Τα διακυβεύματα του 2024: Η κλιματική πολιτική σε πρώτο πλάνο
Από Nathan Canas | EurActiv.com | Μεταφρασμένο από Μαριάνθη Πελεκανάκη
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναμένεται να καταθέσει τον προτεινόμενο κλιματικό της στόχο για το 2040 στις 6 Φεβρουαρίου. Η πρόταση αυτή πρόκειται να αποτελέσει παρακαταθήκη της τωρινής διοίκησης προς τη νέα ομάδα της Κομισιόν που θα σχηματιστεί μετά τις ευρωεκλογές του Ιουνίου.
Το κατάλληλο επίπεδο κλιματικής φιλοδοξίας της ΕΕ για το 2040 βρέθηκε στο επίκεντρο της συζήτησης όταν οι Ευρωβουλευτές ψήφισαν για την έγκριση του νέου Ευρωπαίου Επιτρόπουγια το κλίμα, Wopke Hoekstra, τον Οκτώβριο.
Υπό την πίεση των ευρωβουλευτών, ο Hoekstra δεσμεύτηκε να υπερασπιστεί τη μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 90% έως το 2040, σε συμφωνία με την συμβουλευτική πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιστημονικής Συμβουλευτικής Επιτροπής για την Κλιματική Αλλαγή, η οποία συνέστησε μείωση κατά 90-95%.
Για την περιβαλλοντική ομάδα εκστρατείας Carbon Market Watch, το σχέδιο-στόχος για το 2040 αποτελεί την τελευταία ευκαιρία για την Επιτροπή να αφήσει μια σημαντική παρακαταθήκη στον αγώνα κατά της κλιματικής αλλαγής.
«Υποστηρίζουμε την υιοθέτηση ενός νομικά δεσμευτικού στόχου για τη μείωση των ακαθάριστων εκπομπών κατά περισσότερο από 90% σε σύγκριση με το 1990», λέει ο Sam Van den Plas, διευθυντής πολιτικής στο Carbon Market Watch.
Παρόλα αυτά, ο Van den Plas κατέστησε επίσης σαφές ότι οι περιβαλλοντικές ομάδες αναμένουν από την ΕΕ να υιοθετήσει ένα πολύ υψηλότερο επίπεδο φιλοδοξίας, σύμφωνα με τους στόχους της συμφωνίας του Παρισιού.
«Θα προτιμούσαμε να δούμε έναν στόχο καθαρών μηδενικών εκπομπών για το 2040», δήλωσε στο Euractiv, θέση η οποία υποστηρίζεται επίσης από άλλες περιβαλλοντικές ομάδες όπως το WWF.
«Η θέση της WWF είναι ότι η ΕΕ θα πρέπει να επιδιώξει να επιτύχει κλιματική ουδετερότητα – 100% μείωση των καθαρών εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου – έως το 2040 και να μειώσει τις εκπομπές έως το 2030 κατά 65%», δήλωσε η ομάδα προστασίας της φύσης.
Ο Pascal Canfin, πρόεδρος της επιτροπής περιβάλλοντος του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, υποστηρίζει επίσης έναν υψηλό στόχο για το 2040.
Σύμφωνα με τον ίδιο, ο ρυθμός μείωσης των εκπομπών που έχει καθοριστεί για το 2020 και το 2030 (-20% και -55% σε σύγκριση με τα επίπεδα του 1990) θέτει ήδη την ΕΕ σε τροχιά για την επίτευξη μείωσης των εκπομπών κατά 90% έως το 2040.
«Εάν καταβάλουμε την ίδια προσπάθεια μεταξύ 2030 και 2040, θα φτάσουμε στο -90%», δήλωσε σε πρόσφατη συνέντευξή του στην Euractiv.
Ο Canfin επεσήμανε επίσης τη Συμφωνία του Παρισιού, η οποία αναφέρει ότι οι εκπομπές στις πλούσιες χώρες πρέπει να γίνουν καθαρά μηδενικές έως το 2050 «το αργότερο», υποδεικνύοντας ότι μια προθεσμία του 2045 θα ήταν προτιμότερη για να συμβαδίζει με τις δεσμεύσεις της ΕΕ.
«Σύμφωνα με τον Διεθνή Οργανισμό Ενέργειας (ΔΟΕ), η Ευρώπη θα πρέπει να φτάσει στο καθαρό μηδέν έως το 2045», δήλωσε ο Γάλλος ευρωβουλευτής.
Αφαίρεση άνθρακα
Ένα άλλο βασικό ζήτημα στη συζήτηση για τον στόχο του 2040 είναι το μερίδιο της μείωσης των εκπομπών, το οποίο αναμένεται να προέλθει από την αφαίρεση εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα μέσω των λύσεων που βασίζονται στη φύση, όπως τα δάση και η διατήρηση της φύσης.
Σύμφωνα με το Carbon Market Watch, πρέπει να γίνει σαφής διάκριση, με ξεχωριστούς στόχους για τις μειώσεις των εκπομπών, την απομάκρυνση άνθρακα προερχόμενη από τη χρήση γης και τη δασοκομία (LULUCF) και εκείνες που επιτυγχάνονται με τεχνολογικά μέσα όπως η άμεση δέσμευση του αέρα (DAC).
«Συνιστούμε ανεπιφύλακτα τον διαχωρισμό των μειώσεων των εκπομπών από τις τεχνολογικές απορροφήσεις άνθρακα και τους στόχους LULUCF», αναφέρει το Carbon Market Watch στη συμβολή του στο σχέδιο στόχων της Επιτροπής για το 2040.
Στο πλαίσιο αυτό, ο Van den Plas σημειώνει ότι η Επιτροπή θα παρουσιάσει επίσης στις 6 Φεβρουαρίου ανακοίνωση σχετικά με ένα «βιομηχανικό σχέδιο διαχείρισης του άνθρακα», με στόχο την ανάπτυξη τεχνολογιών δέσμευσης και αποθήκευσης άνθρακα για τη μείωση των εκπομπών από τις βαριές βιομηχανίες.
«Η απομάκρυνση του διοξειδίου του άνθρακα πρέπει να διαδραματίσει κάποιο ρόλο, αλλά αν η πολιτική επικεντρωθεί μόνο στην αντιστάθμιση για τις βαριές βιομηχανίες, υπάρχει κίνδυνος να συνεχίσουμε να παράγουμε εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου», προειδοποιεί ο Van den Plas.
Κρίσιμο είναι το γεγονός ότι, σύμφωνα με τους ακτιβιστές, οι πιστώσεις για την απαλλαγή του άνθρακα πρέπει να εξαιρεθούν από το σύστημα εμπορίας εκπομπών της ΕΕ, προκειμένου να διατηρηθεί η πίεση στους ρυπαίνοντες να απαλλαγούν από τον άνθρακα.
«Οι αγορές άνθρακα είναι εγγενώς ακατάλληλες για την απαλλαγή από τον άνθρακα, επειδή η ποιότητα είναι το βασικό μέλημα και όχι η τιμή», υποστηρίζει η CMW.
Κάτι τέτοιο θα κινδύνευε επίσης να υπονομεύσει την αγορά άνθρακα της ΕΕ, διότι «θα έστελνε ένα μήνυμα στους συμμετέχοντες στην αγορά ότι το ανώτατο όριο του ΣΕΔΕ της ΕΕ δεν θα είναι δεσμευτικό στο μέλλον», προειδοποιεί.
Αντίθετα, «θα πρέπει να θεσπιστεί ξεχωριστός στόχος για τις εν λόγω απορροφήσεις ο οποίος θα είναι βασισμένος σε μια ισχυρή αξιολόγηση της βιωσιμότητας και του δυνητικού αντικτύπου των δραστηριοτήτων αυτών», υποστηρίζει η CMW.
Αποφυγή της αποβιομηχάνισης
Οι ευρωπαϊκές βιομηχανίες, από την πλευρά τους, δηλώνουν ότι υποστηρίζουν τους κλιματικούς στόχους της ΕΕ, αλλά προειδοποιούν ότι οι πολιτικές απαλλαγής από τον άνθρακα πρέπει επίσης να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητά τους σε σχέση με τις εταιρείες εκτός Ευρώπης.
«Ένας πρωταρχικός στόχος 90% για ολόκληρη την κοινωνία της ΕΕ συνεπάγεται σχεδόν πλήρη αποανθρακοποίηση των ενεργοβόρων βιομηχανιών, όπως ο χάλυβας», λέει η Ευρωπαϊκή Ένωση Χάλυβα, Eurofer.
«Αυτό είναι εφικτό μόνο εάν υπάρχει η βεβαιότητα ότι θα έχουμε πρόσβαση σε ανταγωνιστική καθαρή ενέργεια σε πρωτοφανείς ποσότητες, ενώ παράλληλα θα εξισώνονται οι όροι ανταγωνισμού με άλλες περιοχές του κόσμου που δεν μοιράζονται τις ίδιες φιλοδοξίες για το κλίμα», προσθέτει η Eurofer, σημειώνοντας ότι μόνο η απαλλαγή από τον άνθρακα της χαλυβουργίας της ΕΕ «θα απαιτούσε το ισοδύναμο της σημερινής κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας της Γερμανίας».
Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο Χημικής Βιομηχανίας (CEFIC) συμφωνεί επίσης. Στη συμβολή του στη συζήτηση για τον κλιματικό στόχο της ΕΕ για το 2040, αναφέρει ότι πρέπει να υπάρξουν «στέρεες λύσεις χρηματοδότησης» για τη στήριξη των επενδύσεων χαμηλών εκπομπών άνθρακα, παράλληλα με μεγαλύτερη «διαθεσιμότητα και προσβασιμότητα σε ενέργεια χαμηλών εκπομπών άνθρακα και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας».
Ο φόβος της CEFIC είναι ότι ο συνδυασμός υψηλών τιμών ενέργειας, αυξανόμενου κόστους άνθρακα και έλλειψης χρηματοδοτικής στήριξης από τις κυβερνήσεις θα ωθήσει τις χημικές εταιρείες να εγκαταστήσουν νέα εργοστάσια εκτός της ΕΕ, όπου το κόστος παραγωγής είναι συνήθως χαμηλότερο.
«Οι προσπάθειες της Ευρώπης να μειώσει τις βιομηχανικές εκπομπές δεν πρέπει να οδηγήσουν στη μετατόπιση τμημάτων ζωτικής σημασίας βιομηχανικών αλυσίδων αξίας», προειδοποιεί η CEFIC.
Η Eurofer επιχειρηματολογεί στο ίδιο μήκος κύματος, λέγοντας ότι «οι κλιματικές φιλοδοξίες πρέπει να επιτευχθούν μέσω της καινοτομίας και των επενδύσεων στην Ευρώπη και όχι μέσω της αποβιομηχάνισης».
Επόμενα βήματα
Οι 27 υπουργοί Περιβάλλοντος της ΕΕ θα έχουν την ευκαιρία να συζητήσουν το σχέδιο στόχων για το 2040 όταν θα συγκεντρωθούν στις 16 Ιανουαρίου για το πρώτο άτυπο Συμβούλιο Περιβάλλοντος που θα πραγματοποιηθεί υπό τη βελγική προεδρία της ΕΕ.
Αφού η Επιτροπή υποβάλει την πρότασή της στις 6 Φεβρουαρίου, θα ακολουθήσει επίσημη ανταλλαγή απόψεων στο Συμβούλιο των Υπουργών Περιβάλλοντος στις 25 Μαρτίου.
Στη συνέχεια, οι αρχηγοί κρατών της ΕΕ θα έχουν την ευκαιρία να τοποθετηθούν επί της συζήτησης σε σύνοδο κορυφής στις 27-28 Ιουνίου, στο πλαίσιο της στρατηγικής ατζέντας της ΕΕ για το 2024-2029, η οποία θα καθορίσει και τις προτεραιότητες της ΕΕ για τον νέο θεσμικό κύκλο μετά τις ευρωεκλογές του Ιουνίου.