Τουρκία: Η ισλαμική ευκαιρία

Γιώργος Μαργαρίτης

Καθώς ο δυτικός κόσμος, συρόμενος από την ηγεσία του Ισραήλ, εμπλέκεται ολοένα και βαθύτερα στη σύγκρουση, οι καταστάσεις παραπέμπουν στις προ αιώνος εποχές της αποικιοκρατίας.

Στα εκατό χρόνια ύπαρξης της Τουρκικής Δημοκρατίας οι σχέσεις της με τον ισλαμικό κόσμο δεν υπήρξαν πάντα οι καλύτερες. Η κατάργηση του Χαλιφάτου στα 1924, το κοσμικό πρόγραμμα του Κεμάλ Ατατούρκ, η μεταπολεμική στροφή της χώρας προς τον Ατλαντισμό, η είσοδος της στο Σύμφωνο της Βαγδάτης και στο ΝΑΤΟ, η προσέγγιση με το Ισραήλ, οι ευρωπαϊκές προσδοκίες της Άγκυρας, απομάκρυναν τον αραβικό εθνικισμό από μια Τουρκία που έδειχνε να ανήκει πλέον στον κόσμο της Δύσης.

Δεν ήταν πάντοτε έτσι. Ένα μεγάλο μέρος του αραβικού κόσμου (από τη Μεσοποταμία μέχρι την Τυνησία) ήταν, ως τις αρχές του εικοστού αιώνα μέρος του οθωμανικού κόσμου. Ο δε οθωμανικός κόσμος, η τότε Αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, ήταν το μόνο μουσουλμανικό κράτος που δεν έγινε αποικία των ισχυρών ευρωπαϊκών δυνάμεων. Tο Χαλιφάτο, η ανώτατη θρησκευτική-πνευματική αρχή του μουσουλμανικού κόσμου, από την Κωνσταντινούπολη, ακτινοβολούσε σε ολόκληρο το Ισλάμ. Αυτό το πολιτικό, θρησκευτικό, πολιτισμικό σε τελευταία ανάλυση κύρος δεν εξέπεσε ούτε στο τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν, η ηττημένη Αυτοκρατορία, κινδύνευσε να αποικιοποιηθεί, σε όλη της την έκταση. Απλά, άλλαξε χαρακτήρα.

Σε αυτή τη δύσκολη μεταβατική περίοδο (από το τέλος του πολέμου ως τη Συνθήκη της Λωζάνης στα 1923) ο αγώνας του εθνικού κινήματος της Τουρκίας ενάντια στις αποικιοκρατικές δυνάμεις που επιχειρούσαν να προσθέσουν ολόκληρη την οθωμανική επικράτεια στις αποικιακές τους κτήσεις, υπήρξε σημείο αναφοράς και έμπνευσης για τους αντιαποικιακούς αγώνες των Αράβων και των Μουσουλμάνων γενικότερα. Πραγματικά, από τις ακτές του Μαρόκου ως τα όρη του Αφγανιστάν και την Ινδία, ο αραβικός εθνικισμός αντιμετώπισε τον τουρκικό Πόλεμο της Ανεξαρτησίας ως δικό του αγώνα. Τον θεώρησε μέρος των αντιαποικιακών πολέμων και κινημάτων που απλώνονταν σε ολόκληρο τον μουσουλμανικό κόσμο. Και επιπλέον, καθώς ο πόλεμος που διεύθυνε ο Κεμάλ, αποδείχθηκε αποτελεσματικός και νικηφόρος, η τουρκική σημαία έγινε δεύτερο λάβαρο των Μουσουλμάνων στους αγώνες τους.

Η επίδραση του κεμαλικού κινήματος υπήρξε ιδιαίτερα έντονη στην οθωμανική επαρχία της Συρίας, που περιλάμβανε τότε την σημερινή Συρία, τον Λίβανο, την Παλαιστίνη και την Υπεριορδανία. Στην περίπτωση αυτή οι συνέπειες της οθωμανικής ήττας υπήρξαν ιδιαίτερα επώδυνες. Η κατάτμηση της επαρχίας και η διανομή της μεταξύ της Γαλλίας και της Βρετανίας διέλυσε παλαιότατους οικονομικούς και πολιτιστικούς δεσμούς και λειτουργίες. Η εκδίωξη του βασιλέα Φεϊζάλ από την Δαμασκό σήμανε την ακύρωση όλων των υποσχέσεων που είχαν δοθεί στους Άραβες στην διάρκεια του πολέμου. Ακόμα, το χειρότερο όλων, η βρετανική «προστασία» στην Παλαιστίνη και την Υπεριορδανία περιλάμβανε την υλοποίηση των δεσμεύσεων του Μπάλφουρ στο σιωνιστικό κίνημα για ίδρυση εβραϊκού κράτους σε αυτά ακριβώς τα αραβικά εδάφη.

Διαδοχικές παλαιστινιακές Εθνοσυνελεύσεις απευθύνθηκαν για στήριξη και βοήθεια στο τουρκικό εθνικό κίνημα. Στο μέτρο των τότε δυνατοτήτων της η επαναστατική κυβέρνηση της Άγκυρας στήριξε το παλαιστινιακό κίνημα, πολιτικά περισσότερο παρά υλικά. Τον Σεπτέμβριο του 1922, στην είδηση της καταστροφής του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία και της ανάκτησης της Αδριανούπολης, η Παλαιστίνη, όπως και όλος ο μουσουλμανικός κόσμος, πανηγύρισε. Ο γενικός σημαιοστολισμός με τουρκικές σημαίες και η ανάρτηση πορτραίτων του Κεμάλ, προκάλεσαν κατασταλτικά μέτρα από τη βρετανική διοίκηση, άφησαν όμως σημαντικές πολιτικές παρακαταθήκες στον μουσουλμανικό κόσμο. Ο Μπααθισμός ήταν η πρώτη από αυτές.

Οι προσδοκίες των Παλαιστινίων, όπως και των Αράβων, διαψεύστηκαν τους επόμενους μήνες. Στις διαπραγματεύσεις της Λωζάνης η τουρκική αντιπροσωπεία επικεντρώθηκε στα θέματα που αφορούσαν την νέα Τουρκία αφήνοντας τις παλιές οθωμανικές επαρχίες στην τύχη τους. Οι Παλαιστίνιοι θα έπρεπε να συνεχίσουν μόνοι τον αγώνα τους. Η απόσταση μεταξύ Παλαιστινίων και Άγκυρας διήρκεσε πολλές δεκαετίες. Μόνο στα τελευταία χρόνια υπήρξε μια σημαντική μεταστροφή.

Η άνοδος του Ερντογάν στην εξουσία έδωσε πολιτικό περιεχόμενο στις φιλοδοξίες ενός τουρκικού καπιταλισμού που βρισκόταν σε σημείο όπου οι δραστηριότητές του αναζητούσαν τρόπους να υπερβούν τα εθνικά σύνορα και να απλωθούν σε ευρύτερες γεωγραφικές ζώνες. Τα παλαιά εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προσφέρονταν για αυτό. Η καταστροφή, μέσα από τις επιθέσεις και τις εισβολές των δυτικών δυνάμεων, των μπααθικών κοσμικών καθεστώτων (συμπεριλαμβανομένων των κοσμικών κινημάτων της Παλαιστίνης), μακρινών αντανακλάσεων του Κεμαλισμού, επανάφερε το Ισλάμ ως συνδετικό κρίκο των αντιδυτικών πρωτοβουλιών. Σε αντίθεση με τα ανταγωνιστικά κέντρα της Δύσης η Τουρκία απέκτησε έτσι ένα πρόσθετο πλεονέκτημα: μπορούσε να στηρίξει την διείσδυσή της στην επίκληση του Ισλάμ. Η επίσης δυτικής έμπνευσης Αραβική Άνοιξη έστρωσε τον δρόμο για επάνοδο της Τουρκίας στον ρόλο που, πριν ένα αιώνα, αξιοποιούσε η Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η Άγκυρα έγινε προστάτης του μεσανατολικού (και εν μέρει του βορειοαφρικανικού) Ισλάμ. Με ισχυρούς ανταγωνιστές φυσικά: το Ιράν ήταν και είναι ο πλέον σημαντικός από αυτούς.

Οι τρέχουσες εξελίξεις στην Παλαιστίνη αποτυπώνουν με τον καλύτερο τρόπο την επιστροφή προγενέστερων σχημάτων. Στην Παλαιστίνη, αλλά πλέον και στην Υεμένη, ο ισλαμικός κόσμος δέχεται μια νέα επίθεση από τη Δύση. Καθώς ο συνδετικός κρίκος του αραβικού κόσμου έχει πλέον θρησκευτικό πρόσημο (το Ισλάμ) η υλοποίηση κοσμικών, δηλαδή πραγματιστικών πολιτικών από τις επιμέρους ηγεσίες των αραβικών κρατών συνορεύει με το αντιδυτικό πολιτιστικό υπόστρωμα. Η ανάδειξη ενός νεοπαγούς και, ως εκ τούτου, κραυγαλέα επιδεικτικού καπιταλισμού δεν μπορεί να γίνει κάτω από δυτικά λάβαρα παρά τις (δια του καπιταλισμού) συγγένειες. Ανεξάρτητα από τις ως τώρα σχέσεις τους με τον δυτικό κόσμο, οι αραβικές ηγεσίες οφείλουν πλέον να κινηθούν πάνω στο θρησκευτικό υπόστρωμα του Ισλάμ. Το διακρίνουμε στις σχέσεις, αλλά και τον ανταγωνισμό μεταξύ Άγκυρας και Τεχεράνης. Παρατηρούμε «δεύτερες σκέψεις» να γεννιούνται στις πιο φιλοδυτικές πρωτεύουσες: στην Αίγυπτο, στην Σαουδική Αραβία, στα Εμιράτα… Ενδεικτικά επίσης το σχίσμα μεταξύ Σιιτών και Σουνιτών έχει αμβλυνθεί μέσα στα δραματικά γεγονότα.

Καθώς ο δυτικός κόσμος, συρόμενος από την ανεύθυνη, θρησκόληπτη, ακροδεξιά ηγεσία του Ισραήλ, εμπλέκεται ολοένα και βαθύτερα στη σύγκρουση, οι καταστάσεις παραπέμπουν στις προ αιώνος εποχές της αποικιοκρατίας. Η διαφορά όμως ανάμεσα στις εποχές είναι μεγάλη. Ο δυτικός κόσμος δεν έχει ούτε την αίγλη, ούτε την δύναμη να υπαγορεύσει κανόνες. Είναι ένας ηττημένος κόσμος: το πιστοποιούν το Αφγανιστάν, το Ιράκ, η Λιβύη, σήμερα η Γάζα. Δαγκώνει, σκοτώνει αλλά, μέχρι εκεί: δεν μπορεί να νικήσει.

Στο κενό που δημιουργείται οι τοπικές περιφερειακές δυνάμεις θα αναμετρηθούν. Το δε Χαλιφάτο δεν είναι πλέον ένα, συνυφασμένο με τον Οθωμανό Σουλτάνο. Με τον καπιταλιστικό τους χαρακτήρα, το προνόμιο αυτό το διεκδικούν, εκτός από την Άγκυρα, η Τεχεράνη, το Ριάντ, το Κάιρο, το Κατάρ, το Ντουμπάι. Στον χώρο που περιβάλει την δική μας παρηκμασμένη χώρα, η αυριανή εικόνα δεν θα μοιάζει με το αποικιακό παρελθόν – όσο και αν αυτό το επιθυμεί ο Νετανιάχου, ίσως και ο αφελής ημέτερος Μητσοτάκης. Δεν θα μοιάζει ούτε με την 6η του Οκτωβρίου του 2023. Θα είναι κάτι το εντυπωσιακά νέο.

Στον ανταγωνισμό για την κυριαρχία στο αύριο η ιστορία κληροδότησε ένα σημαντικό κεφάλαιο-πλεονέκτημα στην Τουρκία. Δεν είναι το καθεστώς Ερντογάν που θα άφηνε να του ξεφύγει μια τέτοια ευκαιρία.

Print Friendly, PDF & Email