Αιθεροβάμονες στην εύφορη πεδιάδα… Ο κόσμος ως το 2050…
Η προσπάθεια πρόβλεψης των γενικότερων οικονομικών εξελίξεων και τάσεων είναι συνεχής, επίμονη και επίπονη, για όλες τις μονοπωλιακές επιχειρήσεις, τα καπιταλιστικά κράτη και ιδιαίτερα αυτά που διαφεντεύουν τον κόσμο.
Αν και το χαοτικό, άναρχο, άρα και απρόβλεπτο του καπιταλιστικού συστήματος δεν προσφέρεται καθόλου για ασφαλείς προγνώσεις, άρα και αντίστοιχες πολιτικές αντίδρασης, παρόλα αυτά αποτελεί για τους προαναφερόμενους ζήτημα ζωής και θανάτου ακόμη και η μερική επιτυχία σε αυτές. Θα πρέπει να πούμε ότι και η μαρξιστική παράδοση είναι ισχυρή σε αυτόν τον τομέα και υπάρχουν πληθώρα τέτοιων εκτιμήσεων μετά από ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης από όλους τους κλασσικούς. Όσο σημαντικό είναι οι καπιταλιστές να προβλέπουν τις εξελίξεις και να δρουν ανάλογα άλλο τόσο ισχύει για το εργατικό κίνημα.
Σε έκθεση μιας εκ των «4 μεγάλων» διεθνών συμβουλευτικών εταιρειών, της «PricewaterhouseCoopers», με τίτλο«Ο κόσμος το 2050: Πώς θα αλλάξει η παγκόσμια οικονομική τάξη;», αναφέρεται μεταξύ άλλων πως «οι τάσεις μετατόπισης στην παγκόσμια οικονομική δύναμη που παρατηρούνται από το 2000, αναμένεται να συνεχιστούν στις περισσότερες περιπτώσεις στις μελλοντικές δεκαετίες».
Σύμφωνα με την έκθεση, τα κράτη των Ε7 (Κίνα, Ινδία, Βραζιλία, Ρωσία, Ινδονησία, Μεξικό και Τουρκία) θα κατέχουν το 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ το 2050, από το 35% που διατηρούν σήμερα, ενώ οι λεγόμενες «αναπτυσσόμενες» οικονομίες μπορεί να αποτελούν τις 6 από τις 7 μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου μέχρι το 2050.
Οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να κατέβουν στην τρίτη θέση στην παγκόσμια κατάταξη του ΑΕΠ, ενώ το μερίδιο της ΕΕ των 27 στο παγκόσμιο ΑΕγχΠ θα μπορούσε να πέσει κάτω από το 10% έως το 2050.
Το 1995, οι Ε7 κατείχαν μόνο το μισό σχεδόν οικονομικό μέγεθος του G7 (ΗΠΑ, Ιαπωνία, Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και Καναδάς), με όρους ισοτιμίας αγοραστικής δύναμης (PPP). Τo 2015, οι δύο ομάδες χωρών διατηρούσαν περίπου ίσα μεγέθη, ενώ τώρα εκτιμάται πως μέχρι το 2040 το μέγεθος των οικονομιών των E7 θα είναι το διπλάσιο από αυτό του G7!
Οι λεγόμενες «αναπτυσσόμενες» οικονομίες προβλέπεται να κυριαρχήσουν μακροπρόθεσμα στη λίστα με τις μεγαλύτερες δέκα οικονομίες του κόσμου, με την Ινδονησία, τη Βραζιλία, τη Ρωσία και το Μεξικό να καταλαμβάνουν τις θέσεις 4 έως 7 το 2050. Μέχρι τότε, η έκθεση προβλέπει πως το μερίδιο στο παγκόσμιο ΑΕΠ του G7 θα μειωθεί στο 20%, ενώ οι Ε7 θα αυξήσουν το μερίδιό τους σχεδόν στο 50% του παγκόσμιου ΑΕΠ, με όρους PPP.
Η Κίνα είναι ήδη η μεγαλύτερη οικονομία σε όρους PPP, έχοντας αντικαταστήσει στην πρώτη θέση τις ΗΠΑ το 2014. Η έκθεση εκτιμά πως η Κίνα θα είναι επίσης η μεγαλύτερη οικονομία και με όρους αγοραίας συναλλαγματικής ισοτιμίας (MER) στο ΑΕΠ μέχρι το 2050. Αλλά και η Ινδία εκτιμάται πως θα καταλάβει τη δεύτερη μεγαλύτερη θέση στην παγκόσμια οικονομία σε όρους PPP μέχρι το 2050.
Μία από τις βασικές διαφορές της πρόσφατης έκθεσης με την προηγούμενη της ίδιας εταιρείας (Φλεβάρης 2015) είναι πως αναθεωρήθηκαν προς τα κάτω οι εκτιμήσεις για την τάση αύξησης της παραγωγικότητας στις ΗΠΑ, από 2% σε 1,5% ανά έτος, ενισχύοντας τις αρνητικές προβλέψεις για τις προοπτικές ανάπτυξης της αμερικανικής οικονομίας. Η Κίνα και η Ινδία, από την άλλη, προβλέπεται να συνεχίσουν να εμφανίζουν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης, τουλάχιστον μέχρι φέτος, πριν αρχίσουν να μειώνονται σταδιακά τις επόμενες δεκαετίες.
Μετατόπιση ισχύος στην Ασία
Ανάλογα στοιχεία καταγράφει και η μελέτη του ΟΟΣΑ που δημοσιεύτηκε τον Ιούλη του 2018 με τίτλο «Η μεγάλη εικόνα: Σενάρια για την παγκόσμια οικονομία μέχρι το 2060», επικαιροποιώντας τα μακροπρόθεσμα σενάρια του Οργανισμού από το 2014.
Το βασικό που τονίζεται στην έκθεση είναι ότι η τάση ανάπτυξης του παγκόσμιου ΑΕΠ φθίνει από 3,4% το 2018 σε 2% το 2060, κυρίως λόγω της επιβράδυνσης των μεγάλων
«αναπτυσσόμενων» οικονομιών, που συνεχίζουν να διαμορφώνουν τον κύριο όγκο της παγκόσμιας ανάπτυξης. Ινδία και Κίνα διατηρούν αυξανόμενο μερίδιο, καθώς το κέντρο βάρους της παγκόσμιας οικονομίας μετατοπίζεται προς την Ασία.
«Ίσως το πιο σαφές χαρακτηριστικό του βασικού σεναρίου είναι η συνεχιζόμενη τάση επιβράδυνσης της ανάπτυξης του πραγματικού παγκόσμιου ΑΕΠ. Από έναν ρυθμό ανάπτυξης 3,4% στην αρχή της περιόδου πρόβλεψης το 2019, επιβραδύνεται τις επόμενες 4 δεκαετίες, παρασυρόμενο από την επιβραδυμένη ανάπτυξη στις μεγάλες αναπτυσσόμενες οικονομίες των BRICS (σ.σ. Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική)», αναφέρει η μελέτη.
Προσθέτει ωστόσο ότι «η ανάπτυξη στις BRICS παραμένει αρκετά πάνω από αυτήν των κρατών του ΟΟΣΑ μέχρι και το τέλος της περιόδου πρόβλεψης. Ως αποτέλεσμα, το μερίδιο των κρατών του ΟΟΣΑ στην παγκόσμια παραγωγή, το οποίο έχει ήδη πέσει από 72% το 2000, σε μόλις κάτω από 54% σήμερα, σε όρους PPP του 2010, μειώνεται ακόμα περισσότερο, στο 43% το 2060. Το μερίδιο της Κίνας στην παγκόσμια παραγωγή κορυφώνεται κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 2030 στο περίπου 27% και ύστερα μειώνεται με αργούς ρυθμούς, ενώ το μερίδιο της Ινδίας συνεχίζει να αυξάνεται. Ινδία και Κίνα θα κατέχουν 1/5 της παγκόσμιας οικονομίας το 2060».
Αν και δεν μπορούσε να προβλεφθεί από τον ΟΟΣΑ, η εμφάνιση της πανδημίας του κορονοϊού επιδρά στην πορεία της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας προς μια νέα κρίση, προοπτική που διαφαινόταν στον ορίζοντα και απασχολούσε τα αστικά επιτελεία και πιο πριν. Ως προς αυτό, είναι χαρακτηριστική η επισήμανση του Ρίτσαρντ Χάας, πρώην υψηλόβαθμου διπλωμάτη των ΗΠΑ, σε άρθρο του στο περιοδικό «Foreign Affairs» (7 Απρίλη) ότι «η πανδημία θα επιταχύνει την Ιστορία αντί να την αλλάξει»…
Είναι απαραίτητο να τονίσουμε ότι όταν συγκρίνουμε οικονομίες, και μάλιστα με τα στοιχεία των αστικών οργανισμών, θα πρέπει να είμαστε επιφυλακτικοί και να το κάνουμε χωρίς να ξεχνάμε ποτέ τα εξής: πρώτον, ότι οι εθνικοί ρυθμοί ανάπτυξης δείχνουν την τάση που έχει η αυξομείωση της ισχύος της αντίστοιχης αστικής τάξης και όχι του «έθνους» των εργαζομένων -που μπορεί να έχει, και έχει, τις περισσότερες φορές τα πρόσφατα χρόνια – πτωτική τάση του βιοτικού επιπέδου. Δεύτερον, μέσα στην «εθνική ανάπτυξη» μιας χώρας συμπεριλαμβάνονται και ξένα κεφάλαια, και μάλιστα κατά περίπτωση μπορεί να είναι πολλά και κυρίαρχα, και έτσι να δίνεται εσφαλμένη εντύπωση ως προς το πρώτο. Τρίτον, έχει παρατηρηθεί ότι το χρηματιστικό κεφάλαιο παίρνει μερίδιο λόγω της κυρίαρχης θέσης του εν είδη φόρου υποτέλειας και τέταρτον, μπορεί το κεφάλαιο να χρησιμοποιεί σαν βάση εξόρμησης (αλλά και άμυνας) το εθνικό έδαφος, αλλά κατά βάση, σήμερα, ως προς τη δράση του είναι πολυεθνικό, με ότι αυτό συνεπάγεται.
Υπάρχει μια συνεχή πορεία διαφοροποίησης των κέντρων ισχύος, που έχει οικονομική βάση και αποτελεί το αντικειμενικό έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύσσονται οι ενδοκαπιταλιστικές και ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις της εποχής μας.
Χωρίς να υποτιμάμε καθόλου τους διορθωτικούς μηχανισμούς ξεπεράσματος της κρίσης του συστήματος και την αυξημένη τους, πλέον, εμπειρία στη διαχείριση κρισιακών φαινομένων, θεωρούμε πως η έκβαση αυτών των συγκρούσεων θα καθορίσει το μέλλον του καπιταλισμού σε μεγάλο βάθος χρόνου ή θα αποτελέσει το σημείο καμπής για εξελίξεις προς την κατεύθυνση ακόμη και της ανατροπής του, αν αξιοποιηθούν από το εργατικό κίνημα.
Και φυσικά για κάθε εργαζόμενο αυτό είναι το κομβικό ζήτημα. Πως, με ποιο τρόπο και ποια μέσα δεν θα βρεθούν και στο μέλλον με αφεντικά στο κεφάλι τους, σε ένα δυστοπικό κόσμο όπου εκτός από το κέρδος σαν ύψιστο αγαθό και θεό θα συνυπάρχουν ο μαζικός έλεγχος με τη μαζική καταστολή σε ένα περιβάλλον ασφυκτικού ελέγχου της πληροφορίας και της γνώσης.
A.I.
[1] Οι κυβερνήσεις χρειάζονται πολιτικές που θα αντιμετωπίζουν την καταστροφική τάση των κοινωνιών και των οικονομιών από τη συνεχή μείωση των υπαλλήλων που έχουν πλήρη και μόνιμη απασχόληση, λέει η Διεθνής Οργάνωση Εργασίας (ILO) σε μια ετήσια έκθεση που ανακοινώθηκε το 2016. Μόνο ένα τέταρτο όλων των εργαζομένων παγκόσμια έχουν σταθερή εργασία, ενώ τρία τέταρτα είτε δεν έχουν κανένα συμβόλαιο, είτε είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, με προσωρινά ή βραχυπρόθεσμα συμβόλαια, σύμφωνα με την ετήσια έκθεση «Παγκόσμια Απασχόληση και Κοινωνική Προοπτική». Η παγκόσμια οικονομική κρίση ώθησε την αύξηση σε δουλειές ημιαπασχόλησης, ιδιαίτερα για τις γυναίκες, και ενέτεινε μια καθοδική τάση σε δουλειές που σχετίζονται με παγκόσμιες αλυσίδες εφοδιασμού. Οι αλλαγές αυτές και με καινούργιες μορφές απασχόλησης-εκμετάλλευσης, όπως οι «μίνι-δουλειές» στη Γερμανία, τα «συμβόλαια μηδενικών ωρών» στη Βρετανία και οι «εφημερίες» (on-call, όπου κάποιος καλείται σε δουλειά μόνο όταν υπάρχει ανάγκη) στην Ολλανδία, σημαίνουν ότι οι κυβερνήσεις χρειάζεται να σκεφτούν πώς θα εγγυηθούν ασφάλεια εισοδήματος σε όσους δεν έχουν πλήρη μισθωτή εργασία, είπε ο γενικός διευθυντής της ILO, Γκάι Ράιντερ.”