Οι ανθρωπιστικές σπουδές του Δυτικού Κόσμου
Οι ανθρωπιστικές σπουδές του Δυτικού Κόσμου
Όλες οι μοναρχίες της Ευρώπης είναι σχεδόν
θυγατέρες των ίδιων εθίμων και των ίδιων εποχών,
όλοι οι βασιλείς είναι πράγματι αδέλφια που τα ενώνει
η χριστιανική θρησκεία και η αρχαιότης των αναμνήσεων.
Chateaubriand,
«Περί του Βοναπάρτη και των Βουρβόνων», Μάρτιος 1815.
Παρά το εθνορομαντικό πλαίσιο της εξατομίκευσης των λαών στην Ευρώπη που «αναγνώριζε» τις μεταξύ τους φυσικές και συμπεριφορικές διαφορές, και παρά τις δυναστικές τους έριδες, η Ευρώπη που οικοδομήθηκε το 1815 επιβίωνε στις συνειδήσεις ως ο σύνδεσμος της πολιτισμικής αμοιβαιότητας που επικύρωνε η κοινή πεποίθηση της ανωτερότητάς της και που η ευρύτερα αποδεκτή θεωρία του εξελικτισμού όριζε ως ηγέτιδα του παγκόσμιου πολιτισμού.
Οι χώρες της αποκαλούμενης Δύσης —δυτική Ευρώπη, βόρεια Αμερική, Αυστραλία και Νέα Ζηλανδία— μοιράζονταν τις ίδιες αξίες: το μονοθεϊσμό, τη μόνιμη εγκατάσταση, την απρόσκοπτη οικονομική πρόοδο και την πειθαρχία στους νόμους και την τάξη, αλλά και τον ελληνορωμαϊκό πολιτισμό και τη Γαλλική Επανάσταση, ένα οικονομικοπολιτικό, καλλιτεχνικό και ηθικό πρότυπο που καταγραφόταν ως η «ατμομηχανή της Ιστορίας» και μοναδική λύση στις προκλήσεις των καιρών, μια θεώρηση του κόσμου που αποτελούσε τον άλλο πόλο του εθνικισμού η οποία προσδιορίστηκε με τον όρο «ευρωκεντρισμός».
Και παρότι προϋπήρξε ως ιδεολογία της ελίτ από την Αναγέννηση που νομιμοποίησε την πρακτική αντιμετώπισης των γηγενών σε Αμερική και Αφρική κατά την πρώτη αποικιοκρατία, διαστάσεις «δόγματος» εξέλαβε την περίοδο της δεύτερης και έντονης αποικιοκρατίας οπότε και κατέστη ένα κοινωνικό και πολιτισμικό μοντέλο διευρυμένο από τις οικονομικές δυνατότητες του 19ου που εκμεταλλευόταν τις πρώτες ύλες και το ανθρώπινο δυναμικό των άλλων ηπείρων με όπλα που ευλόγησε ως και η Καθολική Εκκλησία —όπως κριτικά επεσήμανε ο Αμερικανός συγγραφέας Mark Twain (1835-1910):
Σας παρουσιάζω το υπερήφανο δήθεν χριστιανικό έθνος που επιστρέφει μουτζουρωμένο και χωρίς τιμή, από τις πειρατικές επιδρομές του στο Κιάο-Τσέου, στην Μαντζουρία, στην Νότιο Αφρική και στις Φιλιππίνες, με την ψυχή γεμάτη αθλιότητες, τις τσέπες γεμάτες άτιμα αποκτημένα λεφτά, με στόμα που ξεχειλίζει από θρησκευόμενες υποκρισίες. Δώστε του σαπούνι, εσώρουχα, αλλά φροντίστε να του κρύψετε τον καθρέπτη.
Φωτ. 1890 περ.: Σκλάβοι από τη Ζανζιβάρη σε καράβι που τους μεταφέρει στις αγορές της Αραβικής Χερσονήσου και του Περσικού Κόλπου
που κατέχουν οι Βρετανοί. Μεσολαβητές της πώλησης, Άραβες (αριστερά).
Το στερεότυπο γύρω από την ετεροτοπία περιλάμβανε δυο ερμηνείες, εξίσου βολικές. Είτε οι άλλες περιοχές του κόσμου ήταν «ανώριμες» και «αβοήθητες» οπότε μέλημα της Δύσης ήταν να τις αφυπνίσει-εκπολιτίσει (π.χ. Αφρική), είτε ήταν «βίαιες» και «δεσποτικές» (π.χ. Ανατολή) οπότε έπρεπε να τις εκδημοκρατίσει. Και στις δυο περιπτώσεις πάντως η «Ωραία Κοιμωμένη» ήταν ο έξωθεν της Δύσης κόσμος, και η Δύση ο επιφορτισμένος με το καθήκον «πρίγκιπας» να τον αφυπνίσει σε μια «ιερή» αποστολή που θα μπορούσε να συνοψιστεί στον τίτλο του ποιήματος που συνέγραψε το 1899 ο βραβευμένος με Nobel (1907) Rudyard Kipling (1865-1936), The White Man’s Burden (Η Ευθύνη του Λευκού Ανθρώπου).
Αλλά η υπεροψία των αποικιοκρατών δεν ήταν απλώς ένα ιδεολογικό επιχείρημα που αποκτούσε κύρος και αληθοφάνεια μέσα από τα συγγράμματα και τις επαναλαμβανόμενες δημοσιεύσεις: ήταν θεσμοθετημένη μέσω αποικιακών νόμων —για παράδειγμα η White Australia policy (1901-1973)—, εκφράζοντας έτσι και πολιτικά τον αποκλεισμό των ντόπιων που στη Δύση κατοπτρίστηκε με πολλούς και ποικίλους τρόπους, από την αναντιστοιχία της χαρτογράφησης αναφορικά με την πραγματική θέση/μέγεθος των ηπείρων και την εκπαίδευση που απέκλειε ή απαξίωνε επιτεύγματα, ως τις «πολιτιστικές» εκθέσεις και τις αρχαιολογικές αποστολές που έδιναν την αξία τρόπαιου ή/και «εξωτικού» διακοσμητικού αντικείμενου στα αρχαία υλικά κατάλοιπα των υποτελών χωρών.
Ο εξελικτισμός, η λαϊκή θρησκεία της αποικιοκρατίας που σημάδεψε ως και τα έργα διαπρεπών κοινωνιολόγων της περιόδου, είχε επηρεάσει και την αρχαιολογία (Cultural Evolutionary Archaeology) αντιμετωπίζοντας τους πολιτισμούς ως κοινωνίες με υποχρεωτική μονογραμμική πορεία προς τον «πολιτισμό» (unilinear cultural evolution). Επρόκειτο για μια μονοπρισματική θεωρία που στηριζόταν υπερβολικά στην εθνολογία (φυλετική, εκείνη την περίοδο), εξηγούσε τις αλλαγές με υποθετικό και ντετερμινιστικό τρόπο, δεν εντρυφούσε στο απαραίτητο «γιατί» και βασιζόταν σε γενικές θεωρίες ή ιδεολογήματα που σχετίζονταν με το γεωκλίμα ή με το μέγεθος των κρανίων προσπερνώντας δηλαδή το ρόλο των δρώντων ατόμων-υποκειμένων στις αλλαγές, τις σχέσεις εξουσίας, ιδιοκτησίας και παραγωγής και τις συγκρούσεις, δεδομένα που μόλις στις αρχές του 1960 άρχισαν να απασχολούν τη θεωρητική προσέγγιση της αρχαιολογίας.
Ως εκ τούτου, μέχρι σήμερα πολλές από τις ανθρωπιστικές σπουδές, ιδιαίτερα η αρχαιολογία επισημαίνει η Meskell, παραμένουν ιδεολογικά εγγόνια του ιμπεριαλισμού. Η εκτίμηση της Meskell είναι εύλογη όχι μόνο εξαιτίας της εικόνας που κατασκεύασε η ιμπεριαλιστική και αποικιοκρατική αρχαιολογία —μερικά παραδείγματα εκ των οποίων θα δούμε
παρακάτω—, αλλά κι από την ίδια την ιδεολογικοπολιτική αναγκαιότητα που επίτασσε, για την επιτυχία της αποικιοκρατίας σε Ασία και Αφρική και της μόνιμης εγκατάστασης σε Αμερική και Αυστραλία, να αντιμετωπίζει τον «Άλλο» ως υποδεέστερο ή/και επίφοβο για τον λευκό κυρίαρχο με ταυτόχρονη κατηγοριοποίηση των επιτευγμάτων του και της καθυποταγμένης επικράτειάς του — καίτοι σήμερα η επιστήμη αποκαλύπτει ότι αυτούς που αποκαλούμε «βασιλείς» στην Ευρώπη του πρώιμου μεσαίωνα ήταν ήσσονος σπουδαιότητας προσωπικότητες απ΄ ότι οι ηγεμόνες στην Αφρική ή την Πολυνησία σε πρόσφατες εποχές που ωστόσο οι ανθρωπολόγοι θα αποκαλούσαν απλά «αρχηγούς».
Με τη στροφή του ενδιαφέροντος προς τις πλουτοπαραγωγικές και γεωπολιτικού ενδιαφέροντος μεριές της γης, αρχαιολόγοι, διπλωμάτες και στρατιωτικοί που κατέφθαναν εκεί ως άποικοι, κατακτητές ή σύμμαχοι, αντιμετώπιζαν πρακτικά το ξένο έδαφος, αναλογιζόμενοι τι ωφέλιμο θα μπορούσαν να αποκομίσουν από αυτό. Έτσι εστάλησαν συντονισμένες αρχαιολογικές αποστολές, με κρατική χρηματοδότηση, να συλλέξουν ευρήματα που θεωρούσαν «εξωτικά» και τα οποία μελετούσαν σε σύγκριση με τις κυρίαρχες αντιλήψεις περί τέχνης του λάτρη της αρχαιοελληνικής γραμμής Winckelmann —που ποτέ δεν επισκέφτηκε την Ελλάδα— ή περί ομορφιάς του ανθρωπολόγου Blumenbach που είχε ως μέτρο τα χαρακτηριστικά των κλασικών αγαλμάτων, «εμφάνιση-προνόμιο των Ευρωπαίων». Ακόμα και για τους φιλολόγους το ενδιαφέρον για αρχαίες γλώσσες, όπως τα σανσκριτικά, εμφανίστηκε αφότου αναγνωρίστηκε ότι ανήκουν στην ινδοευρωπαϊκή οικογένεια· έκτοτε ενδιαφέρθηκαν και για τις αρχαιότητες της Ινδίας, αλλά και τότε, η αρχαιολογική έρευνα των Βρετανών κράτησε για μεγάλο διάστημα απ΄ έξω την ινδική κοινότητα.
IMAGE DESCRIPTIONΗ διαμοίραση της Αφρικής όπως αποφασίσθηκε στη διάσκεψη του Βερολίνου (1884-85) συνέδεσε έκτοτε το πεπρωμένο των λαών της με την ευρωπαϊκή πολιτική και την ιμπεριαλιστική αρχαιολογία. Μάλιστα, αφού μια βιβλική εκδοχή ήθελε τους απογόνους του Χαμ να φέρουν την «κατάρα του Μαύρου», στο πλαίσιο τον λεγόμενου «Χαμιτικού Μύθου» και οι Εβραίοι, μολονότι για αιώνες αντιμέτωποι με τα στερεότυπα των Ευρωπαίων χριστιανών, διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στο πλάι τους στο δουλεμπόριο και την αποικιοκρατία. [Στη Γένεση (9:18-9:27) ο Νώε, λόγω ασέβειας του γιου τον Χαμ, καταριέται τους απογόνους του να γίνουν δούλοι. Ο μύθος συμπληρώνεται από την εκδοχή που θέλει ο Νώε να τον καταριέται να γίνει μαύρος, αυτός κι οι απόγονοί του. Άλλη εκδοχή θέλει τον Χαμ να εισπράττει την κατάρα ενός ιδιαίτερα επιμήκους πέους λόγω των διαστροφών του κατά την παραμονή του στην Κιβωτό. Αν κι ο μύθος αποτελούσε ουσιαστικά μια αλληγορία των φυσιογνωμικών διαφορών, κατέληξε ως άλλοθι των λευκών για βία και εκμετάλλευση επάνω στους μαύρους και ως σεξουαλικό στερεότυπο τον μαύρου αρσενικού].
Η συστηματική αρχαιολογική έρευνα στη Μαύρη Ήπειρο ξεκίνησε τη δεκαετία του 1890 (πριν από την ευρωπαϊκή κατάκτηση ούτε ιστορικοί είχαν ενδιαφερθεί για την Υποσαχάρια Αφρική) μέσα σ΄ ένα ενθουσιώδες παραλήρημα των λογίων για την «πολιτιστική εισβολή»: ο Γάλλος Louis Solonè έγραφε το 1912: «Ο μαύρος πρέπει να γνωρίζει ότι το έθνος το οποίον εγκατεστάθη ως κυρίαρχο εις τα σαβάνας και τα δάση του είναι ισχυρότερον και ενδοξότερον από τους παλιούς αφέντες του» και η αφίσα που εξέδωσε η βρετανική κυβέρνηση της Ροδεσίας —από το όνομα του Βρετανού Cecil Rhodes (1853-1902), ιδρυτή της πανίσχυρης εταιρείας εξόρυξης και εκμετάλλευσης διαμαντιών De Beers— απεικόνιζε ένα μαύρο σκλάβο σε στάση υποταγής να προσφέρει χρυσό σε μια άυλη βασίλισσα.
Οι αξιολογικές θέσεις του ευρωκεντρισμού που απαντούσαν στον «ανορθολογισμό» και τη «στατικότητα» έβλεπαν ως αδιαφοροποίητη τη φύση και τα επιτεύγματα των ντόπιων πληθυσμών στον υπόλοιπο κόσμο. Ο Βρετανός αρχαιολόγος Theodore Bent (1852-1897) που κατέφθασε το 1891 στη Ροδεσία χρηματοδοτούμενος από τις εταιρείες Royal Geographical Society, British Association for the Advancement of Science και British South Africa Co. (Εξόρυξης και Εμπορίας Διαμαντιών) για ανασκαφές, ήταν πεπεισμένος ότι τα ερείπια της λιθόκτιστης Μεγάλης Ζιμπάμπουε (dzimba dza mabwe=«σπίτια από πέτρα») στην οποία η χώρα οφείλει το όνομά της από το 1980 αποτελούσαν κτίσμα και αρχαία εγκατάσταση της λευκής φυλής, αρνούμενος κατηγορηματικά την εκδοχή πως ήταν έργο ενός «νεγροειδούς εγκέφαλου»: στην καλύτερη περίπτωση, αναγνώριζαν στους μαύρους πως είχαν εργαστεί ως δούλοι στην υπηρεσία μιας «υψηλότερης πολιτισμικά» φυλής, η οποία είχε με τη σειρά της φτάσει ως εκεί ως φορέας επιρροών από «υψηλότερα κέντρα πολιτισμού».
IMAGE DESCRIPTIONΒέβαια, ακόμα νωρίτερα, οι Πορτογάλοι εξερευνητές είχαν αποδώσει τον οικισμό σε παλάτι της βασίλισσας του Sheba, μύθο που μοιράζονταν και οι Βρετανοί ως ένα σημείο, και πάντως, όταν ο αρχαιολόγος David Randall-Maclver εστάλη το 1904 από την British South Africa Co., μετά το θάνατο του Bent, για να μελετήσει εκ νέου τον οικισμό και κατέληξε ότι πρόκειται για κτίσμα ιθαγενών και μάλιστα μεσαιωνικής κι όχι αρχαίας περιόδου όπως θεωρείτο, δέχτηκε τόση κατακραυγή —γράφει ο Trigger— που πέρασαν 25 σχεδόν χρόνια ωσότου του ανατεθεί ξανά μια σοβαρή αρχαιολογική ανασκαφή.
Ο μύθος του λευκού εμπόρου και τεχνίτη που είχε χτίσει την λιθόκτιστη πόλη —αντί των Bantu— επέζησε ως τον όψιμο 20ό αιώνα, πράγμα αναμενόμενο αφού μέχρι το 1980 η περιοχή παρέμεινε υπό βρετανική κατοχή.
Βορειότερα, κοντά στην πόλη Nok της Νιγηρίας, βρέθηκαν τυχαία τη δεκαετία του 1930, από εργάτες ορυχείου γλυπτά από οπτή γη (τερακότα) και ορείχαλκο. Ωστόσο τα ευρεθέντα κατάλοιπα του αποκαλούμενου Πολιτισμού Nok —μερικά εκ των οποίων ανάγονται στο 600 π.Κ.Ε.— αξιολογήθηκαν πρόσφατα καθώς τα αφρικανικά τέχνεργα εκλαμβάνονταν από τους Ευρωπαίους ως ανάξια λόγου, δίχως δυναμισμό, στατικά και πριμιτίφ, προσπερνώντας την από χιλιάδων ετών μεταλλουργία στη Ζάμπια, τη Νιγηρία και αλλού.
Εξίσου όψιμα έδειξε ενδιαφέρον η αρχαιολογία για τους άλλους προαποικιακούς πολιτισμούς, όπως του γειτονικού με τη Νιγηρία μικροκρατιδίου του Benin (πρώην Dahomey).
IMAGE DESCRIPTIONΤα πάνω από χίλια μπρούτζινα γλυπτά του 15ου και 16ου αιώνα που κοσμούσαν το παλάτι των βασιλέων του Dahomey, μετά την εκεί ευρωπαϊκή Σωφρονιστική Αποστολή του 1897 —επικαλούμενη την ανιμιστική κουλτούρα τους που επέβαλλε τις ομαδικές ανθρωποθυσίες αλλά και το δουλεμπόριο που κόστιζε ακριβά λόγω του μεριδίου που καρπώνονταν οι βασιλείς— η οποία παρέδωσε στις φλόγες το μικρό δυτικοαφρικανικό βασίλειο, μεταφέρθηκαν ως λάφυρα από τη βρετανική ομάδα στο Βρετανικό Μουσείο, άλλα πουλήθηκαν σε ιδιώτες και άλλα βρίσκονται στο Museum für Völkerkunde (Εθνολογίας) Βιέννης.
Μεταξύ των δεκαετιών 1950 και 1970 η Νιγηρία προέβη σε αγορά μερικών δεκάδων αγαλματιδίων από το Βρετανικό Μουσείο για λογαριασμό και του σημερινού Benin, ενώ από τα τέλη τον 20ού το αίτημα για επιστροφή έχει λάβει διαστάσεις ανάλογες με αυτό της επιστροφής των Μαρμάρων: τα στερεότυπα του 19ου αιώνα και των αρχών του 20ού δεν εμπόδισαν το εκτεταμένο λαθρεμπόριο των αρχαίων υλικών καταλοίπων της αφρικανικής γης με προορισμό τη Δύση, ύψους δισεκατομμυρίων δολαρίων ετησίως.
Ορειχάλκινοι πολεμιστές (15ου και 16ου αι. Κ.Ε.) από το πρώην Dahomey (Benin).
Ήδη από το 17ο αιώνα οι φυσιοδίφες είχαν καταγράψει τα λείψανα πολιτισμών ταξιδεύοντας στην οθωμανική επικράτεια, την Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία και τη δυτική Ινδία· άλλωστε η ευρέως τότε αποδεκτή βιβλική αντίληψη περί πρόσφατης δημιουργίας του κόσμου δεν απειλείτο από τους αρχαίους πολιτισμούς της Ανατολής αφού τις απαρχές της παρουσίας τους χρονολογούσαν μετά το βιβλικό όριο του 4004 π.Κ.Ε.. Η μαζική αφύπνιση του ενδιαφέροντος για την Ανατολή εγείρεται μετά από τις μεταφρασμένες δημοσιεύσεις μύθων της: το Χίλιες και μια νύχτες πούλησε, μόλις έξι μήνες μετά τη δημοσίευσή του στο Παρίσι του 1704, περισσότερα αντίτυπα απ΄ όσα η Βίβλος. Η γνωριμία των Ευρωπαίων με τη συλλογή αυτών των μύθων —δημιουργήματα πιθανότατα της φαντασίας και της ανίας των εμπόρων που, διανύοντας τα δυόμιση χιλιάδες μίλια του αρχαίου Δρόμου του Μεταξιού από την Κίνα ως τη Ρώμη, παγιδεύονταν σε ανεμοθύελλες και αναζητούσαν τρόπους να διανθίσουν τις νύχτες τους— οφείλεται στο Γάλλο διπλωμάτη Antonie Gallande, που στο δρόμο του για το Παρίσι αγόρασε από έναν έμπορο στη Συρία, και μετέφρασε, ένα αραβικό χειρόγραφο του 13ου, αγνώστου συγγραφέα.
Βέβαια το ενδιαφέρον για το ex oriente lux παρουσίαζε στοιχεία εκλεκτικισμού που άφηνε απ έξω την πραγματική ή σύγχρονη Ανατολή ανακαλώντας στερεότυπα από τη «δίκαιη» ήττα των Ασιατών στους Πέρσες του Αισχύλου —αφού «προκάλεσαν την Ύβρη βάζοντάς τα με τη Δύση»— ως τις αρχειακές αναφορές από τις Σταυροφορίες και την ξανθή με το λευκό δέρμα Rowenta στον Ivanhoe του Σκοτσέζου βαρόνου Walter Scott (1771-1832), χρώματα χαρισματικά δηλαδή που υποδήλωναν καθαρότητα και αιδημοσύνη δανεισμένα από τον «υποδειγματικό» αρχαίο κόσμο που χαρακτήριζε το απολλώνιο φως και η «αξιοπρέπεια» σε αντιπαράθεση με την Ανατολή των χαρεμιών-πορνείων και των βίαιων πολέμων.
IMAGE DESCRIPTIONΗ αντίληψη αυτή της Δύσης (έκτοτε θα σηματοδοτηθεί η διαμάχη ανάμεσα στα δυο ιστοριογραφικά πρότυπα, το «άριο» και το «μεσογειακό» που αφορούν και στην αρχαιολογία και στο οποίο εμπλέκεται άμεσα η Ελλάδα) παρέπεμπε στο «ανεξιχνίαστο» της Ασίας που ο ανθρωπολόγος Peter van der Veer θα εξηγήσει ως μια σκόπιμη διάκριση για να ορισθεί η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του «μη-λογικού» θρησκευτισμού της Ανατολής και της «λογικής» εκκοσμίκευσης της Δύσης που θα της επέτρεπε να κυριαρχήσει στην πρώτη, αφήνοντάς τη γι΄ άλλη μια φορά βουβή ν΄ ατενίζει τα συντρίμμια της, όπως στους Πέρσες.
Η οθωμανική επικράτεια —ένας τόπος καθιερωμένος στις χριστιανικές συνειδήσεις ως «άσυλο αιρετικών» ιδιαίτερα ενοχλητικό για τη Δύση που είχε θέσει ανάχωμα στον επεκτατισμό της— υπήρξε το πρώτο, και για μεγάλο χρονικό διάστημα, το μοναδικό μη-ευρωπαϊκό κράτος που ήρθε σε επαφή με Ευρωπαίους αρχαιολόγους που αφαιρούσαν κατά κόρον τις αρχαιότητές της παραμελώντας εντούτοις τη μελέτη τους.
Νοτιότερα, στην Αίγυπτο του Isma’il Pasha., οι αρχαιότητες —όπως και η διώρυγα του Σουέζ—αποτελούσαν σημαντικό διακύβευμα για Γάλλους και Άγγλους. Οι Ευρωπαίοι από νωρίς είχαν απομακρύνει πολυάριθμα αρχαία υλικά κατάλοιπα στα πρότυπα των Ρωμαίων αυτοκρατόρων και του Ναπολέοντα: παράδοξο για την ευρωκεντρική και εθνοκεντρική Ευρώπη, αλλά αρχαιότητες από άλλη ήπειρο έρχονταν το 19ο αιώνα να κοσμήσουν δημόσιους χώρους και να γίνουν τώρα μνημεία-σύμβολα τον εθνικού κράτους.
Παραμονές της αγγλικής κατοχής του 1880, και στο κλίμα του Ρομαντισμού που είχε εντάξει και τον «οριενταλισμό» στο καλλιτεχνικό και φιλολογικό ενδιαφέρον, ο Γάλλος δημοσιογράφος Gabriel Charmes έγραφε πως οι Ευρωπαίοι θα ήταν οι καλύτεροι προστάτες των εκεί αραβικών μνημείων σε σχέση με τους Τούρκους που είναι «ικανοί να χτίσουν τείχη αλλά όχι ένα παλάτι» καθώς «ανήκουν στις λιyότερο καλλιτεχνικές φυλές που έχουν υπάρξει… είθε η κατάρα του θεού των τεχνών να πέσει επάνω τους!». Τα επιχειρήματα που απηύθυνε ο Charmes έδιναν στα μνημεία μεσσιανική χρήση:
Γιατί οι Αιγύπτιοι δεν κάνουν τα πάντα για ν΄ αποδείξουν τον Κόσμο ότι είναι απόγονοι του Saladin, του Quait Bey και του Sultan Hasan; Γιατί δεν πρέπει και τα τζαμιά του Καΐρου να γίνουν αποδέκτες των ίδιων υπηρεσιών προστασίας και χάρης όπως έγινε στο μικρό ελληνικό βασίλειο από την Ευρώπη; Τη μέρα που θα αναστηλωθούν, τίποτα δεν θα μπορεί να αρνηθεί το δικαίωμα της ανεξαρτησίας σε μια χώρα ικανή να κατανοεί και να συντηρεί τέτοια καλλιτεχνήματα.
Παρά τους «εθνοσωτήρες Ευρωπαίους» που επικαλείτο ο Γάλλος δημοσιογράφος οι ανασκαφές στην Αίγυπτο γίνονταν από αρχαιολόγους που είχαν σπουδάσει σε ευρωπαϊκά σχολεία του 19ου όπου κυριαρχούσαν επιστημονικές τάσεις ρατσιστικές όπως αυτή της Κρανιομετρίας, οπότε οι Ευρωπαίοι ερευνητές είχαν καταφτάσει προκατειλημμένοι στην αφρικανική ήπειρο θέλοντας ν΄ αποδείξουν ότι οι πληθυσμοί της είναι ανίκανοι να δημιουργήσουν προωθημένο πολιτισμό κι ότι δεν είχαν κυρίαρχο ρόλο στην αρχαία αιγυπτιακή κοινωνία.
Ο Ολλανδός ανατόμος Peter Camper (1722-1789), θεμελιωτής της Κρανιομετρίας, συνέκρινε κρανία μαύρα και λευκά ορίζοντας τη σωματική ομορφιά με κριτήριο τη γωνία που σχηματίζει η κατακόρυφη γραμμή του μετώπου με τη γραμμή του πηγουνιού στο ύψος του άνω χείλους που στα πρόσωπα των λευκών παρουσιάζει γωνία 97ο σε αντίθεση με των μαύρων που δεν ξεπερνά τις 70ο και δεν διαφέρει, όπως τόνιζε, από τα κρανία πιθήκων ή σκύλων. Ο Franz Gall (1758-1828) προσπάθησε να ερμηνεύσει το χαρακτήρα των ανθρώπων από το σχήμα τον κρανίου ενώ τη συστηματοποίηση των κρανιολογικών μετρήσεων ανέλαβε ο Σουηδός Anders Retzius (1796-1860) διακρίνοντας τους ανθρώπους σε δολιχοκέφαλους που είναι οι Ευρωπαίοι (δείγμα ομορφιάς και πολιτισμικής ανωτερότητας), μεσοκέφαλους και βραχυκέφαλους.
Όχι μακριά από αυτή την οπτική βρίσκεται και η εξιστόρηση της Κλεοπάτρας VII που, κατά την δρα αφροαμερικανικών σπουδών Μary Hamer ο ερωτισμός και η πολιτική της δράση αποτελούν θεμελιώδη μύθο της Δυτικής κουλτούρας και απαραίτητο συστατικό της εικόνας που έχει για τον εαυτό της: πάνω στην ήττα της από τον Οκταβιανό και την αυτοκτονία της η Ρώμη θα χτίσει το νέο της ρόλο με τους νόμους, την αρχιτεκτονική και τη γραμματεία της που θα την αναδείξουν ως το ιδεώδες της αστικής τάξης. Για να επισημάνει μάλιστα ο Οκταβιανός τη νίκη του επάνω στην τελευταία Φαραώ της Αιγύπτου και το βορειοαφρικανικό κόσμο που αυτή εκπροσωπούσε, εξέλαβε το προσωνύμιο «Αύγουστος» από το όνομα του μήνα που κατέφθασε στο Άκτιο για την τελική νικηφόρα ναυμαχία.
Η Hamer αμφισβητεί τον τρόπο που εξαρχής προσεγγίστηκε από τους Δυτικούς η προσωπικότητά της τελευταίας Φαραώ καθώς αποδόθηκε ως φιλήδονη, φιλόδοξη και πανούργα φιγούρα μιας μυστικιστικής Αιγύπτου· επηρεασμένος ο Βοκάκιος (1313-1375) είχε γράψει πως «η Κλεοπάτρα υπήρξε μια Αιγύπτια γυναίκα που κατέστησε τον εαυτό της αντικείμενο κουτσομπολιού όλης της οικουμένης». Έτσι μέχρι και τον 20ό —οπότε και άρχισε να αποτελεί σοβαρό αντικείμενο μελέτης— κανείς δεν γνώριζε ότι είχε υπάρξει μητέρα τεσσάρων παιδιών γιατί αυτή η πλευρά της απειλούσε την αποκλειστική σύνδεση της προσωπικότητάς της μόνο με την πανουργία και του σώματός της μόνο με την ερωτική πράξη. Αλλά και για όσους «αφροκεντρικούς» (όρος του Molefi Asante ως απάντηση στον «Eurocentrism») μελετητές υποστήριξαν ότι η Κλεοπάτρα ήταν μαύρη ή με νουβιανά χαρακτηριστικά, εξέλαβαν την απάντηση πως σε μια τέτοια περίπτωση η ιστορία της συμβολίζει την πτώση μιας μαύρης γυναίκας που απορρίφθηκε από τον λευκό Ευρωπαίο καθώς απέτυχε να τον αποπλανήσει.
Η αντιμετώπιση των αιγυπτιακών αρχαιοτήτων ως «εξωτικά» είδη προς τέρψη και διασκέδαση της ανίας των Ευρωπαίων προνομιούχων οδήγησε σε μια «μόδα» καταστροφική: αγόραζαν μούμιες τις οποίες εξέθεταν σε κοσμικές συγκεντρώσεις-επιδείξεις, αδιαφορώντας για την αλλοίωση και καταστροφή τους λογω της έκθεσης στην ατμόσφαιρα.
Η Γαλλία θα επιδοθεί σε εντατικές ανασκαφές και αναστηλώσεις σε Αλγερία και Τυνησία ανασύροντας από την άμμο, με τη συνεργασία στρατιωτικών και αρχαιολόγων, όποιες αρχαιότητες —μεταξύ των οποίων και την Καρχηδόνα— μπορούσαν να υπογραμμίσουν την πολιτιστική συμβολή της στον παγκόσμιο χάρτη που γινόταν όλο και πιο ανταγωνιστικός ανάμεσα στις ισχυρές χώρες της Ευρώπης.
Postcart 1890: ρωμαϊκή αψίδα της εποχής Τραϊανού στο Thamugadi (Timgad) Αλγερίας.
Από τις φωτογραφίες του John Thomson, του 1865:
ο πύργος Prea Sat Ling Poun στο Angkor Wat (National Library of Scotland).
Το Angkor (Sanskrit Nagara=ιερή πόλη) στην Καμπότζη, ένα ιερό τόσο φημισμένο το 13o αιώνα ώστε να το επισκεφτεί ο πρέσβης του Kublai Khan, καταγράφηκε στη γαλλική φιλολογία ως η «ανακάλυψη» του Γάλλου φυσιοδίφη Henri Mouhot (1826-1861) το 1860, ενός «σωρού από πέτρες μέσα στη ζούγκλα». Μέχρι σήμερα οι γαλλικές εκδόσεις γράφουν για την «cité perdue des rois Khmers» που μάλιστα ενέπνευσε πολλές ταινίες του Hollywood, στην πραγματικότητα όμως η θέση ήταν γνωστή σε Ευρωπαίους εμπόρους και περιηγητές από το 16ο αιώνα.
IMAGE DESCRIPTIONΟι Βρετανοί αντίστοιχα, στο πλαίσιο του γνωστού ανταγωνισμού επικαλούνταν υλικό του βικτωριανού φωτογράφου John Thomson (1837-1921) από το Εδιμβούργο ο οποίος απαθανάτισε το 1865 την αρχαία αυτή θέση, ωστόσο ο Mouhot ήταν που την κατέστησε ευρέως γνωστή στη Δύση καθώς στο σύγγραμμά του, της απέδωσε αξία ανάλογη με τις δημοφιλείς στη Δύση αρχαιότητες, όταν τα συνέκρινε εγκωμιαστικά με τα ελληνορωμαϊκά και τα αιγυπτιακά ευρήματα, μια κατασκευή «από κάποιον αρχαίο Μιχαήλ Άγγελο».
Με το έργο του ο Mouhot πρόσφερε ένα ιδεολογικό εργαλείο στη γαλλική αποικιοκρατία: έκτοτε η Γαλλία —και μέχρι σήμερα— ανέλαβε πρωταγωνιστικό ρόλο στην αρχαιολογία της Καμπότζης, με ανασκαφές και αναστηλώσεις, κάνοντας σαφές το πολιτιστικό και επιστημονικό της προβάδισμα —καθώς οι Γάλλοι, κι όχι οι ντόπιοι, ήταν σε θέση να φροντίσουν τα υπάρχοντα μνημεία— κι άρα το δικαίωμά τους να κυριαρχούν σ΄ αυτή τη γωνία της Ασίας που τους τροφοδοτούσε με τους υψηλότερους φόρους απ΄ όλες τις αποικίες τους στην Ινδοκίνα.
Σε αυτό το ιδεολογικοπολιτικό πλαίσιο ως και τα χαρτονομίσματα που εκδίδονταν στο Παρίσι για να κυκλοφορήσουν στις γαλλικές αποικίες έφεραν στις απεικονίσεις τη φυσιοκρατική ιδεολογία του γαλλικού Διαφωτισμού που είχε επιβληθεί ως καλλιτεχνικό πρότυπο ήδη έναν αιώνα, έχοντας καταφέρει να αποκρύψει τον πολιτικό χαρακτήρα της καθώς εμφάνιζε το πολιτικό ως μια συνέχεια της φυσικής τάξης των πραγμάτων κι όχι ως μια ανθρώπινη παρέμβαση
στη φύση που προσπαθούσε να την εξορθολογίσει προς ίδιον όφελος.
Αποικιακό χαρτονόμισμα του 1899 που κυκλοφορούσε στην Ινδοκίνα
με φυσιοκρατικές καλλιτεχνικές αποδόσεις.
Αποικιακό χαρτονόμισμα του 1899 που κυκλοφορούσε στη Νέα Καληδονία
με φυσιοκρατικές καλλιτεχνικές αποδόσεις.
Η Μεσοποταμία βρισκόταν επίσης στο επίκεντρο του αρχαιολογικού και πολιτικού ανταγωνισμού Άγγλων και Γάλλων αρχαιολόγων που βίωναν με πάθος αυτόν τον ανταγωνισμό στη βορά των αρχαιοτήτων ανά τον γνωστό κόσμο —όπως μαρτυρά και η εθνική υπερηφάνεια του Elgin (1766-1841) μετά από την κλοπή των Μαρμάρων (τα οποία ο Canova είχε αρνηθεί να επιμεληθεί κρατώντας αποστάσεις από το πεπραγμένο) πως «ο Βοναπάρτης δεν έχει αποκτήσει τέτοιο πράγμα απ΄ όλες τις κλοπές στην Ιταλία». Ο Γάλλος Paul Émile Botta (1802-1870) που αναζητούσε ασσυριακές αρχαιότητες στο Khorsabad ανταγωνιζόταν τον Austen Henry Layard (1817-1894), το «Λιοντάρι της Νινευή» και στρατηγό της εθνικιστικής αρχαιολογίας· ο τελευταίος έγραψε από τη Nimrod στο Βρετανό πρόξενο Canning στην Κωνσταντινούπολη που τον χρηματοδοτούσε πως:
Αν η ανασκαφή μας δώσει μέχρι τέλους τα όσα υπόσχεται, υπάρχει μεγάλη πιθανότητα το Βρετανικό Μουσείο να νικήσει το Λούβρο.
Όπως επισημαίνουν οι Renfrew και Bahn, ο πολιτικός ανταγωνισμός Γαλλίας και Βρετανίας κατά τη δεκαετία του 1840 είχε οδηγήσει σε πρόχειρες μεθόδους ανασκαφής στην προσπάθεια να ανασύρουν από τα μεσοποταμιακά ερείπια το μεγαλύτερο αριθμό τεχνέργων με τη λιγότερη δυνατή σπατάλη χρόνου και χρημάτων ενώ και το ενδιαφέρον της Βρετανίας για τα πετρέλαια της Μέσης Ανατολής θα προσανατολίσει τις βρετανικές αρχαιολογικές ανασκαφές κατά μήκος της σιδηροδρομικής γραμμής που τότε κατασκευάστηκε.
Λίγες δεκαετίες αργότερα ο ανταγωνισμός συνεχίστηκε με τη συμμετοχή της βιλχεμικής Γερμανίας: ο ασσυριολόγος Friedrich Delitzsch (1850-1922) σημειώνει στο ημερολόγιό του «Βαβυλώνα, η βασιλική πόλη του Nebuchadnezar! Μια τέτοια αποστολή θα άξιζε να συνδέσει τη Γερμανία με τέτοια ονόματα».
Η ανακατασκευή της ασσυριακής πόλης Kalhu (Nimrud) από τον Layard
ο οποίος είχε υποπέσει σε αρχαιολογική πλάνη πιστεύοντας ότι πρόκειται για τη Νινευή
(ζωγραφιά δημοσιευμένη στο Monuments of Nineveh, 1849-1853).
Φωτ. 1870 περ.: μέλος ευρωπαϊκής αποστολής στην Περσέπολη. Από τη συλλογή του Ρώσου φωτογράφου Antoin Sevruguin (183;-1933), Μουσείο Εθνολογίας Leiden Ολλανδίας.
Παρά το θαυμασμό για τις πολυθρύλητες αρχαίες θέσεις και τον πλούτο των λαφύρων που συγκέντρωναν, οι εικόνες της αρχαίας Μεσοποταμίας και Αιγύπτου αποδίδονταν δεσποτικές και βασίλεια ηθικής κατάπτωσης στα οποία επέβαλλε την παρουσία της αναδρομικά η «πολιτισμένη» Δύση. Το 1850 ο αρχιτέκτονας James Fergusson που είχε εργαστεί πλάι στον Layard στην αποκατάσταση των ασσυριακών παλατιών περιέγραφε στις δημοσιεύσεις του τα ευρήματα της Περσέπολης με τις αφηρημένες έννοιες της παρακμής, της καλλιτεχνικής ανικανότητας και της αδράνειας και την ίδια την αχαιμενιδική πρωτεύουσα ως έκφραση της τνραννίας ισοπεδώνοντας όλες τις εκφάνσεις της Μεσοποταμίας σε μια μόνο ταυτότητα ενώ, το 1856, το άρθρο του αρχαιολόγου Heinrich Brunn στο Rheinisches Museum für Philοlogie του Μονάχου αποκήρυσσε κάθε σχέση της αιγυπτιακής τέχνης επάνω στην αρχαία Ελλάδα από την οποία η Δύση καταγόταν.
Εκτός από την αρχαιολογία που άσκησαν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης σε Ασία και Αφρική, σε αρχαιολογική έρευνα επιδόθηκαν και οι επήλυδες στην Αυστραλία —με θύματα τους Αβορίγινες, αυτόχθονες με ιστορία που προηγείται των επήλυδων Ευρωπαίων—, τη Νέα Ζηλανδία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Πιο συγκεκριμένα, στη μακρινή Ωκεανία ελάχιστα ενδιαφέρθηκε η βρετανική κυβέρνηση να μελετήσει τον εντόπιο πολιτισμό και τις καταβολές του, ενώ ως κι ο σημαντικός Βρετανός βιολόγος Thomas Huxley (1825-1895) προέβη σε ισοπεδωτικά συμπεράσματα: σημειώνοντας το 1863 τις ομοιότητες ανάμεσα σε δυο κρανία ανθρώπων, του Νεάντερνταλ και των Αβοριγίνων που συνάντησε ζώντας στην Αυστραλία, κατέληξε πως ήταν και πολιτισμικά παρόμοιοι, ενώ στη Νέα Ζηλανδία των Māori μέχρι το 1954 δεν είχε διοριστεί σε επιστημονική θέση αρχαιολόγος πλήρους απασχόλησης.
Φωτ. του 1890 (αποδίδεται στον A. Atkinson): καταυλισμός Αβοριγίνων έξω από το Cairns (βορειοδυτική Αυστραλία).
Οι ΗΠΑ, μετά την ανεξαρτησία τους διατήρησαν το επεκτατικό πρόσωπο της Ευρώπης με διαφορετικό άλλοθι: η Ευρώπη επικαλούνταν τον πολιτισμό, οι Ηνωμένες Πολιτείες τη δημοκρατία. Ως σύμβολα ανάκλησης του εξέχοντος παρελθόντος τους υιοθέτησαν τα ελληνορωμαϊκά της Ευρώπης σε logo, γραμματόσημα, νομίσματα και στην αρχιτεκτονική και διακόσμηση των δημόσιων και ιδιωτικών κτηρίων.
Washington D.C. 1849: ενθύμιο που εξέδωσε η ιδιωτικής πρωτοβουλίας Washington National Monument Society με αφορμή την ανέγερση εθνικού μνημείου στον πρώτο πρόεδρο των ΗΠΑ. Φέρει την υπογραφή
του Zachary Taylor (1784-1850), 12ου πρόεδρου, και η προσωπογραφία του Washington έχει πλαισιωθεί από ένα νεόκτιστο Πάνθεον και τον οβελίσκο του, αντίγραφα ελληνορωμαϊκής και αιγυπτιακής αρχιτεκτονικής.
Το fasces, η δέσμη ράβδων και σύμβολο της ρωμαϊκής υπατείας
στον οπισθότυπο τον αμερικανικού Mercury dime των ετών 1916-1945.
Τις δεκαετίες 1860-1890 σημειώνεται η επαγγελματοποίηση της αρχαιολογίας στην Αμερική με πρώτους αποφοιτήσαντες (προϊστορικούς) αρχαιολόγους το 1894 από το Πανεπιστήμιο Harvard. Ωστόσο, η αποικιοκρατική αρχαιολογία, εδώ όπως και στην Ωκεανία, στόχευε στην εξ ορισμού υποβάθμιση των πληθυσμών η οποία στηριζόταν σε διάφορες «επισημονικές» μελέτες.
Μία εξ αυτών με μεγάλη απήχηση ήταν η Crania Americana που συνέγραψε το 1839 ο Αμερικανός φυσιολόγος Samuel Μοrton (1799-1851), υποστηρίζοντας ότι η παρουσία των «Ινδιάνων» της Αμερικής είχε απλώς λειτουργική χρήση προκειμένου να ξεκινήσει η ζωή στο Νέο Κόσμο καθώς ο «μικρός» τους εγκέφαλος ήταν ανίκανος για οποιαδήποτε εκπαίδευση κι άρα ήταν αδιανόητο να προχωρήσουν σε συνθετότερες νοητικές λειτουργίες.
Οι επόμενες μελέτες ανάλογης απήχησης ήταν του διαπρεπούς στην Αμερική ανθρωπολόγου Lewis Morgan (1818-1881) σχετικά με τους Iroquois που του χάρισαν τη θέση μέλους της American Association for the Advancement of Science το 1856. Ο Morgan, με σπουδές στην Κλασική ελληνική και ρωμαϊκή παιδεία, όρισε σε ένα εξελικτικό σχήμα σταδίων τους ανθρώπους, καταχωρώντας ως «ταπεινές ινδιάνικες αρχαιότητες» τα τέχνεργα των γηγενών. Οι «Ινδιάνοι» καταγράφονταν ως «άγριοι» που δεν είχαν κάνει βήματα προόδου από την προϊστορική εποχή · αν ήταν ευγενείς άγριοι ή ολότελα άγριοι, έκανε μικρή διαφορά, πάντως ήταν «πρωτόγονοι», «απολίτιστοι», κι αυτό λειτουργούσε ως αντιστικτικό μέτρο σύγκρισης με το ένδοξο παρελθόν των αποικιοκρατών και δικαίωνε την κυριαρχία τους.
Έτσι, πριν από τον 20ό αιώνα κανείς σχεδόν δεν είχε ενδιαφερθεί να χρονολογήσει την αρχαιολογία της βόρειας Αμερικής παρά αρκούνταν σε γενικές εκτιμήσεις, καθώς η επικρατούσα αντίληψη απέκλειε κάθε πιθανότητα πολιτισμικών αλλαγών από μέρους των ιθαγενών από την εποχή του λίθου και δώθε (σ΄ αυτό συνέτεινε και η παλιά πλάνη ότι δεν συντελούνταν σημαντικές αλλαγές στα προϊστορικά χρόνια). Ως εκ τούτου ο όρος «προϊστορία» στην αμερικανική αρχαιολογία χρησιμοποιούνταν —μέχρι πρόσφατα— για να προσδιορίσει φάσεις πριν από την επαφή με τη Δύση παρά το γεγονός ότι σε αυτή την «προϊστορία» ενέτασσαν μη-προϊστορικούς πολιτισμούς, πολυσύνθετους και εξελιγμένους, όπως των Maya στη Μεσοαμερική και των Incas στις Άνδεις: αιώνες πριν οι Ευρωπαίοι φτάσουν εκεί επρόκειτο για μια πυκνοκατοικημένη ζώνη στην οποία μιλούσαν 40 γλώσσες και ιδιώματα που ανήκαν στις μεγάλες γλωσσικές οικογένειες.
Στις αρχές του 19ου αιώνα, η συντηρητική άρχουσα τάξη των Ισπανών που ήταν εγκατεστημένη στο Μεξικό είχε καταλήξει πως η μελέτη της προϊσπανικής περιόδου της περιοχής αποτελούσε άχρηστη ενασχόληση με τη βαρβαρότητα ενώ, ανατολικά του Mississippi, στο Δέλτα του ποταμού, ο μύθος των «Mound Builders», ζωντανός μέχρι τις αρχές του 20ού απέδιδε την κατασκευή των πολυάριθμων τύμβων σε μια αφανισμένη λευκή φυλή για την οποία υπέθεταν ότι είχε προϋπάρξει των ιθαγενών βγάζοντας τους, ως «βάρβαρους», από το δρόμο του «λευκού πολιτισμού». [Ο Thomas Jefferson (1743-1826), μετέπειτα 3ος πρόεδρος των ΗΠΑ, θα σκάψει το 1874 χαντάκι σε τύμβο στην ιδιοκτησία του στη Βιρτζίνια υποψιασμένος πως οι διάσπαρτοι στα ανατολικά του Μισισιπή τύμβοι δεν ήταν έργα ενός αφανισμένου μυθικού λαού αλλά ιθαγενών ινδιάνων].
Φωτ. του 1875: κατασκευή «Mound Builders». Τύμβος Β, ύψους 13 μ. (Scott, Arkansas).
Ανάλογες ερμηνευτικές διαστρεβλώσεις δέχτηκε το οφιοειδές Great Serpent Mound του Ohio, το οποίο θεωρούσαν έργο μιας «ανώτερης φυλής» σταλμένης μάλιστα από το θεό αφού το κεφάλι του φιδιού «κοίταζε προς τον Κήπο της Εδέμ» αλλά και ως πρόσχωμα από τους σύγχρονους κατοίκους για την επέκταση της γεωργίας και της βιομηχανίας. Έτσι, όταν ο αρχαιολόγος Fredric Putman ενδιαφέρθηκε να επισκεφτεί την περιοχή το 1885 (του ανατέθηκε η έδρα της Αρχαιολογίας-Εθνολογίας του Harvard το 1887), βρήκε μεγάλο τμήμα της κατεστραμμένο από τις καλλιέργειες και τα βιομηχανικά κτήρια.
Σήμερα είναι ευρέως αποδεκτό ότι η περιοχή κατοικήθηκε από το 1000 π.Κ.Ε. και δώθε από τους Adena, γηγενείς με μεγάλη δεξιοτεχνία σε παρεμβάσεις του εδάφους τις οποίες χρησιμοποιούσαν για οριοθέτηση χώρων συγκέντρωσης, ταφές, τελετουργίες κλπ., ωστόσο δεν έλειψε η έξαρση της ψευδοεπιστήμης —που εξ ορισμού αποκλείει πολιτικοκοινωνικά συμφραζόμενα— η οποία στηρίχτηκε στην αρχική προκατάληψη για τους προκολομβιανούς πληθυσμούς να παράξουν έργο. Έτσι ως σήμερα εκλαμβάνεται από ορισμένους ως έργο μια «ανώτερης φυλής, οι οποίοι αποπειρώνται να «αποκωδικοποιήσουν» την κατασκευή με μεταφυσικό τρόπο, αριθμολογία και θεολογία, βλέποντας δηλαδή στα γεωμετρικά σχέδιά της κάποιο «μυστικό» ανάλογο με αυτό που —κατά τη γνώμη τους— κρύβουν και οι μεγάλιθοι της Ευρώπης.
Φωτ. Ιανουαρ. 1888: το οφιοειδές Great Serpent Mount του Ohio.
Φωτ. του 1887: οι κατοικίες τύπου «πολυκατοικίας» των Sinaguas.
Έναν ανάλογο μύθο «Mound Builders» εφηύραν οι νικητές του Μεξικανοαμερικανικού πολέμου (1846-1848) για τα ευρήματα στα εδάφη που αργότερα αποτέλεσαν τις πολιτείες της Αριζόνα και του Νέο Μεξικό: καθώς βρέθηκαν μπροστά σ΄ έναν όγκο από τεράστιες πέτρες —και δίχως να αποκλείσουν από την πιθανότητα τους Ευρωπαίους ως κατασκευαστές— τα ερμήνευσαν ως κατάλοιπα μιας ιδιαίτερης χαμένης φυλής. Στη συνέχεια μελετητές απέδωσαν τα ερείπια στους Αζτέκους —έναν πολιτισμό σε μεγάλη εκτίμηση από τους Ευρωπαίους που αγαπούσαν ιδιαίτερα τα αυτοκρατορικά σχήματα— αποκαλώντας τα «Montezuma’s Castle» (σε ισχύ μέχρι σήμερα) από το όνομα του Αζτέκου αυτοκράτορα, όντας βέβαιοι ότι είχαν ανακαλύψει την προγονική αζτεκική εστία. Πολύ αργότερα θα αποδεχθούν ότι το «κάστρο» ήταν σύμπλεγμα κατοικιών τύπου «πολυκατοικίας» του αγροτικού πληθυσμού των Sinaguas (=«Δίχως Νερό») του 1300 Κ.Ε., εγκαταλελειμμένο εκατό χρόνια πριν από τη γέννηση του Montezuma.
Ούτε οι συγκρίσεις με τα «ευρωπαϊκά» επιτεύγματα αποφεύγονταν. Όταν σε μια κοιλάδα της Ονδούρας ανακαλύφθηκε η Copán —από τ΄ αντιπροσωπευτικότερα και πλουσιότερα κέντρα του πολιτισμού των Maya— επονομάστηκε «Αθήνα της κεντρικής Αμερικής» παραπέμποντας στη Δύση και στερώντας την αυτονομία της σπονδαιότητάς της. Αυτό δεν σημαίνει πως δεν αναγνώριζαν τη σπουδαιότητα του πολιτισμού των Maya· αντίθετα, στις κατοπινές δημοσιεύσεις τους αποτελούσε ένα επιπλέον μέτρο σύγκρισης των αρχαίων γηγενών με τους σύγχρονους της Αμερικής, φαινόμενο που δεν απέχει από την ανάδειξη της αναγεννησιακής τέχνης σε υπέρτατο σημείο αναφοράς αφού όταν ανακαλύφθηκε η Altamira ονομάστηκε «Capella Sistina της Προϊστορίας».
Ο ειρηνικός λαός των Mimbres στις νοτιοδυτικές πολιτείες —ονομασία που τους έδωσαν οι πρώτοι Ισπανοί άποικοι βλέποντας τις άφθονες ιτιές στις όχθες του ποταμού όπου ήταν κτισμένα τα χωριά τους από λάσπη— ήταν καλλιεργητές καλαμποκιού και φασολιών και κυνηγοί τροφοσυλλέκτες, των οποίων το πολιτισμικό απόγειο τεχνέργων σημειώθηκε γύρω στο 1100 Κ.Ε. Τα υλικά κατάλοιπα ήταν ιδιαίτερα άφθονα, ωστόσο η ρατσιστική οπτική της ευρωαμερικανικής ανθρωπολογίας παρέσυρε και την αρχαιολογία να ενδιαφερθεί ελάχιστα για την προστασία τους: μολονότι οι οικισμοί ήταν εντοπισμένοι από τον ύστερο 19o, ανασκάφηκαν συστηματικά για ένα διάστημα της δεκαετίας 1920 κι έκτοτε αφέθηκαν απροστάτευτοι στη βορά των αρχαιοκάπηλων μέχρι το 1973 που το Ίδρυμα Mimbres ανέλαβε τη διάσωση των τελευταίων θέσεων. Αλλά ήταν αργά· τα κομψά λευκά κεραμικά τους με τα γεωμετρικά σχέδια είχαν λεηλατηθεί σε ποσοστό 90% — περισσότερο από κάθε άλλου γνωστού πολιτισμού εκτιμούν οι Renfrew και Bahn. Έτσι χάθηκε οριστικά η ευκαιρία να κατανοήσουμε πραγματικά αυτόν το λαό από αγγειοπλάστες, για τον οποίο, μεταξύ άλλων, παρέμεινε αναπάντητο το ερώτημα πώς πολλά από τα κεραμικά είχαν ποικίλο θαλάσσιο διάκοσμο καίτοι η θάλασσα απείχε 500 χλμ. από τα χωριά τους.
Κεραμικά του Πολιτισμού Mimbres.
Η εκμετάλλευση των ευρημάτων ήταν σύνηθες φαινόμενο· όταν ο διπλωμάτης και αρχαιολόγος Edward Thompson (1856-1935) ανακάλυψε στη χερσόνησο του Yucatán τον «πολιτισμό της Chichen Itzá» και το τελετουργικό Πηγάδι των Θυσιών —όπου οι Maya έριχναν τις προσφορές τους— με ανθρώπινους σκελετούς, κόκκους ζαντ (νεφρίτη), κεραμικά, δίσκους με περίτεχνες παραστάσεις και στολίδια καθαρού χρυσού, επικρίθηκε από τη μεξικανική κυβέρνηση καθώς δεν αποσαφήνισε ποτέ τον ακριβή αριθμό των ευρημάτων του μέρος των οποίων, πιθανότατα, πούλησε.
Φωτ. του 1909: αδειάζοντας το τελετουργικό Πηγάδι του Chichen Itzá
υπό την επίβλεψη του Αμερικανού Edward Thompson.
Ωστόσο, από ένα σημείο και μετά οι Αμερικανοί αρχαιολόγοι εστίασαν στην ανάδειξη της σπουδαιότητας των εκεί γηγενών πολιτισμών —τους οποίους μάλιστα ορισμένοι έφτασαν να συγκρίνουν με της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας— όταν χρειάστηκε να διαψεύσουν την κυρίαρχη άποψη των Ευρωπαίων φυσιοδιφών του όψιμού 18ου που θεωρούσαν ότι το κλίμα της βορείου Αμερικής συντελούσε στον εκφυλισμό των ανθρώπων κι άρα ήταν αδύνατον να δημιουργηθούν εκεί σημαντικοί πολιτισμοί. Έτσι παραμέρισαν την απαξιωτική θεώρηση του Morton και παραδέχτηκαν, στα τέλη του 19ου αιώνα, ότι ο εγκέφαλος των «Ινδιάνων» ήταν ικανός για κάποια επιτεύγματα αφού οι ενδείξεις των ευρημάτων πιστοποιούσαν πρόοδο αλλά και πάλι σε σύγκριση με τον αφρικανικό ή αυστραλιανό εγκέφαλο, όχι με τον καυκάσιο.
Η κάποια αλλαγή στην αντιμετώπιση των βορειοαμερικανικών πολιτισμών δεν απάλλαξε την αρχαιολογία και την ανθρωπολογία από ρατσιστικές θεωρίες. Ο Νεοϋρκέζος μελετητής της ευγονικής δικηγόρος Madison Grant (1865-1937) συγγράφει το The Passing of the Great Race (1916) που θα φτάσει ως τη ναζιστική Γερμανία και θα συμβάλλει στην εδραίωση τής εκεί φυλετικής πολιτικής της στείρωσης και της ευθανασίας.
Ούτε οι όροι που καθιερώθηκαν από τους Ευρωπαίους αρχαιολόγους για να προσδιορίσουν την προϊστορική διάταξη των Εποχών ανταποκρίνονταν σε όλους τους πολιτισμούς όπου γης, ωστόσο στη Δυτική βιβλιογραφία, μέχρι σήμερα, σε μεγάλο βαθμό χρησιμοποιούνται.
Για παράδειγμα ο όρος «Νεολιθικός» δεν αντιστοιχεί παντού δεδομένου ότι σχεδόν καμιά απ΄ τις καινοτομίες της Νεολιθικής, όπως η λείανση της πέτρας, η αγγειοπλαστική, η εγκατάσταση και η οικοτεχνία δεν συμπίπτουν παντού με την ορισθείσα στην Ευρώπη περίοδο. Πιο συγκεκριμένα έχουμε αγγειοπλαστική στην Ιαπωνία και λείανση της πέτρας στην Αυστραλία όταν ακόμα η μόνιμη εγκατάσταση και η οικοτεχνία είναι αβέβαιη.
Η Εποχή του Χαλκού απουσιάζει στα περισσότερα μέρη του κόσμου.
Στην Ινδία υπάρχουν τέχνεργα της Κατώτερης Παλαιολιθικής που συμπίπτουν με την ίδια φάση σε Ευρώπη και Αφρική ωστόσο η Μέση Παλαιολιθική είναι διαφορετική και απουσιάζει από αυτήν ο Μουστέριος πολιτισμός (που συνδέεται με τον homo neandertalensis) ενώ ακόμα πιο διαφορετική είναι η Ανώτατη Παλαιολιθική με μικρές μόνο ομοιότητες με τη Νεολιθική στη Δανία.
Αυτή η στέρηση της αυτονομίας της χρονολογικής μέτρησης των πολιτισμών έξωθεν της Δύσης δεν απέχει πολύ από το γεγονός ότι ελάχιστα στη Δύση ακούγεται πως οι αρχαίοι Κινέζοι και Εσκιμώοι είχαν προχωρήσει πολύ στις μηχανικές τέχνες και λίγο απήχαν απ΄ το να φτάσουν στην «αλυσιδωτή αντίδραση», ότι οι αρχαίοι Μεξικανοί γνώριζαν τόσο καλά τον τροχό ώστε να φτιάχνουν ζωόμορφα παιδικά παιχνίδια, ότι η Γεωργική Επανάσταση όχι μόνο δεν συντελείται στην Ευρώπη αλλά περνάει σ΄ αυτή με καθυστέρηση τεσσάρων χιλιάδων ετών, ότι η αρχαιότερη τειχισμένη πόλη στον κόσμο βρίσκεται έξω απ΄ τα σύνορα της Ευρώπης και είναι η Ιεριχώ κι ότι στην Κίνα έχουμε τυπογραφία 700 χρόνια πριν από τον Γουτεμβέργιο.
Αλλά η υποτίμηση των αρχαίων πληθυσμών και πολιτισμών χαρακτήριζε και περιοχές στο εσωτερικό της ευρωπαϊκής ηπείρου. Για παράδειγμα, τα Δυτικά στερεότυπα είχαν περιθωριοποιήσει τα μεγαλιθικά ευρήματα στη Μάλτα, του ιερού Ħaġar Qim και του παράπλευρου ιερού Mnajdra καίτοι εντοπισμένα από το 1839, περιόδου βρετανικής κυριαρχίας.
Το νεολιθικό ιερό Ħaġar Qim (περ. 3500-2500 π.Κ.Ε.).
Το νεολιθικό ιερό Mnajdra (περ. 3600-2500 π.Κ.Ε.).
Ανάλογα παραμελήθηκε το σπήλαιο Għar Dalam με κατάλοιπα από οστά ζώων της όψιμης Εποχής των Παγετώνων ( ̴18 χιλ. ετών Προ Σήμερα) και ανθρώπινων τεχνέργων, των πρωιμότερων στη Μάλτα, του Πολιτισμού Stentinello (περ. 5000-4500 π.Κ.Ε.) που περιλαμβάνει θέσεις της Νεολιθικής σε Calabria, Σικελία και Μάλτα. Αν και το σπήλαιο ανασκάφτηκε το 1865 από τον Γενοβέζο παλαιοντολόγο Arturo Issel (1842-1922), επιμελήθηκε και ανοίχτηκε στο κοινό μετά το 1933, διαμορφωμένο μάλιστα σε μουσείο «άψογο δείγμα βικτοριανού ύφους», όπως περιγράφουν τα επίσημα ενημερωτικά φυλλάδια.
Κατά τον ίδιο τρόπο περιθωριοποιήθηκε η αρχαιολογία της νοτιοανατολικής Ευρώπης καθώς απαξίωναν τα Βαλκάνια καίτοι οι ανασκαφές στα 1908 από Σέρβους είχαν ανασύρει τον Πολιτισμό Vinča στις όχθες του Δούναβη από ειδώλια και αγγεία με σημεία γραφής που χρονολογούνται πριν από το 4000 π.Κ.Ε.: το 1928 ο Γερμανός φιλόσοφος και περιηγητής κόμης Hermann Keyserling (1880-1946) που είχε γράψει στο βιβλίο του Europe πως «αν τα Βαλκάνια δεν υπήρχαν θα έπρεπε να τα εφεύρουμε», σχολίασε πως τα βαλκανικά κράτη βρίσκονται ακόμη σ΄ ένα είδος «γκρίζας ζώνης» αφού «δεν έχουν ξεπεράσει τα ελαττώματα της Ανατολής, αλλά ούτε κι έχουν κατακτήσει καμιά από τις αρετές της Δύσης», φανερά επηρεασμένος από το διπολικό στερεότυπο του «Άλλου», όπου ο μόνος τρόπος να προσδιοριστεί ο «Άλλος» ήταν είτε να εκληφθεί ως «ξένος» προς εμάς, είτε ως «σχετικός» με εμάς.
Φυλακτά με σημεία γραφής (περ. 4500 π.Κ.Ε.) του βαλκανικού Πολιτισμού Vinča.
Ούτε στην Αγγλία αρχικά αποδέχτηκαν ότι το Stonehenge ήταν δημιούργημα τοπικού πληθυσμού. Η προσκόλληση στα επιτεύγματα των Ινδοευρωπαίων Μυκηναίων το απέδιδε σε προϊόν των επαφών με το Μυκηναϊκό πολιτισμό, είτε σε ναό τοσκανικού ρυθμού που ανεγέρθηκε από τους Ρωμαίους. [Δεν έλειψαν και οι πλέον ευφάνταστες εκδοχές, όπως ότι ήταν (όπως και το Avebury στο Wiltshire, νοτιοδυτικά της Αγγλίας) έργο εξωγήινων ή, κατά τον Walter Charlton και το έργο του Chorea Gigantum of StoneHeng to the Danes, 1663, πως ανεγέρθηκε από τους Δανούς και προοριζόταν για κοινοβούλιό τους.
Μάλιστα, όταν τη δεκαετία του 1950 εντοπίστηκαν στην επιφάνεια ενός τρίλιθου σχέδια ξιφιδίων, ο Childe, έχοντας επίσης διολισθήσει για ένα διάστημα στα περί «ανωτερότητας» των Ινδοευρωπαίων που κατ΄ αυτόν απέρρεε από την ινδοευρωπαϊκή γλώσσα (η οποία απέδιδε επαρκώς τις δυνατότητες της σκέψης και προέκυπτε από τη φυσική υπεροχή των Αρίων), τα ερμήνευσε ως απεικονίσεις αντικειμένων από τις Μυκήνες που το εμπόριο είχε οδηγήσει ως τη Βρετανία. Ο Childe αργότερα αποκήρυξε εντελώς αυτές τις απόψεις ενώ και η ραδιοχρονολόγηση θα αποκαλύψει ότι το Stonehenge αποτελεί κτίσμα πρωιμότερο της μυκηναϊκής.
Σημείωση:
Το παραπάνω άρθρο είναι απόσπασμα από την εργασία
με τίτλο: «Ο εθνικισμός στην αρχαιολογία της Δύσης» (pandemos.
panteion.gr). Ο τίτλος, ο υπότιτλος και η κεντρική φωτογραφία
προστέθηκαν με μέριμνα της «Ελεύθερης Έρευνας».