Γερμανία: «Ξεπούλημα» επιχειρήσεων λόγω ύφεσης;

Η γερμανική οικονομία δεν φαίνεται να μπορεί να ανακάμψει, παρουσιάζοντας και φέτος ύφεση. Αρκετές μεγάλες γερμανικές εταιρείες στρέφονται έτσι σε κεφάλαια από το εξωτερικό.

Η κατάσταση είναι άσχημη, οι οιωνοί μοιάζουν ζοφεροί. Η γερμανική κυβέρνηση αναμένει ένα ακόμη έτος με ύφεση για τη Γερμανία. Η οικονομία θα έχει συρρικνωθεί κατά 0,2% με το πέρας του 2024 – εν αντιθέσει με τις προηγούμενες εκτιμήσεις του Βερολίνου για περιορισμένη ανάπτυξη ύψους 0,3%. Είναι η δεύτερη φορά στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας που η γερμανική οικονομία παρουσιάζει ύφεση σε δύο συναπτά έτη.

«Η γερμανική οικονομία δεν έχει παρουσιάσει ισχυρή ανάπτυξη από το 2018», παραδέχτηκε ο Υπουργός Οικονομίας, Ρόμπερτ Χάμπεκ. Θα πρέπει να γίνουν περαιτέρω προσπάθειες, προκειμένου «να διασφαλιστεί πως η Γερμανία θα επιστρέψει μακροπρόθεσμα σε τροχιά ανάπτυξης». Πρέπει να οικοδομηθεί ένα κλιματικά ουδέτερο ενεργειακό σύστημα και να υπάρξει περιορισμός της γραφειοκρατίας που θα γίνει αισθητός στην οικονομία. «Μόνο ό,τι παρέχει πρακτική διευκόλυνση έχει αξία».

«Η γερμανική οικονομία δέχεται ολοένα και μεγαλύτερη πίεση», είχε δηλώσει προσφάτως ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Ifo του Μονάχου, Κλέμενς Φύστ, μετά την τέταρτη διαδοχική πτώση του δείκτη του Ifo για το επιχειρηματικό κλίμα. Οι επιχειρήσεις είναι δυσαρεστημένες με την παρούσα κατάσταση και οι προσδοκίες τους είναι πολύ χαμηλές.

Το Ινστιτούτο Μακροοικονομίας και Έρευνας της Οικονομικής Δραστηριότητας (IMK) του Ιδρύματος Hans-Böckler, που πρόσκειται στα συνδικάτα, μείωσε επίσης τις προβλέψεις του για την οικονομική δραστηριότητα: το 2024 το ΑΕΠ θα έχει τελικά ανάπτυξη 0,0%. Σε δηλώσεις του στο Reuters και λαμβάνοντας υπόψιν όλα αυτά ο Κρίστοφ Σβόνκε της DZ Bank είχε χαρακτηρίσει τη Γερμανία ως «το νέο προβληματικό παιδί των κρατών του ευρώ».

Ενδιαφέρον από το εξωτερικό για τις γερμανικές εταιρείες

Ένα περιβάλλον, όπως αυτό που προσφέρει επί του παρόντος η Γερμανία, δεν έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον από οικονομικής σκοπιάς. Πολλές γερμανικές επιχειρήσεις στρέφονται στο εξωτερικό προς αναζήτηση οικονομικής βοήθειας – όπως για παράδειγμα η Deutsche Bahn, η οποία επιδιώκει να πουλήσει τη Schenker, την εταιρεία μεταφοράς εμπορευμάτων της. Το εποπτικό συμβούλιο ενέκρινε μόλις την πώληση της εταιρείας στη δανική DSV έναντι 14 δισεκατομμυρίων ευρώ – μία απαραίτητη «ένεση» ζεστού χρήματος για τη ζημιογόνα γερμανική κρατική εταιρεία.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι και η Commerzbank, η οποία κατά την οικονομική κρίση διασώθηκε από τη γερμανική κυβέρνηση – και μέχρι σήμερα το Βερολίνο εξακολουθεί να διατηρεί περίπου το 12% των τίτλων της τράπεζας. Τον Σεπτέμβριο απέκτησε μερίδιο στην Commerzbank και η ιταλική Unicredit, η οποία σχεδιάζει να πάρει ολόκληρη την τράπεζα. Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Reuters η ΕΚΤ, η οποία πρέπει να δώσει τη σχετική έγκρισή της, έχει ήδη συμφωνήσει επί της αρχής.

Πέραν αυτών υπάρχουν και άλλες εταιρείες που επιβεβαιώνουν τη διαπίστωση ότι πολλές γερμανικές επιχειρήσεις επιδιώκουν να επεκταθούν στο εξωτερικό ή βρίσκονται σε αναζήτηση ξένων κεφαλαίων: ο κολοσσός της χημικής βιομηχανίας BASF ανοίγει παράρτημα στην Κίνα έναντι 10 δισεκατομμυρίων ευρώ, ενώ ο πάροχος ενεργειακών υπηρεσιών Techem πρόκειται να πωληθεί στην αμερικανική εταιρεία επιχειρηματικών συμμετοχών TPG.

«Οι εταιρείες δεν έχουν διαβατήρια»

Πολλοί παρατηρητές θεωρούν απολύτως φυσιολογική την εξαγορά γερμανικών εταιρειών, στις οποίες εξακολουθεί να διατηρούν μερίδιο και οι Γερμανοί φορολογούμενοι. Για τον Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής οικονομολόγο της ING Bank, είναι σαφές πως «η οικονομική στασιμότητα και οι διαρθρωτικές μεταβολές έχουν φυσικά συνέπειες και για τις επιχειρήσεις». Όπως δηλώνει ο ειδικός στην DW, «σε τέτοιες περιόδους φτάνουμε συχνά σε εξαγορές – είτε από εταιρείες εντός των συνόρων, είτε από το εξωτερικό».

Ο Στέφαν Κόοτς, διευθυντής του Ινστιτούτου του Κιέλου για την Παγκόσμια Οικονομία (IfW), τονίζει πως «οι επιχειρήσεις δεν έχουν διαβατήρια» – το οποίο σημαίνει ότι «για την ευημερία μίας χώρας δεν είναι καθοριστική η εθνικότητα ων ιδιοκτητών μίας εταιρείας, αλλά η ποιότητα της τοποθεσίας».

Όπως παρατηρεί επιπλέον ο Κόοτς, «η καθοδική τάση των άμεσων επενδύσεων στη Γερμανία αποτελεί μία ακόμη ένδειξη για τις αδυναμίες του τοπικού επιχειρηματικού περιβάλλοντος». Οι ισχυρές επιχειρηματικές τοποθεσίες προσελκύουν κεφάλαια από το εξωτερικό, ενώ «τις αδύναμες τοποθεσίες οι επενδυτές τις αποφεύγουν».

Κατά τον ειδικό η εισροή μη γερμανικών κεφαλαίων στην εγχώρια αγορά δεν είναι κάτι το αρνητικό. Το αντίθετο: «Εάν οι ξένοι επενδυτές έχουν καλύτερες ιδέες σχετικά με την αξιοποίηση των πόρων στη Γερμανία, αυτόν εν τέλει θα ωφελήσει και τους εγχώριους επιχειρηματίες μέσω της αύξησης της παραγωγικότητας».

Το αιώνιο πρόβλημα της γραφειοκρατίας

Από τη δεκαετία του 1980 όλες οι κυβερνήσεις υπόσχονται να περιορίσουν τη γραφειοκρατία, ώστε να αυξηθούν οι επενδύσεις. Εδώ και δεκαετίες όμως δεν έχει αλλάξει κάτι ριζικά: «Οι προσπάθειες γίνονται, όμως τα μέτρα που λαμβάνονται δεν αλλάζουν πολλά», λέει ο Στέφαν Κόοτς.

Αυτό βέβαια δεν αφορά μονάχα το Βερολίνο, αλλά και την ΕΕ, η οποία έχει επίσης μερίδιο ευθύνης και δεν διευκολύνει ιδιαιτέρως την κατάσταση, «ιδίως με το σύστημα για την υποβολή εκθέσεων – από την Ταξινομία της ΕΕ ως τους κανονισμούς σχετικά με τις αλυσίδες εφοδιασμού», όπως εξηγεί ο ειδικός.

Κατά τον Κάρστεν Μπρζέσκι «χρειαζόμαστε επειγόντως περισσότερη ψηφιακή διακυβέρνηση. Αυτό θα επιτάχυνε τη μείωση της γραφειοκρατίας, ενώ θα αντιστάθμιζε και την έλλειψη εργατικού δυναμικού σε πολλές υπηρεσίες».

Είναι αποτελεσματικός ο «πράσινος δρόμος»;

Στη Γερμανία ο Υπουργός Οικονομίας είναι αρμόδιος και για την προστασία του κλίματος, ενώ στις Βρυξέλλες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή χαράσσει έναν «πράσινο δρόμο» με το βλέμμα στο μέλλον. Ωστόσο και ο Κόοτς και ο Μπρζέσκι δεν θεωρούν πως η προτεραιοποίηση της οικολογίας μπορεί να βοηθήσει και την οικονομία. «Γενικώς ισχύει το εξής: η απεξάρτηση από τον άνθρακα δεν μπορεί να αποτελέσει κινητήριο μοχλό για την ανάπτυξη», επισημαίνει ο Κόοτς. Διότι «η πολιτική σχετικά με την απαλλαγή από τον άνθρακα έχει υπερβολικά έντονο το στοιχείο του παρεμβατισμού».

Παρόμοια είναι και η θέση του Μπρζέσκι: «Η εστίαση στις πράσινες τεχνολογίες έχει οδηγήσει σε πολύ λίγες επενδύσεις μέχρι στιγμής. Θα ήταν κοντόφθαλμο να ποντάρουμε αποκλειστικά στο “πράσινο”. Μέσα στην τελευταία δεκαετία η γερμανική οικονομία έχει χάσει τεράστιο μέρος της ανταγωνιστικής της ικανότητας και από αυτό θα πρέπει να ξεκινήσουμε ως αφετηρία τώρα».

«Όχι» στον προστατευτισμό

Ο Στέφαν Κόοτς συμφωνεί πως η ικανότητα ανταγωνισμού της γερμανικής βιομηχανίας αποτελεί το κλειδί για την επιστροφή στην ανάπτυξη.

Ο ειδικός εξηγεί στην DW πως οι παρούσες αναπτυξιακές πρωτοβουλίες «κινούνται προς τη σωστή κατεύθυνση, ωστόσο δεν είναι σε θέση να αλλάξουν καθοριστικά την τάση. Για να συμβεί αυτό, θα πρέπει να υπάρξει μία θεμελιώδης αλλαγή πορείας μακριά από την παρεμβατική βιομηχανική πολιτική προς μία πολιτική που θα στοχεύει στην ενίσχυση της επιχειρηματικής τοποθεσίας».

Προειδοποιώντας ενάντια σε πρακτικές «προστατευτισμού του κεφαλαίου» ο Κόοτς δηλώνει κατηγορηματικά πως η γερμανική κυβέρνηση δεν θα πρέπει να λάβει μέτρα ενάντια στις επικείμενες εξαγορές των γερμανικών εταιρειών. Αντ’ αυτού ο ειδικός αναφέρεται στους νόμους της αγοράς, σύμφωνα με τους οποίους οι εταιρείες γίνονται υποψήφιες προς εξαγορά, «όταν οι δομές τους δεν είναι πλέον σε θέση να ακολουθήσουν τον ανταγωνισμό».

Επιμέλεια: Γιώργος Πασσάς