Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες στην Ανατολική Γερμανία

Το βιβλίο «Ανάμεσα σε πατρίδα και ξενιτιά» φωτίζει την ιστορία των Eλλήνων πολιτικών προσφύγων στη Λειψία και την Σαξονία μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, μέσα από τις δικές τους προφορικές μαρτυρίες.

Η απομάκρυνση ανηλίκων από τις επαρχίες της Βόρειας Ελλάδας κατά την περίοδο της έντασης του εμφυλίου πολέμου αποτελεί ένα από τα πλέον αμφιλεγόμενα κεφάλαια στη σύγχρονη ελληνική ιστορία. Ταυτόχρονα είναι κι ένα ιδιαίτερο κομμάτι των ελληνογερμανικών σχέσεων. Περίπου 1.300 πρόσφυγες, κυρίως παιδιά και νέοι, κατέφυγαν τότε στη σοβιετική ζώνη κατοχής, η οποία αργότερα θα εξελισσόταν στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας.

Η άφιξη και η ζωή στη ΛΔΓ

«Ήταν μια φυγή πάνω από λόφους και κοιλάδες», διηγείται στο βιβλίο η Ευφροσύνη Χατζή, πολιτική πρόσφυγας. Από το Μάρτιο του 1948 με απόφαση του ΔΣΕ, ξεκίνησε η μεταφορά των παιδιών συχνά χωρίς τις οικογένειές τους, δια μέσω Αλβανίας, Βουλγαρίας και Ουγγαρίας στην Ανατολική Γερμανία. Τα επιχειρήματα αυτής της μετακίνησης εκ μέρους των ανταρτών ήταν η πείνα, ο κίνδυνος για τα παιδιά από τις  αεροπορικές επιδρομές στις περιοχές δράσης των ανταρτών και η αποφυγή της συγκέντρωσης στις «παιδουπόλεις», πρωτοβουλία της Βασίλισσας Φρειδερίκης.

Πρώτος σταθμός τους στη Σοβιετική ζώνη ήταν το Μπαντ Σάνταου στη Σαξονία και στη συνέχεια η Λειψία, όπου φιλοξενήθηκαν αρχικά σε ειδικά διαμορφωμένους χώρους. Στο βιβλίο, είκοσι επτά άτομα αφηγούνται τη δραματική έξοδό τους και την άφιξή τους στον νέο τόπο όπου θα διαμόρφωναν την νέα ζωή τους.

Το βιβλίο «Ανάμεσα σε πατρίδα και ξενιτιά»
Το βιβλίο «Ανάμεσα σε πατρίδα και ξενιτιά» παρουσιάστηκε στην έκθεση της ΘεσσαλονίκηςΕικόνα: Diogenis Dimitrakopoulos /DW

«Πολλοί Έλληνες δεν γνωρίζουν αυτή την ιστορία και δυστυχώς ζούμε σε μια εποχή που υπάρχουν εμφύλιοι πόλεμοι στην Ευρώπη και θέλαμε να δείξουμε, πολύ καθαρά, τι φέρνουν μαζί τους. Ο Ελληνικός Εμφύλιος Πόλεμος είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Στοίχισε πολλά, θύματα, και εξακολουθεί να διαιρεί την ελληνική κοινωνία μέχρι σήμερα. Είναι ένα τραύμα που υπάρχει ακόμα», εξηγεί μιλώντας στη DW ένας εκ των συγγραφέων του βιβλίου, δημοσιογράφος Κώστας Κηπουρός. Λίγοι από τους αυτόπτες μάρτυρες από εκείνη την εποχή είναι εν ζωή κι έτσι η έρευνα αποκτά μεγαλύτερη σημασία. «Πολύ λίγοι άνθρωποι γνωρίζουν, για αυτήν την ιστορία και στη Γερμανία, ούτε καν στη Λειψία. Είναι πολύ σημαντικό να επαναλαμβάνουμε αυτές τις ιστορίες όπως και για τη μοίρα και άλλων προσφύγων για να μάθουν οι νεότερες γενιές,», επισημαίνει η έτερη συγγραφέας Susanne Grütz. H ανταπόκριση του γερμανικού κοινού είναι ιδιαίτερα θερμή στις παρουσιάσεις του βιβλίου και κυρίως από τους νέους, όπως και πρόσφατα στη Διεθνή Έκθεση Βιβλίου Θεσσαλονίκης.

«Και του χρόνου στην Ελλάδα»

«Τα συναισθήματά μου ήταν ανάμεικτα. Φυσικά, ήταν δύσκολο να φανταστώ ότι μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο θα υπήρχε πλέον μια Γερμανία που θα μας δεχόταν και θα μας φρόντιζε», αναφέρει στο βιβλίο η Θεοδώρα Αφεντουλίδου, πολιτική πρόσφυγας από τη Λευκίμμη Έβρου. Η εγκατάσταση των Ελλήνων πολιτικών προσφύγων στη Λαοκρατική Δημοκρατία της Γερμανίας (ΛΔΓ) ήταν μια προσπάθεια αποδέσμευσης από το βαρύ ναζιστικό παρελθόν και αποκατάστασης για τα δεινά που είχαν υποφέρει οι Έλληνες από τους Ναζί. Φιλοξενήθηκαν σε παιδικούς σταθμούς της ευρύτερης περιοχής της σημερινής Σαξονίας, όπου τους παρασχέθηκαν τα απαραίτητα εφόδια για την εκπαίδευση τους. Μορφώθηκαν, εργάστηκαν και ενσωματώθηκαν σε μια φιλόξενη για αυτούς νέα πατρίδα.

Η ελπίδα για την επιστροφή στην Ελλάδα παρέμενε πάντα ζωντανή. Ταυτόχρονα όμως υπήρχε ένας βαθύς κι επώδυνος διχασμός του τόπου καταγωγής και του τόπου της ενηλικίωσης και του βιοπορισμού. Επιπλέον, είχαν να διαχειριστούν τις   αλλαγές που δημιούργησε η Γερμανική Ενοποίηση όντας για δεύτερη φορά αντιμέτωποι με το αίσθημα της απώλειας της σοσιαλιστικής αυτή τη φορά πατρίδας.

Λειψία, Σαξωνία, 1984
Η ζωή στην Ανατολική Γερμανία δεν ήταν τόσο ειδυλλιακή όσο την παρουσίαζε το καθεστώςΕικόνα: Michael Nitzschke/imageBROKER/picture alliance

Η παραμονή των πολιτικών προσφύγων στην Ανατολική Γερμανία υπήρξε μακροχρόνια και ο επαναπατρισμός καθυστερούσε πολύ. Για όσους τα κατάφεραν μετά τη Μεταπολίτευση η επιστροφή δεν ήταν εύκολη με οικονομικές δυσκολίες και κοινωνική αποξένωση λόγω των διαφορών του σοσιαλιστικού καθεστώτος στο οποίο μεγάλωσαν. «Αμέσως μετά τη συνοριακή διάβαση των Ευζώνων, σταμάτησα το αυτοκίνητο, γονάτισα και φίλησα το έδαφος. Η συνάντηση με την πατρίδα που έπρεπε να χάσω για τόσο καιρό αποδείχθηκε λιγότερο ποιητική. Ανακρίθηκα από την αστυνομία για δύο ώρες. Για το ελληνικό κράτος, ήμασταν εν δυνάμει κατάσκοποι του κομμουνισμού και επομένως εξ αρχής ύποπτοι», αναφέρει σε συνέντευξη για το βιβλίο ο   Θανάσης Καρατζάνης.

Η προφορική μαρτυρία ως ιστορική πηγή

Είναι αυτό ένα βιβλίο ιστορίας; «Όχι με την αυστηρή έννοια. Αφηγείται ιστορίες που είναι μέρος της ιστορίας. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλές δημοσιεύσεις για το θέμα, αλλά διαπιστώσαμε ότι λίγη προσοχή είχε δοθεί στο πώς αισθάνονταν οι μετανάστες ή τα παιδιά εκείνης της περιόδου. Συνήθως, γράφονται για αυτούς, αλλά δεν μιλούν οι ίδιοι», απαντά ο Κώστας Κηπουρός. Η προφορική πηγή μπορεί να εμπλουτίσει την ιστορική έρευνα σε συνδυασμό με τη μελέτη των αρχειακών τεκμηρίων. To  βιβλίο απομακρύνεται κάπως από την πολιτική φόρτιση των γεγονότων, χωρίς να την αποφεύγει. Δεν την έχει όμως στο επίκεντρο, σε ένα θέμα που δύσκολα αποϊδεολογικοποιείται, καθώς είναι φορτωμένο με πολλές προκαταλήψεις.

Λειψία
Άποψη της Λειψίας σήμερα με το ΠανεπιστήμιοΕικόνα: Jürgen Schwarz/picture alliance

Ο Κώστας Κηπουρός έχει προσωπική εμπειρία από το πώς νιώθει ένα κορίτσι εκείνης της εποχής, που εγκαταλείπει το αγαπημένο της χωριό. Ήταν η θεία του που έφυγε για την Ουγγαρία αλλά και η μητέρα που ήρθε στην Ανατολική Γερμανία. «Η μητέρα μου είχε βιώσει πρόσφατα τη γερμανική κατοχή. Πώς να επηρέασε αυτό αυτούς τους ανθρώπους;», αναρωτιέται. Πολλοί δεν ήθελαν να δώσουν συνέντευξη στην αρχή. Φοβόντουσαν ερωτήσεις που δεν ήθελαν να απαντήσουν κι είχαν κακές εμπειρίες από άλλες συνεντεύξεις. Μία συνάντηση επαναπατρισθέντων σε μια ταβέρνα στην Αλεξανδρούπολη όμως άνοιξε κάποιους και μίλησαν. «Προσπαθήσαμε να περιλάβουμε στην έρευνα μας όλες τις απόψεις. Όπως ενός μάρτυρα της δεύτερης γενιάς που αναφέρει ότι δε θα ήθελε να γυρίσει στα χρόνια της ΛΔΓ ή ενός άλλου που θεωρεί τη στρατολόγηση των ανηλίκων από τους αντάρτες έγκλημα», αναφέρει ο Κηπουρός.

Οι Έλληνες πολιτικοί πρόσφυγες της Ανατολικής Γερμανίας βρέθηκαν σε μία νέα πατρίδα που βρήκαν μεν τη δυνατότητα να σωθούν αλλά που τους θύμιζε συνεχώς τις δύσκολες στιγμές του πολέμου και της Κατοχής. Ανάμεσα στην ξενιτιά και μια πατρίδα που για χρόνια δεν είχαν τη δυνατότητα να είναι πολίτες της.

Διογένης Δημητρακόπουλος

πηγή: dw.com