Το ΓεΣΥ μας έσωσε από «καταστροφικές δαπάνες»

Αναρτήθηκε πρόσφατα στην ιστοσελίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) μια πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα για την Κύπρο και τις καταστροφικές δαπάνες στην υγεία που οι πολίτες υφίστανται λόγω της απουσίας καθολικής κάλυψης και των ελλείψεων και προβλημάτων του δημόσιου συστήματος υγείας στην περίοδο προ ΓεΣΥ.

Η έρευνα αυτή, που έγινε από τους Αντώνη Κοντεμενιώτη (Κλινικός Φαρμακοποιός και Οικονομολόγος Υγείας -Υπουργείο Υγείας) και Μάμα Θεοδώρου (τέως Καθηγητής Πολιτικής Υγείας στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου) υπό την εποπτεία και συνεργασία του γραφείου του ΠΟΥ στη Βαρκελώνη, με τίτλο “Can people afford to pay for healthcare? New evidence on financial protection in Cyprus” (2021) είναι αναρτημένη στην ιστοσελίδα του Περιφερειακού Γραφείου της ΠΟΥ για την Ευρώπη (https://www.euro.who.int/en/countries/cyprus/publications/can-people-afford-to-pay-for-health-care-new-evidence-on-financial-protection-in-cyprus-2021).

Ο ΠΟΥ θέτει την καθολική κάλυψη υγείας ως μία από τις τρεις προτεραιότητες για την Ευρώπη και γι’ αυτό ενεθάρρυνε και συντόνισε τη διενέργεια ερευνών για την αξιολόγηση του επιπέδου οικονομικής προστασίας που προσφέρουν τα συστήματα υγείας σε περισσότερες από 30 χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Κύπρου. Ο βαθμός οικονομικής προστασίας κάθε συστήματος υγείας αναφέρεται στη δυνατότητα πρόσβασης και χρήσης υπηρεσιών υγείας χωρίς να εκτίθενται οι πολίτες-ασθενείς σε οικονομικούς κινδύνους. Η ανάγκη μέτρησης και αξιολόγησης του βαθμού οικονομικής προστασίας των συστημάτων υγείας προκύπτει από το γεγονός ότι πολύ συχνά παρουσιάζονται δυσκολίες επαρκούς χρηματοδότησής τους και συνακόλουθα προβλήματα πρόσβασης, που συνήθως πλήττουν τα νοικοκυριά χαμηλών εισοδημάτων. Αυτό συμβαίνει ιδιαίτερα σε συνθήκες οικονομικής κρίσης, όπως αυτή της περιόδου 2008-2013.

Η διερεύνηση-αξιολόγηση του επιπέδου οικονομικής προστασίας γίνεται για πρώτη φορά στην Κύπρο και τα αποτελέσματα είναι πολύ ενδιαφέροντα. Η έρευνα βασίστηκε στην ανάλυση των ιδιωτικών δαπανών στην υγεία μέσα από τις έρευνες οικογενειακών προϋπολογισμών των ετών 2003, 2009 και 2015 και συνεπώς αξιολογεί το προηγούμενο σύστημα υγείας και μάλιστα κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης. Η επεξεργασία των δαπανών αυτών αποσκοπούσε στην ανάδειξη του ποσοστού των νοικοκυριών που βιώνουν καταστροφικές ή και πτωχευτικές δαπάνες στην υγεία, με βάση το διαθέσιμο εισόδημα, αφού πρώτα αφαιρεθούν οι δαπάνες διαβίωσης.

Από την έρευνα αυτή, βρέθηκε ότι η πρόσβαση στη φροντίδα υγείας και η οικονομική προστασία των πολιτών επιδεινώθηκε στην Κύπρο μετά τις περικοπές στον προϋπολογισμό για την υγεία και τους περιορισμούς κάλυψης από το 2012 έως το 2015. Οι πολιτικές και τα μέτρα που εφαρμόστηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης επιδείνωσαν τα υπάρχοντα κενά και προβλήματα του συστήματος, συνεισφέροντας στην αύξηση των ανικανοποίητων αναγκών υγείας και στον αριθμό των νοικοκυριών με καταστροφικές δαπάνες στην υγεία. Πιο συγκεκριμένα και σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας:

Μεταξύ των ετών 2009 και 2015 καταγράφεται σημαντική αύξηση των νοικοκυριών με καταστροφικές και πτωχευτικές δαπάνες, αντανακλώντας την επίδραση της οικονομικής κρίσης στην Κύπρο. Το 2015 εκτιμάται ότι περίπου 40 χιλιάδες άτομα είχαν βιώσει καταστροφικές δαπάνες υγείας.

Στις περιπτώσεις των ανικανοποίητων αναγκών υγείας και των ιδιωτικών δαπανών υγείας των νοικοκυριών παρουσιάζονται σημαντικές ανισότητες μεταξύ διαφορετικών εισοδηματικών κατηγοριών του πληθυσμού σε ό,τι αφορά τον κίνδυνο καταστροφικών δαπανών υγείας, ο οποίος κυμαίνεται στο 17% για τα χαμηλών εισοδημάτων νοικοκυριά και σε μόλις 2% στα υψηλών εισοδημάτων νοικοκυριά. Επίσης, τα νοικοκυριά με τουλάχιστον ένα άτομο άνω των 65 ετών ή νοικοκυριά με μοναδική κάλυψη τον δημόσιο τομέα, βρέθηκε να είναι σε μεγαλύτερο βαθμό εκτεθειμένα σε καταστροφικές και πτωχευτικές δαπάνες υγείας.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι οι ιδιωτικές πληρωμές για την υγεία, οι οποίες καθίστανται καταστροφικές για τα νοικοκυριά, διαφέρουν ανά εισοδηματική κατηγορία νοικοκυριών σε ό,τι αφορά στο είδος των υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, το μεγαλύτερο μέρος των ιδιωτικών πληρωμών που οδηγούσαν σε καταστροφικές δαπάνες τα νοικοκυριά των χαμηλών εισοδημάτων στο παλιό σύστημα υγείας, ήταν η φαρμακευτική φροντίδα και η εξωνοσοκομειακή περίθαλψη, ενώ στην περίπτωση των νοικοκυριών υψηλών εισοδημάτων ήταν η κλειστή νοσοκομειακή περίθαλψη.

Είναι γνωστό ότι το σύστημα υγείας στην Κύπρο, πριν την εφαρμογή του ΓεΣΥ, βασιζόταν σε πολύ μεγάλο βαθμό σε ιδιωτικές πληρωμές, λόγω κυρίως της απουσίας καθολικής κάλυψης αλλά και των μεγάλων λιστών αναμονής, που ανάγκαζαν τους δικαιούχους του δημόσιου συστήματος να προσφεύγουν στον ιδιωτικό τομέα, αναλαμβάνοντας το κόστος αυτής τους της επιλογής. Η κατάσταση επιδεινώθηκε κατά την περίοδο της οικονομικής κρίσης, λόγω και των μέτρων που είχαν ληφθεί, όπως π.χ. η κατάργηση της κατηγορίας Β’ των δικαιούχων, η σύνδεση της ασφάλισης με την καταβολή εισφορών, η αύξηση των συν-πληρωμών για τους δικαιούχους και η αύξηση τιμών όλων των ιατρικών πράξεων για τους μη δικαιούχους κ.α. Τα ευρήματα της έρευνας δείχνουν ότι μεταξύ των ετών 2009 και 2015, το μερίδιο των ατόμων που αντιμετώπιζαν ανικανοποίητες ανάγκες υγείας και οδοντιατρικής φροντίδας αυξήθηκε και ο αριθμός των νοικοκυριών με καταστροφικές δαπάνες για την υγεία διπλασιάστηκε.

Σύμφωνα με την έρευνα, η εισαγωγή του Γενικού Συστήματος Υγείας αποτέλεσε ένα μεγάλο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση, με καθολική κάλυψη του πληθυσμού και το δικαίωμα ασφαλιστικής κάλυψης δεν συνδέεται πλέον ούτε με εισοδηματικά κριτήρια, ούτε με την καταβολή εισφορών αλλά με τη νόμιμη και μόνιμη διαμονή στις ελεγχόμενες από την Κυπριακή Δημοκρατία περιοχές. Επιπλέον, οι αντικειμενικά χαμηλές συν-πληρωμές, σε συνδυασμό με τις ετήσιες οροφές των 150 και 75 ευρώ, αποτελούν σημαντική ασπίδα οικονομικής προστασίας για τους δικαιούχους.

ΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΒΗΜΑ ΕΓΙΝΕ, ΟΙ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΟΜΩΣ, ΠΑΡΑΜΕΝΟΥΝ

Είναι συνεπώς αναμενόμενο ότι με την εφαρμογή του ΓεΣΥ θα περιοριστούν σημαντικά οι ανικανοποίητες ανάγκες υγείας αλλά και οι καταστροφικές δαπάνες στην υγεία, που σε μεγάλο βαθμό έπλητταν τα νοικοκυριά χαμηλών εισοδημάτων. Το μεγάλο βήμα έγινε, οι προκλήσεις όμως παραμένουν. Θα είναι το σύστημα βιώσιμο οικονομικά; Τα δημόσια νοσοκομεία θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στον εσωτερικό ανταγωνισμό με τα ιδιωτικά; Θα μπορέσει η κυβέρνηση να διασφαλίζει επαρκή χρηματοδότηση για το σύστημα υγείας και να διατηρήσει την ατζέντα μεταρρυθμίσεων σε καλό δρόμο;

πηγή: philenews.com