Φρένο σε πλειστηριασμούς από funds βάζουν τα δικαστήρια!

Ένα σημαντικό νομικό εμπόδιο στους πλειστηριασμούς που επισπεύδουν εταιρείες διαχείρισης δανείων υψώνει η Δικαιοσύνη, τείνοντας ευήκοον ους σε ένα βασικό επιχείρημα που χρησιμοποιούν οι οφειλέτες, προκειμένου να σταματήσουν διαδικασίες εκποίησης των ακινήτων τους: οι εταιρείες διαχείρισης, όπως λένε οφειλέτες, δεν έχουν το δικαίωμα (την ενεργητική νομιμοποίηση, στη νομική γλώσσα) να βγάζουν στο σφυρί ακίνητα οφειλετών για λογαριασμό funds που βρίσκονται εκτός Ελλάδας, παρά μόνο αν μεταβιβασθούν στις ίδιες τις εταιρείες διαχείρισης τα κόκκινα δάνεια που έχουν τιτλοποιηθεί.

Η πρώτη σχετική δικαστική απόφαση που εκδόθηκε υπέρ δανειολήπτη δόθηκε πριν λίγες ημέρες στη δημοσιότητα από τη δικηγόρο Αριάδνη Νούκα. Πρόκειται για μια απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Αθηνών (με αριθμό 1858/2022), με την οποία διατάχθηκε η προσωρινή αναστολή διαδικασίας πλειστηριασμού διώροφης οικοδομής στη Σαρωνίδα μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της έφεσης του δανειολήπτη, επειδή πιθανολογήθηκε βάσιμα ότι θα γίνει δεκτός τουλάχιστον ένας από τους λόγους που προβάλλονται στην έφεση, δηλαδή αυτός που αφορά την ενεργητική νομιμοποίηση της εταιρείας διαχείρισης δανείων.

Το θέμα, δηλαδή, έχει αρκετό δρόμο μέχρι να φθάσουμε στη δημιουργία δεδικασμένου, με πρώτο σταθμό την απόφαση Εφετείου που θα εκδοθεί μετά τη συζήτηση της προαναφερθείσας έφεσης (η δικάσιμος έχει προσδιορισθεί στις 11 Νοεμβρίου 2022).

Είναι ενδιαφέρον, όμως, ότι το Μονομελές Εφετείο, στην απόφαση 17 σελίδων που εξέδωσε για την αναστολή του πλειστηριασμού, δέχεται ως βάσιμα τα επιχειρήματα για την ενεργητική νομιμοποίηση, καταλήγοντας σε ένα συμπέρασμα που θα μπορούσε να δημιουργήσει πολλά προβλήματα στη «βιομηχανία» διαχείρισης μη εξυπηρετούμενων δανείων και να αξιοποιηθεί από δανειολήπτες για να σταματούν πλειστηριασμούς μέσω των δικαστηρίων.

Η λεπτομέρεια που δεν είναι… λεπτομέρεια

Το ζήτημα της ενεργητικής νομιμοποίησης μοιάζει με μια τεχνική λεπτομέρεια μπροστά στην τεράστια διαδικασία τιτλοποίησης και διαχείρισης κόκκινων δανείων δεκάδων δισ. ευρώ. Θα μπορούσε, όμως, να δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στη λειτουργία αυτού του μηχανισμού, καθώς θα πρέπει να τεθεί και να απαντηθεί ξανά ένα κρίσιμο ερώτημα: ποιος θα βγάζει στο σφυρί τα ακίνητα, όταν αυτό είναι αναγκαίο για την ανάκτηση ενός δανείου επειδή έχουν εξαντληθεί τα άλλα μέσα (ρύθμιση κ.ο.κ.);

Η διάρθρωση του μηχανισμού τιτλοποίησης και διαχείρισης δανείων είναι αρκετά περίπλοκη -και όχι τυχαία. Για φορολογικούς λόγους εξαιρετικά σημαντικούς, όταν ένα fund αγοράζει ένα τιτλοποιημένο χαρτοφυλάκιο κόκκινων δανείων δεν το κάνει ευθέως, αλλά μέσω μιας εταιρείας οχήματος ειδικού σκοπού (SPV), που εδρεύει σε μια χώρα με «φιλικό» φορολογικό καθεστώς, κυρίως δηλαδή στην Ιρλανδία. Αν το έκανε μέσω μιας εταιρείας που εδρεύει στην Ελλάδα, θα έπρεπε να πληρώνει τους πολύ βαρύτερους φόρους που προβλέπει η ελληνική νομοθεσία.

Ακολούθως, αυτή η εταιρεία ειδικού σκοπού αναθέτει σε μια από τις εδρεύουσες στην Ελλάδα εταιρείες διαχείρισης δανείων να το διαχειρίζεται. Αν χρειάζεται να γίνει ένας πλειστηριασμός για την ανάκτηση του δανείου, το SPV εξουσιοδοτεί την εταιρεία διαχείρισης να τον επισπεύσει.

Όλα θα πήγαιναν καλά σε αυτό το σχήμα, αν δεν άρχιζαν τα δικαστήρια να αποφαίνονται ότι πάσχει νομικά αυτή η εξουσιοδότηση επειδή, όπως έκρινε το Μονομελές Εφετείο, ερμηνεύοντας τη νομοθεσία, τον πλειστηριασμό μπορεί να επισπεύδει ΜΟΝΟ αυτός που έχει στην ιδιοκτησία του το δάνειο. Δηλαδή, για να μπορεί η εταιρεία διαχείρισης να προχωρήσει σε πλειστηριασμό θα πρέπει να της μεταβιβασθούν τα κόκκινα δάνεια και όχι απλώς να ενεργεί με εξουσιοδότηση από την ιρλανδική εταιρεία που τα κατέχει.

Αν επικρατήσει αυτή η ερμηνεία, η διαχείριση κόκκινων δανείων στην Ελλάδα θα βρεθεί μπροστά σε ένα εξαιρετικά σοβαρό πρόβλημα, αφού θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να εδρεύουν στην Ελλάδα οι εταιρείες που θα κατέχουν τα κόκκινα δάνεια για να μπορούν να προχωρούν και στους πλειστηριασμούς, κάτι που σημαίνει ότι η όλη διαδικασία θα γίνει φορολογικά ασύμφορη. Εκτιμάται ότι είναι πιθανόν να απαιτηθεί νομοθετική ρύθμιση για να ξεπερασθεί αυτό το ζήτημα.
Η απόφαση του Μονομελούς Εφετείου

Στην απόφασή του, το Μονομελές Εφετείο αναφέρει, μεταξύ άλλων, ότι:

• Με τον πρώτο λόγο της έφεσής τους οι εκκαλούντες ανακόπτοντες αιτιώνται την εκκαλουμένη ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου απέρριψε τον πρώτο λόγο της ανακοπής τους, με τον οποίο ισχυρίστηκαν ότι η καθ’ ης η ανακοπή εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων από δάνεια και πιστώσεις στερείται ενεργητικής νομιμοποίησης για την επίσπευση σε βάρος τους της προκείμενης αναγκαστικής εκτέλεσης, δεδομένου ότι η συναφθείσα βάσει των διατάξεων του Ν. 3156/2003 μεταξύ της καθ’ ης και της εταιρείας ειδικού σκοπού σύμβαση διαχείρισης απαιτήσεων ιδρύει μεταξύ των προσώπων αυτών σχέση εκούσιας, άμεσης αντιπροσώπευσης, κατά την οποία η καθ’ ης εταιρεία διαχείρισης απαιτήσεων επέχει θέση αντιπροσώπου της αποκτώσας εταιρείας ειδικού σκοπού, η οποία δεν της παρέχει το δικαίωμα να προβεί στην επίσπευση της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, αφού δεν έλαβε χώρα εκχώρηση της απαίτησης έναντι των ανακοπτόντων στην καθ’ ης.
• Ο κρινόμενος λόγος ελέγχεται ως κατ’ ουσίαν βάσιμος. Ειδικότερα, από την επισκόπηση των εγγράφων της δικογραφίας και τα εκτεθέντα από την καθ’ ης προκύπτει ότι η αλλοδαπή εταιρεία ειδικού σκοπού με την επωνυμία «……………….», που έχει νομίμως συσταθεί και εδρεύει στο Δουβλίνο Ιρλανδίας, κατέστη ειδική διάδοχος της τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………….» δυνάμει της από ….. …… .2019 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης επιχειρηματικών απαιτήσεων στο πλαίσιο τιτλοποίησης σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.3156/2003, αντίγραφο της οποίας έχει νομίμως καταχωρηθεί στο δημόσιο βιβλίο του Ν. 2844/2000.
• Η τελευταία ανέθεσε, ακολούθως, τη διαχείριση των ως άνω απαιτήσεων αρχικά στην ανωτέρω τράπεζα κι εν συνεχεία στην καθ’ ης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 10 παρ. 14 του Ν. 3156/2003, δυνάμει της από 18.6.2019 σύμβασης ανάθεσης διαχείρισης επιχειρηματικών απαιτήσεων.
• Στις ως άνω μεταβιβασθείσες απαιτήσεις των οποίων η καθ’ ης τυγχάνει διαχειρίστρια, κατά τα προαναφερθέντα, περιλαμβάνεται και η απαίτηση της «Τράπεζας ……………» κατά των αιτούντων, με βάση την οποία εκδόθηκε η υπ’ αριθ. …………./2015 διαταγή πληρωμής, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο για την επίσπευση της προκείμενης εκτελεστικής διαδικασίας σε βάρος τους. Κατά συνέπεια, εφόσον η επίδικη σύμβαση διαχείρισης διέπεται από τον Ν.3156/2003, η καθ’ ης διαχειρίστρια εταιρεία φέρει την ιδιότητα της αντιπροσώπου της ανωτέρω δικαιούχου εταιρείας και δεν έχει αποκτήσει την ιδιότητα του κατ’ εξαίρεση νομιμοποιούμενου διαδίκου (μη δικαιούχου), αφού ο εν λόγω νόμος δεν απονέμει σ’ αυτήν τέτοια ιδιότητα, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, δοθέντος ότι η κατ’ εξαίρεση νομιμοποίηση των διαχειριστικών εταιρειών αντλείται απ’ ευθείας από τον νόμο, εφόσον έχει συναφθεί η προβλεπόμενη από τον Ν.4354/2015 σύμβαση.
• Η δε εξουσιοδότηση προς είσπραξη, που έχει χορηγηθεί στην καθ’ ης από τη δικαιούχο της απαίτησης δε δύναται να θεμελιώσει νομιμοποίησή της προς διενέργεια αναγκαστικής εκτέλεσης, καθόσον η χορήγηση εξουσιοδότησης στον τρίτο να επισπεύσει επ’ ονόματί του αναγκαστική εκτέλεση, ως εκούσιος αντιπρόσωπος του φορέα της απαίτησης δε συμβιβάζεται με την αυστηρή τυποποίηση και την ασφάλεια της εκτελεστικής διαδικασίας. Ειδικότερα, η αναγκαστική εκτέλεση αποτελεί τη δραστικότερη μορφή παροχής έννομης προστασίας, την οποία η Πολιτεία απονέμει με τα προς τούτο αρμόδια όργανα και βάσει κανόνων δικαίου που διαγράφονται στον ΚΠολΔ ή σε άλλους ειδικούς νόμους, που συνθέτουν το δίκαιο της αναγκαστικής εκτέλεσης και, συνεπώς, είναι ανεπίτρεπτη η δικαιοπρακτική θεμελίωση της ενεργητικής νομιμοποίησης προς επίσπευση της εν λόγω διαδικασίας, εξαιρουμένων μόνο των ρητώς προβλεπομένων από τον νόμο περιπτώσεων, η δε δυνατότητα του εξουσιοδοτηθέντος να ενάγει ιδίως ονόματι για την απαίτηση αποκρούεται ως περίπτωση απαγορευομένης δικαιοπρακτικής διαθέσεως της νομιμοποιήσεως.
• Περαιτέρω,εφόσον ο εκτελεστός τίτλος που αποτελεί τη βάση της επίδικης αναγκαστικής εκτέλεσης είναι διαταγή πληρωμής, η εκτελεστική διαδικασία δύναται να διεξαχθεί μόνο από τη δικαιούχο της επίμαχης απαίτησης, σύμφωνα με την προπαρατεθείσα διάταξη του άρθρου 919 ΚΠολΔ, στην οποία καθορίζονται ρητά και περιοριστικά οι περιπτώσεις των υποκειμενικών ορίων της εκτελεστότητας με συνέπεια οποιαδήποτε συμφωνία των μερών για τη διεύρυνση των ορίων αυτών, δηλαδή την επέκταση της εκτελεστότητας και σε άλλα πρόσωπα που δεν αναφέρονται στο νόμο να παρίσταται άκυρη.
• Πλην, όμως, η προσβαλλόμενη από 5.3.2020 επιταγή προς πληρωμή συντάχθηκε από την καθ’ ης, όπως και η ομοίως προσβαλλόμενη υπ’ αριθ. …………/2.10.2020 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης ακίνητης περιουσίας, ως αντιπροσώπου της αποκτώσας εταιρείας ειδικού σκοπού με την επωνυμία «………………….», μολονότι στη διενέργεια αυτών νομιμοποιείται μόνο η τελευταία.
• Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που κατέληξε σε αντίθετη κρίση και απέρριψε ως αβάσιμο τον πρώτο λόγο της ανακοπής, έσφαλε περί την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, ο δε σχετικός (πρώτος) λόγος της έφεσης πιθανολογείται ότι θα γίνει δεκτός ως βάσιμος κατ’ ουσίαν.
• Ενόψει όσων εκτέθηκαν και εφόσον πιθανολογείται ότι θα ευδοκιμήσει ένας τουλάχιστον λόγος της έφεσης που άσκησαν οι καθ’ ων η εκτέλεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου κατά της ένδικης αναγκαστικής εκτέλεσης, όρος αναγκαίος για τη χορήγηση της αναστολής, πρέπει η κρινόμενη αίτηση περί αναστολής της εκτελέσεως να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, παρελκομένης της εξέτασης των λοιπών λόγων έφεσης, να ανασταλεί άνευ εγγυήσεως, καθόσον τούτο δεν κρίνεται σκόπιμο, η επισπευδόμενη σε βάρος των αιτούντων αναγκαστική εκτέλεση μέχρι να εκδοθεί οριστική απόφαση επί της ως άνω έφεσης και να συμψηφισθεί εξ ολοκλήρου η δικαστική δαπάνη μεταξύ των διαδίκων λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν.

Χαλδούπης Νώντας

πηγή: sofokleousin.gr

 

Print Friendly, PDF & Email