Μαρξισμός, εθνικισμός και αριστερά στη Ρωσία και στη Δύση
Πριν κλείσω αυτή τη σειρά άρθρων για τη σοβιετική περεστρόικα /καταστρόικα, που έγραψα με αφορμή τον θάνατο του φίλου Ρώσου μαρξιστή Αλεξάντρ Μπουζγκάλιν (το προηγούμενο μπορείτε να το διαβάσετε εδώ), μια σειρά από την οποία ήμουν δυστυχώς υποχρεωμένος να παραλείψω πολλά και σημαντικά σημεία, θα ήθελα να κάνω μερικές παρατηρήσεις για το θέμα του έθνους και του εθνικισμού. Παρότι κουβέντιαζα συχνά με τον Μπουζγκάλιν, όσο ζούσα στη Μόσχα, αλλά και αργότερα, δεν παρακολουθούσα από πολύ κοντά τις λεπτομέρειες της πολιτικής του δράσης. Ό,τι γράφω λοιπόν σχετικά με τη δράση του και τη δράση του ρεύματος που ενέπνεε, θα το γράψω λοιπόν ως μια γενική μου εντύπωση, διατηρώντας κάποιες επιφυλάξεις. Πιστεύω ότι, αν υπήρξε ένα αδύνατο σημείο στη δράση του Αλεξάντρ και των συντρόφων του ήταν ακριβώς η «δυσκολία» που είχαν στο ζήτημα του έθνους και του εθνικισμού, επηρεασμένοι από τις κλασικές φόρμουλες του μαρξισμού, ιδέες που δεν τις θεωρώ εσφαλμένες, αλλά που πρέπει να εφαρμόζονται κατά τη «συγκεκριμένη ανάλυση συγκεκριμένης κατάστασης» (Λένιν) και όχι γενικά και αφηρημένα. Επηρεάζονταν επίσης και από τη σοβιετική ιδεολογική αντίκρουση του εθνικισμού, περιλαμβανομένου του μεγαλορωσικού σωβινισμού, αντιλήψεις που επίσης δεν είναι καταρχήν εσφαλμένες, αλλά πρέπει κανείς πάντα να τις εφαρμόζει λαμβάνοντας υπόψιν του τις συγκεκριμένες κάθε φορά πραγματικότητες.
Αυτό που ξεχώρισε την πολιτική του Λένιν και των μπολσεβίκων κάνοντας δυνατή την επιτυχία της Οκτωβριανής Επανάστασης ήταν ότι τοποθετούνταν απέναντι στις αντιθέσεις όπως τις εμφάνιζε η ίδια η ζωή και η κοινωνία και δεν αρνούνταν ακόμα και να αναθεωρήσει φόρμουλες που δεν φαίνονταν να ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Δρούσε σε διαρκές feedback με την πραγματικότητα και την κοινωνική συνείδηση, χωρίς ταυτόχρονα να αφίσταται του κεντρικού, αντικειμενικού και στρατηγικού σκοπού. Όπως έγραψε ο ίδιος, «αυτό που διακρίνει τους μπολσεβίκους από όλα τα άλλα ρεύματα του εργατικού κινήματος, είναι η ικανότητά τους να διεισδύουν σε όλα τα κοινωνικά στρώματα, να τα επηρεάζουν και να επηρεάζονται από αυτά».
Σε μεγάλο βαθμό εξάλλου ο Λένιν, ο Τρότσκι (της «Διαρκούς Επανάστασης») και η Οκτωβριανή Επανάσταση σηματοδοτούν, έστω και αν δεν το διατυπώνουν εντελώς καθαρά, τη μετάβαση από έναν μαρξισμό του 19ου αιώνα, στηριγμένο προπάντων σε ένα καθαρά ευρωπαϊκό μοντέλο, περίπου ισοδύναμων ευρωπαϊκών δυνάμεων, που εξετάζονταν ως κοινωνικοί και οικονομικοί σχηματισμοί χωρίς να αποδίδεται σημασία στη θέση τους στη «γεωπολιτική ιεραρχία» του κόσμου, προς έναν μαρξισμό που παίρνει πολύ περισσότερο υπόψιν του τον ρόλο του ιμπεριαλισμού και των εθνών στην Ιστορία – όπως επίσης και από ένα πιο «ντετερμινιστικό» (αιτιοκρατικό) σε έναν περισσότερο «στοχαστικό», «πιθανοθεωρητικό» λενινισμό της δράσης.
Για να κάνει την Επανάσταση, ο Λένιν χρειάστηκε να παραιτηθεί από τη «θεωρία των σταδίων» και να αποδεχθεί τις ιδέες της «Διαρκούς Επανάστασης» του Τρότσκι. Γιατί; Γιατί ο ιμπεριαλισμός καθιστούσε αδύνατο σε χώρες υποδεέστερες στην κλίμακα της ανάπτυξης και της ισχύος να προχωρήσουν μπροστά, ακολουθώντας γραμμικά την πορεία των αναπτυγμένων ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών. Αυτός ήταν ο βασικός λόγος που κατέστησε αναγκαίες και δυνατές και τη Ρωσική και την Κινεζική Επανάσταση.
Ευθύς εξ αρχής το ρωσικό (όπως και το κινέζικο) σοσιαλιστικό πείραμα είχε και γεωπολιτική διάσταση. Η κατάκτηση των κοινωνικών δικαιωμάτων του ρωσικού λαού προϋπέθετε την ανεξαρτησία της χώρας από την ιμπεριαλιστική Δύση και αντιστρόφως, η κατάκτηση της ανεξαρτησίας προϋπέθετε ένα λαό αποφασισμένο να την υπερασπιστεί, αλλά για να την υπερασπιστεί χρειαζόταν να έχει κάτι σπουδαίο να υπερασπιστεί, όχι ένα καθεστώς δουλοπάροικων. Ήδη στον καιρό του Ναπολέοντα, ο Πρώσος Κλαούζεβιτς κατάλαβε ότι πίσω από τις νίκες των Γάλλων κρυβόταν η οικουμενική απήχηση του τρίπτυχου της Γαλλικής Επανάστασης «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφοσύνη». Έτσι και πίσω από τις νίκες του Κόκκινου Στρατού στον ρωσικό εμφύλιο, εναντίον της ξένης επέμβασης, και στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ήταν και ο ενθουσιασμός των σοβιετικών λαών για τις κοινωνικές τους κατακτήσεις και η παγκόσμια ακτινοβολία των διακηρύξεων της Ρωσικής Επανάστασης.
Παρότι δεν τη διατύπωσαν αναλυτικά, μια κορυφαία συμβολή του Λένιν και του Τρότσκι στην επαναστατική πολιτική που εμπνέει ο μαρξισμός ήταν ότι αντελήφθησαν την «ταξική πάλη» όχι μόνο περιορισμένη στενά στα πλαίσια του κράτους όπου αυτή διεξάγεται, αλλά κατεξοχήν και ως διεθνή, όχι μόνο ως πάλη καταπιεσμένης κατά καταπιέζουσας τάξης, αλλά και καταπιεζόμενων κατά καταπιεζόντων εθνών. Ήδη από το 1921, η Κομμουνιστική Διεθνής κοιτάει και προς τους λαούς της Ανατολής, όχι μόνο σε μια Δύση που αργοπορεί στο εικαζόμενο «ραντεβού» της με την επανάσταση και τον σοσιαλισμό. Εκείνη την εποχή ο Λένιν θα κάνει μάλιστα μια καταπληκτική πρόβλεψη, ότι θα νικήσουν οι λαοί της περιφέρειας, γιατί είναι περισσότεροι. Σήμερα, έναν αιώνα αργότερα, διαπιστώνουμε ακριβώς αυτό, ότι δεν μπορεί πια η «συλλογική Δύση» να κυριαρχεί σε όλη την ανθρωπότητα.
Στην περίπτωση της σημερινής Ρωσίας δεν έχουμε ένα έθνος που καταπιέζει άλλα έθνη – και ακόμα και αν το κάνει αυτό είναι μια δευτερεύουσα πτυχή της όλης διαδικασίας που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και που πρέπει κανείς να τη δει ενιαία, αν θέλει να την καταλάβει, και ως μία επίθεση στα στοιχεία σοσιαλισμού και κοινωνικού κράτους στο εσωτερικό της ΕΣΣΔ και ως μία γεωπολιτική επίθεση που αποβλέπει να μετατρέψει τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και την ίδια τη Ρωσία σε αποικίες της Δύσης. Η κοινωνική επίθεση είναι η άλλη όψη του νομίσματος της γεωπολιτικής επίθεσης και αντιστρόφως. Για να δράσει αποτελεσματικά η ρωσική αριστερά – στις συνθήκες ενός αμυνόμενου, όχι ενός επιτιθέμενου έθνους (και ολοκλήρωσης του δυτικού υπεριμπεριαλισμού), οφείλει να συνδυάσει την άμυνα της κοινωνίας με την άμυνα του έθνους. Τι δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα μπορεί να διεκδικήσει ο λαός μιας αποικίας; Αλλά και πόσο μακροχρόνια αποτελεσματική είναι η άμυνα μιας χώρας που κρατάει αλλοτριωμένη την κοινωνία της; Για να διεκδικήσει την κατά Γκράμσι ηγεμονία οφείλει να εμφανισθεί και ως εθνική δύναμη, παραμένοντας ταυτόχρονα και μία διεθνιστική δύναμη, αντιλαμβανόμενη δηλαδή ότι δεν μπορεί να ολοκληρωθεί η απελευθέρωση ενός λαού μόνο στα εθνικά πλαίσια, ότι όποιες νίκες κερδηθούν σε αυτά είναι περιορισμένες και αναπόφευκτα προσωρινές και βάζοντας όρια στην εξέλιξη του εθνικισμού σε σωβινισμό. (Όπως βέβαια και αυτοί που υπερασπίζονται το έθνος τους δεν μπορεί να είναι μακροχρόνια αποτελεσματικοί αν δεν υπερασπιστούν και την κοινωνία τους, γι’ αυτό και ο παραδοσιακός εθνικισμός των αρχουσών τάξεων συχνά οδηγείται, στην εποχή μας, σε αποτυχία, του λείπει μια ισχυρή κοινωνική βάση).
Ασφαλώς ο μαρξισμός δεν μπορεί να έχει σχέση με έναν πρωτόγονο και αντιδραστικό ρωσικό εθνικισμό, που ταιριάζει περισσότερο στους αντικομμουνιστές παρά στον σοσιαλισμό. Αυτό βέβαια δεν συνεπάγεται, κάθε άλλο, τουλάχιστο αυτή είναι η δική μου γνώμη, ότι η ρωσική μαρξιστική αριστερά δεν πρέπει να πρωταγωνιστεί στον αγώνα για την υπεράσπιση του ρωσικού έθνους απέναντι στον δυτικό ιμπεριαλισμό. Μήπως άλλωστε δεν ήταν ο ίδιος ο Λένιν, ο πιο διεθνιστής μαζί με τον Τρότσκι από τους μπολσεβίκους, που άρχιζε το άρθρο του στην Ιζβέστια τον Νοέμβριο του 1918, με τον στοίχο του Νεκράσωφ «Μάνα Ρωσία»; Έγραψε εκείνο το άρθρο για να εμποδίσει την αποθάρρυνση των κατοίκων της Πετρούπολης από την απόφαση να μετακινηθεί για λόγους ασφάλειας η κυβέρνηση στη Μόσχα. Αν ο ορίζοντας των μπολσεβίκων ήταν όλη η ανθρωπότητα, αν πίστευαν ότι μόνο σε ένα τέτοιο πλαίσιο είχε νόημα ο αγώνας τους, δεν ξεχνούσαν ότι οι ρίζες τους ήταν αναπόφευκτα στα έθνη που δρούσαν και από τα οποία προέκυψαν και οι ίδιοι, τους λαούς και τα έθνη τις ιστορικές ανάγκες των οποίων επεδίωκαν να εκφράσουν.
Θέλει βέβαια πολύ τέχνη, βαθιά σκέψη και πολύ μεγάλη αφοσίωση στον σκοπό, ικανότητα να πηγαίνεις από το γενικό στο ειδικό, η χάραξη μιας αποτελεσματικής πολιτικής που θα βασίζεται στις εθνικές πραγματικότητες για να διεκδικήσει την «ηγεμονία», αλλά και για να ξεπεράσει τελικά, «διαλεκτικά» τις εθνικές πραγματικότητες, χωρίς να πέφτει ούτε στην υποτίμηση του εθνισμού, ούτε στην υποταγή στον εθνικισμό.
Ο Αλεξάντρ προβληματιζόταν πάντως αρκετά, μου έδινε την εντύπωση ότι αγωνιούσε με το θέμα του ποια πρέπει να είναι η στάση απέναντι στον εθνικισμό γενικά και στο ρωσικό εθνικισμό ειδικά, κάτι που προκαλούσε και αρκετές διαμάχες μεταξύ των φίλων του, και ζητούσε και από μας τους ξένους που τον βλέπαμε τυχόν βοήθεια και πολιτικο-θεωρητικές επεξεργασίες για το μεγάλο θέμα της σχέσης Έθνους και Αριστεράς. Ήταν και δυνατό και αναγκαίο, αλλά δεν το κάναμε δυστυχώς.
Η δυτική αριστερά
Δυστυχώς επίσης, την ίδια εποχή, το μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής ριζοσπαστικής αριστεράς υιοθέτησε μια πολύ εχθρική στάση απέναντι γενικά στο φαινόμενο του έθνους χωρίς να κάνει καμία διάκριση και προσχωρώντας στην πραγματικότητα στην ιδεολογία της αστικής παγκοσμιοποίησης και του μεγάλου, παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου. Η ειρωνεία μάλιστα της ιστορίας είναι ότι ορισμένα τουλάχιστον από αυτά τα ρεύματα (όπως και ό,τι απέμεινε από τα φιλοσοβιετικά ΚΚ) συχνά, ακολουθώντας την ιμπεριαλιστική γραμμή και προπαγάνδα, στην περίοδο μετά το 1991, κατέληξαν να συμμαχήσουν με διάφορους εντελώς αντιδραστικούς εθνικισμούς – συμμάχους του ΝΑΤΟ, του ιμπεριαλισμού και του φασισμού ακόμα. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις ο κροατικός, ο αλβανικός και ο ουκρανικός εθνικισμός, που χρησιμοποίησαν, όχι τυχαία, τα σύμβολα των Ουστάσι, των Αλβανών συμμάχων του φασισμού και του Στεπάν Μπαντέρα. Άλλοι θεώρησαν θετική τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης, δηλαδή του σημαντικότερου επιτεύγματος του παγκόσμιου εργατικού κινήματος. Τέτοιες θέσεις προκάλεσαν και πολύ ισχυρές διενέξεις μεταξύ των δυτικών μαρξιστών επαναστατών. Θυμάμαι τον Πάμπλο (Μιχάλη Ράπτη) να χαρακτηρίζει ολέθριο (néfaste) τον ρόλο του Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, απαντώντας σε ένα προγραμματικό κείμενο του πολύ σπουδαίου οικονομολόγου, φοβάμαι όμως όχι πολύ σπουδαίου πολιτικού, Ερνέστ Μαντέλ, εκ των ηγετών της Τέταρτης Διεθνούς, που χαιρέτιζε τη συμβολή του τελευταίου Σοβιετικού ηγέτη. Πεπειραμένος επαναστάτης, της δράσης και όχι μόνο της θεωρίας, ο Ράπτης ήταν από πολύ νωρίς σκεπτικός για την κατεύθυνση που έπαιρνε η περεστρόικα, με τον τρόπο που ο Γκορμπατσόφ χειριζόταν το θέμα της θρησκείας, ενώ ήταν αντίθετος και με τη γενίκευση του πολυκομματισμού. Θεωρούσε ότι ο πολυκομματισμός έπρεπε να περιορισθεί στα κόμματα που αποδέχονταν το κοινωνικό καθεστώς, τον σοσιαλισμό και δεν απέβλεπαν στην αποκατάσταση του καπιταλισμού.
Ο Αλεξάντρ είχε μια σημαντικότατη συμβολή στη συγκρότηση δύο πολύ μεγάλων σοβιετικών/ρωσικών αντιπροσωπειών σε δύο συνέδρια που οργάνωσε ο Πάμπλο στην Αθήνα. Το πρώτο ήταν ένα συνέδριο για τον Λένιν το 1990 στο Πάντειο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου συμμετείχαν όλες οι τάσεις της ρωσικής διανόησης. Τα πρακτικά ήταν διπλά ενδιαφέροντα και για τις συμβολές αυτές καθ’ εαυτές και για το ότι αντανακλούσαν μια πολύ σημαντική ιστορική στιγμή. Δυστυχώς οι φίλοι του Παντείου τα έχουν κάπου χάσει και όλες οι προσπάθειές μου να τα βρω απέτυχαν. Όπως είπε κάποτε και ο Σημίτης, «αυτή είναι η Ελλάδα»!
Το δεύτερο ήταν ένα συνέδριο εναντίον της νέας παγκόσμιας τάξης του Μπους και των κυρώσεων κατά της Σερβίας, του Ιράκ, της Λιβύης και της Κούβας που έτυχε να πραγματοποιηθεί τον Οκτώβριο του 1993, μία εβδομάδα μετά τον βομβαρδισμό του ρωσικού κοινοβουλίου από τον Γέλτσιν, με συμμετοχή εκπροσώπων από όλες τις τάσεις της αντιπολίτευσης στον Γέλτσιν. Συμβόλισε με τον καλύτερο τρόπο την ενότητα ανάμεσα στην πάλη εναντίον της νεοκαπιταλιστικής και φιλοαμερικανικής ηγεσίας της Ρωσίας και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού που, εκμεταλλευόμενος την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης προς τα δεξιά έδειχνε ήδη τα δόντια του στη Γιουγκοσλαβία, τη Μέση Ανατολή και τη Βόρειο Αφρική, αποβλέποντας να κατακτήσει και την Κούβα.
Ο Αλεξάντρ Μπουζγκάλιν υπήρξε υπόδειγμα αγωνιστή για τον δημοκρατικό σοσιαλισμό και άφησε μια ισχυρή παρακαταθήκη στις μελλοντικές γενιές. Θα ολοκληρώσω αυτή τη σειρά άρθρων παρουσιάζοντας στο επόμενο και τελευταίο το κείμενο μια έκκληση που συνυπέγραψε με μια σειρά εξεχόντων Ρώσων σοσιαλιστών διανοουμένων στις παραμονές της 90ής επετείου της Οκτωβριανής Επανάστασης.