Οι αποκλεισμοί της πανδημίας και οι επιπτώσεις της στην οικογένεια και την εκπαίδευση
γράφει στο peripteron.eu η Μερόπη Τζούφη, βουλευτής Ιωαννίνων και αναπλ. τομεάρχης Παιδείας ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ
Ο εγκλεισμός, εδώ και σχεδόν ένα χρόνο, λόγω του ιού που μας πολιορκεί, αναπτύσσει θυμό, αίσθηση εγκλωβισμού & ματαίωσης, φόβο για τις κοντινές επαφές, για την καθημερινότητα. Αυτό επιδεινώνεται με την επιβολή τιμωριών «σε όσους αντιστέκονται» από την κατέχουσα όλους τους αρμούς της εξουσίας ΝΔ, με συρρίκνωση των δυνατοτήτων παρέμβα- σης της αντιπολίτευσης, ακόμη και με ποινικοποίηση του αντιπολιτευτικού λόγου από το βήμα της Βουλής ή κατά πως απαιτούν τα ισχυρά εκδοτικά και επιχειρηματικά συμφέροντα και με κλίμα σκληρής αστυνομοκρατίας κατά απλών πολιτών.
Την ίδια στιγμή, οι κοινωνικά και οικονομικά ασθενέστερες ομάδες εμφανίζουν χαμηλότερο προσδόκιμο ζωής και υψηλή νοσηρότητα σε σύγκριση με τις προνομιούχες κοινωνικές ομάδες, ενώ και η θνησιμότητα από τον Covid-19, ήταν πολύ υψηλότερη στα φτωχά κοινωνικά στρώματα και στις μειονότητες, ακόμη και στο νοσοκομειακό περιβάλλον. Σε αυξημένο κίνδυνο θνησιμότητας βρίσκονται και οι άνθρωποι που πάσχουν από σοβαρά και χρόνια νοσήματα, επειδή δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση στις απαραίτητες δημόσιες υγειονομικές δομές, αφού λόγω της πανδημίας έχει αναβληθεί το 80% των χειρουργείων, μειώθηκαν κατά 40% οι τακτικοί έλεγχοι στα Ε.Ι., με αποτέλεσμα παραμέληση, μη έγκαιρη έναρξη κρίσιμων θεραπειών κ.α.
Σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις της πανδημίας και των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης, κυρίως σε κοινωνικές ομάδες με υψηλούς βαθμούς κοινωνικού αποκλεισμού, σε ανθρώπους που απολύθηκαν από την εργασία τους ή βρίσκονται σε αναστολή, σε μονομελή και πολύτεκνα νοικοκυριά, όπως και σε νοικοκυριά με ανάπηρα μέλη, που μένουν στο σπίτι χωρίς στήριξη ή κοινωνική φροντίδα. Επιπρόσθετα, η πανδημία και τα διαδοχικά lockdown έχουν οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση της ενδοοικογενειακής βίας κατά των γυναικών και των παιδιών τους – ο ΟΗΕ την χαρακτηρίζει «σκιώδη πανδημία».
Η κοινωνία, κουρασμένη και φοβισμένη, προσδοκά υγειονομικά μέτρα που θα την προστατεύσουν από την απειλή του covid και κοινωνικές πολιτικές που θα την προστατεύσουν από την φτώχεια, την ανεργία, τη βία, την κοινωνική απομόνωση, τις απανωτές ανισότητες. Πρώτη προτεραιότητα πρέπει να είναι η άρση των αποκλεισμών στη διαθεσιμότητα των εμβολίων, με την αφαίρεση της πατέντας από τις φαρμακευτικές εταιρείες, που χρηματοδοτήθηκαν αδρά από τους κρατικούς προϋπολογισμούς των εθνικών κρατών. Αυτή η προτεραιότητα υποστηρίχθηκε από τον ΠΟΥ, τον Αλέξη Τσίπρα, την Ευρωπαϊκή Αριστερά, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο (με αποχή των βουλευτών της ΝΔ), αρνείται, όμως, να την υλοποιήσει η ηγεσία της ΕΕ, παρά τις εκατόμβες των νεκρών. Το αποτέλεσμα είναι το χαμηλό ποσοστό εμβολιασμού, ακόμη και των μεγάλης ηλικίας και ευάλωτων ανθρώπων στην πιο κρίσιμη στιγμή της έξαρσης του τρίτου πανδημικού κύματος, με μεταλλαγμένα στελέχη και αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, παρά την κατακόρυφη αύξηση των κρουσμάτων, την κατάρρευση της οικονομίας και τον στραγγαλισμό της εργασιακής απασχόλησης, έχει αφήσει αναξιοποίητη κάθε ευκαιρία αποτελεσματικής αντιμετώπισης του πανδημικού φαινομένου (επιδημιολογική επιτήρηση, στοχευμένη ιχνηλάτηση, ενίσχυση της ΠΦΥ και του ΕΣΥ με μόνιμο προσωπικό, γενικευμένη χρήση με αποζημίωση των τεστ, επίταξη του ιδιωτικού τομέα, λήψη μέτρων στα ΜΜΜ, στους εργασιακούς χώρους, στα σχολεία, στα ΚΠΠ, στα νοσοκομεία κλπ).
Αντίθετα, με πρόταγμα τις νεοφιλεύθερες ιδεοληψίες της, βάλει και συμπιέζει παντού την οικογένεια και την εκπαίδευση, ψηφίζοντας τον πτωχευτικό κώδικα και την επιβολή της πανεπιστημιακής αστυνομίας και εξομοιώνοντας τα πτυχία των αδιαβάθμητων τριετών σπουδών με τις 5ετείς σπουδές στα ΑΕΙ. Παράλληλα, αντίθετα με την προσπάθεια αναβάθμισης της Επαγγελματικής και Τεχνικής εκπαίδευσης, που έγινε από την κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ από το 2016, επιχειρείται μαζική υποβάθμιση των σπουδών, παρά την ευρωπαϊκή κατεύθυνση για αναβάθμιση των πτυχιών σε επίπεδα από 5-8, για τις οικογένειες και τα παιδιά τους, που δεν θα έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν.
Ένα χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας, τα σχολεία ανοιγοκλείνουν, επαναλαμβάνοντας το ίδιο αποτυχημένο πείραμα (ξεκουρδισμένο ακορντεόν), σε βάρος της δημόσιας εκπαίδευσης και των οικογενειών. Ενδεικτικά αυξήθηκε, αντί να μειωθεί, ο αριθμός των μαθητών ανά τάξη σε νηπιαγωγεία και δημοτικά, δεν υπήρξε καμία μέριμνα για εξεύρεση νέων χώρων (πνευματικά κέντρα, πανεπι- στήμια, δημοτικοί χώροι), οι μάσκες διανεμήθηκαν σε κάθε μαθητή έπειτα από 10 μήνες από το ξέσπασμα της πανδημίας, τα τεστ μαθητών και εκπαιδευτικών παραμένουν μέχρι στιγμής κυβερνητικά διαγγέλματα, δεν υπάρχει αξιόπιστος μηχανισμός ιχνηλάτησης και δίδονται αντιφατι- κές οδηγίες για όμοιες περιπτώσεις κρουσμάτων. Την ίδια στιγμή, τα Ειδικά Σχολεία παραμένουν ανοιχτά, χωρίς τον εμβολιασμό των μαθητών και των εκπαιδευτικών ή συστηματική διερεύνηση με συνεχή και επαναλαμβανόμενα τεστ.
Επιπλέον, στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, τα μέτρα κατά της πανδημίας μετατρέπονται σε μηχανισμούς πειθάρχησης των κοινωνικών αντιδράσεων. Ο υγειονομικά αναγκαίος περιορισμός του συνωστισμού γίνεται εργαλείο κλιμάκωσης του αυταρχισμού και της αστυνομοκρατίας. Η κυβέρνηση, αντί για υγειονομική επιτήρηση, προωθεί την αστυνομική επιτήρηση: πρόστιμα, αναίτιες συλλήψεις, ξυλοδαρμούς των νέων στις πλατείες ή και των οικογενειών που προσπαθούν να «αναπνεύσουν» στα «έξυπνα μέτρα», που επειδή αποδεικνύονται βλακώδη, τα αναστέλλουν.
Η απειλή που δέχεται από την κρίση ο θεσμός της εκπαίδευσης διακυβεύει το μέλλον εκατομμυρίων παιδιών στον κόσμο, το μέλλον όλου του κόσμου τελικά. Μπορεί, όμως, ταυτόχρονα, να αποτελέσει το θεμέλιο για τη διαμόρφωση της νέας πραγματικότητας. Είναι, τελικά, η θεραπεία κατά των ανισοτήτων της επόμενης μέρας, με ένα άλλο πρόγραμμα δημοκρατικής αριστερής διακυβέρνησης που οφείλει να συνδιαμορφωθεί με όλο τον κόσμο που συναποτελεί την εκπαιδευτική κοινότητα, εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων, γονείς, μαθητές, φοιτητές. H συγκυρία της πανδημίας φέρνει τη συνειδητοποίηση σε ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του κόσμου της ανάγκης ενός γενικότερου επαναπροσδιορισμού σε όλους τους τομείς, και της αναγκαιότητας ενός αξιόπιστου δημόσιου τομέα στην υγεία, την παιδεία, την κοινωνική πρόνοια και την κοινωνική ασφάλιση.
Χρειάζεται μια προγραμματική αντεπίθεση, με βαθιές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές μεταρρυθμίσεις, που θα δώσει και πάλι ελπίδα στους εργαζόμενους, τη νεολαία και στα πλατιά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, με σεβασμό στις ανάγκες της νέας γενιάς και του περιβάλλοντος.