Tο «παλτό» του καπιταλισμού
Ποδόσφαιρο: «Καπιταλισμός» και «απληστία» ήταν δυο λέξεις που ακούστηκαν στα διεθνή ΜΜΕ μετά την αποτυχημένη προσπάθεια κορυφαίων ομίλων ποδοσφαίρου να δημιουργήσουν τη European Super League. Ίσως όμως να κατανοούσαμε καλύτερα τι συνέβη αν συνειδητοποιούσαμε ότι η βιομηχανία του ποδοσφαίρου δεν ακολουθεί τους κανόνες του κυρίαρχου οικονομικού συστήματος.
Πριν από περίπου δέκα χρόνια ο Πίτερ Κένεντι, ερευνητής στο Πανεπιστήμιο της Γλασκόβης, έκανε μια πρόβλεψη: «Mεγάλοι όμιλοι του αγγλικού ποδοσφαίρου, όπως η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ και η Αρσεναλ, θα μπορούσαν να αποσχιστούν σε μια ευρωπαϊκή σούπερ λίγκα (European super league) στην οποία θα συμμετείχε η αφρόκρεμα των ευρωπαϊκών ομάδων».
Ο Κένεντι, που λίγα χρόνια αργότερα συγκέντρωσε τις σκέψεις του στο βιβλίο «Football in Neo-Liberal Times» (Το ποδόσφαιρο στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού), δεν είχε ούτε μαντικές ικανότητες ούτε εσωτερική πληροφόρηση. Απλώς έκανε κάτι που ελάχιστοι κοινωνικοί επιστήμονες είχαν επιχειρήσει μέχρι τότε: συνεργάστηκε με τον οικονομολόγο Ντέιβιντ Κένεντι και ανέλυσαν την πολιτική οικονομία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου με τη βοήθεια του… Καρόλου Μαρξ.
Αφετηρία στη μελέτη τους αποτέλεσε η παρατήρηση ότι η βιομηχανία του ποδοσφαίρου, παρά τα κολοσσιαία ποσά που εισρέουν κάθε χρόνο, δεν αποτελεί ένα success story του καπιταλισμού. Για την ακρίβεια η ίδια δεν μπορεί καν να χαρακτηριστεί καπιταλιστική. Είναι μια μηχανή που παράγει ζημιές και χρέη. Η Μπαρτσελόνα, που είχε τα μεγαλύτερα έσοδα για την περίοδο 2019-2020 (715 εκατ. ευρώ), παρουσιάζει χρέη που αγγίζουν το μισό δισεκατομμύριο ευρώ. Το χρέος της Τότεναμ, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, φτάνει τα 695 εκατ. ευρώ, της Ρεάλ Μαδρίτης τα 691 εκατ. ευρώ, της Γιουβέντους τα 357 εκατ., της Μίλαν τα 103 εκατ. κ.ο.κ. Τα χρέη σίγουρα αυξήθηκαν λόγω της πανδημίας αλλά σε καμία περίπτωση δεν οφείλονται σε αυτήν. Αν εφαρμόζονταν λοιπόν οι θεωρητικοί κανόνες του καπιταλισμού, οι μεγάλοι όμιλοι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, θα έπρεπε να έχουν κατεβάσει ρολά εδώ και δεκαετίες.
Το πρόβλημα, εξηγούσαν οι δύο ερευνητές, είναι ότι στην πραγματικότητα οι όμιλοι δεν λειτουργούν σαν καπιταλιστικές επιχειρήσεις οι οποίες, σύμφωνα με τη μαρξιστική ανάλυση, επιχειρούν να επεκτείνουν το κεφάλαιό τους αντλώντας υπεραξία από την εργατική δύναμη των εργατών τους. Κανείς δεν θα ισχυριστεί, παραδείγματος χάριν, ότι οι καλοπληρωμένοι παίκτες προσφέρουν απλήρωτη εργασία όπως κάνει ένας εργάτης ή ένας υπάλληλος.
Φυσικά, υπάρχουν άλλοι εργαζόμενοι στο ποδόσφαιρο (από τους καθαριστές των γηπέδων μέχρι τους διοικητικούς υπαλλήλους των ομάδων) από τους οποίους μπορεί να αντληθεί υπεραξία. Αυτά τα μεγέθη όμως είναι πολύ μικρά αν συγκριθούν με τις αμοιβές των παικτών και των προπονητών ώστε να ανατρέψουν τη συνολική εικόνα. Αντίστοιχα, ο λεγόμενος βαθμός εκμετάλλευσης ενός κορυφαίου ποδοσφαιριστή (ο λόγος της υπεραξίας προς την αξία της εργατικής δύναμης) είναι κάτω από το μηδέν – με μια υπερβολική απλούστευση θα λέγαμε ότι ο εργαζόμενος (ποδοσφαιριστής) εκμεταλλεύεται το αφεντικό του (ιδιοκτήτη της ομάδας).
Όπως εξηγούσαν οι Πίτερ και Ντέιβιντ Κένεντι, «το τελικό προϊόν που παράγει η βιομηχανία του ποδοσφαίρου, δηλαδή το θέαμα που προσφέρεται στα 90 λεπτά ενός αγώνα, έχει μικρότερη αξία από το άθροισμα της αξίας της ζωντανής και νεκρής εργασίας (σ.τ.σ. άνθρωποι και μηχανές) που χρησιμοποιείται για την παραγωγή του». Σε μια καπιταλιστική επιχείρηση αυτό είναι ανεπίτρεπτο.
Καθώς λοιπόν στο ποδόσφαιρο δεν παράγεται υπεραξία και συνεπώς δεν υπάρχει κέρδος από την παραγωγή του προϊόντος, η συνέχιση της λειτουργίας εξασφαλίζεται με τη συσσώρευση χρέους, με συνεχείς ενέσεις κεφαλαίου από άλλους τομείς της οικονομίας, με κερδοσκοπία, με ξέπλυμα μαύρου χρήματος κ.ο.κ. Η βιομηχανία του ποδοσφαίρου, δηλαδή, είναι παρασιτική. Υπό μία έννοια είναι το απόλυτο σύμβολο του σύγχρονου καπιταλισμού, χωρίς να ακολουθεί τους κανόνες του συστήματος.
Αν και η ακριβής εξήγηση του φαινομένου ξεπερνά κατά πολύ τα όρια αυτού του κειμένου, οι παρατηρήσεις που έκαναν πριν από χρόνια οι δύο ερευνητές ίσως μας βοηθήσουν να κατανοήσουμε την τιτανομαχία που εξελίχθηκε τι τελευταίες ημέρες στον χώρο του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.
Η λειτουργία της βιομηχανίας του ποδοσφαίρου δεν έχει καλούς και κακούς αλλά φέρνει σε σύγκρουση δύο διαφορετικά οικονομικά μοντέλα στο εσωτερικό του καπιταλισμού. Θεσμοί όπως η UEFA, που δημιουργήθηκαν στα χρόνια της μεταπολεμικής ανάπτυξης (όταν άνθησε και η σοσιαλδημοκρατία), προωθούν εδώ και τουλάχιστον μία δεκαετία ένα μοντέλο στο οποίο οι μεγάλοι όμιλοι θα πρέπει να μετατραπούν σε αυτάρκεις, κερδοφόρες επιχειρήσεις, που δεν θα χρειάζονται εξωτερικές ενέσεις κεφαλαίων για να διατηρούνται στη ζωή.
Αυτό μεταξύ άλλων σημαίνει μείωση του εργατικού κόστους (αποδοχές των ποδοσφαιριστών) ανάλογα με τα έσοδα των ομάδων. Για να επιτευχθεί αυτός ο στόχος, θα πρέπει φυσικά να επιβληθούν και ποινές σε όσους δεν συμμορφώνονται, ακόμη και με την απειλή εξοστρακισμού από τις μεγάλες ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Προφανώς οι μεγαλύτεροι χαμένοι από μια τέτοια εξέλιξη θα ήταν οι κορυφαίοι όμιλοι, που βρίσκονται βυθισμένοι στα χρέη και θα έπρεπε να διώξουν ακριβούς παίκτες για να ελέγξουν τα οικονομικά του οίκου τους. Θεσμοί όπως η UEFA, λοιπόν, θέλουν να εξασφαλίσουν κερδοφορία σε βάθος χρόνου, ενώ οι ιδιοκτήτες των ομάδων θέλουν να διατηρήσουν συνθήκες «αρπαχτής».
Ο Πίτερ και ο Ντέιβιντ Κένεντι όμως προχωρούν τη σκέψη τους και ένα βήμα παραπέρα, εγκαταλείποντας για λίγο τα εργαλεία (μαρξιστικής) οικονομικής ανάλυσης. Αυτό που καμία πλευρά δεν μπορεί να αγνοήσει, αναφέρουν, είναι ο καθοριστικός ρόλος που παίζουν οι οπαδοί της ομάδας, οι οποίοι όμως συχνά στέλνουν αντικρουόμενα μηνύματα. Οι φίλαθλοι και τα οργανωμένα μέλη θέλουν να βλέπουν την ομάδα τους να κερδίζει αλλά δεν την αντιλαμβάνονται σαν μια επιχείρηση που επιδιώκει το κέρδος. Ζητούν λοιπόν την αγορά όλο και ακριβότερων παικτών (που βυθίζει την κερδοφορία και την ωθεί σε όλο και πιο παρασιτικές μορφές λειτουργίας), αλλά ταυτόχρονα ενοχλούνται και με την ιδέα ότι όλα γίνονται για το κέρδος.
Η οργή των οπαδών για τις ραδιουργίες της European Super League έπαιξε πράγματι σημαντικό ρόλο στην αποτυχία του πρόσφατου ποδοσφαιρικού «πραξικοπήματος». Η αντίφαση όμως παραμένει και δεν μπορεί να επιλυθεί στο πλαίσιο του σημερινού οικονομικού μοντέλου. Μόνο ομάδες που ελέγχονται από τους ίδιους τους φιλάθλους θα μπορούσαν να δώσουν λύση στο αδιέξοδο. Μέχρι τότε τα «πραξικοπήματα» της μπάλας θα είναι ο κανόνας και όχι η εξαίρεση.
πηγή: info-war.gr