Χριστοφόρος Παπουλάκος: Ένας αντιεξουσιαστής άγιος
Η πρόσφατη αγιοκατάταξη του Χριστοφόρου Παπουλάκου φέρνει ξανά στο προσκήνιο μία πολύ ενδιαφέρουσα και συναρπαστική προσωπικότητα του αρχικού Νέου Ελληνισμού. Η αγιοκατάταξη προέκυψε ύστερα από πρωτοβουλίες του Μητροπολίτη Καλαβρύτων Ιερωνύμου, δηλαδή του Μητροπολίτου της περιοχής όπου γεννήθηκε και, μεταξύ άλλων περιοχών, έδρασε ο Παπουλάκος. Ύστερα και από προτάσεις της Εκκλησίας της Ελλάδος, το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως κατά τη συνεδρία της 29ης Αυγούστου προχώρησε στην αγιοκατάταξη του οσίου Χριστοφόρου Παναγιωτόπουλου (Παπουλάκου) με ορισμό της ημέρας τιμής του στις 18 Ιανουαρίου, η οποία ήταν η ημέρα της εκδημίας του. Αξίζει να δούμε ορισμένα βασικά στοιχεία από τη ζωή και το κήρυγμα ενός αντιεξουσιαστή αγίου.
Ερημίτης και ιεροκήρυκας
Ο Παπουλάκος, κατά κόσμον Χριστοφόρος (ή, ίσως, Χρήστος αρχικά) Παναγιωτόπουλος (π. 1770-1861) γεννήθηκε στον Άρμπουνα Αχαΐας, κοντά στα Καλάβρυτα, περίπου στην εποχή του επαναστατικού αναβρασμού στην Πελοπόννησο λόγω των Ορλωφικών. Οι λεπτομέρειες για τη ζωή του ανθρώπου, που χαρακτηρίστηκε «φωτεινόν μετέωρον» και «αυτόκλητος ιεραπόστολος» από τον Μητροπολίτη Καλαβρύτων, δεν είναι δυνατό να επιβεβαιωθούν κατά τρόπο ανεξάρτητο, καθώς επαναλαμβάνονται στερεοτυπικά στις πηγές. Το εντυπωσιακό είναι η πολύ μεγάλη ηλικία στην οποία άρχισε το κήρυγμά του. Στην αρχή της ζωής του φέρεται να ήταν κρεοπώλης και έμπορος ζώων, ακολουθώντας ένα επάγγελμα για το οποίο προοριζόταν από την οικογένειά του και λόγω του οποίου είχε από νέος κινητικότητα σε πληθώρα τόπων. Η επανάσταση του 1821 τον βρίσκει να είναι ήδη μοναχός και από ένα σημείο και πέρα να ασκητεύει και ως ερημίτης. Στην απόφασή του να μονάσει φέρεται να έπαιξε ρόλο και μια ασθένεια. Την εποχή που αρχίζει το έντονο κηρυκτικό του έργο το 1847, κατ’ αρχάς στην περιοχή της Αχαΐας, είναι ήδη πολύ μεγάλος σε ηλικία και έχει ζήσει επί δεκαετίες σε ασκητική μόνωση (περί το 1825-1847) πριν από την έκρηξη της ζηλωτικής του κοινωνικότητας. Από το 1850 έως το 1851 περιοδεύει στη Δυτική Πελοπόννησο ως την Αθήνα, ενώ το 1852 εν μέσω σιτοδείας κηρύττει στην Ανατολική Πελοπόννησο και καταλήγει στη Μάνη.
Ο Παπουλάκος είχε το χάρισμα να μιλάει σε μια απλή λαϊκή γλώσσα που απευθυνόταν στους ανθρώπους της υπαίθρου, οι οποίοι είχαν την αίσθηση ότι έχει βγει από τα σπλάχνα τους και αναδεικνύει τα δικά τους προβλήματα. Διέθετε επίσης έναν σπάνιο συνδυασμό χαρισματικών στοιχείων και οιονεί πολιτικού ακτιβισμού στην κατεύθυνση ενός αντικρατικού αναρχισμού. Ήταν εμπνευστικό, εξάλλου, το παράδειγμα ακραίας πτωχείας, που ενσάρκωνε, καθώς ως ιεροκήρυκας ζούσε από ό,τι του πρόσφεραν οι αγρότες, μοιράζοντας ακόμη και τις προσφορές αυτές ως αγαθοεργίες. Το κήρυγμά του είναι στην αρχή ηθικό, επικεντρώνοντας μεταξύ άλλων στη ζωοκλοπή, που αποτελούσε μάστιγα στην Πελοπόννησο. Εφημερίδα της εποχής (Αιών) γράφει ότι το κήρυγμα του Παπουλάκου πέτυχε με την πειθώ ως προς τον περιορισμό της ζωοκλοπής ό,τι δεν είχαν κατορθώσει οι αστυνομικές αποστολές. Από το 1850 κυρίως θα λάβει και πολιτική χροιά. Σε μια περίοδο Βαυαροκρατίας επικέντρωσε την κριτική του προς την εξουσία, στη διάλυση των μοναστηριών, αλλά και στην εισαγωγή ιεραποστόλων από τη Δύση, και δη των προτεσταντών «λουθηροκαλβίνων».
Η κριτική στην υποδούλωση μέσω των αγγλικών δανείων
Ανάμεσα στα θέματα του κηρύγματός του ήταν το γεγονός ότι οι Άγγλοι με τα δάνεια της επαναστάσεως είχαν εξανδραποδίσει το ελληνικό κράτος και μπορούσαν να το οδηγούν προς όποια κατεύθυνση επιθυμούσαν, ανεξάρτητα από τις ανάγκες του ίδιου του ελληνικού λαού. Είχε διαγνώσει έγκαιρα το πώς τα δάνεια είναι μέσα ισχύος και χειραγωγήσεως. Είναι εξάλλου η περίοδος όπου οι Άγγλοι έχουν πραγματοποιήσει ναυτικό αποκλεισμό του Πειραιά. Ο Παπουλάκος είναι πάντως εναντίον της νεοσύστατης κρατικής υπόστασης του Νέου Ελληνισμού στις διάφορες μορφές της. Στόχοι της κριτικής του είναι η ετερόδοξη βασιλεία, αλλά και το πανεπιστήμιο και η μετατροπή των ιερέων σε υπαλλήλους του κράτους. Ως προς την παιδεία των Ρωμιών επιμένει στην Οκτώηχο και το Ψαλτήρι. Στρέφεται κυρίως εναντίον των επισκόπων της Συνόδου και κρίνει το ότι ανέχονται να είναι ένας μη ορθόδοξος ηγέτης των Ελλήνων. Είναι κατά της χρήσης του θρησκευτικού όρκου, ο οποίος είναι ενάντια στην ευαγγελική εντολή του Χριστού. Υπήρξε επίσης αντιεμβολιαστής, χαρακτηρίζοντας τα εμβόλια «βούλα του διαβόλου» (ομολογουμένως, ένα από τα πλέον διαχρονικά στοιχεία του κηρύγματός του, που θα είχε απήχηση και σήμερα).
Οι εσχατολογικές προσδοκίες από το «ξανθόν γένος» των Ρώσων
Ο Παπουλάκος θα γνωρίσει τη σύλληψη με απόφαση της κυβέρνησης, αλλά και της Εκκλησίας, που επέκρινε, και θα οδηγηθεί το 1851 στην Αθήνα, ωστόσο ενώπιον της δημοφιλίας του κρίνεται μη σκόπιμη μια δίκη του στην πρωτεύουσα. Ο τοπικός του επίσκοπος Καλαβρύτων τον αθωώνει με αποτέλεσμα ο Παπουλάκος να μπορέσει να κάνει τη δεύτερη μεγάλη περιοδεία του στη Μάνη και στην Καλαμάτα και μετά στην Αργολίδα, τις Σπέτσες, τη Μονεμβασιά και αλλού. Η εξέλιξη είναι μία σύγκρουση της νέας κρατικής εξουσίας με τον λαό, καθώς αγρότες τον προστατεύουν από τους χωροφύλακες, αλλά και τους στρατιώτες που έχουν αποσταλεί να τον συλλάβουν. Ο Παπουλάκος προστατεύεται επίσης και από τον επίσκοπο Ασίνης. Ο όσιος Χριστοφόρος μένει στα όρια της Μάνης, όπου όμως είναι αδύνατο να συλληφθεί λόγω του λαού που τον συνοδεύει. Το κήρυγμά του έχει πλέον εσχατολογικά στοιχεία, τα οποία συνδέονται με τη σωτηρία από το «ξανθόν γένος» των Ρώσων. Σε κάθε περίπτωση, στη Μάνη ο Παπουλάκος θα βρει έναν λαό που τον προστατεύει σε σχέση και με την αντίσταση της περιοχής στην κεντρική εξουσία. Τον Παπουλάκο καταδιώκει ο Γενναίος Κολοκοτρώνης ως αξιωματικός του Όθωνα. Την περίοδο αυτή ο Παπουλάκος θεωρείται από την κυβέρνηση και τον φιλοκυβερνητικό τύπο ως προσκείμενος στους φιλορώσους, ενώ αντιθέτως εφημερίδες, όπως ο «Αιών», θεωρούν ότι ο Παπουλάκος απλώς υπερασπίζεται την αυθεντικότητα της παραδοσιακής λατρείας και οργάνωσης της Εκκλησίας έναντι των δυτικών επιρροών και των μεταρρυθμίσεων.
Η σύλληψη μέσω προδοσίας
Στο μεταξύ η καταδίωξή του είχε καταστεί ακριβή υπόθεση, γιατί ο στρατιώτες είχαν στρατοπεδεύσει στη Μάνη, για να ελέγξουν την κατάσταση και έπρεπε να συντηρούνται, αλλά δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν λόγω της αντίδρασης του λαού. Βεβαίως, οι Μανιάτες υποπτεύονταν ότι το κυνήγι εναντίον του Παπουλάκου ήταν μια πρόφαση, για να υπονομευθεί η αυτονομία τους μέσω της παρουσίας στρατού στη χώρα τους. Αλλά και η κρατική εξουσία φοβόταν ότι ο Παπουλάκος θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, για σκοπούς ανατρεπτικούς προς την κεντρική κυβέρνηση. Τελικά, η σύλληψή του το 1852 θα συνδεθεί με μια ιστορία προδοσίας από τον π. Βασίλαρο, που παρουσιάστηκε ως φίλος φέρων μια πλαστή επιστολή του επισκόπου Ασίνης, μαζί με χωροφύλακες μεταμφιεσμένους σε ντόπιους, μια προδοσία, η οποία θύμιζε στο θρησκευόμενο κοινό του Παπουλάκου την ιστορία της σύλληψης του Χριστού με τη συνδρομή του Ιούδα κατά τις ευαγγελικές διηγήσεις. Εστάλη στη φυλακή του Ρίου με την κατηγορία του στασιασμού, αλλά τελικά έλαβε αμνηστία στον απόηχο των εξελίξεων του Κριμαϊκού πολέμου. Η φυλάκιση μετετράπη σε εξορία στην Άνδρο, στη Μονή Παναχράντου, όπου έζησε ως το 1861, στις 18 Ιανουαρίου, που έχει οριστεί ως ημέρα της μνήμης του κατά την πρόσφατη αγιοκατάταξη. Στη Μονή Παναχράντου στην Άνδρο τον επισκέπτονταν επίσης πολλά πνευματικά του παιδιά με αποτέλεσμα να καταστεί μία εξόριστη προφητική φωνή του Ελληνισμού.
«Άγιος αγύρτης» ή αναρχοχριστιανός επαναστάτης;
Η μορφή του Παπουλάκου έχει διεγείρει σφοδρές αντιθέσεις (βλ. την πολύ ενδιαφέρουσα παρουσίαση στη Διδακτορική Διατριβή της Θεώνης Σταυροπούλου). Λαοπλάνος «άγιος αγύρτης» για τους μεν, αναρχοχριστιανός επαναστάτης για άλλους. Για ένα μέρος της προοδευτικής ιστοριογραφίας αποτελεί μία μορφή παρωχημένης αντιδραστικότητας με χιλιαστικά χαρακτηριστικά αντίδρασης έναντι του νεωτερικού κράτους. Αντιθέτως, ένα μέρος όσων τιμούν τη μνήμη του τονίζουν κυρίως τη λαϊκότητα της αντίστασης σε ξενόφερτους θεσμούς και καταχρήσεις τους. Υπάρχει βεβαίως και ένα μεγαλύτερο φάσμα πιο περίπλοκων προσλήψεων της μορφής του, οι οποίες επιμένουν στον αντικειμενικό χαρακτήρα των κοινωνιολογικών διεργασιών από τις οποίες προέκυψε η απήχηση του κηρύγματός του. Στα μεταπολεμικά χρόνια, ήταν ιδιαίτερα επιδραστικό το σχετικό έργο του Κωστή Μπαστιά, το οποίο αυτοπροσδιορίζεται ως «μυθιστορία», αλλά κάνει χρήση ιστορικών πηγών. Το βέβαιο είναι ότι ο Παπουλάκος υπήρξε αμφιλεγόμενη μορφή ακριβώς επειδή ενσάρκωσε μια στιγμή εξαιρετικών εντάσεων και αντιφάσεων του Ελληνισμού κατά το πέρασμά του σε ένα νεωτερικό έθνος-κράτος. Ο Παπουλάκος προσέδωσε εσχατολογικά και κατά μία έννοια χιλιαστικά χαρακτηριστικά στις ανησυχίες αγροτικών κυρίως πληθυσμών σε μια εποχή βίαιης μετάλλαξης. Το νεωτερικό ελληνικό κράτος ήταν αποτέλεσμα αφενός μιας από τα κάτω λαϊκής επανάστασης και αφετέρου της προσπάθειας των Μεγάλων Δυνάμεων να δημιουργήσουν και να ελέγξουν μια κατάσταση διάδοχη της παρακμάζουσας Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Τα δύο στοιχεία, το λαϊκό και το κρατικό (με νεωτερικά πρότυπα, αλλά και δυσλειτουργίες οφειλόμενες στον υβριδικό χαρακτήρα του) βρίσκονταν σε σύγκρουση, όπως φάνηκε από πολυάριθμες εξεγέρσεις κατά τη δεκαετία του 1840, αλλά και επίσης πολυάριθμες φυλακίσεις αγωνιστών.
Ένας αντιδυτικός «Προφητηλίας»
Οι εκκλησιαστικοί θεσμοί στον ελλαδικό χώρο ήταν επίσης υπό συνεχή διαπραγμάτευση. Το κήρυγμα του Παπουλάκου συμπίπτει άλλωστε και με την επαναστατική τριετία 1848-1851 που θα γνωρίσει μεγάλα επαναστατικά κινήματα σε όλη την Ευρώπη. Το 1850 το λιμάνι του Πειραιά είχε αποκλειστεί από τα συμμαχικά στρατεύματα, γεγονός που πυροδότησε έναν έντονο αντιδυτικισμό εν μέσω οικονομικής κρίσης. Το 1850 ήταν η χρονιά κατά την οποία το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως εξέδωσε τον Συνοδικό Τόμο με τον οποίο αναγνώρισε την αυτοκεφαλία της Εκκλησίας της Ελλάδος. Ο Τόμος αφενός αναγνώριζε την εκκλησιαστική αυτονομία της Εκκλησίας της Ελλάδας, αφετέρου, όμως, έβαζε τέλος στο προηγούμενο καθεστώς που ίσχυε επί Βαυαροκρατίας, το οποίο σήμαινε μία πολύ πιο σκληρή υπαγωγή της Εκκλησίας της Ελλάδος στο κράτος.
Βρισκόμαστε, όμως, και γενικότερα σε μια περίοδο προφητικής έξαρσης από τα οράματα του Αγαθαγγέλου το 1838 σε αυτά του Ιωάννη Μακρυγιάννη το 1852. Η αρχή της δεκαετίας του 1850 είναι μια εποχή έντονης ρωσικής επιρροής στην Ελλάδα λόγω του αντι-αγγλισμού από τα Παρκερικά και τον αποκλεισμό του λιμένος του Πειραιά, που συνδυάστηκε με σιτοδεία. Επίσης, οι τουρκο-αιγυπτιακές συγκρούσεις, αλλά και οι διενέξεις για τα προσκυνήματα στους Αγίους Τόπους υποδαυλίζουν την εσχατολογική προσδοκία. Βεβαίως το νεοελληνικό κράτος βασίστηκε σε περίτεχνους συμβιβασμούς. Η παλαιά γαιοκτητική αριστοκρατία των προκρίτων κατόρθωσε εν πολλοίς να ελέγξει τους κρατικούς μηχανισμούς σε έναν διαμοιρασμό με τους ετερόχθονες εξ Εσπερίας. Η επιθυμία του Όθωνα να δημιουργήσει μια ισχυρή νεωτερική κεντρική εξουσία συνυπήρχε με τη μετάλλαξη παραδοσιακών σχέσεων σε ένα νέο πελατειακό σύστημα. Ο λαός που είχε δώσει το αίμα του για την επανάσταση ένιωθε παραγκωνισμένος με αποτέλεσμα πολλές αντιδράσεις, όπως εξεγερσιακά κινήματα ή, απλώς, τη ληστεία για προσπορισμό μέσων επιβίωσης. Από την άλλη και το κράτος είχε συμφέρον να υπερβάλει τις όντως υπάρχουσες απειλές, ώστε με τη στρατιωτική παρουσία να κάνει αισθητή την ισχύ του στην περιφέρεια, ειδικά σε ατίθασες περιοχές, όπως η Μάνη. Από τον φιλοκυβερνητικό τύπο ο Παπουλάκος κατηγορείτο ως φιλορώσος λόγω του αντιδυτικισμού του. Ενώ ήταν αλήθεια ότι το κήρυγμα του Παπουλάκου είχε φιλορωσικά εσχατολογικά στοιχεία, η ταμπέλα του φιλορώσου ήταν και ένα μέσο ηθικής του εξόντωσης, μέσω αναπόδεικτης σύνδεσής του με άλλες περισσότερο πολιτικές μορφές του φιλορωσισμού στην Ελλάδα. Ο Παπουλάκος στο πλαίσιο αυτό έλαβε συχνά τον χαρακτηρισμό του προφήτη και του αποδόθηκε η μορφή του προφήτη Ηλία.
Έθνος-κράτος ή έθνος-κοινότητα;
Το όραμα του Παπουλάκου ήταν κυρίως εκκλησιαστικό και αφορούσε στην ανεξαρτησία της Εκκλησίας από το κράτος. Αυτό ελάμβανε αναπόφευκτα τη μορφή του αντιδυτικισμού λόγω αντίδρασης στους δυτικούς μισιονάριους και στη νεωτερική κατανόηση της υπαγωγής της Εκκλησίας στο κράτος, καθώς και μιας συμπάθειας προς την ομόδοξη Ρωσία, ωστόσο δεν τεκμαίρεται να υπήρχε στόχευση καθαυτό πολιτικής ανατροπής. O Παπουλάκος εξελάμβανε την Εκκλησία ως σώμα των πιστών και αντιδρούσε σε μία διοικούσα Εκκλησία, την οποία έβλεπε να λαμβάνει τον ρόλο υποστήριξης του κράτους και της ετερόδοξης μοναρχίας. Ο Παπουλάκος φαίνεται να αντιδρά στη νεωτερική αντίληψη που ταυτίζει το έθνος με το κράτος, οδηγώντας σε μια υπαγωγή της Εκκλησίας στο τελευταίο. Υπερασπίζεται περισσότερο μια προνεωτερική εκδοχή ταύτισης του λαού με το εκκλησιαστικό σώμα των πιστών και μια άρνηση ταύτισης του έθνους- λαού με ένα κράτος.
Οι γεωπολιτικές συνέπειες του Κριμαϊκού πολέμου (1853-1856)
Ως προφήτης με εσχατολογικό λόγο ο Παπουλάκος είχε στραφεί στο κήρυγμά του στην προσδοκία της παρέμβασης της ομόδοξης Ρωσίας, η οποία, σημειωτέον, την ίδια εποχή έχει έντονο ρόλο στη διεκδίκηση των προσκυνημάτων των Αγίων Τόπων. Ακολουθεί, όμως, ο Κριμαϊκός πόλεμος του 1853-1856, ο οποίος θα ανατρέψει αυτές τις προφητείες. Πρόκειται για ένα από τα κομβικότερα, ή ίσως το κομβικότερο σημείο για τις γεωπολιτικές εξαρτήσεις και προσανατολισμούς της Ελλάδας. Επρόκειτο για ένα πόλεμο όπου η «Δύση», δηλαδή η Αγγλία και η Γαλλία (αλλά και το Βασίλειο της Σαρδηνίας) συμμάχησαν με την Οθωμανική αυτοκρατορία εναντίον της Ρωσίας. Ταυτόχρονα, συνοδεύτηκε από μια επίδειξη δύναμης της «Δύσης» εναντίον της Ελλάδας με ακύρωση των απελευθερωτικών ελληνικών πρωτοβουλιών στη Θεσσαλία, με ναυτικούς αποκλεισμούς, ακόμη και με μεταφορά ασθενειών που αποδεκάτισαν τον πληθυσμό της Αθήνας. Μετά τον κριμαϊκό πόλεμο, η αγγλική πολιτική θα είναι ένα είδος «ελληνοθωμανισμού» που σημαίνει συνεργασία Ελλήνων και Οθωμανών για ανάσχεση της ρωσικής καθόδου στη Μεσόγειο. Η άλλη όψη αυτού του προγράμματος είναι ο πανσλαβισμός ως θεωρούμενος ρόλος της Ρωσίας όχι να προστατεύει όλους τους ορθόδοξους, όπως ίσχυε πρωτύτερα και όπως ήταν και το όραμα του Παπουλάκου, αλλά κυρίως τους Σλάβους. Αυτό το αγγλικό πρόγραμμα θα επιβιώσει δύο παγκοσμίων πολέμων και ενός εμφυλίου. Το ξαναβρίσκουμε στις μεταπολεμικές δεκαετίες ως κοινή ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ σε μία αντικομμουνιστική προοπτική. Σήμερα, και ενώ η Τουρκία είναι περισσότερο απρόβλεπτη και διεκδικεί έναν πολύπλευρο νεο-οθωμανισμό ως μια σημαντική περιφερειακή δύναμη σε έναν πολυπολικό κόσμο, η ελληνική εξωτερική πολιτική παραμένει δέσμια των συσχετισμών που διαμορφώθηκαν 170 χρόνια πριν, μετά τον κριμαϊκό πόλεμο, τη στιγμή που έχουμε έναν νέο πόλεμο μεταξύ «συλλογικής Δύσης» και Ρωσίας στην Ουκρανία.
Ένας πρόδρομος του αντι-εμβολιασμού
Το όραμα του Παπουλάκου μοιάζει να ανήκει σε μία αρχέγονη εποχή του Νέου Ελληνισμού, όπου ήταν δυνατό να επικαλείται ένας μοναχός ταυτόχρονα το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως την παραδοσιακή Μεγάλη Εκκλησία των Ρωμιών, αλλά και τη Ρωσία ως μια ομόδοξη αυτοκρατορία, που αποτελούσε αντικείμενο εσχατολογικών προσδοκιών. Αναρωτιέται κανείς τι παραμένει σήμερα επίκαιρο από το κήρυγμα του Παπουλάκου, σε μια εποχή όπου καθυστερημένα αλλά εν πολλοίς και αναπάντεχα αγιοκατετάγη. Σίγουρα τα πλέον αντινεωτερικά στοιχεία του κηρύγματός του ξενίζουν τον σύγχρονο άνθρωπο. Ήταν λ.χ. εναντίον του πανεπιστημίου και επιθυμούσε να βασίζεται η εκπαίδευση στην Οκτώηχο και το Ψαλτήρι. Αποκαλούσε τα ατμόπλοια «καρότσες του διαβόλου», συντονιζόμενος ως προς αυτό με τις ανησυχίες των καραβοκύρηδων στις Σπέτσες, όπου κήρυττε, οι οποίοι έβλεπαν την παραδοσιακή τους δύναμη στη ναυτιλία να υποσκελίζεται. Ένα εντυπωσιακό στοιχείο είναι οπωσδήποτε και ο αντιεμβολιασμός στα κηρύγματα του Παπουλάκου, ο οποίος έζησε στην αρχή της διάδοσης της τεχνολογίας των εμβολίων και ήταν δυναμικά αντίθετος.
Ο αντικρατισμός και το συναίσθημα
Ταυτοχρόνως, μπορούμε να πούμε ότι το λαϊκό αισθητήριο του Παπουλάκου είχε διαγνώσει με οξυδέρκεια το πώς ο δανεισμός είχε χρησιμοποιηθεί από τους Άγγλους με σκοπό τον εξανδραποδισμό του ελληνικού έθνους-κράτους και τη χειραγώγησή του σε μια πλήρη υποτέλεια με γεωπολιτικές προεκτάσεις. Ο Παπουλάκος εντέλει είχε αντιδράσει έντονα στη βιοπολιτική, στη δανειοπολιτική και στην εργαλειοποίηση της διοικούσας Εκκλησίας από το κράτος μέσα από τη μετατροπή των ιερέων σε δημόσιους υπαλλήλους και των επισκόπων σε δεκανίκια της κυβερνητικής εξουσίας. Τα θέματα των δεκαετιών 1840-1850 επανέρχονται με εντυπωσιακό τρόπο στις δεκαετίες 2010-2020. Ο Παπουλάκος υπήρξε μια μορφή που συνδύαζε την ασκητική σιωπή (ήταν για τουλάχιστον 22 χρόνια ερημίτης) με την κλήση του περιοδεύοντος προφήτη και εντέλει με του έγκλειστου μοναχού, που αποτελούσε μία εξόριστη φωνή του λαϊκού Ελληνισμού στην Άνδρο. Είχε μία σύνθεση ανάμεσα στο χάρισμα, στην ηθική διδασκαλία, στο λαϊκό συναίσθημα και σε έναν αντικρατικό αναρχικό χριστιανισμό που αρδευόταν από τα υπόγεια ρεύματα της Ρωμιοσύνης. Σε μια εποχή, όπως η δική μας, που είναι τόσο όμοια, αλλά και τόσο διαφορετική από τη δική του, μπορούμε να κρατήσουμε, αν μη τι άλλο, ότι ο χριστιανισμός μπορεί να λειτουργήσει ως κριτική επαγρύπνηση στις επιταγές της κρατικής εξουσίας, αλλά και τη σημασία του συναισθήματος για την πολιτική κινητοποίηση.
Διονύσιος Σκλήρης
πηγή: kosmodromio.gr