Τελικά η Δικαιοσύνη δεν είναι τόσο τυφλή όσο ισχυρίζεται…
Λέανδρος Ρακιντζής
Με αφορμή το βιβλίο του Γεωργίου Μπούτου “Μικρό εγχειρίδιο για τη διαφθορά στη Δικαιοσύνη”, επανέρχεται στο τραπέζι η συζήτηση για τον Μεγάλο Ασθενή. Το βιβλίο, που είναι προϊόν προσωπικής εμπειρίας και υπηρεσιακών και δικαστικών ταλαιπωριών του συγγραφέα, έρχεται να προστεθεί στη σειρά βιβλίων, άρθρων, μελετών και προσπαθειών κάποιων ονειροπόλων, που πιστεύουν ότι κάτι μπορεί να “φτιάξει” στην απονομή της Δικαιοσύνης στη χώρα μας, που διαχρονικά είναι ο Μεγάλος Ασθενής. Αυτή την περίοδο γίνονται προσπάθειες από τη Πολιτεία με πρωτοβουλία του κ. Φλωρίδη για ανόρθωση της Δικαιοσύνης.
Φοβάμαι όμως σε λάθος κατεύθυνση, γιατί το μέγιστο πρόβλημά της δεν είναι τεχνοκρατικό, αλλά ανάγεται στη λυδία λίθο της απονομής της Δικαιοσύνης, που είναι μόνο η ορθή δικανική κρίση. Γιατί, όπως λέει το παλιό γνωμικό, «ο Θεός να μας φυλάει από τα οπίσθια του μουλαριού, τα μπροστινά του καλογέρου και τη κρίση του δικαστή». Η επικινδυνότητα της δικαστικής κρίσης είναι μεγάλη, γιατί οι δυσμενείς συνέπειες επηρεάζουν όχι μόνο τη λειτουργία του κράτους δικαίου, την προάσπιση των ατομικών δικαιωμάτων, του δημοκρατικού πολιτεύματος, τις κοινωνικές δομές αλλά και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας.
Χωρίς ασφάλεια δικαίου δεν θα υπάρξουν σοβαροί επενδυτές, που θα είναι διατιθέμενοι να εμπλακούν σε ατέρμονες και αμφιβόλου αποτελέσματος δικαστικές διαδικασίες. Και, εφόσον χαθεί η εμπιστοσύνη στην ελληνική Δικαιοσύνη, κανένας δεν θα προσφεύγει σε αυτή, και επιπλέον για τους απλούς πολίτες, εφόσον δεν μπορούν να λύσουν τις διαφορές τους δικαστικά, θα έχομε θεαματικά αύξηση των αυτοδικιών…
Η δικανική κρίση σχηματίζεται βάσει της αρχής της ηθικής απόδειξης, όπως αυτή ορίζεται στο άρθρο 177 Κ.Ποιν. Δ., σύμφωνα με το οποίο οι δικαστές πρέπει να αποφασίζουν κατά την πεποίθηση τους, ακολουθώντας τη φωνή της συνείδησης τους. Στο δικανικό όμως σύστημα μας δεν υπάρχει η λεγόμενη κοινή αγωγή, δηλαδή δεν παρέχεται στον κοινό πολίτη το δικαίωμα προσφυγής στη Δικαιοσύνη για πράγματα που δεν τον αφορούν άμεσα και έτσι ο συνειδητός πολίτης παραμένει ανίσχυρος θεατής των κακώς κειμένων.
Η υπέρβαση των ακραίων ορίων της δικανικής κρίσεως, ακόμα και από πολυμελείς δικαστικούς σχηματισμούς, συνιστά πειθαρχικό αδίκημα του δικαστή, που όμως αν δεν έχει εξαφανιστεί η απόφαση είναι πολύ δύσκολο να διακριβωθεί, λόγω της αποδεικτικής δυνάμεως του δεδικασμένου, πόσο μάλλον αν αφορά αποφάσεις ολομελειών ανωτάτων δικαστηρίων. Είναι γεγονός, ότι στο παρελθόν έχουν ασκηθεί πειθαρχικές διώξεις κατά ανωτάτων δικαστών, όχι όμως για εσφαλμένη δικανική κρίση αλλά για πράξεις ή παραλείψεις. Οι καταδίκες δικαστών για εσφαλμένη δικαστική κρίση είναι ελάχιστες, ενώ σχεδόν όλες αφορούν την καθυστέρηση έκδοσης δικαστικής απόφασης.
Σε γενικές γραμμές, τα πειθαρχικά συμβούλια των δικαστών είναι πολύ επιεική και κατά κανόνα δεν τιμωρούν, εκτός του ότι η πειθαρχική διαδικασία είναι απόρρητη. Η προβλεπόμενη αγωγή κακοδικίας κατά δικαστού είναι γράμμα κενό, γιατί όλες οι αγωγές που έχουν ασκηθεί έχουν απορριφθεί και πολλοί ενάγοντες έχουν καταδικαστεί σε αποζημίωση για συκοφαντική δυσφήμηση. Ενώπιον του ΕΔΑΑ (Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων) έχουν ασκηθεί κατά της χώρας μας και έχουν γίνει δεκτές περίπου 970 αγωγές για παράβαση του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (Ευρωπαϊκή Σύμβαση για Δικαιώματα του Ανθρώπου) “περί δικαίας δίκης”, στην οποία περιλαμβάνεται και η εσφαλμένη κρίση και η χώρα μας έχει καταδικασθεί σε καταβολή μεγάλων αποζημιώσεων.
Η αρχή της ηθικής απόδειξης όμως χωλαίνει στη πράξη, επειδή, όπως εκ του αποτελέσματος προκύπτει, οι επώνυμοι έχουν διαφορετική μεταχείριση, αφού στην ποινική δίκη σπανίως παραπέμπονται στο ακροατήριο και σπανίως δικάζονται. Στη δε πολιτική δίκη, ο σχηματισμός της είναι ατελής, επειδή καταργήθηκε η ζωντανή δια μαρτύρων απόδειξη. Οι ένορκες βεβαιώσεις, που την αντικατέστησαν, απηχούν μόνο τη φωνή των διαδίκων και ως εκ τούτου είναι πολύ δύσκολο σε έναν μη έμπειρο δικαστή να διακριβώσει την αλήθεια. Τα εφετεία συνήθως αντιγράφουν την πρωτόδικη απόφαση και, σε κάθε περίπτωση, ο δικανικός συλλογισμός λειτουργεί πρωθύστερα, γιατί πρώτα αποφασίζεται το αποτέλεσμα της δικαστικής απόφασης και στη συνέχεια διατυπώνεται το σκεπτικό που αιτιολογεί τη λήψη της απόφασης. Με εξαιρέσεις φυσικά, γιατί υπάρχουν εξαιρετικοί δικαστές που τιμούν το θεσμό.
Και οι κρίνοντες κρίνονται
Σε μια δημοκρατική χώρα, όπου υπάρχει πραγματικό κράτος δικαίου και όχι ψευδεπίγραφο, ο νόμος έπρεπε να εφαρμόζεται άνευ διακρίσεως για όλους τους πολίτες, που θεωρητικά είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Όμως κάποιοι, κυρίως οι πολιτικοί και οι επώνυμοι και όχι μόνο, κατά τη δικαστική μεταχείριση είναι περισσότερο ίσοι από τους άλλους, όπως λέει ο Orwell στη “Φάρμα των Ζώων”, επειδή είναι μέλη πολιτικού κόμματος “τα δικά μας παιδιά” ή είναι μέλη μιας προνομιούχου κάστας.
Βασική δημοκρατική αρχή αποτελεί ότι και οι κρίνοντες κρίνονται. Αλλά, διαχρονικά, οι ηγεσίες των ανωτάτων δικαστηρίων και οι δικαστικές ενώσεις δείχνουν τη δυσφορία τους για την κριτική δικαστικών αποφάσεων και την αμφισβήτηση της ουσιαστικής ορθότητάς τους και κάνουν εκκλήσεις να επιδείξουν οι πολίτες εμπιστοσύνη στη Δικαιοσύνη. Όμως, αυτή η εμπιστοσύνη έχει σχεδόν χαθεί, αφού, ενώ στη δημοσκόπηση που πραγματοποίησε το 2008 ο καθηγητής Πανάς η Δικαιοσύνη απολάμβανε το 64% της εμπιστοσύνης του ελληνικού λαού, στη δημοσκόπηση της KR στις 6.9.2022 το ποσοστό της εμπιστοσύνης περιορίστηκε στο 15%.
Φοβάμαι, ότι για μεγάλο ποσοστό του ελληνικού λαού έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη στην ελληνική Δικαιοσύνη. Αυτό συμβαίνει όχι μόνο σ’ αυτούς που έχουν εμπλακεί προσωπικά, ταλαιπωρήθηκαν και δεν βρήκαν το δίκιο τους. Όλοι γνωρίζουν ότι όλες οι μεγάλες υποθέσεις που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη, όπως της Siemens, Novartis, C41, κ.λπ. έπαυσε η ποινική δίωξη λόγω παραγραφής, κατά επιτυχή δικηγορικό χειρισμό με ευθύνη όμως δικαστών κατά την προδικασία και κυρία διαδικασία με τις αφειδώς χορηγούμενες αναβολές δίκης.
Το “Παιχνίδι με το Σύστημα”
Με το προηγούμενο βιβλίο, με τίτλο “Παιχνίδι με το Σύστημα”, ο συγγραφέας εξέθεσε πώς με την ιδιότητα του οικονομικού επιθεωρητή διενήργησε οικονομικό έλεγχο και διαπίστωσε τη διασπάθιση εκατομμυρίων δημόσιου χρήματος στον ΟΕΕΚ (Οργανισμός Επαγγελματικής Εκπαίδευσης και Κατάρτισης). Τα πορίσματά του οδήγησαν στην άσκηση ποινικής δίωξης σε βαθμό κακουργήματος σε βάρος 37 στελεχών του ΟΕΕΚ και, παρά την παραπεμπτική εισαγγελική πρόταση, το Συμβούλιο Εφετών, με το χωρίς επαρκή αιτιολογία βούλευμά του, έκρινε ότι δεν πρέπει να γίνει κατηγορία.
Συνήθως, το δικαστικό συμβούλιο δια αναφοράς αποδέχεται τη πρόταση του εισαγγελέως. Όταν όμως την απορρίπτει, αιτιολογεί ειδικά όλα τα σημεία αυτής, πράγμα που κατά τον συγγραφέα δεν συνέβη στην περίπτωση αυτή. Δυστυχώς, στην πράξη επιβεβαιώνεται ότι, κατά κανόνα, οι επώνυμοι και οι δικηγόροι δεν παραπέμπονται στο ακροατήριο. Η πρακτική αυτή αποτελεί modus operandi πολλών δικαστών, που οφείλεται σε διαχρονική ώσμωση μεταξύ δικαστών και δεν σημαίνει απαραίτητα παρέμβαση ή συναλλαγή, αλλά μάλλον αποφυγή ευθυνών.
Σαφώς, οι δυσλειτουργίες της δικαιοσύνης οφείλονται κατά κύριο λόγο στη πολυνομία και τις αλλεπάλληλες τροποποιήσεις των νόμων, στη δικομανία των Ελλήνων, στη καταλυτική επίδραση των δικηγόρων που απέχουν από τα καθήκοντα τους, αδιαφορώντας αν διαλύεται το κράτος, αλλά και οι δικαστές δεν είναι άμοιροι ευθυνών, κυρίως για τη καθυστέρηση απονομής της και την έκδοση εσφαλμένων αποφάσεων. Κάθε όμως προσπάθεια ριζικών αλλαγών στη Δικαιοσύνη προσκρούει σε συνταγματικές προβλέψεις, που μόνο με την αναθεώρηση του Συντάγματος μπορούν βελτιωθούν και στις αντιδράσεις των συνδικαλιστικών ενώσεων δικαστών και δικηγόρων, που προβάλλουν τα συνδικαλιστικά μικροσυμφέροντα τους έναντι του δημοσίου συμφέροντος.
Ομολογώ, ότι η λειτουργία και η αποτελεσματικότητα του δημοσιονομικού ελέγχου του Ελεγκτικού Συνεδρίου και οι σχετικές γραφειοκρατικές διαδρομές είναι για μένα terra incognita, και ως εκ τούτου δεν μπορώ ούτε να κατανοήσω ούτε να σχολιάσω τα αναγραφόμενα στο πόνημα σχετικά με τα πεδία αυτά. Γι’ αυτό, για περαιτέρω ενημέρωση, σας παραπέμπω στα δύο βιβλία του συγγραφέα, από τα οποία, όπως και από την εμπειρία μου ως Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι ελάχιστα από τα κλεμμένα δημόσια χρήματα ανακτώνται με το ισχύον σύστημα δημοσιονομικού ελέγχου και καταλογισμού. Ακόμα και οι τελεσίδικες καταλογιστηκές αποφάσεις δεν εισπράττονται.
Αμφιβάλλω αν τα ανακτώμενα χρήματα καλύπτουν τα έξοδα ανακτήσεως, οπότε ανακύπτει το ερώτημα μήπως πρέπει οι μηχανισμοί ελέγχου και καταλογισμού να αναμορφωθούν, ώστε να γίνουν πιο αποτελεσματικοί; Επίσης, ήταν ολέθριο λάθος η κατάργηση του προληπτικού ελέγχου των δημοσίων δαπανών από το Ελεγκτικό Συνέδριο και, δεδομένου ότι ο κατασταλτικός έλεγχος των δημοσίων δαπανών καθυστερεί υπέρμετρα και κατά κανόνα δεν αποδίδει, αποτελεί επιτακτική ανάγκη η επαναφορά του προληπτικού ελέγχου.
Πρέπει να σημειωθεί, ότι και η Πολιτεία ευθύνεται για το αίσθημα της ασυδοσίας που επικρατεί, και γιατί κατάργησε τον αυστηρό νόμο1608/1950 «περί καταχραστών δημοσίου χρήματος» που στα 70 χρόνια της ισχύος του αποδείχθηκε πολύ αποτελεσματικός, και γιατί τρεις φορές με νόμο κατέστησε τις άτυπες δηλαδή παράνομες δαπάνες των ΟΤΑ (Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης) νόμιμες, και γιατί πρόσφατα με το άρθρο 67 ν.4735/2020 παραγράφηκαν πράξεις απιστίας τοπικών αρχόντων ακόμα και βεβαιωμένες από το Ελεγκτικό Συνέδριο. Συμπέρασμα οι πολιτικοί δεν βάζουν μυαλό με τίποτα και παρέχουν αμνηστία στο συνάφι τους, αντί να δώσουν πρώτοι το καλό παράδειγμα.
Συνοψίζοντας, και τα δύο βιβλία του συγγραφέα περιγράφουν μια τίμια και ειλικρινή προσπάθεια ενός μοναχικού καβαλάρη, που «τον αγώνα τον καλόν ηγώνισται» κατά την ευαγγελική ρήση, για την ολοκλήρωση μετά συνεπειών ενός δημοσιονομικού ελέγχου.
O Λέανδρος Ρακιντζής είναι συνταξιούχος δικαστικός, πρώην Γενικός Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης.