Γιάννης Μανιάτης: Πέντε μύθοι στην ενέργεια

Η ενεργειακή κρίση που βιώνει (κυρίως) η ΕΕ, έχει οδηγήσει τόσο σε έναν ανασχεδιασμό των τρεχουσών γεωπολιτικών επιλογών, όσο και (ελπίζω) σε έναν πλήρη αναστοχασμό της ευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής, με παράλληλη ανάδειξη τόσο των λαθών που έγιναν κατά το παρελθόν, όσο και των συνεπειών της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία.

Προκειμένου να είμαστε ειλικρινείς με τους εαυτούς μας, πρέπει να καταρρίψουμε πέντε ευρέως διαδεδομένους ενεργειακούς μύθους:

Μύθος 1:

Η Πράσινη Μετάβαση (Green Deal) μπορεί να αποτελεί το σύνολο της ευρωπαϊκής ενεργειακής στρατηγικής έως το 2050. Λάθος!

Το Green Deal αποτελεί ασφαλώς μονόδρομο για τη μείωση των εκπομπών ρύπων της ΕΕ, στο πλαίσιο της καταπολέμησης της Κλιματικής Κρίσης, αλλά συνιστά μόνο το 1/3 ενός πλήρους Ενεργειακού Δόγματος Βιώσιμης Ενέργειας, που πρέπει να διέπει την ΕΕ και τα κράτη – μέλη της. Εξίσου σημαντικοί με την πράσινη μετάβαση είναι και οι υπόλοιποι δύο πυλώνες της βιώσιμης ενέργειας:

α) η ενεργειακή ασφάλεια κι επάρκεια δηλ. η ύπαρξη ικανοποιητικών ποσοτήτων ενεργειακών αγαθών, από πολλές εναλλακτικές πηγές τροφοδοσίας, έλλειψη που με την έλλειψη του ρωσικού αερίου, γίνεται με επώδυνο τρόπο κατανοητή πλέον σε όλη την ΕΕ

και β) ενεργειακά αγαθά σε αποδεκτές τιμές, δηλ. καταπολέμηση της ενεργειακής φτώχειας, η οποία πλήττει με τραγικό τρόπο τα μεσαία και κυρίως τα οικονομικά ασθενέστερα νοικοκυριά, αφήνοντας ουσιαστικά αδιάφορα τα νοικοκυριά υψηλότερου εισοδήματος, παρά τις εξωφρενικές τιμές που διαμορφώνονται σε όλα τα κράτη – μέλη.

Μύθος 2:

Στην πορεία προς την Πράσινη Μετάβαση δεν έχουν γίνει σημαντικά ευρωπαϊκά λάθη. Λάθος!

Το τραγικότερο όλων είναι η αφελής, ίσως και σκόπιμα υποκινούμενη, απομάκρυνση της ΕΕ από την παραγωγή γηγενών – ευρωπαϊκών κοιτασμάτων φυσικού αερίου, με αποτέλεσμα τη μεγιστοποίηση της εξάρτησής της από το φθηνό (κυρίως για τη Γερμανία) ρωσικό φυσικό αέριο. Συνιστά αυτοκτονική ευρωπαϊκή πολιτική, από τη μια να τονίζεται σε όλα τα ευρωπαϊκά κείμενα η ανάγκη απεξάρτησης από το ρωσικό φυσικό αέριο και την ίδια στιγμή να μειώνεται σκόπιμα, για λόγους δήθεν περιβαλλοντικής προστασίας, η παραγωγή των ευρωπαϊκών κοιτασμάτων σε Ολλανδία, Μεγ. Βρετανία, Ρουμανία, Δανία, Ιταλία, Γερμανία, Πολωνία, από συνολικά 145bcm/έτος το 2015, σε μόλις 94bcm/έτος το 2021, με την προοπτική μάλιστα να μειωθεί ακόμα περισσότερο, στα 32 bcm/έτος το 2030. Την ίδια στιγμή αναδεικνύεται η χρησιμότητα του φυσικού αερίου ως καύσιμου μετάβασης, απαραίτητου για την πορεία απανθρακοποίησης των ευρωπαϊκών οικονομιών.

Παράλληλα, ενώ η μοναδική νέα πηγή και νέα όδευση τροφοδοσίας της ΕΕ είναι η Ανατολική Μεσόγειος και ο αγωγός EastMed, δεν επιδεικνύεται το ανάλογο ευρωπαϊκό ενδιαφέρον προώθησης των σχετικών projects σε εξόρυξη ή/και μεταφορά υδρογονανθράκων.

Επιπλέον, το λάθος με τη μονομερή εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο, επαναλαμβάνεται τώρα με την Κίνα, η οποία πλέον κατέχει το 70-80% των κοιτασμάτων κρίσιμων μετάλλων και σπάνιων γαιών, που χρησιμοποιούνται στην κατασκευή φωτοβολταικών, αιολικών και μπαταριών, με την Ευρώπη να ψελλίζει με τεράστια καθυστέρηση, δήθεν επιλογές για ανάπτυξη μελλοντικών πολιτικών συνεργασίας με κράτη που κατέχουν σχετικά κοιτάσματα.

Στην ίδια κατεύθυνση των τραγικών λαθών εντάσσεται, η για 8 ολόκληρα χρόνια (από το 2015 έως σήμερα), πλήρης αδράνεια της ελληνικής Πολιτείας στην προώθηση της αξιοποίησης των πλούσιων ελληνικών κοιτασμάτων φυσικού αερίου στο Ιόνιο και νότια της Κρήτης. Κοιτάσματα, τα οποία σύμφωνα με την Εθνική Αρχή Υδρογονανθράκων – ΕΔΕΥ, έχουν συνολική ακαθάριστη αξία ύψους € 250δις και δυνητικό όγκο της τάξης των 2.000bcm (όταν η Ελλάδα καταναλώνει μόλις 6bcm/έτος). Χαρακτηριστική επίσης είναι η ουσιαστικά πλήρης αδιαφορία της Πολιτείας για την αξιοποίησης της υπόγειας αποθήκης φυσικού αερίου στη Νότια Καβάλα, η μελέτη της οποίας παρουσιάστηκε το 2012 στη Βουλή, ενώ το 2013 ενσωματώθηκε στον κατάλογο των μεγάλων έργων PCIs για χρηματοδότηση από την ΕΕ και θα έπρεπε να είναι σε πλήρη λειτουργία το 2018, χωρίς μέχρι τώρα να έχει ούτε καν προκηρυχθεί ο σχετικός διαγωνισμός.

Μύθος 3:

Η Ρωσία κερδίζει στην ενεργειακή σκακιέρα. Λάθος!

Η Ρωσία, παρά τον επταπλασιασμό των πλεονασμάτων της από τις εξαγωγές ενεργειακών αγαθών λόγω των εξωφρενικών τιμών, κυρίως του φυσικού αερίου, είναι σχεδόν αδύνατο να επανέλθει τις επόμενες δεκαετίες στη διεθνή ενεργειακή σκηνή ως αξιόπιστος πάροχος φυσικού αερίου, μετασχηματιζόμενη σε ενεργειακό κράτος – παρία.

Η μεγαλύτερη ιστορική απώλεια της είναι ότι χάνει την Ευρώπη, το μεγαλύτερο και πιο αξιόπιστο πελάτη της, αφού οι ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ, απορροφούσαν πριν την εισβολή στην Ουκρανία, το 72% των εξαγωγών φυσικού αερίου, με την Κίνα να απορροφά μόλις το 5%. Για την τελευταία, η όποια προσπάθεια αύξησης της μεταφορικής ικανότητας του αγωγού Power of Siberia θα απαιτήσει τουλάχιστον μια δεκαετία για να υλοποιηθεί.

Στο επίπεδο του πετρελαίου, η Ρωσία στο πλαίσιο του OPEC+ επωφελείται ασφαλώς από τις σχετικά αυξημένες τιμές του πετρελαίου, το οποίο εξάγει με έκπτωση 30% στα διυλιστήρια της Ινδίας, από τα οποία στη συνέχεια αγοράζουν επεξεργασμένα πετρελαϊκά προϊόντα όλες οι οικονομίες της Δύσης. Σε κάθε περίπτωση, το μεγάλο πλήγμα σε βάρος της αξιοπιστίας της Ρωσίας ως ενεργειακού στρατηγικού εταίρου, είναι πολύ δύσκολο να επουλωθεί.

Μύθος 4:

Οι τρομακτικές αυξήσεις στις τιμές του φυσικού αεριού ωθούν όλες τις κυβερνήσεις στην αντικατάσταση του φυσικού αερίου (κυρίως) με άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή, καθώς και με πετρέλαιο. Ως αποτέλεσμα, ενώ σε παγκόσμιο επίπεδο στη διάρκεια της πανδημίας, λόγω και των πολλαπλών lockdowns και της μείωσης της παραγωγής, οι εκπομπές αέριων ρύπων είχαν μειωθεί κατά 7%, τώρα πια οι εκπομπές ξεπερνούν το ακραίο όριο του 2019.

Η πορεία αυτή δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να αναβάλλει τις παγκόσμιες προσπάθειες για αντιμετώπιση της Κλιματικής Κρίσης, δεδομένου ότι πλέον δεν συζητούμε για ακραία καιρικά φαινόμενα που θα συμβούν στο μέλλον, αλλά για φαινόμενα που ήδη συμβαίνουν, με χαρακτηριστικότερες τις όλο και μεγαλύτερες σε διάρκεια περιόδους ξηρασίας και τον σχεδόν επταπλασιασμό των κυμάτων καύσωνα. Αυτό που πρέπει να συνυπολογιστεί, είναι και η ταυτόχρονη τεράστια αύξηση του οικονομικού κόστους κλιματικών καταστροφών από τα $50 δισ./έτος το διάστημα 1980-2000, στα $200 δισ./έτος σήμερα.

Μύθος 5:

Η κρίση οφείλεται στην εκτεταμένη εισαγωγή πράσινης ενέργειας. Λάθος!

Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει. Η εισαγωγή των πράσινων μορφών ενέργειας (κυρίως φωτοβολταϊκών κι αιολικών) έχει οδηγήσει σε ικανοποιητικό βαθμό, την πορεία προς την πράσινη μετάβαση, όμως, τα βήματα που έχουν υλοποιηθεί μέχρι σήμερα είναι ανεπαρκή γι’ αυτό που απαιτούν οι περιστάσεις. Από ένα σύνολο $630 δις, που επενδύονται σήμερα σε παγκόσμιο επίπεδο σε δράσεις πράσινης ενέργειας, πρέπει ουσιαστικά να δεκαπλασιαστούν οι επενδύσεις, εάν θέλουμε να πετύχουμε το στόχο του 1.5-2°C.

Σημειώνω όμως με έμφαση ότι, την ίδια σπουδαιότητα με την εγκατάσταση πράσινων μορφών ενέργειας, πρέπει να αποκτήσει και η Εξοικονόμηση Ενέργειας, η οποία παρά τα πολλά λόγια όλων των κυβερνήσεων, δυστυχώς απασχολεί μόνο ένα πολύ μικρό ποσοστό της δημόσιας ευρωπαϊκής συζήτησης, καθώς και των αντίστοιχων επενδύσεων που υλοποιούνται, παρά επίσης το γεγονός ότι σύμφωνα με το Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας – ΙΕΑ, συμβάλει κατά 37% στη μείωση εκπομπών, ενώ οι ΑΠΕ κατά 35%.

Ειδικά στην Ελλάδα, είναι χαρακτηριστική η περίπτωση απουσίας ενδιαφέροντος για τους ηλιακούς θερμοσίφωνες, που μειώνουν κατά 27,5% την κατανάλωση οικιακής ηλεκτρικής ενέργειας, όπως και η για 8 χρόνια ελάχιστη κινητικότητα στο θέμα των Έξυπνων Μετρητών, οι οποίοι μπορούν να μειώσουν με έξυπνη διαχείριση έως και 20% την οικιακή κατανάλωση, αφού ενώ από το 2014 προκηρύχθηκε με κόστος €80εκατ., το πρώτο πρόγραμμα για εγκατάσταση 170.000 έξυπνων μετρητών στη χώρα, μέχρι σήμερα όχι μόνο το θέμα λιμνάζει σε δικαστικές προσφυγές και ανυπαρξία δράσεων, αλλά ακόμα δεν έχει προκηρυχθεί διαγωνισμός για την υλοποίηση του.

Περιττεύει η αναφορά στη θλιβερή ιστορία του Φράγματος της Μεσοχώρας (160MW), που είναι έτοιμο εδώ και 20 χρόνια, που η τελική περιβαλλοντική μελέτη δανειοδότησής του ανατέθηκε τον Οκτώβριο 2014, που έπρεπε να λειτουργεί από το 2018 και που ακόμη οι αρμόδιοι… το μελετούν!

Συμπέρασμα:

Η τρομακτική ενεργειακή κρίση που βιώνουμε ως ευρωπαϊκές κοινωνίες πρέπει να μας οδηγήσει σε πλήρη ενεργειακό αναστοχασμό των λαθών και παραλείψεων του παρελθόντος και ταυτόχρονα στην ανάληψη αποφασιστικών κοινών ευρωπαϊκών πρωτοβουλιών που να στηρίξουν το ευρωπαϊκό όραμα της παγκόσμιας πρωτοπορίας στην καταπολέμηση της Κλιματική Κρίσης, με ταυτόχρονη ανάπτυξη της ευρωπαϊκής τεχνογνωσίας και παραγωγής σε υλικά και μέσα πράσινης ενέργειας, αλλά και της δημιουργίας πολλών νέων θέσεων εργασίας.

*Ο Γιάννης Μανιάτης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς και πρώην Υπουργός Περιβάλλοντος Ενέργειας και Κλιματικής Αλλαγής. Θα συμμετέχει στο συνέδριο η Ελλάδα Μετά, στις 3 και 4 Οκτωβρίου.

πηγή: news247.gr

Print Friendly, PDF & Email