Το ναρκωτικό της θρησκείας

γράφει στο peripteron.eu o Βαγγέλης Πάλλας, Δημοσιογράφος – Ερευνητής – Αναλυτής IFJ/SPJ

Η θρησκεία συνεχίζει να είναι παρούσα στο σύγχρονο κόσμο. Και αναζητάμε εξηγήσεις για την αντοχή και τη μεγάλη δύναμη της πίστης σήμερα

Πριν από δεκαπέντε χρόνια, ο Ζιλ Κεπέλ δημοσί­ευσε το βιβλίο του «Η επιστροφή του Θεού», ένα βι­βλίο που θεωρήθηκε τότε πολεμικό και σχεδόν προ­κλητικό και το οποίο εξέπεμπε ένα σήμα κινδύνου για την επιστροφή των θρησκευτικών ριζοσπαστισμών στον στίβο των πολιτικών και κοινωνικών μετασχη­ματισμών σε όλο τον κόσμο.

Σήμερα, μετά το κάλεσμα για ιερό πόλεμο από ορι­σμένους μουσουλμάνους ηγέτες, μετά την άνοδο των θρησκευόμενων συντηρητικών στην αμερικανική κυ­βέρνηση, την τρομοκρατία της Αλ Κάιντα, τον πόλεμο στο Αφγανιστάν, την εισβολή στο Ιράκ, την παρόξυνση της σύγκρουσης μεταξύ των μονοθεϊσμών στη Μέ­ση Ανατολή κ.λπ., μπορούμε να είμαστε βέβαιοι ότι οι προγνώσεις του Κεπέλ επαληθεύτηκαν στο σύνολο τους και σε ορισμένες περιπτώσεις αποκαλύφθηκαν ακόμα και αισιόδοξες. Ο Θεός -δηλαδή οι Θεοί και κυρίως οι πιστοί- συνεχίζει (ή συνεχίζουν) να είναι στο κέντρο του ενδιαφέροντος σε σχέση με τον ορθο­λογικό Διαφωτισμό σε όλες του τις μορφές. Η θρη­σκεία συνεχίζει να είναι παρούσα και μερικές φορές με τρόπο επιθετικό, ίσως όχι περισσότερο από άλλο­τε αλλά αναμφίβολα όχι λιγότερο από όσο πάντοτε ή­ταν παρούσα.

Το ερώτημα είναι: γιατί; Γιατί τόσοι άνθρωποι πι­στεύουν δυνατά στο αόρατο και στο απίθανο;

Μια απόπειρα απάντησης, κατά τη γνώμη μου ελά­χιστα πειστική, είναι εκείνη που προτείνουν ορισμέ­νοι λεγόμενοι «μεταμοντέρνοι» στοχαστές. Κατά τη γνώμη τους, αυτό που άλλαξε με τρόπο καθοριστικό είναι ακριβώς η ποιότητα της πίστης. Η ίδια η έννοια της «αλήθειας» έγινε σχετική, έχασε σε δύναμη από­φασης και σε απολυτότητα. Τώρα η αλήθεια εξαρτά­ται από την ερμηνεία ή από την πολιτισμική παράδο­ση με βάση την οποία κρίνονται τα γεγονότα.

Ήδη γνωρίζουμε ότι, κατά κάποιον τρόπο, καθένας «δημιουργεί αυτό στο οποίο πιστεύει» (όπως είχε ση­μειώσει στην εποχή του ο Μιγκέλ ντε Ουναμούνο). Γι’ αυτό το να προσπαθούμε να επαληθεύσουμε τα περιεχόμενα της πίστης είναι τόσο ξεπερασμένο όσο και το να έχουμε την αξίωση να τα απορρίψουμε κα­τηγορηματικά. Άλλο πράγμα είναι να «πιστεύουμε» στην ηλεκτρική ή την πυρηνική ενέργεια και άλλο πράγμα, αρκετά διαφορετικό, είναι να «πιστεύουμε» στην Παρθένο Μαρία. Οι δύο πεποιθήσεις ανήκουν σε διαφορετικές σφαίρες του πεδίου της πίστης και α­παιτούν διαφορετική θεμελίωση για να υποστηρι­χθούν. Οι πρώτες πεποιθήσεις αντλούνται από την ε­μπειρία και από την ορθολογική ανάλυση και οι άλ­λες από συγκινήσεις ή από συναισθηματικούς λόγους.

Η εξήγηση δεν με πείθει. Εκείνοι που πιστεύουν στο Θεό και στο υπερφυσικό υποστηρίζουν κοσμοα­ντιλήψεις που τις αποδέχονται ως αληθινές με την ι­σχυρή έννοια του όρου. Σκέφτονται ότι ο Θεός είναι κάποιος που κάνει πράγματα και δεν πρόκειται μόνο για ένα παραδοσιακό τρόπο να αναστενάζουν και να παραπονιούνται ανθρώπινα για τα βάσανα αυτού του κόσμου. Γι’ αυτό οφείλουμε να αποδεχόμαστε την πί­στη των άλλων στον Θεό και στη μεταθανάτια ζωή, παρ’ όλο που δεν τη συμμεριζόμαστε, και οφείλουμε να την παίρνουμε στα σοβαρά. Όχι σαν ένα κατάλοι­πο του παρελθόντος, αλλά σαν κάτι το σταθερό και α­ξιόπιστο, το οποίο από τις απαρχές του πολιτισμού μας (όποια και αν είναι η κουλτούρα μας) φτάνει μέ­χρι σήμερα.

Οι ανθρωπολογικοί, ψυχολογικοί, ακόμα και οντο­λογικοί, λόγοι αυτής της πίστης θα αποτελέσουν το πρώτο μας ερώτημα. Πρέπει επίσης να θέσουμε ερω­τήματα για τη διανοητική δομή των θρησκευτικών πεποιθήσεων και για τους (κοινωνιολογικούς, ψυχολο­γικούς) μηχανισμούς της παραγωγής τους. Ποιες εγ­γυήσεις προσφέρουν οι θρησκείες για την αλήθεια τους και πώς μπορούν να δικαιολογούνται;

Ορισμένοι κυνικοί θα συμφωνήσουν με την άποψη ότι το μοναδικό μυστικό που δικαιολογεί τις υπερφυ­σικές πεποιθήσεις είναι η κοινωνική τους ωφελιμότη­τα ως δύναμης αποτροπής της λαϊκής οργής και ανη­συχίας. Όπως είναι γνωστό, ο Μαρξ είπε ότι «η θρη­σκεία είναι το όπιο του λαού» και αυτή τη γνώμη την επανέλαβαν με πολλή αγανάκτηση πολλοί επαναστά­τες. Δεν έλειψαν όμως ούτε και οι διαφωτιστές του χθες και οι συντηρητικοί του σήμερα (ο Βολτέρος μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να αποτελεί ένα παράδειγμα των πρώτων και πολυάριθμοι σημερινοί θρησκευόμενοι συντηρητικοί των δεύτερων) οι οποί­οι συμμερίζονται τη γνώμη του Μαρξ με ανακούφιση και, μολονότι από σύνεση δεν τη διαδίδουν, θεωρούν αναμφίβολα τη θρησκεία κοινωνικά ωφέλιμη, γιατί λειτουργεί σαν αναντικατάστατο ναρκωτικό.

Χωρίς να εγκαταλείπουν τη θεματική της κοινω­νιολογικής ωφελιμότητας, γνωστοί θεωρητικοί συνε­χίζουν να θεωρούν τις θρησκείες το καλύτερο θεμέ­λιο των ηθικών αξιών (αν και οι εκκλησίες, που τις οργανώνουν, μερικές φορές αποδίδουν περισσότερη σημασία σε τελετουργικά ζητήματα παρά στη δικαιο­σύνη ή την ελευθερία) και, επιπλέον, το καλύτερο «συμπλήρωμα ψυχής», έναν συνεκτικό ιστό ικανό να ενώνει τα μέλη μιας κοινότητας (παρ’ όλο που στα τω­ρινά δημοκρατικά, πλουραλιστικά και πολυεθνικά κράτη μερικές φορές οι θρησκείες μάλλον υποδαυλί­ζουν τις συγκρούσεις και τις αντιπαραθέσεις).

Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά της υπόθεσης, που με ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Ορισμένα από τα ζητή­ματα με τα οποία ασχολούνται οι θρησκευτικές διδα­σκαλίες -το σύμπαν, το νόημα της ζωής, ο θάνατος, η ελευθερία, οι ηθικές αξίες κ.λπ.- είναι και τα παραδοσιακά θέματα του φιλοσοφικού στοχασμού. Για παράδειγμα, ο γάλλος φιλόσοφος Λικ Φερί υποστη­ρίζει: «Στο τυπικό ερώτημα “τι είναι η φιλοσοφία;” θα ήθελα να απαντήσω απλά ως εξής: η προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε τα θρησκευτικά ζητήματα με τρόπο μη θρησκευτικό, ακόμα και αντιθρησκευτικό ….

Print Friendly, PDF & Email