Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου: «Κόκκινο» στα ελληνικά ΜΜΕ για έλλειψη ανεξαρτησίας και πολυφωνίας
Σε έκθεση 31 σελίδων το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου (International Press Institute–) και το Ερευνητικό Κέντρο ΜΜΕ και Δημοσιογραφίας «τυλίγουν» την Ελλάδα (Media and Journalism Research Center) για ζητήματα ανεξαρτησίας των ρυθμιστικών αρχών που εποπτεύουν τον κλάδο των ΜΜΕ και των κρατικών Μέσων Ενημέρωσης, κατάχρησης κρατικών κονδυλίων για τον επηρεασμό των ΜΜΕ, εφαρμογής του θεσμικού πλαισίου για τα μίντια, πλουραλισμού και «συγκέντρωσης» στον χώρο των ΜΜΕ και πολιτικής/κρατικής επιρροής.
Η αναφορά στην Ελλάδα, εντάσσεται σε ευρύτερη έρευνα η οποία διενεργήθηκε σε χώρες μέλη της Ε.Ε (Βουλγαρία, Φινλανδία, Ελλάδα, Ουγγαρία, Πολωνία, Ρουμανία, Σλοβακία) στο πλαίσιο πιλοτικού προγράμματος για την καθιέρωση ετήσιων εκθέσεων μέσω των οποίων θα παρακολουθείται η συμμόρφωση και η πρόοδος των χωρών μελών της Ε.Ε. στο νέο ευρωπαϊκό θεσμικό πλαίσιο (European Media Freedom Act) που τέθηκε σε ισχύ τον Μάιο του 2024.
Απώτερος σκοπός, μεταξύ άλλων, της έκθεσης είναι η υποστήριξη οργανώσεων για τα δικαιώματα των μέσων ενημέρωσης αλλά και νομοθετικών μεταρρυθμίσεων.
Στα δημόσια ΜΜΕ (ΕΡΤ, ΑΠΕ-ΜΠΕ) το νομικό πλαίσιο είναι εν μέρει σύμφωνο με τις διατάξεις της ευρωπαϊκής οδηγίας και εμφανίζεται με αρνητικό πρόσημο στον τομέα της πολυφωνίας.
«Από την ίδρυσή της, η Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση (ΕΡΤ) υπόκειται σε διάφορους βαθμούς κυβερνητικού ελέγχου» αναφέρει η έκθεση και τονίζεται ότι «η ΕΡΤ στερείται επίμονα την απαιτούμενη συντακτική και θεσμική ανεξαρτησία, λόγω της απουσίας επαρκών εγγυήσεων για την προστασία της από την πολιτική επιρροή.
Ορισμένοι επικεφαλής και διευθυντές ειδήσεων έχουν ασκήσει περισσότερο έλεγχο από άλλους, αλλά το ζήτημα της κυβερνητικής παρέμβασης στις λειτουργίες της ΕΡΤ εξακολουθεί να υφίσταται.
Μια άλλη συνεχιζόμενη πρόκληση είναι η συνήθης αντικατάσταση των στελεχών των κρατικών μέσων ενημέρωσης μετά από κυβερνητικές αλλαγές.
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για το Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων (ANA-MPA). Και τα δύο μέσα ενημέρωσης έχουν υποστεί περιπτώσεις λογοκρισίας και επανειλημμένες παραβιάσεις της δημοσιογραφικής αρχής της πολυφωνίας».
Επισημαίνει δε ότι «η συνεχιζόμενη εποπτεία και των δύο οργανισμών Ενημέρωσης από το γραφείο του πρωθυπουργού εγείρει ανησυχίες σχετικά με την ανεξαρτησία τους».
Το στοιχείο της «συγκέντρωσης» στον τομέα των ιδιωτικών ΜΜΕ και μάλιστα σε υψηλό βαθμό στα χέρια λίγων επιχειρηματιών «με διάφορους πολιτικούς δεσμούς, ιδίως με το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας» αναφέρει το IPI στην έκθεση, υπογραμμίζοντας ότι «παρά την αφθονία των Μέσων Ενημέρωσης, ο ουσιαστικός πλουραλισμός παραμένει αδύναμος».
Σε αυτό το πεδίο μελέτης η έρευνα έδειξε ότι η ευρωπαϊκή νομολογία εφαρμόζεται μερικώς ενώ το «όχι» εμφανίζεται δίπλα στο όρο αξιολόγησης «Αποτελεσματική πολυφωνία».
Στο μικροσκόπιο της έρευνας τέθηκε και η χορήγηση κρατικών οικονομικών πόρων στα ιδιωτικά ΜΜΕ.
Το IPI διαπιστώνει κατάχρηση και σημειώνει πως «η οικονομική εξάρτηση των μέσων ενημέρωσης από την κρατική στήριξη τα καθιστά ευάλωτα σε εξωγενή επιρροή ή αυτολογοκρισία.
Στην Ελλάδα, η κρατική διαφήμιση δεν ρυθμίζεται επαρκώς, με αποτέλεσμα να λειτουργεί συχνά ως έμμεση επιδότηση με αντάλλαγμα ευνοϊκή κυβερνητική κάλυψη.
Αυτό ήταν εμφανές κατά τη διάρκεια ενός σκανδάλου που συνέβη κατά τη διάρκεια της πανδημίας, το οποίο τελικά οδήγησε σε θετικές μεταρρυθμίσεις.
Ένα σημαντικό ποσό χρηματοδότησης κατανέμεται μέσω διαφόρων επιδοτήσεων.
Ωστόσο, η διάρθρωση και τα κριτήρια που χρησιμοποιούνται για την κατανομή της κρατικής χρηματοδότησης δεν είναι διαφανή, περιορίζοντας την πληροφόρηση του κοινού».
Η ετυμηγορία του Ινστιτούτου Τύπου για την είναι καλή.
Η νομοθεσία είναι εν μέρει σύμφωνη με τις διατάξεις του ευρωπαϊκού νόμου για την ελευθερία των ΜΜΕ (EMFA) και η αξιολόγηση για «δίκαιη και διαφανή κατανομή του κρατικού χρήματος» είναι ένα ξερό «όχι».
Σε ότι αφορά στην ανεξαρτησία των Ρυθμιστικών Αρχών που εποπτεύουν τον ραδιοτηλεοπτικό κλάδο, το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης εν προκειμένω, διαπιστώνεται πως η νομοθεσία για την ανεξαρτησία των ΜΜΕ είναι σύμφωνη με τις Οδηγίες της Ε.Ε., όμως εφαρμόζεται εν μέρει.
Σημειώνεται ότι παρότι η σύνθεση του ΕΣΡ αναδεικνύεται από κοινοβουλευτικό όργανο καταγράφεται ισχυρή κυβερνητική παρέμβαση.
Επιπλέον οι περιορισμένοι πόροι χρηματοδότησης για τη λειτουργία του και η υποστελέχωση του, παρεμποδίζουν την αποφασιστική παρέμβαση του στο χώρο των ΜΜΕ».
Για όλα αυτά διατυπωμένα περιεκτικά το IPI βαθμολογεί με «όχι» την αποτελεσματική ανεξαρτησία του εποπτικού οργάνου. Το IPI συνιστά προς την ελληνική κυβέρνηση:
Να καταστεί υποχρεωτική για όλους τους ιδιοκτήτες μέσων ενημέρωσης η εγγραφή στα μητρώα ηλεκτρονικού και έντυπου Τύπου.
Να υπάρξει μεγαλύτερη διαφάνεια όσον αφορά τη συγκέντρωση ιδιοκτησίας στον κλάδο των ειδησεογραφικών μέσων ενημέρωσης
Να θεσπιστεί νομοθεσία για τον περιορισμό τόσο της κάθετης όσο και της οριζόντιας συγκέντρωσης ιδιοκτησίας σε αποδεκτά επίπεδα εντός του τοπίου των μέσων ενημέρωσης.
Να ενισχυθεί ο ρόλος του ΕΣΡ στο θέμα αυτό.
Να γίνει αυστηρότερη παρακολούθηση του κλάδου, σύμφωνα με τη νομοθεσία περι ανταγωνισμού. Συστήνεται δε η πολυφωνία να αποτελεί πρωταρχικό κριτήριο αξιολόγησης σε μελλοντικές αλλαγές ιδιοκτησίας στα ΜΜΕ.
Το Διεθνές Ινστιτούτο Τύπου με έδρα το πανεπιστήμιο Κολούμπια των ΗΠΑ είναι ένας παγκόσμιος μη κυβερνητικός οργανισμός αφοσιωμένος στην προώθηση και προστασία της ελευθερίας του Τύπο και την βελτίωση των δημοσιογραφικών πρακτικών, με δίκτυο ανάπτυξης σε πάνω από 100 χώρες.
Είναι «θεσμικός» συνομιλητής της Κομισιόν (εκ των φορέων συγχρηματοδότησης του Οργανισμού) και του Συμβουλίου της Ευρώπης.