Το φαντασμα της Ιστοριας. Αγκυλωτός, αλλά σταυρός
Συγκέντρωση «Γερμανοχριστανών
«Η εθνική κυβέρνηση θεωρεί τα χριστιανικά δόγματα τους σημαντικότερους παράγοντες για τη διατήρηση του εθνικού μας πολιτισμού»
Αδόλφος Χίτλερ, 23/3/1933
«Από της ημέρας της εμφανίσεως αυτού εις τον κόσμον, ο χριστιανισμός συνήντησε μεγάλας αντιδράσεις. Αι αντιδράσεις αυταί εις την ιστορίαν είνε γνωσταί υπό το όνομα των διωγμών. […] Κατά τους νεωτέρους χρόνους ενεφανίσθη ένας από τους μεγίστους διωγμούς, τους οποίους εγνώρισεν η ιστορία. Είναι ο Κομμουνισμός, ο οποίος έστησε την έδραν του εν Ρωσσία. […] Καθώς όμως άλλοτε η Θεία Πρόνοια, εν τω προσώπω του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εθριάμβευσε κατά των διωγμών της ειδωλολατρείας, τοιουτοτρόπως σήμερον, εν τω προσώπω του Μεγάλου Ηγέτου του ενδόξου Γερμανικού έθνους, θα θριαμβεύση και κατά του διωγμού τούτου. Και η τιμή και η δόξα του μεγάλου Γερμανικού Εθνους και η προς αυτό ευγνωμοσύνη απάντων των λαών, και ιδιαιτέρως του ελληνικού, θα είνε όντως αιωνία».
Διατυπωμένες εν έτει 1943, με την ευκαιρία της ναζιστικής προπαγανδιστικής έκθεσης «Ο σοβιετικός παράδεισος», κι αποτυπωμένες σ’ ένα αντικομμουνιστικό φυλλάδιο με τον εύγλωττο τίτλο «Ο αγών της Ελλάδος κατά του μπολσεβικισμού. Ελληνικές γνώμες» (Θεσσαλονίκη 1943, εκδ. Νέα Ευρώπη), οι παραπάνω γραμμές υπογράφονται από έναν ιεράρχη της Εκκλησίας της Ελλάδος, τον μητροπολίτη Φλωρίνης Βασίλειο.
Οσο κι αν η εξομοίωση του Αδόλφου Χίτλερ με τον (αγιοποιημένο από τη χριστιανοσύνη) Μεγάλο Κωνσταντίνο ξαφνιάζει σήμερα τον ανυποψίαστο αναγνώστη, την εποχή εκείνη αποτελούσε μάλλον συνηθισμένη παραβολή.
Ακόμη πιο προωθημένες ήταν άλλωστε οι δηλώσεις κάποιων άλλων μητροπολιτών της Βόρειας Ελλάδας που παρατίθενται στο ίδιο φυλλάδιο.
Ενθουσιωδέστερος όλων, ο Κασσάνδρας Ειρηναίος (πάλαι ποτέ υπότροφος του τσάρου στη Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου, όπως ο ίδιος υπενθυμίζει) δεν δίστασε μάλιστα να εγκολπωθεί πλήρως τη ναζιστική ιδεολογία όσον αφορά τον φυλετικό κοινό τόπο «ιουδαιομπολσεβικισμού» και «εβραιοκαπιταλισμού»:
«Ευνόητος η χαρά και ανακούφισις ην ησθάνθην όταν ο Μέγας Φύρερ του Γερμανικού Ράιχ εκήρυξε τον κατά των Μπολσεβίκων πόλεμον, προς απαλλαγήν της Αγίας Ορθοδόξου Ρωσσίας από των σκληρών και αφορήτων αυτής βασάνων και βασανιστών.
»Μπολσεβικισμός και Μασσωνισμός ή κεφαλαιοκρατία είνε δυο δυσώδεις πηγαί αι οποίαι εκβράζουσιν όλας τας δολοπλοκίας, ψεύδη, δυστυχήματα, συμπλοκάς, αιματοχυσίας, καταστροφάς και δεινοπαθήματα από των οποίων πάσχει η σύγχρονος ανθρωπότης. Ο κατ’ αυτών πόλεμος είνε φιλάνθρωπος, ευγενής και σωτήριος. Ας ευχηθώμεν εις τα γερμανικά όπλα επιτυχίαν, καίτοι αναλογιζόμενοι το μέγεθος του αναληφθέντος αγώνος ιλιγγιώμεν, διότι αναντιρρήτως το ήμισυ του επί της επιφανείας της γης υπάρχοντος χρυσού ευρίσκεται εν ταις χερσί των Εβραίων, ο δε χρυσός είνε το ισχυρότερον των εν τω κόσμω τούτω υλικών όπλων» (όπ.π., σ. 15).
Θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως οι δουλοπρεπείς αυτές διακηρύξεις υπέρ του κατακτητή δεν ήταν παρά απόρροια της ίδιας της ξένης κατοχής – και της πατροπαράδοτης κουλτούρας προσεταιρισμού των ισχυρών από τους χριστιανορθόδοξους «εθνάρχες», την οποία η μακραίωνη πολιτική του Φαναρίου είχε κληροδοτήσει στους ιεράρχες παλαιών τε και «Νέων Χωρών».
Η εξύμνηση του χιτλερισμού ως κοινωνικοπολιτικού προτύπου δεν πρωτοεμφανίστηκε όμως στους κόλπους της εγχώριας εκκλησιαστικής ιεραρχίας μετά την κατάρρευση του μετώπου, την άνοιξη του 1941.
Οπως διαπιστώνουμε ξεφυλλίζοντας την «Εκκλησία», το «επίσημον δελτίον της Εκκλησίας της Ελλάδος» που εκδιδόταν από το 1922, παρεμφερείς απόψεις διατυπώθηκαν δημόσια ήδη από την επομένη της ανάρρησης των ναζί στην εξουσία, τον Ιανουάριο του 1933.
Η επικρότηση αυτή αντανακλούσε τη συνολικότερη στάση της Εκκλησίας ως προασπιστή του κοινωνικού καθεστώτος: όπως λίγο νωρίτερα ο ιταλικός φασισμός, έτσι και ο γερμανικός ναζισμός έγινε, αρχικά τουλάχιστον, δεκτός ως μια ιδεώδης απάντηση των παραδοσιακών ευρωπαϊκών κοινωνιών στον (κοινό) εσωτερικό εχθρό και στην (εξίσου κοινή) «κρίση αξιών» που επέφερε η νεωτερικότητα.
Ειδικά στην περίπτωση του χιτλερισμού, ωστόσο, η ανεπιφύλακτη αποδοχή παραχώρησε αρκετά γρήγορα τη θέση της σ’ έναν εσωτερικό διάλογο, όπου ο ενθουσιασμός για τη βίαιη συντριβή της γερμανικής Αριστεράς διασταυρωνόταν με την ανησυχία για τις αυξανόμενες «αντιχριστιανικές» επιδόσεις του νέου καθεστώτος.
Οι κριτικές αυτές επισημάνσεις στις σελίδες της μεσοπολεμικής «Εκκλησίας» πήγαζαν σε κάποιο βαθμό από την επαφή των συντακτών της με τους αντίστοιχους προβληματισμούς ομοφρόνων θεολογικών κύκλων της Δυτικής Ευρώπης· με τη σειρά τους, αυτοί οι τελευταίοι αντανακλούσαν συνήθως τη βαθμιαία αποξένωση των γερμανικών εκκλησιαστικών ιεραρχιών από το χιτλερικό καθεστώς.
⇱ Οικογένεια, συμμαζεμένη νέα γενιά, ταξική συνεργασία και καταστολή της εγκληματικότητας. Με τέτοιες αξίες, πώς να μην πανηγυρίσει κάθε χριστιανός για την επικράτηση του φίρερ; ⇲
Παράδειγμα για τους Ελληνες
Το πρώτο κείμενο που συναντάμε στο επίσημο δελτίο της Εκκλησίας της Ελλάδος για την επικράτηση των ναζί είναι ένα ανεπιφύλακτα εγκωμιαστικό σχόλιο, δημοσιευμένο τρεις εβδομάδες μετά την ανάρρηση του Χίτλερ στην καγκελαρία.
Οι πολιτικές διακηρύξεις και υποσχέσεις των εθνικοσοσιαλιστών επιστρατεύονται μάλιστα ως παράδειγμα για τους Ελληνες συντηρητικούς πολιτικούς:
«Μεταξύ των άρθρων του πολιτικού προγράμματος του νέου Αρχικαγγελαρίου της Γερμανίας, το οποίον διεβοήθη εις όλον τον κόσμον, υπάρχουν και τινα τα οποία, διά τον οικουμενικόν χαρακτήραν των, προκαλούν, ιδίως σήμερον, αμέριστον την προσοχήν. Υπισχνείται λοιπόν ο γερμανός αρχηγός μιας μεγίστης μερίδος του γερμανικού λαού, ότι “θα αποκαταστήσωμεν την καθαριότητα εις την οικογενειακήν και την δημοσίαν ζωήν”, “θα επαναδώσωμεν εις τον γερμανικόν λαόν την πίστιν προς τον Θεόν, την πατρίδα και την οικογένειαν” και “θα στηρίξωμεν πάλιν επί υγιών βάσεων την εκπαίδευσιν των παιδιών μας”. Τοιουτοτρόπως ο προς όν απευθύνεται το πρόγραμμα εκλέκτωρ λαός ακούει σαφείς και καθαράς τας θέσεις των πολιτικών του ως προς τα θεμελιώδη ιδανικά της ατομικής και της κοινωνικής του ζωής. Και είναι καιρός -και υπάρχουν λόγοι- να ακούση, τέλος πάντων, μίαν φοράν ο ελληνικός λαός εκ στόματος των πολιτικών του επίσης καθαράν και κατά τον μάλλον απροκάλυπτον και ευθύν τρόπον ποίαν στάσιν λαμβάνουν και θα λάβουν απέναντι του θεσμού της οικογενείας, της Εκκλησίας και της εκπαιδεύσεως των ελληνοπαίδων, διά να καθορίση και αυτός αναλόγως την ιδικήν του στάσιν κατά τας επικειμένας εκλογάς» («Καθαρά και απροκαλύπτως», 18/2/1933, σ. 54-55).
Η θετική αυτή υποδοχή προέκυψε ως συνισταμένη δύο παράλληλων διαδικασιών.
Από τη μια, εξέφραζε την όλο και ευκρινέστερη στροφή των ελληνικών συντηρητικών κύκλων προς αυταρχικές λύσεις, που θα ξεμπέρδευαν μια και καλή με την εγγενή «αδυναμία» των δημοκρατικών θεσμών.
Από την άλλη, αντανακλούσε τον ενθουσιασμό των Γερμανών προτεσταντών, με τους οποίους η ελλαδική εκκλησία είχε στενές σχέσεις ήδη από τον προηγούμενο αιώνα, για την πολιτική επικράτηση των ναζί.
Η παράκαμψη των δημοκρατικών διαδικασιών και η αμείλικτη καταστολή του εσωτερικού εχθρού θεωρούνταν απαραίτητο συστατικό στοιχείο της επιδιωκόμενης σωτηρίας.
Το διαπιστώνουμε από το άρθρο του μητροπολίτη Γορτυνίας Πολύκαρπου που δημοσιεύτηκε στην «Εκκλησία», πέντε μήνες μετά την πρωθυπουργοποίηση του Αδόλφου (30/1/1933) και τρεις αφότου το Ράιχσταγκ του παραχώρησε δικτατορικές εξουσίες (23/3/1933), ενώ πλέον έβγαιναν εκτός νόμου όχι μόνο κομμουνιστές και σοσιαλδημοκράτες, αλλά ακόμη και το ρωμαιοκαθολικό «Κόμμα του Κέντρου»:
«Βεβαίως η ευθύνη των ιθυνόντων τας τύχας του κόσμου είναι μεγίστη και πρέπει ως τάχιστα να ληφθούν δραστικά μέτρα της σωτηρίας, διότι η υπάρχουσα κατάστασις απειλεί την συντριβήν και τελείαν καταστροφήν, εφ’ όσον οι εχθροί της ευημερίας των λαών διαδίδουν ψευδείς αρχάς και διδασκαλίας κομμουνιστικάς, δι’ ων δηλητηριάζονται οι λαοί και δη η νεότης. Από της καταστροφής εσώθησαν τα Κράτη της Ιταλίας και τελευταίον της Γερμανίας, διά της ανακηρύξεως δικτατοριών και περιορισμού της ελευθέρας ενεργείας των ανελευθέρων αθέων κομμουνιστών» («Η κατάστασις της ανθρωπότητος και η σωτηρία», 24/6/1933, σ. 195).
Καλά και κακά άκρα
TOPOGRAPHY OF TERROR (Βερολίνο 2012)
↳ Κατηγορίες κρατουμένων, από τις οποίες απάλλαξε τη Γερμανία η ναζιστική «αποκατάσταση των αξιών»: με κόκκινο οι πολιτικοί κρατούμενοι, με πράσινο οι «εγκληματίες κατ’ επάγγελμα», με μπλε οι μετανάστες, με μοβ οι Μάρτυρες του Ιεχωβά, με ροζ οι ομοφυλόφιλοι, με μαύρο οι «φυγόπονοι» και τα «αντικοινωνικά στοιχεία».
Εξίσου απολογητικά υπέρ των ναζί είναι τα σχόλια της «Εκκλησίας» με τα οποία επιχειρείται, στη διάρκεια του 1933, η διασκέδαση των αρνητικών εντυπώσεων από τα πρώτα καταπιεστικά μέτρα σε βάρος των Εβραίων.
Ενα πάγιο επιχείρημα που επιστρατεύεται για την απονομιμοποίηση των σχετικών διαμαρτυριών είναι η ευμενής σύγκριση των ναζιστικών «ημίμετρων» με τους διωγμούς της χριστιανοσύνης από κομμουνιστές και αλλοθρήσκους:
«Εκ των κύκλων του αγγλικού εργατικού κόμματος εξεφράσθησαν διά του τύπου παράπονα κατά της Εκκλησίας ότι δήθεν εξ αδιαφορίας δεν ύψωσεν φωνήν διαμαρτυρίας κατά των ανθεβραϊκών εν Γερμανία διωγμών», πληροφορούμαστε τον Απρίλιο – μαζί με την «αποστομωτική» απάντηση των λονδρέζικων «Εκκλησιαστικών Καιρών» που «πολύ ορθώς ερωτώσι τους διά τας γερμανικάς κατά των Εβραίων διώξεις εξανισταμένους σήμερον κύκλους, πού ήσαν και διατί επέδειξαν πλήρη αδιαφορίαν διά τους απείρως χείρονας διωγμούς των χριστιανών εν Ρωσία και διατί έμειναν τελείως ασυγκίνητοι διά τας σφαγάς και τα φρικτά μαρτύρια μυριάδων ελλήνων χριστιανών εν Μικρά Ασία» (29/4/1933, σ. 134).
Το ίδιο συγκριτικό επιχείρημα επιστρατεύεται και λίγο αργότερα, με ακόμη εμφανέστερη υπερασπιστική πρόθεση:
«Ολόκληρος ο κόσμος», διαβάζουμε, «ανεστατώθη εκ του γεγονότος ότι η Γερμανία εκδιώκει μακράν των ορίων της πάντας τους εν τη χώρα εβραίους, ανεξαρτήτως επαγγέλματος, θέσως, μορφώσεως και θρησκείας –διότι υπάρχουν και χριστιανοί εξ εβραίων. […] Η αγανάκτησις δε κατά του γερμανικού ανθεβραϊκού πραξικοπήματος εκδηλώτερον κορυφούται προκειμένου ιδία περί των διωχθέντων επιστημόνων, ως π.χ. συνέβη διά τον Αϊνστάιν, παυθέντα και τούτον και εξαναγκασθέντα εις εκπατρισμόν, καταφυγόντα δ’ εις Αγγλίαν, ένθα ζωηροτάτας εύρε παρά τω ανεπτυγμένω αγγλικώ κοινώ συμπαθείας. Απείρως χείρων και αμειλικτότερος διωγμός είχε κινηθή κατά της χριστιανικής θρησκείας εν Ρωσία υπό των ρώσων κομμουνιστών, χωρίς όμως να συγκινηθή ο κόσμος κατ’ ίσον βαθμόν. Τα συμπεράσματα ας εξαγάγη ο αναγνώστης» («Μια διαπίστωσις», 21/10/1933, σ. 332).
«Σχίσμα» και «υποδούλωσις»
↳ Αδελφός παλαίμαχου εθνικοσοσιαλιστή, οπαδός και ο ίδιος του Χίτλερ σε μια πρώτη φάση, ο ευαγγελικός πάστορας Μάρτιν Νιμέλερ έμεινε τελικά στην Ιστορία για την εύστοχη αυτοκριτική συμπύκνωση της εμπειρίας ουκ ολίγων Γερμανών: «Οταν έπιασαν τους κομμουνιστές, αδιαφόρησα. Δεν ήμουν κομμουνιστής. Οταν φυλάκισαν τους συνδικαλιστές, δεν έκανα τίποτα. Δεν ήμουν συνδικαλιστής. Οταν πήραν τους Εβραίους, έμεινα αδρανής. Δεν ήμουν Εβραίος. Οταν συνέλαβαν εμένα, δεν υπήρχε πια κανείς για να διαμαρτυρηθεί».
Το ειδύλλιο υπήρξε πάντως σχετικά βραχύ, καθώς μέσα στην ίδια αυτή χρονιά οι ηγέτες των ναζί έσπευσαν να υποτάξουν τις κατά τόπους προτεσταντικές εκκλησίες σε μια ενιαία συγκεντρωτική δομή, με επικεφαλής έναν «αρχιεπίσκοπο του Ράιχ».
Ακόμη σοβαρότερο πρόβλημα για τους νομιμόφρονες Ευαγγελικούς αποτέλεσε η ανάδυση ενός ανταγωνιστικού προτεσταντικού ρεύματος με την ονομασία «Γερμανοχριστιανοί» (Deutsche Christen), το οποίο ευαγγελιζόταν μια εκδοχή «φυλετικού» χριστιανισμού αποκαθαρμένου από τα «μη άρια» εβραϊκά στοιχεία.
Η πρωτοσέλιδη σκιαγράφηση των παραπάνω εξελίξεων από το επίσημο δελτίο της ελλαδικής εκκλησίας ((9/12/1933) είναι αποκαλυπτική, τόσο για την ταύτιση με τις αντιδράσεις των θιγόμενων προτεσταντών όσο και για την τελική ερμηνεία της όλης διαμάχης ως ανεπιθύμητης εμφύλιας σύρραξης της χριστιανοσύνης, τη στιγμή που αυτή όφειλε να αντιτάξει ενιαίο μέτωπο κατά του κοινωνικού εχθρού:
«Το σώμα των παστόρων της εν Γερμανία διαμαρτυρομένης εκκλησίας, βοηθήσαν εκθύμως το νέον εθνικοσοσιαλιστικόν κίνημα, είχε την συνείδησιν ότι, ενισχύον αυτό, συντελεί εις την εκρίζωσιν του απειλούντος τον γερμανικόν λαόν κομμουνισμού. Η προς την προτεσταντικήν εκκλησίαν όμως συμπεριφορά των εθνικοσοσιαλιστών μετά την οριστικήν επικράτησίν των απέδειξεν ότι οι εκκλησιαστικοί διαμαρτυρόμενοι δεν εφάνησαν ικανοί να διαγνώσουν την φύσιν των επιδιώξεων του εν λόγω κινήματος, διότι αίφνης είδον εαυτούς ωθουμένους διά της βίας υπό τον οδοστρωτήρα της ενοποιήσεως των πάντων υπό την νέαν δικτατορικήν πολιτικήν σημαίαν. Και τούτο μεν επέτυχε διά της συνενώσεως των είκοσι και οκτώ ευαγγελικών εν Γερμανία εκκλησιών εις μίαν γερμανικήν ευαγγελικήν εκκλησίαν υπό μίαν κεφαλήν, τον Αρχιεπίσκοπον του Reich, επί των τέλει “της προσαρμογής της εκκλησίας προς τας νέας συνθήκας του κράτους και της συνεργασίας αυτής εις την τελεσφόρον αναδιοργάνωσιν του έθνους”.
»Αλλά το πράγμα θα ήτο ίσως ακίνδυνον εάν περιωρίζετο εις μόνην την μεταβολήν ταύτην. Δυστυχώς η όλη μεταρρυθμιστική κίνησις απέδειξεν ότι ο πυρετός του ακράτου εθνικισμού εισεχώρησε τόσον εις τας τάξεις τας εκκλησιαστικάς, ώστε να εκβλαστήσωσιν εν τοις κόλποις των οι ούτω κληθέντες “γερμανοχριστιανοί”, των οποίων αι τάσεις είνε ο συμφυρμός της τε κρατικής και της εκκλησιαστικής νομοθεσίας εις εν αμάλγαμα, η καθαρά κρατικοποίησις της χριστιανικής θρησκείας, ακριβέστερον ειπείν η γερμανοποίησις του Ευαγγελίου του Χριστού.
»Ο,τι ιδίως κατετάραξε τον νηφάλιον γερμανικόν ευαγγελικόν κόσμον και τους έξωθεν παρακολουθούντας τας επικινδύνους ταύτας εν Γερμανία ζυμώσεις υπήρξεν η πολύκροτος περί Αρίων παράγραφος (Arienparagraph), η ψηφισθείσα υπό της πρωσικής συνόδου και υπό τινών άλλων. Η αποδοχή της διατάξεως ταύτης εσήμαινεν οριστικόν αποκλεισμόν πάντων των μη Αρίων χριστιανών από του εκκλησιαστικού περιβόλου, την διά παντός διαγραφήν από των μητρώων της ευαγγελικής εκκλησίας παντός λαϊκού και κληρικού όστις, έστω και κατά ψιλήν υπόνοιαν, φαίνεται έλκων την καταγωγήν εξ εβραίων. […]
»Οι Γερμανοί “γερμανοχριστιανοί” εν τω ανθεβραϊκώ των βρασμώ δεν εδίστασαν να προτείνουν την κατάργησιν της Π. Διαθήκης, την ανακάθαρσιν της Κ. Διαθήκης από των εβραϊκών στοιχείων, την απομάκρυνσιν του Εσταυρωμένου εκ των ναών, την αποκήρυξιν της Παλαιστίνης ως “αγίων τόπων” και της πίστεως εις “εβραίον” Ιησούν Χριστόν! Το ίνδαλμα του έθνους και της φυλής τίθεται υπέρ αυτόν τον Θεόν. Αλλά κατά τι λοιπόν η παράφρων αύτη του Χριστιανισμού διαστροφή διαφέρει του κατ’ αυτού διωγμού από μέρους του ρωσικού κομμουνισμού, όστις αποδεικνύεται εν τούτω συνεπέστερος, ευθύτερος και ειλικρινέστερος του γερμανικού εθνικισμού, του εμφανίζοντος εαυτόν ως άρνησιν του μπολσεβικισμού;
Και εκ της δοκιμασίας ταύτης η χριστιανική θρησκεία θα ανατείλη βεβαίως καθαρωτέρα, αλλ’ είνε θλιβερόν ότι εις εποχήν, καθ’ ήν είνε τόσον αναγκαίος ο συντονισμός των δυνάμεων του Χριστιανισμού, η προσοχή του χριστιανικού κόσμου αναγκάζεται να απασχολήται εις τοιαύτα σχίσματα».
Στο ίδιο μήκος κύματος θα κινηθούν ορισμένα σχόλια, οφθαλμοφανώς επηρεασμένα από την αντίστοιχη αρθρογραφία αγγλοσαξονικών εντύπων, για τις πρώτες διώξεις απείθαρχων ιερωμένων και θεολόγων από το χιτλερικό καθεστώς.
Με αφορμή την απόλυση του Ελβετού καθηγητή Καρλ Μπαρτ από το Πανεπιστήμιο της Βόνης, η «Εκκλησία» αναπαράγει π.χ. τη διαπίστωση των λονδρέζικων «Εκκλησιαστικών Καιρών» ότι το συγκεκριμένο μέτρο, «ως και η άλλη δίωξις πολλών διανοουμένων και τα κατά των εβραίων μέτρα εν Γερμανία», αποτελούν «αμαύρωσιν του θετικού αγαθού του πολιτικού καθεστώτος της χώρας, οποίο, φέρ’ ειπείν, η τελεία ανακάθαρσις της πρωτευούσης από της ηθικής σήψεως, βορά της οποίας ήτο, ως γνωστόν, το Βερολίνον απ’ ακρου εις άκρον» (21/10/1933, σ. 331-332).
«Ο Χιτλερισμός», καταλήγει το σχόλιο, «ανεφάνη προς εκρίζωσιν του Μπολσεβικισμού εν Γερμανία, αλλ’ οι σκοποί και αι μέθοδοί του είναι τοιαύται, κατά τους “Καιρούς”, ώστε μεθ’ όσης θέρμης πρέπει να καταπολεμήται ο δεύτερος, μετά της αυτής επιμονής ανάγκη να αποκηρύσσεται και ο πρώτος διά τας αγροίκους καταπιέσεις και διά την τάσιν του να υποδουλώση τα πάντα εις τον εθνικόν πουριτανισμόν του».
Στο πλευρό του Γκέμπελς, καθολικοί επίσκοποι αποτίνουν φόρο τιμής στο εθνικό καθεστώς |
Αισθητά διακριτικότερη υπήρξε η προάσπιση της γερμανικής Καθολικής Εκκλησίας απέναντι στα μέτρα που πήραν σταδιακά εις βάρος της οι ναζί.
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι βάσει του κονκορδάτου που υπογράφηκε στις 20/7/1933 ανάμεσα στο Βατικανό και το Γ’ Ράιχ, οι καθολικοί Γερμανοί διασφάλισαν -όπως η «Εκκλησία» σπεύδει να επισημάνει (11/11/1933)- «ποίαν τινά ανεξαρτησίαν της θρησκευτικής των συνειδήσεως».
Ακόμη και η καταπάτηση αυτής της συμφωνίας, με τη σταδιακή κατάργηση της εκκλησιαστικής εκπαίδευσης από τους ναζί, ελάχιστα απέσπασε την προσοχή του ελληνορθόδοξου οργάνου.
Αδιαφορία που κατά πάσα πιθανότητα οφειλόταν στην ανταγωνιστική σχέση των δύο Εκκλησιών και στις μεταξύ τους τριβές, σε τοπικό ιδίως επίπεδο (π.χ. Κυκλάδες).
Αψευδές τεκμήριο αυτής της αδιαφορίας μπορεί να θεωρηθεί η ψυχρή κάλυψη της ναζιστικής αντικληρικαλιστικής καμπάνιας που εξαπολύθηκε κατά το αποκορύφωμα της σχολικής διαμάχης («Εκκλησία», 24/8/1935, σ. 267):
«Αι ημερήσιοι γερμανικαί εφημερίδες αφθονούσιν αγγελιών νέων αντιχριστιανικών βιβλίων, ιδίως κατά του καθολικού κλήρου, ως εικάζεται εκ των τίτλων των, οποίοι, φέρ’ ειπείν, “Η θυγάτηρ του Ιησουίτου”, “Οι κληρικοί καταπιεσταί”, “Η χριστιανική σκληρότης και αι γυναίκες της Γερμανίας” “Το κολλεκτιβιστικόν κράτος αντικείμενον της Ρώμης και του Ιούδα”, “Δύο έτη όπισθεν μοναστηριακού τείχους” κ.λπ.».
Εξίσου σπάνια (και αποστασιοποιημένη) υπήρξε η προβολή ανθρωπιστικών αντιρρήσεων για τη ρατσιστική πολιτική των χιτλερικών.
Χαρακτηριστικό δείγμα, από την ίδια στήλη και σελίδα με το προηγούμενο σχόλιο:
«Ο τύπος της γερμανικής Κολωνίας επετέθη δριμέως κατά του φραγκισκανού ιερέως Herbert διότι εν τινι κηρύγματί του -ως αναφέρει ο Westdeutscher Beobachter- είπεν ότι η αγάπη είνε πολύ σπουδαιοτέρα της φυλής· ότι εις ενάρετος νέγρος είνε εις τον παντοδύναμον Θεόν ευαρεστότερος ενός αμαρτωλού αρίου· ότι πρέπει να αγαπώμεν και να σεβώμεθα την εβραϊκήν φυλήν, αφού εξ αυτής ηυδόκησε να προέλθη ο ενανθρωπήσας Θεός· ότι οφείλομεν μεν υπακοήν εις το κράτος, αλλ’ είμεθα συγχρόνως και μέλη μιας δευτέρας βασιλείας, της βασιλείας του Θεού. Αι εφημερίδες εχαρακτήρισαν τας εκφράσεις ταύτας ως εσχάτην προδοσίαν του λαού της πατρίδος».
Η απειλή του παγανισμού
Το κυριότερο πρόβλημα, τόσο για τις γερμανικές εκκλησίες όσο και για τους ελληνορθόδοξους συμπαραστάτες τους, αποτελούσαν ωστόσο οι παγανιστικές τάσεις των ηγετικών κλιμακίων του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και κράτους.
«Ο αρχιεπίσκοπος της γερμανικής Κολωνίας καρδινάλιος Schulte», διαβάζουμε στην «Εκκλησία» της 23/3/1945, «διεκήρυξεν ότι είνε πλέον καιρός όπως οι γερμανοί πολιτικοί ηγέται ορίσουν πλέον την θέσιν των έναντι του “νεο-παγανισμού” τον οποίον διακηρύττουν διάφοροι επιφανείς γερμανοί, διέταξε δε τους κληρικούς του να αναγνώσουν από του άμβωνος διαμαρτυρίαν κατά του ηγέτου των νέων ειδωλολατρών Hauer διά μίαν διάλεξίν του. Εν ταύτη ο Hauer ομολογεί ότι ανέμενεν μόνον την λύσιν του ζητήματος του Saar διά να προβή εις την διακήρυξιν της ανάγκης της καταργήσεως της θρησκευτικής διδασκαλίας εις πάντα τα γερμανικά σχολεία και τα πανεπιστήμια. Επειδή δε εβεβαίωσεν ότι έχει υπέρ αυτού την συγκατάθεσιν του Führer, ο σεβ. αρχιεπίσκοπος εθεώρησεν επιβεβλημένον να προκαλέση την γερμανικήν κυβέρνησιν να προβή εις επισήμους δηλώσεις επί του πράγματος.
Δεν είνε άσχετον προς το προηγούμενον σημείωμα το γεγονός ότι είς τινα νέα γερμανικά ημερολόγια μεγάλης κυκλοφορίας, ως π.χ. το “German Workers’ Almanac”, αι χριστιανικαί εορταί αντικατεστάθησαν υπό εορτών σχετιζομένων προς την παλαιάν των εθνικών γερμανών μυθολογίαν. Ούτω π.χ. αντί της εορτής των Χριστουγέννων εσημειώθη η “Γέννησις του Baldur Φωτός και η έλευσις του Jul-παιδός” και ούτω καθ’ εξής. Η αποτροπαιοτέρα όμως καινοτομία εν τω ημερολογίω των μεγαλοκτηματιών υπήρξε η αντικατάστασις της Μεγ. Παρασκευής διά της “Μνήμης της σφαγής των 4.500 σαξών υπό του Καρόλου του κρεωπόλου”, ήτοι του Μεγάλου Καρόλου. Τα ημερολόγια ταύτα είνε ευρύτατα διαδεδομένα: το γερμανικόν εργατικόν μέτωπον των Nazi (Nazi Deutsche Arbeitsfront) είχε κυκλοφορήσει 4.000.000 αντιτύπων του “German Workers’ Almanac”» (σ. 94-95).
Παρά τις μεταξύ τους διαφορές, παγανιστές και «γερμανοχριστιανοί» συναντιόντουσαν άλλωστε στο κοινό έδαφος της λατρείας του εθνοφυλετικού κράτους και της θεοποίησης του ίδιου του φίρερ.
«Δύο κινήσεις παρατηρούνται σήμερον εν Γερμανία, η των “γερμανών χριστιανών” (Glauben-Bewegung Deutsche Christen) και η των “νεοπαγανικών, νεοεθνικών γερμανών” (Deutsche Glaubens -Βewegung), υπό πολλών δε συγχέονται προς αλλήλας συνεπεία των τολμηρών “μανιφέστων” τινών εκ των θιασωτών της πρώτης κινήσεως», εξηγεί χαρακτηριστικά η «Εκκλησία» (6/4/1935).
«Οι της δευτέρας κινήσεως έχουν ίδιον σύμβολον πίστεως, σύμβολον των “νέων εθνικών”, εις το οποίον περιλαμβάνονται η απόλυτος υπαγωγή της Εκκλησίας υπό το Κράτος, ο αποκλεισμός των μη αρίων εκ της εκκλησιαστικής ζωής, η θεοποίησις των εννοιών του έθνους, της φυλής και του αίματος, η αποδοχή “γερμανικού θεού” κ.λπ. Εξάλλου, οι ζωηρότεροι των θιασωτών της κινήσεως των “γερμανών χριστιανών”, διακηρύττουν ότι εν τω Χίτλερ εγένετο το “πλήρωμα του χρόνου” διά τον γερμανικόν λαόν, ότι ο εθνικοσοσιαλισμός αποτελεί θετικόν και συγκεκριμένον χριστιανισμόν, ότι ο Χίτλερ είνε “η οδός του Πνεύματος και η θεία βούλησις διά την χριστιανικήν εκκλησίαν και το γερμανικόν έθνος”, ότι έκαστος δούλος του Θεού οφείλει να καταστή δρων εθνικοσοσιαλιστής, ότι πρέπει να υπάρχη “είς αρχηγός, μία βασιλεία, είς λαός, μία Εκκλησία”».
Μοναδική παρηγοριά, απέναντι σ’ αυτή την επέλαση του «εθνικιστικού σωβινισμού» που επιχειρούσε «να σαρώση εκ της γερμανικής χώρας τον “παλαιόν χριστιανικόν Θεόν” και να εγκαθιδρύση ένα νέον θεόν αποκλειστικώς γερμανικόν», το όργανο της Εκκλησίας της Ελλάδος θα αναζητήσει στη… Σοβιετική Ενωση – και την υπόγεια αντοχή των εκεί χριστιανικών παραδόσεων, παρά τις αντιθρησκευτικές καμπάνιες του μετεπαναστατικού καθεστώτος.
«Η αυτή νοσταλγία», αποφαίνεται με σιγουριά το δελτίο (23/2/1935), «θα καταλάβη και τους “ρηξικελεύθους” της σήμερον γερμανούς, όταν παρέλθη η σημερινή διάστροφος έξαψίς των».