Ασφυκτικές πιέσεις στην αγορά
γράφει ο Κωνσταντίνος Μίχαλος Προέδρου Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων Ελλάδος & ΕΒΕΑ
Το τελευταίο διάστημα η αλματώδης άνοδος των διεθνών χρηματιστηριακών τιμών πρώτων υλών και τελικών προϊόντων και υπηρεσιών, σε συνδυασμό με την εξωπραγματική αύξηση των ναυτιλιακών ναύλων για τις μεταφορές κοντέινερ ανυπέρβλητα προβλήματα στις εξαγωγικές, αλλά και τις εισαγωγικές ελληνικές επιχειρήσεις. Επιβαρύνει τη δραστηριότητά τους με τεράστια κόστη, μέρος των οποίων καταλήγει αναπόφευκτα στους καταναλωτές.
Όπως προκύπτει από σχετική έρευνα του ΕΒΕΑ, οι διεθνείς τιμές σε ένα ευρύ φάσμα πρώτων υλών για την παραγωγή βασικών προϊόντων στους κλάδους των τροφίμων, της ενέργειας, των μεταφορών, των κατασκευών κ.λπ., έχουν παρουσιάσει άνοδο, η οποία κυμαίνεται σε διψήφια ποσοστά. Ενδεικτικά, η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης έχει αυξηθεί κατά 37,94%, της βενζίνης κατά 52,14%, της σόγιας κατά 17,10%, του καφέ κατά 26,59%, του γάλακτος κατά 20,06%, του καλαμποκιού κατά 35,64%, των πουλερικών κατά 16,64%, του μαλλιού κατά 12,72%, του χαλκού κατά 33,19%, του αλουμινίου κατά 26,54% κ.λπ.
Ταυτόχρονα με την εκρηκτική άνοδο των τιμών, οι επιχειρήσεις καλούνται να αντιμετωπίσουν και την αλματώδη αύξηση του κόστους του ναυτιλιακού ναύλου, το οποίο από την Ασία προς την Ευρώπη, έχει αυξηθεί τον τελευταίο χρόνο κατά 525%. Σήμερα η μεταφορά ενός κοντέινερ κοστίζει πάνω από 10.000 δολάρια, όταν πριν από περίπου ένα χρόνο το κόστος αυτό ήταν αρκετά κάτω από τα 2.000 δολάρια.
Οι πληθωριστικές αυτές τάσεις καθιστούν αποτρεπτικές τις εισαγωγές πρώτων υλών, αλλά και τελικών προϊόντων στη χώρα μας, καθώς ένας μεγάλος αριθμός ελληνικών επιχειρήσεων δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σε τέτοια κόστη. Σε κάθε περίπτωση δε, είναι αδύνατον η επιβάρυνση αυτή να απορροφηθεί από τις ίδιες τις επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι τελικές τιμές για τον καταναλωτή. Με δεδομένες τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας και την αναπόφευκτη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των καταναλωτών, είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να εισέλθει η ελληνική οικονομία το επόμενο διάστημα σε ένα νέο φαύλο κύκλο υφεσιακών πιέσεων.
Ο συνδυασμός των έντονων αυξητικών τάσεων του τιμαρίθμου από τη μία, με ένα περιβάλλον χαμηλών εισοδημάτων και μηδενικών επιτοκίων από την άλλη, αποτελεί ωρολογιακή βόμβα για την ελληνική οικονομία, απειλώντας τόσο τις επιχειρήσεις όσο και τους καταναλωτές. Δυστυχώς, οι επιλογές αντιμετώπισης αυτής της απειλής είναι περιορισμένες και εξαιρετικά δύσκολες, με δεδομένη τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, αλλά και της στάσης των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων, που εξακολουθούν να κρατούν κλειστές τις κάνουλες ρευστότητας στην αγορά.
Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να είναι προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που έρχονται το επόμενο διάστημα. Είναι αναγκαίο να βρεθεί η χρυσή τομή, ώστε η πληθωριστική αυτή περίοδος να αντιμετωπιστεί με περιορισμένη αύξηση επιτοκίων, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά σε παγκόσμια κλίμακα. Ταυτόχρονα, θα πρέπει να διερευνηθούν οι δυνατότητες που υπάρχουν στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πολιτικής – και πάντα μέσα στα όρια που επιβάλλει η σύνεση και η υπευθυνότητα – για αύξηση των εισοδημάτων των καταναλωτών, ώστε να αποτραπεί μια δραματική μείωση της αγοραστικής κίνησης. Είναι αλήθεια ότι οι περιστάσεις και τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας δεν αφήνουν μεγάλο περιθώριο κινήσεων. Όμως, οφείλει η κυβέρνηση να εξαντλήσει κάθε μέσο, ώστε να λύσει το γρίφο της στήριξης της αγοράς και των καταναλωτών, για όσο διάστημα διαρκούν αυτές οι πιέσεις. Μέσα από ενέσεις ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις και διατήρηση της στήριξης των εργαζομένων, μπορεί να διασφαλιστεί η συνέχιση της επιχειρηματικής δράσης, αλλά και η προστασία της κοινωνικής συνοχής.