Βιογραφία ενός δραπέτη σκλάβου

Του Μιγέλ Μπαρνέτ

Το μυθιστόρημα-μαρτυρία «Βιογραφία ενός δραπέτη σκλάβου» του Κουβανού συγγραφέα Μιγέλ Μπαρνέτ αποτέλεσε από τη στιγμή που πρωτοεκδόθηκε το 1966 σταθμό στη λατινοαμερικανική λογοτεχνία. Ήταν το πρώτο βιβλίο που πραγματευόταν τη ζωή των νέγρων σκλάβων που είχαν μεταφερθεί με τη βία από την Αφρική στη Νότια Αμερική, καθώς και τους αγώνες τους για την ανεξαρτησία της νέας τους πατρίδας. Η αφήγηση του «πρωταγωνιστή» ξεχωρίζει με τη σχεδόν αμείλικτη αμεσότητά του της του απλού ανθρώπου που τράβηξε πολλά, χωρίς να γίνεται μελοδραματικός. Η ωριμότητα της καταπίεσης κερδίζει εκφραστική δύναμη ακριβώς λόγω της απλότητας της γλώσσας, που σχεδόν λακωνικά περιγράφει τα πιο απάνθρωπα πράγματα.

«Τα έζησα και πρέπει να τα λέω»

Στην εισαγωγή του Μπαρνέτ αφηγείται το πως και το γιατί του βιβλίου του. Στα μέσα του 1963, στον τύπο της Κούβας, υπήρξε ένα αφιέρωμα σε ηλικιωμένους άντρες και γυναίκες, που είχαν περάσει τα 100. Ανάμεσα σ’αυτούς ήταν μια γυναίκα 100 και ένας άντρας 104 χρονών. Είχαν ζήσει τη δουλεία και τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας του τέλους του 19ου αιώνα. Αυτά που έλεγαν τράβηξαν την προσοχή του Μπαρνέτ. Ο άνδρας έλεγε ότι υπήρξε σκλάβος που δραπέτευσε στα βουνά της επαρχίας Λας Βίγιας. Ο συγγραφέας πήγε στο σπίτι του και συζήτησαν ώρες ολόκληρες. Το αποτέλεσμα ήταν το συγκεκριμένο βιβλίο. Τα κεφάλαια του βιβλίου μιλούν στο πρώτο μέρος με τίτλο «Η δουλεία» για τις πρώτες μνήμες, για τη ζωή στα παραπήγματα, τη ζωή στο βουνό. Στο δεύτερο μέρος με τίτλο «Η κατάργηση της δουλείας» για τη ζωή στα εργοστάσια ζάχαρης και το τρίτο μέρος μιλάει για τον πόλεμο της Ανεξαρτησίας και τη ζωή στον πόλεμο αυτό του δραπέτη σκλάβου. Ο λεγόμενος Νόμος για την Κατάργηση της Δουλείας, που κήρυττε την κατάργηση της δουλείας στην Κούβα, χρονολογείται από τις 13 Φλεβάρη 1880. Όμως οι δούλοι παρέμειναν στη δικαιοδοσία των αφεντικών τους κι έτσι συνεχίστηκε ουσιστικά η δουλεία, που χρειάστηκε ακόμα 60 χρόνια για να καταργηθεί.

Ο δραπέτης πρωταγωνιστής του βιβλίου δεν γνώρισε ποτέ τους γονείς του. Γεννήθηκε σ’ένα γιατρείο, όπου πήγαιναν τις έγκυες νέγρες για να γεννήσουν. Στη δική του περίπτωση ήταν κάποιο εργοστάσιο: «Οι νέγροι πουλιόντανε σαν καλοθρεμμένα γουρουνάκια κι έτσι με πούλησαν κι εμένα αμέσως, γι’αυτό και δεν θυμάμαι τίποτα από εκείνο το μέρος.(…) Αυτό πάντως που ξέρω σίγουρα είναι ότι μια φορά δραπέτευσα από εκεί. Επαναστάτησα, διάβολε, και δραπέτευσα. Γιατί ποιανού του άρεσε να δουλεύει! Με πιάσαν στα πράσα, όμως, κι έφαγα της χρονιάς μου. Ακόμα τις νιώθω τις ξυλιές. Με δέσαν γερά και με ξανάστρωσαν στη δουλειά, με αλυσίδες κι όλα τα υπόλοιπα. Τα λες σήμερα και κανείς δεν σε πιστεύει. Εγώ όμως τα έζησα και πρέπει να τα λέω».

«Δεν ξέρω πως οι Θεοί επέτρεψαν τη δουλεία»

Πάντα οι αποικιοκράτες μελετούσαν τα έθιμα, τα ήθη και τις αδυναμίες των λαών που αλυσόδεσαν για να τις εκμεταλλευτούν. Η αφήγηση του νέγρου σκλάβου για το πως «την πάτησαν» οι λαοί της Αφρικής και τους έπιαναν σκλάβους οι δουλέμποροι μπορεί να είναι μόνο μια πλευρά, αλλά σημαντικό είναι, ότι από τη ρωγμή της προσωπικής μνήμης καταλαβαίνουμε πολλά.

Προλήψεις, θρησκείες, δεισιδαιμονίες έπαιξαν το δόλιο ρόλο τους, όπως πάντα για να σκλαβώνεται η ανθρωπότητα: «Οι πιο δυνατοί Θεοί είναι οι Θεοί της Αφρικής. Εγώ πιστεύω ότι είναι βέβαιο πως πετούσαν. Και με τις μαγείες έκαναν ό,τι τους κάπνιζε. Δεν ξέρω πως επέτρεψαν τη δουλεία. Η αλήθεια είναι ότι κάθομαι και σκέφτομαι και άκρη δε βγάζω. Για μένα, όλα ξεκίνησαν με τα κατακόκκινα μαντιλάκια. Τη μέρα που πέρασαν το τείχος. Το τείχος στην Αφρική ήταν παλιό, σ’όλο το μήκος της όχθης. Ήταν ένα τείχος από φοίνικες και κάτι παραπλανητικά ζωύφια που τσιμπούσαν σαν διάβολοι. Για πολλά χρόνια προκαλούσαν τρομάρα στους λευκούς που προσπαθούσαν να βάλουν πόδι στην Αφρική. Όμως, τα κατακόκκινα μαντιλάκια τους διέλυσαν όλους. Και οι βασιλιάδες κι όλοι οι υπόλοιποι παραδόθηκαν με μεγάλη ευκολία. Όταν οι βασιλιάδες έβλεπαν τους λευκούς-νομίζω πως πρώτοι ήρθαν οι Πορτογάλοι-να βγάζουν τα κατακόκκινα μαντηλάκια σαν να’θελαν να χαιρετήσουν, έλεγαν στους νέγρους: «Άντε, τράβα να βρεις ένα κατακόκκινο μαντιλάκι, τρέχα». Και οι νέγροι, καταμαγεμένοι από το κόκκινο χρώμα, έτρεξαν σαν τα πρόβατα στα πλοία κι εκεί ακριβώς τους βούταγαν.

Στο νέγρο πάντα άρεσε ιδιαίτερα το κόκκινο χρώμα. Χάρη σ’αυτό το χρώμα τους αλυσόδεσαν και τους έστειλαν στην Κούβα. Κι ύστερα δεν μπόρεσαν να ξαναγυρίσουν στη γη τους. Γι’αυτό υπάρχουν σκλάβοι στην Κούβα».

Ο Μιγέλ Μπαρνέτ αναφέρει το θέμα των θρησκευτικών τελετουργιών, της μαγείας, των θεοτήτων παροτρυμένος από εθνολογικά ενδιαφέροντα σχετικά με τις θρησκείες αφρικανικής προέλευσης που διατηρούνται ακόμα στην Κούβα.

Οι προσωπικές ιστορίες σαν συστατικά μέρη μιας μεγάλης σύνθεσης

Η πιο ακραία εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο είναι η δουλεία, όπου ο σκλάβος είναι ιδιοκτησία του αφέντη. Δηλαδή, όπου ο ένας άνθρωπος είναι ιδιοκτησία του άλλου. Η κάθε διαμαρτυρία τιμωρείται βάναυσα, με βασανιστήρια. Ο γέρος πρώην δούλος αφηγείται: «Είδα πολλές φρικιαστικές τιμωρίες στη διάρκεια της δουλείας. Γι’αυτό δε μ’άρεσε αυτή η ζωή. Στο σπίτι με τη χύτρα ήταν το ξύλο, που ήταν η χειρότερη τιμωρία. Υπήρχαν ξύλα όρθια ή ξαπλωτά. Γίνονταν από φαρδιές σανίδες με τρύπες, απ’όπου υποχρέωναν το σκλάβο να περνάει τα πόδια του, τα χέρια του και το κεφάλι. Τους άφηναν έτσι κλειδομπαρωμένους για δυο-τρεις μήνες σαν τιμωρία για οτιδήποτε ασήμαντο είχαν κάνει. Μαστίγωναν και τις έγκυους, αλλά ξαπλωμένες μπρούμυτα και αφού έκαναν ένα λάκκο στο χώμα για να προφυλάσσουν την κοιλιά τους. Τους έδιναν κάτι καμτσικιές! Βέβαια πρόσεχαν να μη χτυπήσουν το μωρό, γιατί τα χρειαζόταν, φυσικά. Η πιο συνηθισμένη τιμωρία ήταν το μαστίγιο. Μαστίγωνε ο ίδιος ο επιστάτης μ’ένα λουρί από δέρμα αγελάδας που χάραζε το δέρμα. Το καμτσίκι το έφτιαχναν από καννάβι, απ’οποιοδήποτε κλαδί που έβρισκαν στο βουνό. Έκαιγε σαν διάβολος κι έκοβε το δέρμα σε λουρίδες. Έχω δει πολλούς νέγρους ομορφάντρες με κατακόκκινες πλάτες. Κατόπιν έβαζαν πάνω στις πληγές φύλλα καπνού βουτηγμένα σε κάτουρο και αλάτι».

Μην ξεχνάμε, ωστόσο, ότι και στις μητρόπολεις η τεράστια πλειοψηφία των λαών περνούσε μια άθλια ζωή και ότι στις αποικίες οι ντόπιοι άρχοντες καταπίεζαν στυγμά τους δικούς τους λαούς.

Το θέμα είναι και φυλετικό και τοξικό. Το βιβλίο δίνει μια γλαφυρή εικόνα της ζωής των μαύρων στην Κούβα πριν την Επανάσταση, βιωματικά αφηγημένη. Μας δίνει τις απαραίτητες πληροφορίες για να καταλάβουμε τι πάει να πει αισχρή εκμετάλλευση, τι πάει να πει ξεζούμισμα. Οι επί μέρους «βιογραφίες» μύριων ανθρώπων αποτελούν την πολύτιμη ύλη για να μαθευτεί η ιστορική αλήθεια. Απ’αυτή την άποψη επιβάλλεται το διάβασμα αυτού του βιβλίου.Είναι ένα βιβλίο για το οποίο λίγα μπορεί να πει κανείς, διότι μιλάει από μόνο του. δεν χρειάζεται συστάσεις. Στο τέλος του βιβλίου ο πρωταγωνιστής συγκρίνει Ισπανούς και Αμερικάνους. Ζυγίζει τη συμπεριφορά τους με το δικό του απλό τρόπο στηριζόμενος στη βιωματική εμπειρία και καταλήγει ότι δεν θέλει να πεθάνει, αλλά να πολεμήσει σ’όλες τις μάχες που θα έρθουν, αλλά με ματσέτα, διότι «δεν μπαίνω τώρα σε χαράκωμα, ούτε πιάνω στο χέρι μου αυτά τα όπλα που υπάρχουν σήμερα. Μου φτάνει η ματσέτα».

Επιμέλεια: Βαγγέλης Πάλλας – Δημοσιογράφος I.J.F.

Print Friendly, PDF & Email