Με λίγες κουβέντες…
Δεν θέλουμε να πείσουμε τους ανθρώπους για τις ιδέες μας, αλλά θέλουμε να περιορίσουμε το λεξιλόγιο τους με τέτοιον τρόπο ώστε αυτοί να μην μπορούν να εκφράσουν παρά μόνο τις δικές μας ιδέες. (Γιόσεφ Γκαίμπελς).
Η λέξη ήττα προέρχεται από το αρχαιότατο επίρρημα ήκα, δηλαδή ήκ- jα > ήσσα (αττική διάλεκτος) > ήττα. Το επίρρημα ήκα δήλωνε τόσο ποιότητα όσο και ποσότητα, όμως, δήλωνε ελάχιστη ποσότητα, άρα και κάποια σχετική ποιότητα, έστω λίγη.
Στην Ιλιάδα και στην Οδύσσεια το επίρρημα ήκα σημαίνει ασθενικά, ήσυχα, με πραότητα, ήσυχα, ήπια, ελαφρώς, όχι δυνατά, όχι βίαια, με ηρεμία, βραδέως, σιγανά, επομένως αρχικά δεν δηλώνει την αρνητική έκβαση του πολέμου, αλλά τον τρόπο με τον οποίο γίνεται, δηλαδή τον τρόπο με τον οποίο επέρχεται το δυσμενές αποτέλεσμα.
Πολλές φορές, μάλιστα, υπήρχε αμφισβήτηση όσον αφορά για το ποιος ηττήθηκε, καθώς κάτι τέτοιο επέτρεπαν λόγου χάρη οι ισάριθμες ανθρώπινες απώλειες των εμπόλεμων μερών. Η ήττα, λοιπόν, από μόνη της δεν συνεπαγόταν την συντριβή ή τον όλεθρο ή τον αφανισμό, δεν συνεπαγόταν καν τον τέλος ενός πολέμου, αλλά χαρακτήριζε την έκβαση μιας συγκεκριμένης μάχης.
Πραγματικά, ποιος μπορεί να αρνηθεί ότι έχουμε κόψει κάθε δεσμό με τη ζωή; Ένας κόσμος περίεργος, χαμένος μέσα στην αμηχανία και στις παράφορες εμμονές του, που σκοτώνει κάθε μέρα τη ζωή. Η προδοσία απέναντι σε αυτή έγινε το βασικό χαρακτηριστικό της εποχής που ζούμε.
Το βλέπεις καθαρά. Ζούμε σε μια κατάσταση τρόμου και ανυπόφορης δυστυχίας καθώς ο κόσμος μας πνίγεται στα βρόμικα λύματα μολυσμένων ιδεολογιών κάθε λογής. Και εμείς; Εμείς τι κάνουμε; Η καθημερινότητά μας, φαίνεται, πως δεν θα έχει καμία αξία αν δεν αναζητήσουμε σε αυτόν τον βόρβορο που μας περιβάλλει λίγα σημάδια ζωής. Η ζωή είναι ένα γερό σκαρί που ξέρει να τα βγάζει πέρα σε κάθε φουρτούνα. Αυτό που μένει σε εμάς είναι να την αναζητήσουμε.
Πίσω από τους φράχτες και τα κάγκελα, πέρα από τη μιζέρια και τον ανθρώπινο πόνο υπάρχει ένας κόσμος που διατηρεί τη ζωή. Φυλάσσει τους σπόρους των λουλουδιών που θα ανθίσουν στα αιματοβαμμένα πεδία των πολέμων του μέλλοντος. Ένας κόσμος, νοηματοδοτημένος από μια και μόνο λέξη. Αλληλεγγύη.
Σύμφωνα με τον Maurice Halbwachs η μνήμη και η κοινωνία πορεύονται παράλληλα μέσω μιας συνεχούς αλληλοτροφοδότησης. Τα «κοινωνικά πλαίσια», δηλαδή η γλώσσα, ο χρόνος, ο τόπος και η εμπειρία τροφοδοτούν διαρκώς τη συλλογική μνήμη προσφέροντας το απαραίτητο πεδίο πάνω στο οποίο επικάθονται οι ανθρώπινες αναμνήσεις. Με τη σειρά της η μνήμη δεν είναι ένας «στατικός αποθηκευτικός χώρος» αλλά αποτελεί μια ζωντανή διαδικασία νοηματοδότησης κάθε είδος συλλογικών ταυτοτήτων και αφηγήσεων.
Σε αυτήν τη χώρα
• Που δακρύζει στην τελετή έναρξης των ολυμπιακών αγώνων
• Που συγκινείται όταν το εθνικό σουξέ κερδίζει τον αντίστοιχο διαγωνισμό
• Που ο Έλληνας φίλαθλος λιντσάρει αυτόν που δε θα γίνει Έλληνας ποτέ
• Που ο αντιιπεριαλισμός και αντιαμερικανισμός της αριστεράς πηγαίνει χέρι – χέρι με τις εθνικιστικές ρητορείες
• Που το βέτο στους διεθνείς οργανισμούς πανηγυρίζεται ως ένδειξη πυγμής και πολιτικής αναβάθμισης στο κλαμπ των ισχυρών
• Που το όνομα Μακεδονία έχει ταυτιστεί μέσα στο συμβολικό οικοδόμημα της ισχυρής Ελλάδας σε βαθμό που η αναγνώριση της ιστορικής ανομοιογένειας του ελλαδικού πληθυσμού αποτελεί φόβο ρωγμής για τον εθνικό κορμό
Λαέ απελπισμένε, τα όπλα σου μπιστέψου μον’
ελπίδα καν’ την τη συμπόνια τους.
Το μαύρο φως πολέμησε με την ελπίδ’ αυτή.
Το θάνατο το μακελάρη που στον τόπο σου εχ’ αφηνιάσει.
Λαέ απελπισμένε, λαέ ηρώων… (Paul Eluard, Αθήνα) 1944
Υπάρχει ένα «εσωτερικό ξεγύμνωμα» στα λόγια της νέας τραγουδοποιού Irini Qn, στο παρθενικό άλμπουμ της «Χωρίς το Τόξο στην Αρένα» [Μετρονόμος, 2020], το οποίο δεν το συναντάς συχνά στην δισκογραφία.
Γενικώς, η συγκεκριμένη «τακτική» είναι προϊόν της δεκαετίας του ’80, χωρίς τούτο να σημαίνει πως και νωρίτερα κάποιοι, λίγοι, κάποιοι ελάχιστοι τραγουδοποιοί δεν μίλησαν για κείνα που τους απασχολούσαν ως άτομα-άτομα και όχι ως άτομα, που δρούσαν εντός του κοινωνικού συνόλου.
Δεν είναι ό,τι πιο εύκολο το να μιλάς για τον εαυτό σου – πόσω μάλλον να βγάζεις τα εσώψυχά σου στην φόρα μέσω του τραγουδιού. Απαιτείται τόλμη πρώτα-πρώτα, κάτι που η Irini Qiito έχει σ’ έναν μεγάλο βαθμό ή και πολύ μεγάλο (αυτά τα θέματα δεν μετριούνται εύκολα). Τούτο λοιπόν είναι το πρώτο βασικό γνώρισμα της τραγουδοποιίας της. Επ’ αυτού και το επόμενο.
Κλείνουμε με μερικούς στίχους του Μ. Αναγνωστάκη:
«Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει. Όμως εγώ/ Δεν παραδέχτηκα την ήττα. Έβλεπα τώρα/ Πόσα κρυμμένα τιμαλφή έπρεπε να σώσω/ Πόσες φωλιές νερού να συντηρήσω μέσα στις φλόγες./ Μιλάτε, δείχνετε πληγές αλλόφρονες στους δρόμους/ Τον πανικό που στραγγαλίζει την καρδιά σας σα σημαία/ Καρφώσατε σ’ εξώστες, με σπουδή φορτώσατε το εμπόρευμα/ Η πρόγνωσίς σας ασφαλής: Θα πέσει η πόλις./ Εκεί, προσεχτικά, σε μια γωνιά, μαζεύω με τάξη,/ Φράζω με σύνεση το τελευταίο μου φυλάκιο/ Κρεμώ κομμένα χέρια στους τοίχους, στολίζω/ Με τα κομμένα κρανία τα παράθυρα, πλέκω/ Με κομμένα μαλλιά το δίχτυ μου και περιμένω./ Όρθιος, και μόνος σαν και πρώτα περιμένω.».
Υ.Γ.: Εκτός από την ήττα και την παράδοση υπάρχει το χειρότερο: η πανωλεθρία.
Πάλλας Βαγγέλης Δημοσιογράφος – Ερευνητής – Αναλυτής IFJ/SPJ