Εκλογές στις ΗΠΑ 2024: Ντόναλντ Τραμπ – Η εποχή της τυραννίας
Σήμερα είναι πολύ πιο έμπειρος και προετοιμασμένος για την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο
Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος γράφει για τη δεύτερη προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ μετά τη νίκη του.
Σε μια κλασική μελέτη του στην οποία μελετάει τον τύραννο στο έργο του Σαίξπηρ, ο Αμερικανός καθηγητής στο Χάρβαρντ και επιφανής σαιξπηριστής, Στήβεν Γκρήνμπλατ αναρωτιέται πως είναι δυνατόν να κατάφερε τελικά να ανέλθει στον αγγλικό θρόνο ο Ριχάρδος ο Γ’ όταν όλοι γνώριζαν πόσο κυνικός, ανήθικος και δόλιος ήταν, την ίδια ώρα που ήταν επίσης τοις πάσοι γνωστό ότι θα αποδεικνύονταν καταστροφικός ως κυβερνήτης. Ο Σαίξπηρ ρίχνει την ευθύνη στο περιβάλλον του το οποίο και του επέτρεψε να γίνει τελικά βασιλιάς. Χωρίζει δε όλους αυτούς γύρω του στις εξής κατηγορίες: πρώτον, στους αφελείς και αδύναμους που απλώς πείθονται από τα ψέματά του και (προτιμούν να) αγνοούν τις απατεωνιές του. Δεύτερον, σε εκείνους που έχουν παραλύσει από το φόβο των τραμπουκισμών και των απειλών του. Ο Ριχάρδος, όπως άλλωστε όλοι οι επίδοξοι αυταρχικοί εξουσιαστές, έχει μεγαλώσει σε έναν κόσμο όπου έχει μάθει να γίνεται πάντα το δικό του, παραβιάζοντας κάθε κανόνα όταν είναι απαραίτητο. Τρίτον, σε αυτούς που αρνούνται να δουν το προφανές, ότι δηλαδή έχουν να κάνουν με έναν κοινό παλιάνθρωπο και αντ’ αυτού προτιμούν να ξεχνούν ποιος ήταν και εξακολουθεί να είναι αυτός ο αχρείος τύπος. Τέταρτον, σε εκείνους που ενώ γνωρίζουν με τι επικίνδυνο πρόσωπο έχουν να κάνουν, επιμένουν να ζουν με την ψευδαίσθηση ότι τελικά όλα θα πάνε καλά, και ότι τίποτε κακό δεν θα συμβεί στην χώρα, καθώς οι ίδιοι οι θεσμοί θα αποδειχτούν πολύ πιο ισχυροί από τα καπρίτσια ενός προβληματικού κυβερνήτη. Υπάρχει, βέβαια και μια πέμπτη κατηγορία πιο ύπουλων ανθρώπων που ενώ ξέρουν ότι αυτός ο βασιλιάς θα φέρει το χάος, θεωρούν ότι μπορεί να επωφεληθούν προσωπικά από έναν τέτοιο όλεθρο. Παρεμπιπτόντως, ο Σαίξπηρ κλείνει εδώ το μάτι στον θεατή υπενθυμίζοντάς του ότι συνήθως κάτι τέτοιοι κυνικοί συμφεροντολόγοι είναι οι πρώτοι που εκπαραθυρώνονται όταν ο τύραννος δεν τους χρειάζεται πια. Την τελευταία κατηγορία αποτελούν οι πολλοί ανώνυμοι υπηρέτες της νέας αυταρχικής εξουσίας. Άλλοι την υπηρετούν χωρίς μεν ενθουσιασμό αλλά και χωρίς να βγάζουν τσιμουδιά, άλλοι σταθμίζουν τα μικρο-οφέλη τους και υπολογίζουν ότι θα βγουν κερδισμένοι ενώ άλλοι μετατρέπονται με μεγάλη προθυσμία σε μικρούς εξουσιαστές, μονίμως θα λέγαμε θυμωμένους και αγανακτισμένους, που απολαμβάνουν να επιβάλλονται ακόμη και με την βία στους εχθρούς τους ή να κομπάζουν για τις μικροεξουσίες που μπορεί να διαθέτουν λόγω της ευκαιριακής αυτής εύνοιας της εξουσίας. Μικρά ανθρωπάκια, που γίνονται όπως λέει ο Γκρήνμπλατ, νεροκουβαλητές στο μύλο του τυράννου, και συνιστούν εντέλει τη μεγάλη του σιωπηλή δύναμη: “τον υπακούουν τον σκύλο όταν κατέχει θώκο”, όπως λέει και ο ποιητής. Ομολογουμένως, το σαιξπηρικό έργο έχει καταφέρει να συλλάβει ήδη από τότε την ψυχοσύνθεση του μικρού ανθρώπου που έχοντας κληθεί να επιλέξει ανάμεσα σε εξίσου προβληματικές λύσεις οδηγείται, κάτω από την αφόρητη πίεση της εξουσίας και υπό μεγάλη συναισθηματική φόρτιση, από το ένα λάθος στο άλλο, χωρίς να μπορεί να κατανοήσει τίποτε και να κάνει καμία λογική ανάλυση. Και μια ωραία πρωία, βρίσκεται να ασφυκτιά κάτω από την φρικτή καταπίεση ενός δικτάτορα.
Η παραπάνω περιγραφή θα μπορούσε φυσικά να ταιριάξει στις συνθήκες ανόδου πολλών τυράννων στην ιστορία της ανθρωπότητας αλλά δύσκολα θα μπορούσαμε να βρούμε πιο ταιριαστή για την (επ)άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία των ΗΠΑ. Η νέα νίκη του είναι πραγματικά ακόμη πιο εντυπωσιακή διότι αντίθετα από τον Ριχάρδο Γ’, ο Τραμπ είναι παλιός γνώριμος στους Αμερικανούς ψηφοφόρους. Ήταν εκείνος που στην προηγούμενη θητεία του προσπάθησε άλλωστε να τους πείσει ότι ο κορονοϊός μπορεί να αντιμετωπιστεί με …χλωρίνη, ότι οι Πούτιν, Κιμ Γιονγκ Ουν, Λεπέν και άλλοι δικτάτορες ή λαϊκιστές ηγέτες του πλανήτη ήταν φίλοι του και θα μπορούσε να τα βρει κάλλιστα μαζί τους, ότι η 6η Ιανουαρίου του 2021, όταν οι οπαδοί του εισέβαλαν στο Καπιτώλιο, ήταν μια μέρα “αγάπης και ειρήνης”, ότι οι δικαστικές κατηγορίες εναντίον του ήταν σκευωρία ή ότι ο σεξιστικός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει τις γυναίκες είναι ο τρόπος να τις προστατεύει. Τις απόψεις του δεν τις έκρυψε άλλωστε ούτε και κατά την διάρκεια αυτής της προεκλογικής εκστρατείας όταν χαρακτήριζε τους Δημοκρατικούς ως “εσωτερικό εχθρό” χειρότερο από κάθε εξωτερικό και όταν δήλωνε ότι σκέπτεται να χρησιμοποιήσει τον στρατό εναντίον τους αν χρειαστεί, διότι πρόκειται για “άρρωστους και εντελώς τρελούς” ανθρώπους. Για να μην μιλήσουμε για την στάση του απέναντι στα ΜΜΕ τα οποία χαρακτηρίζει συστηματικά ως ψεύτες και απατεώνες κάθε φορά που του ασκούν την παραμικρή κριτική.
Όπως σημειώνει ευφυώς και ο Στ. Γκρήνμπλατ, επειδή ακριβώς δεν ντρέπεται να χρησιμοποιήσει κάθε γκροτέσκο μέσο για να τα καταφέρει, η άνοδος του τυράννου στην εξουσία έχει πάντα μια κωμική διάσταση. Όμως από την στιγμή που θα τα καταφέρει να στρογγυλοκαθήσει στον θώκο της εξουσίας, τα γέλια κόβονται. Και τότε είναι που αρχίζει το κυρίως μέρος της τραγωδίας. Αρχικά, ούτε ο ίδιος μπορεί καλά-καλά να το πιστέψει πως ήταν δυνατόν να κερδίσει ένα τέτοιο λαχείο. Και είναι χαρακτηριστικό ότι στην πρώτη του θητεία τουλάχιστον, ο Ντόναλντ Τραμπ υπήρξε εντελώς απροετοίμαστος μετά την αναπάντεχη νίκη του (αφού μάλιστα είχε λάβει λιγότερες ψήφους από τη Χίλαρι Κλίντον), χωρίς να διαθέτει καν αποκλειστικά δική του ομάδα διακυβέρνησης ικανή να τον πλαισιώσει στα καθήκοντά του, με αποτέλεσμα να καταφύγει (ευτυχώς) σε πιο μετριοπαθή στελέχη που διέθεταν, αν μη τι άλλο, μια στοιχειώδη εμπειρία. Αλλά όταν ενέσκυψε η πανδημία, φάνηκε το τεράστιο πρόβλημα που είχε ο ίδιος στην διαχείριση μιας παγκόσμιας κρίσης η οποία δεν μπορούσε πλέον να αντιμετωπιστεί με δολιότητα, στρεψοδικίες, χυδαία τουιταρίσματα και τοξική ρητορική, και απαιτούσε στιβαρή καθοδήγηση και λεπτές ισορροπίες.
Σήμερα ωστόσο ο Τραμπ είναι πολύ πιο έμπειρος και προετοιμασμένος για την επιστροφή του στον Λευκό Οίκο. Πιο έμπειρος όχι προφανώς για τις πραγματικές ανάγκες της διακυβέρνησης. Αλλά πιο προετοιμασμένος για να επιβληθεί με αυταρχικό τρόπο στους δημοκρατικούς θεσμούς της χώρας που έχουν από την πρώτη στιγμή της γέννησης αυτού του κράτους ακολουθήσει μια θεμελιώδη αρχή δια μέσω ενός συστήματος θεσμικών αντίβαρων το οποίο δεν επιτρέπει σε καμία από τις τρεις εξουσίες, τη νομοθετική, την δικαστική και κυρίως την εκτελεστική να μπορεί να συγκεντρώσει πάνω της υπερβολική ισχύ. Έτσι ώστε κανείς Πρόεδρος των ΗΠΑ να μην φλερτάρει ποτέ με την ιδέα ότι μπορεί να γίνει δικτάτορας. Ωστόσο, οι ιδρυτές Πατέρες του αμερικανικού έθνους δεν μπορούσαν μάλλον να προβλέψουν κατά πόσο μπορεί να λειτουργήσουν αυτά τα αντίβαρα όταν μια δημοκρατία διέρχεται (παγκοσμίως) δομική κρίση και όταν όλο και λιγότεροι πιστεύουν πλέον σε αυτήν, εναποθέτοντας τις ελπίδες τους σε “ασυμβίβαστους ηγέτες” που ξεχειλίζουν από λαϊκισμό. Και τι γίνεται ιδίως όταν οι ηγέτες αυτοί είναι κοινωνιοπαθείς προσωπικότητες, ανορίοτες και χωρίς τον παραμικρό ηθικό περιορισμό.
Στο The Apprentice, τη φετινή ταινία που πραγματεύεται τα νεανικά χρόνια διαμόρφωσης του Ντόναλντ Τράμπ σε αυτό που βλέπουμε σήμερα, ο τότε δικηγόρος-γκουρού του, Ρόυ Κον ακούγεται κάποια στιγμή να τον συμβουλεύει: για να κερδίσεις στη ζωή, θα ακολουθείς πάντα τρεις κανόνες. Διαρκής επίθεση. Πότε να μην παραδέχεσαι λάθος. Και πάντα να ισχυρίζεσαι ότι έχεις κερδίσει, έστω και αν έχεις χάσει. Νομίζω ότι ακόμη και ο Σαίξπηρ θα το θεωρούσε υπερβολικό να βάλει τον Ριχάρδο του να λέει κάτι τέτοιο. Όσοι ωστόσο παρακολουθούν τις τοποθετήσεις του Τραμπ, θα έχουν προσέξει πόσο πιστά μοιάζει να ακολουθεί στην καριέρα του αυτές τις μακιαβελικές “αρχές”.