε ότι χρειάστηκε κάποτε να τρέξει δύο φορές για να ξεφύγει από επιθέσεις. Μία έξω απ’ το σπίτι του και μία στην παραλία του Τελ Αβίβ.

ΠΑΡΑΛΙΓΟ ΝΕΚΡΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΙΣΡΑΗΛΙΝΟ ΣΤΡΑΤΟ

Σε μια συνέντευξη του το 2003 στο PBS, ο Λεβί αποκάλυψε ότι πυροβολήθηκε από τον ισραηλινό στρατό παρά το γεγονός ότι είχε τα απαραίτητα χαρτιά για να προχωρήσει μέσα στα κατεχόμενα. Πιο συγκεκριμένα, κατευθυνόταν στο Τουλκαρέμ, μία πόλη της Δυτικής Όχθης, και αφού πέρασε το απαραίτητο checkpoint, στη συνέχεια τον σταμάτησαν ξανά και του είπαν να κατευθυνθεί προς μία βάση του ισραηλινού στρατού στα σύνορα της πόλης.

“Ήμασταν σε ένα ισραηλινό ταξί με όλα τα χαρακτηριστικά ενός ισραηλινού ταξί: κίτρινες πινακίδες, λευκό χρώμα. Τελικά ξεκινήσαμε να οδηγούμε προς την κατεύθυνση της στρατιωτικής βάσης. Όταν ήμασταν 150 μέτρα μακριά από τη βάση, άρχισαν ξαφνικά να μας πυροβολούν. Κατεύθυναν τα πυρά τους στο κέντρο του μπροστινού παραθύρου -τρεις σφαίρες στο παράθυρο και άλλες δύο σφαίρες γύρω από αυτό, πέντε σφαίρες συνολικά.

Η μόνη μας τύχη ήταν ότι το αυτοκίνητο ήταν αλεξίσφαιρο γιατί αλλιώς δεν θα μιλούσαμε τώρα. Βρήκαμε ένα καταφύγιο και αρχίσαμε να καλούμε υστερικά όποιον μπορούσαμε γιατί δεν ξέραμε αν θα συνεχίσουν να πυροβολούν ή αν θα μας βομβαρδίσουν. Τελικά ήρθαν κάποιοι απ’ τον στρατό και μας έσωσαν”.

Σε μια άλλη συνέντευξή του θα πει ότι “τα τελευταία δύο χρόνια, φοβάμαι πολύ περισσότερο τους Ισραηλινούς στρατιώτες παρά τους Παλαιστίνιους (…) θα ήθελα να δω έναν διαφορετικό στρατό. Δεν είναι ο στρατός που ονειρευόμουν και δεν είναι το κράτος που ονειρευόμουν. Ως εκ τούτου, πιστεύω ότι είναι πολύ θεμιτό να κάνουμε οτιδήποτε ενάντια σε αυτό το κατοχικό καθεστώς”.

Παρόλα αυτά ο ίδιος δεν πτοείται. Ειδικά από όταν άρχισε να δημοσιεύεται η αγγλική έκδοση της Haaretz, η δημοτικότητά του αυξήθηκε κατακόρυφα. Σήμερα, εκατομμύρια άνθρωποι εκτός Ισραήλ διαβάζουν τις στήλες του στο διαδίκτυο για να κατανοήσουν τι συμβαίνει στην Παλαιστίνη. Και κάθε άρθρο του, αυτές τις τεταμένες ημέρες, αποτελεί από μόνο του ένα γεγονός.

Print Friendly, PDF & Email