Ρεμπέτικο τραγούδι και πολιτική

Επιμέλεια: Βαγγέλης Πάλλας, Δημοσιογράφος – Ερευνητής – Αναλυτής IFJ/SPJ

ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΣΤΟ ΡΕΜΠΕΤΙΚΟ

Το λαϊκό τραγούδι αποτελεί κατά γενικό κανόνα την πιο άμεση και αυθόρμητη καλλιτεχνική έκφραση της ανθρώπινης ύπαρξης. Εκφράζει με το δικό του ιδιότυπο τρόπο πολλά και τις περισσότερες φορές αντικρουόμενα συναισθήματα: Οργή, διαμαρτυρία, αγανάκτηση, χαρά, πόνο. Από τα νεώτερα δημιουργήματα του ελληνικού λαού είναι και το λαϊκό τραγούδι, το οποίο έκανε τα πρώτα του βήματα παράλληλα με τη γέννηση του νεοελληνικού αστικού βίου (αρχές του 20ού αιώνα). Είναι κατά κύριο λόγο αστικό τραγούδι και συμπίπτει χρονολογικά με μια εποχή όπου η εργατική τάξη στην Ελλάδα αρχίζει να μορφοποιείται αργά και αρκετά βασανιστικά.

Οι έντονες αντιπαραθέσεις κατά κύριο λόγο στη Βαλκανική Χερσόνησο (1912-13), βοηθούν την εργατική τάξη να αποκτήσει συνείδηση και να αυξηθεί σημαντικά σε αριθμητικό επίπεδο, φτάνοντας το 1918 στην ίδρυση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδος. Η Μικρασιατική Καταστροφή και η έλευση των μικρασιατών προσφύγων το 1922 διαμορφώνει νέους όρους σε όλους τους τομείς της ζωής στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στο κομμάτι του πολιτισμού. Το λαϊκό τραγούδι βάζει τα πρώτα και γερά θεμέλια που θα το κρατήσουν ζωντανό στις καρδιές και τη συνείδηση του λαού για αρκετές δεκαετίες. Η παραγωγή αξιόλογων τραγουδιών γίνεται μια πραγματικότητα και ιδιαίτερα μετά την απελευθέρωση από τους γερμανούς κατακτητές, αποκτά νέους ορίζοντες απευθυνόμενο σε πλατύτερες κοινωνικές ομάδες με βασικούς θεματικούς άξονες την κοινωνική διαμαρτυρία, την εργατική ζωή, τον ξεριζωμό, τον αποχωρισμό.

Τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα η εργατική τάξη στην Ελλάδα αρχίζει να λαμβάνει τα πρώτα μηνύματα κοινωνικής ριζοσπαστικοποίησης από την υπόλοιπη Ευρώπη. Τον 19ο αιώνα είναι τα μηνύματα του επαναστατικού κύματος του 1848, το οποίο είκοσι τρία χρόνια αργότερα, το 1871 έφτασε στους«ουρανούς» με την κορύφωση και την εγκαθίδρυση της λαϊκής εξουσίας στην Παρισινή Κομμούνα. Οι αγώνες των αμερικανών εργατών για το οκτάωρο και τα γεγονότα της Εργατικής Πρωτομαγιάς του 1886 στο Σικάγο αποτέλεσαν σημαντικό ορόσημο για τους έλληνες εργαζόμενους και το γιορτασμό της εργατικής Πρωτομαγιάς στην Αθήνα από τα τέλη του 19ου αιώνα (1893-94). Επίσης ένα γεγονός που δεν είναι ευρύτερα γνωστό σε πολλούς αλλά αποτελεί κατά κάποιο τρόπο ορόσημο για την συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης των αρχών του 20ού αιώνα, ήταν τα γεγονότα στα ανθρακωρυχεία του Koλοράvτο των ΗΠΑ το 1914 με πρωταγωνιστές έλληνες συνδικαλιστές με επικεφαλής τον Κρητικό Λούη Τίκα, που δολοφονήθηκε άνανδρα κατά τη διάρκεια των διαβουλεύσεων με την εργοδοσία των ανθρακωρυχείων. Τα γεγονότα έγιναν γνωστά χάρη στην παρουσία και την κάλυψη των γεγονότων από τον κομμουνιστή δημοσιογράφο ΤζονΡιντ αλλά και από την κάλυψη που τους έδωσε ο ελληνόφωνος Τύπος των ΗΠΑ.

Το εργατικό – λαϊκό τραγούδι την εποχή εκείνη χωρίστηκε θεματικά σε πέντε μεγάλες κατηγορίες: Επαγγέλματα, μετανάστευση, συνθήκες ζωής – κοινωνική αδικία, συνθήκες εργα­σίας, διεκδικητικοί αγώνες.

Για τα πρώτα χρόνια του Μεσοπο­λέμου και τη γέννηση του λαϊκού τρα­γουδιού πρέπει να ληφθεί σοβαρά η κάθε είδους λογοκρισία η οποία ξεκίνησε να ασκείται από τη μεταξική δι­κτατορία χωρίς κανείς να μπορεί να προσδιορίσει με ακρίβεια το πότε τε­λείωσε (και εάν τελείωσε). Με μια βαθύτερη αναζήτηση, ο ερευνητής ί­σως είναι σε θέση να ανασύρει λέξεις κλειδιά που κρύβουν αλληγορικά νοή­ματα και έχουν ως κύριο σκοπό να ανασύρουν από τον Καιάδα της λογοκρισίας το τεκμήριο της φιμωμένης έκφρασης.

Τραγούδια με αντικείμενο τις συν­θήκες ζωής και την κοινωνική αδικία γράφονται μαζικά. Το 1932 ο Πανα­γιώτης Τούντας γράφει το τραγούδι ο Εργάτης, το πρώτο λαϊκό όπου οι ερ­γάτες αρχίζουν να κατανοούν την ορ­γανωμένη ύπαρξη της τάξης τους:

Είμαι εργάτης τιμημένος
όπως όλη η εργατιά
και τεχνίτης ξακουσμένος
λεοντάρι στη δουλειά

Ο Βαγγέλης Παπάζογλου το 1937 με το τραγούδι Το παιδί του δρόμου μας δίνει ένα από τα πρώτα δείγματα τραγουδιού κοινωνικού προβληματισμού με έντονες αναφορές στην κοι­νωνική αδικία της εποχής. Ο στίχος «βρέθηκα έτσι στον ντουνιά» βγήκε μετά από αλλαγή άλλου στίχου με α­φορμή τα τραγικά γεγονότα της Θεσσαλονίκης του 1936 και τους δεκάδες νεκρούς και τραυματίες εργάτες. Ο Μάρκος Βαμβακάρης με το όσοι έχουνε πολλά λεφτά μας δίνει με το δικό του κλασσικό τρόπο την κοινωνική κριτική εναντίον του πολιτικού κατεστημένου και της άρχουσας τάξης. Πάλι ο Μάρκος Βαμβακάρης την ίδια χρονιά με το τραγούδι Ο Μάρκος υπουργός κινείται με μια έντονη σαρκαστική διάθεση και μετά τις συμπληρώσεις που έγιναν επί του πάλκου (τελευταία πρόσθετη) στροφή είναι εμφανής η προσπάθεια που γίνεται για πλατύτερη υποστήριξη του Παλλαϊκού Μετώπου.

Ο Παναγιώτης Τούντας το 1934 με το τραγούδι Εγώ είμ’ η μπολσεβίκα προβάλλει τη δυνατότητα της απελευ­θέρωσης της γυναίκας που έδωσε η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917. Την ίδια χρονιά, ο Κ. Ρούκουνας με το τραγούδι Η κρίσις αναφέρεται στην οικονομική κρίση του 1929 χτυ­πώντας με ιδιαίτερα καυστικό τρόπο τους θεσμούς. Το 1937 ο Μάρκος Βαμβακάρης με το τραγούδι Ήθελα να’μουν ισχυρός καταγράφει τα χα­ρακτηριστικά των ηγετών της εποχής, κλείνοντας με αναφορές στον Ι. Β. Στάλιν και την ομοιοκαταληξία «κα­μάρι – παλικάρι».

Τραγούδια με σημεία αναφοράς τις συνθήκες δουλειάς και τους κοινωνικούς αγώνες είναι δυσεύρετα μέ­χρι τις αρχές της δεκαετίας του 1940. Λόγω αυτού, η εργατική τάξη στην Ελλάδα την περίοδο του Μεσοπολέμου εκφραζόταν με τραγούδια κοινω­νικών αγώνων άλλων χωρών (Ρωσία, ΗΠΑ, Ιταλία) προσαρμόζοντας ελλη­νικούς στίχους σε τραγούδια όπως Ο Μπεζεντάκος, Η Διεθνής, Μαύρα κο­ράκια.

Με την υποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων από την Αλβανία και την άνθηση της επιθεώρησης, το δι­σκογραφικό υλικό της εποχής είναι ουσιαστικά ανύπαρκτο. Η ίδρυση των πρώτων αντιστασιακών ομάδων σηματοδοτεί την απαρχή για μια πλειά­δα τραγουδιών με αγωνιστικό ύφος και αντιστασιακό περιεχόμενο, τα ο­ποία πραγματικά εξέπληξαν κυρίως λόγω του γεγονότος ότι μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα.

Τα περισσότερα από αυτά τα τρα­γούδια ήταν διεθνή επαναστατικά ή δημοτικά τραγούδια πάνω στα οποία μπήκαν νέοι στίχοι σχετιζόμενοι με την εθνική αντίσταση και τον αγώνα κατά των γερμανών κατακτητών. Ελά­χιστα τραγούδια γράφτηκαν από την αρχή όπως: Ο ύμνος του ΕΛΑΣ, Στ’ άρματα – στ’ άρματα, Ο ύμνος της ΕΠΟΝ και το Τραγούδι του ΕΑΜ. Μεγάλοι στιχουργοί και συνθέτες της εποχής όπως οι Βασίλης Τσιτσάνης, Δημήτρης Γκόγκος (Μπαγιαντέρας), Κώστας Βίρβος και Μάρκος Βαμβα­κάρης γράφουν τραγούδια με βάση τα γεγονότα της εποχής που μέχρι σήμε­ρα αποτελούν σημείο αναφοράς. Ο Βασίλης Τσιτσάνης σε στίχους Κώστα Βίρβου συνθέτει το πασίγνωστο Της γερακίνας γιος με αναφορά στα βασα­νιστήρια που υπέστη νεαρός συγκρατούμενος του Κώστα Βίρβου στα κολαστήρια της οδού Μέρλιν από τους γερμανούς κατακτητές και τους συ­νεργάτες τους. Άλλη μια επίσης χαρα­κτηριστική περίπτωση αποτελούν το 1944 δύο ΕΑΜικοί ύμνοι που γράφτη­καν από τον Βασίλη Τσιτσάνη, τρα­γουδήθηκαν από τους αριστερούς αλ­λά ποτέ δεν έγιναν δίσκοι. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του στιχουργού Κώ­στα Βίρβου, τους συγκεκριμένους στί­χους έπαιζε ο Τσιτσάνης στο ουζερί του στη Θεσσαλονίκη μέχρι το 1946 ό­ταν αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αθήνα. Το ένα από τα δύο τραγούδια έχει τίτλο Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ:

Χρόνια τώρα πάνω στα βουνά
της Ελλάδας τα γερά παιδιά
το ντουφέκι πάντα συντροφιά
πολεμούν για την ελευθερία
Ζήτω το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ,
της ΕΠΟΝ ο κάθε ήρωας.
Δόξα και τιμή στους τρεις εσάς

Το τραγούδι Σκλαβωμένη Ελλάδα του Μπαγιαντέρα και τα τραγούδια του Νίκου Γούναρη και του Μάρκου Βαμβακάρη με τον ίδιο τίτλο και το ί­διο θέμα Χαϊδάρι αποτελούν δύο από τα σημαντικότερα δείγματα τραγου­διών τα σκληρά χρόνια της Εθνικής Αντίστασης.

Το τέλος της γερμανικής κατοχής και η έναρξη του Εμφυλίου Πολέμου συμπίπτουν όσον αφορά το λαϊκό τραγούδι με μια εποχή έντονης λογοκρισίας, οδηγώντας πολλά από τα κα­λύτερα τραγούδια των λαϊκών δημιουργών της εποχής στα καλάθια της Αστυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών «ως έχοντα αλληγορικήν σημασίαν, εξ ου δύνανται να δημιουργηθούν αντεγκλήσεις και διασάλευσις της τά­ξεως».

Τραγούδια σύμβολα όπως: Κάποια μάνα αναστενάζει, Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι, και Φτωχέ διαβάτη αποδί­δουν το κλίμα μιας εποχής όπου οι νι­κητές επιβάλλονται κατά των ηττημέ­νων σε όλα τα επίπεδα, προσφέρο­ντας μια ακόμη πιο μελαγχολική εικό­να σε μια άκρως διχασμένη κοινωνία. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ο αποκλεισμός και η λογοκρισία βά­ζουν στο περιθώριο σημαντικούς (ε­μπορικούς) συνθέτες, όπως οι Βασί­λης Τσιτσάνης και Μάρκος Βαμβακά­ρης. Ο πρώτος εκτοπίζεται από τις ε­ταιρίες δίσκων γιατί αρνείται να γρά­ψει κατά παραγγελία και ο δεύτερος μεταξύ 1951-59 δίνει στην εγχώρια δι­σκογραφία μόνο δύο τραγούδια.

Η κοινωνική αδικία και οι συνθή­κες της ζωής εκφράστηκαν από τραγούδια όπως το Πάλιωσε το σακάκι μου του Βασίλη Τσιτσάνη, η Φτώχεια του Απόστολου Χατζηχρήστου και με κορυφαίο το τραγούδι Της κοινωνίας η διαφορά του Βασίλη Τσιτσάνη που α­παγορεύτηκε από τη λογοκρισία, εκφράζουν παραστατικά το κλίμα της ε­ποχής. Οι διώξεις των αριστερών κατά την περίοδο του Εμφυλίου εκφράστη­καν από αρκετά τραγούδια με κορυ­φαίο σύμφωνα με πολλούς μελετητές το Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι που γρά­φτηκε με αφορμή τις συλλήψεις και τα βασανιστήρια αριστερών πολιτών στο Γεντί Κουλέ. Στις αρχές της δεκαετίας του 1950, ο Βασίλης Τσιτσάνης γράφει τις Φάμπρικες, ίσως τον μεγαλύτερο ύ­μνο της εργατικής τάξης στην Ελλάδα:

Βλέπεις κοπέλες στα υφαντουργεία
κι άλλες δουλεύουν στα εργαλεία,
στα καπνομάγαζα στα συνεργεία
Γεια σου περήφανη κι αθάνατη εργατιά!

ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΚΑΙ ΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΣΕ ΝΟΤΕΣ

Ο Θεόδωρος Δερβενιώτης, λο­χαγός του εφεδρικού ΕΛΑΣ κι εξόριστος στην Μακρόνη­σο συνθέτει αρκετά εργατικά τραγούδια με σημαντικότερο το Σαν τον πουλημένο βράχο σε στίχους της Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου. Ο Γυάλινος κόσμος του Απόστολου Καλδάρα σε στίχους Ευτυχίας Παπαγιαννοπούλου αποτελεί ένα από τα χαρα­κτηριστικότερα δείγματα εργατικού-λαϊκού τραγουδιού:

Ναι σου δώσω μια να σπάσεις
αχ βρε κόσμε γυάλινε,
για να φτιάξω μια καινούργια
κοινωνία άλληνε.

Ένα γεγονός το οποίο δεν πρέπει να ξεχνάει έστω και για σημειολογικούς λόγους όποιος ασχολείται έστω και ε­ρασιτεχνικά με το λαϊκό τραγούδι σε ό­λες του τις εκφάνσεις, είναι πως οι ση­μαντικότεροι συνθέτες και στιχουργοί του λαϊκού τραγουδιού προέρχονταν από την «κόκκινη» Θεσσαλία, μια περιο­χή με έντονη συμμετοχή στους λαϊκούς και κοινωνικούς αγώνες της Ελλάδας από τις αρχές του 20ού αιώνα (1910, Κιλελέρ). Ενδεικτικά αναφέρουμε τους Βασίλη Τσιτσάνη, Κώστα Βίρβο, Από­στολο Καλδάρα, Θεόδωρο Δερβενιώτη, Μπάμπη Μπακάλη, Χρήστο Κολοκο­τρώνη, Βασίλη Καραπατάκη.

Το λαϊκό τραγούδι εκφράζει τον α­πλό άνθρωπο κάθε εποχής, χωρίς να χάνει ποτέ την επικαιρότητά του. Ακού­σματα για τους φτωχούς, όνειδος για τους πλουσιότερους. Μουσική για την οποία διώκονταν όχι μόνο όσοι την έ­γραφαν, αλλά και όσοι την άκουγαν και την τραγουδούσαν. Χαρακτηριστικότε­ρο παράδειγμα τα «απαγορευμένα». Τραγούδια γραμμένα από ανθρώπους που αποστράφηκαν τα γεγονότα της ε­ποχής και τραγούδησαν τα βάσανά τους, την καθημερινότητά τους στις τα­βέρνες, τα καπηλειά και τους τεκέδες…

Εκτός όμως από τα τραγούδια, εκείνη την εποχή διώκονται και μουσικά όργανα, όπως το μπουζούκι, ο στύλος του λαϊκού τραγουδιού, που για πολλά χρόνια αποτέ­λεσε αιτία συλλήψεων. Ο ίδιος ο Μπιθικώτσης έχει δηλώσει πως μάθαινε μπου­ζούκι κρυφά από τον πατέρα του. Εξαι­τίας της παρανομίας του μπουζουκιού, φτιάχτηκε ο μπαγλαμάς. Σμίκρυνση του μπουζουκιού που μεταφέρονταν εύκολα χωρίς να γίνει αντιληπτό. Στίχοι της επο­χής λένε «κάτω απ’ το σακάκι κρύβω το μπαγλαμαδάκι». Περίοδοι με έντονα γε­γονότα όπως ο Α΄και ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η Μικρασιατική Καταστροφή, η Εθνική Αντίσταση και ο Εμφύλιος ταυτί­ζονται με τις διαφορετικές εκφάνσεις του λαϊκού τραγουδιού. Όσα συμβαίνουν στην Ελλάδα εκείνη την εποχή έχουν γίνει τρα­γούδια λιτά και παράλληλα βαθυστόχα­στα, εκφράζοντας τη σκληρή καθημερινό­τητα αλλά και τα ανθρώπινα όνειρα, τις α­ναμνήσεις του κακού παρελθόντος και τις ελπίδες ενός καλύτερου μέλλοντος. Το πο­λιτικό τους περιεχόμενο είναι επίσης έντονο αλλά ενίοτε εκφρασμένο με τρόπο αλληγορικό, ώστε να μην κινδυνεύουν από τη λογοκρισία.

Κάντε υπομονή κι ο ουρανός
θα γίνει πιο γαλανός
κάντε υπομονή μια λεμονιά
ανθίζει στη γειτονιά.
Ακόμα:
Μα εγώ δε ζω γονατιστός
είμαι της γερακίνας γιος.

Τσιτσάνης, Μπέλλου, Μπιθικώτσης, Θε­οδωράκης, άνθρωποι που τραγουδούν όσα συμβαίνουν με τρόπο βιωματικό και τα τρα­γούδια γίνονται ύμνοι. Τραγούδια που αντι­κατοπτρίζουν όσα συμβαίνουν στη χώρα και μιλούν στις καρδιές των ανθρώπων, αγ­γίζουν τους πάντες. Τα κάστρα του Γεντί Κουλέ, οι φυλακές του Ρίο και του Μπούρ­τζι γεμίζουν από κρατούμενους και βρίθουν τα τραγούδια, τα οποία γίνονται σημείο α­ναφοράς. Λόγια περιγραφικά, για τον πόνο των ανθρώπων, για όσα συμβαίνουν εκείνη την εποχή. Εποχή γεμάτη σκληρότητα, ανά­μεσα σε δύο παγκόσμιους και έναν πόλεμο που σημάδεψε πολύ περισσότερο την καθη­μερινότητα, τον Εμφύλιο.

Θ’ ανέβω και θα τραγουδήσω
στο πιο ψη­λότερο βουνό
ν’ ακούγεται στην ερημιά
ο πόνος μου με την πενιά.

Λόγια που περιγράφουν με απόλυτη γλαφυρότητα την εποχή εκείνη. Τραγούδια που ακόμα και αν κάποιος δεν γνωρίζει την ιστορία τους ή τη ζωή των δημιουργών τους, μπορεί να αντιληφθεί τον έντονο πο­λιτικό τους χαρακτήρα. Είναι πράγματι τραγούδια που αντικατοπτρίζουν μια ολό­κληρη εποχή, δεν την περιγράφουν απλά και αυτό φαίνεται από την αποδοχή που είχαν στον κόσμο. Τραγούδια – πονήματα. Στίχοι που «μίλησαν», όσο σε κανένα άλλο είδος μουσικής, στην ανθρώπινη ψυχή. Μουσική που άγγιξε την ανθρώπινη καρ­διά. Ο ανθρώπινος πόνος μεταφέρεται με τόσο μεγάλο συναισθηματισμό, ώστε κα­νείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει την αλή­θεια τους αλλά και τα έντονα βιωματικά χαρακτηριστικά τους. Γιατί η αποδοχή δεν οφείλεται τόσο στους επαναστατικούς στί­χους, ούτε στην εύηχη μουσική, όσο στη βιωματική ερμηνεία τους.

Το λαϊκό τραγούδι στην Ελλάδα ύστερα από μια μακρά πορεία με θεματικούς άξο­νες τη φτώχεια, την κοινωνική αδικία, τον ξεριζωμό, τις άθλιες συνθήκες εργασίας, δηλαδή τα βασικά προβλήματα που αντιμε­τώπιζε ο λαός στην Ελλάδα του 20ού αιώνα, σήμερα ίσως βρίσκεται μπροστά σε ένα μεταίχμιο. Συνεχίζει σήμερα να εκφράζει με το δικό του βουβό τρόπο τους πόνους, τις ελπίδες και τις ανησυχίες των λαϊκά ασθε­νέστερων κοινωνικών ομάδων, μετά από περιόδους έντονων κοινωνικών και πολιτι­κών αναζητήσεων και διεκδικήσεων, μπρο­στά σε μια κοινωνία ρευστή και σε ένα κό­σμο που φοβάται να διεκδικήσει αυτό που πραγματικά και δικαιωματικά του ανήκει.