ΜΑΝΗ: Φεβρουάριος-Ιούλιος 1834, ΜΕΣΣΗΝΙΑ-ΑΡΚΑΔΙΑ: Ιούλιος-Αύγουστος 1834
Η εξέλιξη και η καταστολή των πρώτων κοινωνικών αντικυβερνητικών εξεγέρσεων από την δημιουργία του ελληνικού κράτους.
Οι εξεγέρσεις του 1834 στη Μάνη, στη Μεσσηνία και την Αρκαδία δεν θα μπορούσαν παρά να παραμείνουν άγνωστες και μακριά από την καθεστωτική και μη, ιστορική έρευνα για τα αίτια, την σημασία και το κληροδότημα τους. Ο λόγος είναι ότι οι εξεγέρσεις αυτές (όπως και άλλες, κατά την περίοδο προσπάθειας δημιουργίας και συγκρότησης του ελληνικού κράτους) φανερώνουν την εκτροπή της επανάστασης του 1821 από κοινωνική σε εθνική και σε πολλές περιπτώσεις με σκληρότερους όρους δουλείας. Η υπερφορολόγηση, η κατάργηση των κοινοτικών αυτονομιών, ο παραγκωνισμός και η φυλάκιση πολλών παλαιών αγωνιστών ήταν κάποια από τα αίτια της εξαμηνιαίας διαρκούς ανάφλεξης των περιοχών της Μεσσηνίας, της Μάνης και της Αρκαδίας. Βέβαια πριν από τις ἐξεγέρσεις, που σημειώθηκαν στις παραπάνω περιοχές, είχαν προηγηθεί και εξεγέρσεις με μικρότερη χρονική διάρκεια, στην Τήνο (Αύγουστος 1834) και στην Λίμνη Εύβοιας (αρχές 1834) ἐξ αιτίας της υπερφορολόγησης.
Ο συσχετισμός δύο φαινομενικά διαφορετικών κοινωνικών εξεγερσιακών γεγονότων κρίνεται αναγκαίος γιατί: α) Χρονικά η μία εξέγερση είναι συνέχεια της άλλης. Επίσης, γεωγραφικά η μία συνορεύει με την άλλη, με αποτέλεσμα πολλοί αγωνιστές να συμμετέχουν και στις δυο, αλλά και οι δυνάμεις των Μανιατών που χρησιμοποιήθηκαν για την καταστολή της Μεσσηνιακής-Αρκαδικής εξέγερσης μπορούσαν να κινηθούν με ευκολία και γρηγοράδα. β) Υπάρχουν στοιχεία όπου φαίνεται η υποστήριξη των δύο εξεγέρσεων από το Ρώσικο κόμμα και τους καποδιστριακούς που απέβλεπαν μια επάνοδο στην εξουσία δημιουργώντας συνεχώς προβλήματα στην αντιβασιλεία. γ) Η Μεσσηνιακή-Αρκαδική εξέγερση στηρίχθηκε στην ύπαρξη της Μανιάτικης, επειδή πολλές κυβερνητικές δυνάμεις θα ήταν απασχολημένες με την καταστολή της εξέγερσης στην Μάνη. δ) Οι τελικώς συνθηκολογημένοι Μανιάτες θα παίξουν σημαντικό ρόλο στην καταστολή της Μεσσηνιακής-Αρκαδικής εξέγερσης.
Από τα παραπάνω γίνεται φανερό ότι σε οποιοδήποτε εξεγερσιακό γεγονός, μπορεί να υπάρξουν αυτοί που θα το εκμεταλλευτούν προς ίδιον εξουσιαστικό όφελος. Έτσι οι εξεγερμένοι που συνδιαλλάσσονται, παίρνοντας ανταλλάγματα από την εξουσία, μπορούν να μετατραπούν σε όργανα καταστολής, της ίδιας τους ή άλλης εξέγερσης. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, οι Μανιάτες που πριν από λίγο καιρό πολεμούσαν τους Βαυαρούς τελικώς, με κοινές επιχειρήσεις, κατέστειλαν την εξέγερση στην Μεσσηνία και στην Αρκαδία. Επίσης, οι Ρουμελιώτες που αρχικά ήταν συνεννοημένοι για ταυτόχρονη εξέγερση στην Στερεά, κινήθηκαν εναντίον της Μεσσηνιακής και Αρκαδικής εξέγερσης. Τέλος, οι λεγόμενοι «άτακτοι», με τα κατάλληλα ανταλλάγματα από την κυβέρνηση, συγκροτήθηκαν σε σώμα και με την σειρά τους βοήθησαν και αυτοί στην καταστολή της.
Μάνη: Φεβρουάριος – Ιούλιος 1834
Όταν η αντιβασιλεία ανέλαβε την διακυβέρνηση, η περιοχή της Μάνης είχε 800 πύργους-φρούρια, σχεδόν όλοι οι Μανιάτες οπλοφορούσαν και οι διαφορές λυνόντουσαν με μονομαχίες, βεντέτες και ένοπλες συρράξεις φατριών. Το άγονο και ορεινό έδαφος της περιοχής δεν απέφερε πλούσια αγροτικά εισοδήματα και πολλοί επιδίδονταν ακόμα στην παλαιότατη παράδοση της περιοχής, την πειρατεία, κυρίως από την στεριά, με τους λεγόμενος «ναυαγηστές» να παρασέρνουν τα πλοία στα βράχια και ύστερα να τα ληστεύουν. Βέβαια, πίσω από αυτές τις πειρατικές ενέργειες υπήρχαν οι μεγαλοοικογένειες της περιοχής οι οποίες απολάμβαναν και την μερίδα του λέοντος από την λεία (κάπως έτσι δημιουργήθηκαν οι Μαυρομιχαλαίοι, οι Τρουπάκηδες, οι Τζανετάκηδες, κ.λπ.).
Το παραπάνω καθεστώς ήταν προφανές ότι θα εμπόδιζε την εδραίωση της εξουσίας της αντιβασιλείας στην περιοχή. Για το λόγο αυτό, η αντιβασιλεία σχεδίασε να μετατρέψει τους πύργους σε κατοικίες και να αφοπλίσει τους Μανιάτες. Τον Φεβρουάριο του 1834 στάλθηκε από την αντιβασιλεία ο λοχαγός Feder με στρατό και χρήματα που θα λάμβαναν οι κάτοικοι ως αποζημίωση για την καταστροφή των πύργων. Ο Feder αρχικά φαινόταν να έχει μια κάποια επιτυχία εξαγοράζοντας κάποιους πύργους για να χρησιμοποιηθούν ως κρατικά κτήρια. Στην Αερόπολη υπήρξε πετροπόλεμος, όπου σταμάτησε με την πρόφαση της ημέρας του Πάσχα. Οι φατρίες στην πραγματικότητα, βλέποντας τα συμφέροντά τους να θίγονται, επιθυμούσαν μια πιο οργανωμένη επίθεση από ένα πετροπόλεμο εναντίον του στρατού του Feder. Έτσι και έγινε. Την Τρίτη μέρα του Πάσχα 200 ένοπλοι Μανιάτες με την ενεργή υποστήριξη αρκετού γυναικείου πληθυσμού, συγκεντρώθηκαν στην πλατεία της Αρεόπολης και απαίτησαν εγγυήσεις από τον Όθωνα για το σταμάτημα του σχεδίου μετασκευής των πύργων, για την ακύρωση του αφοπλισμού τους, για την φοροαπαλλαγή της περιοχής και για την κατάργηση της υποχρεωτικής τους στράτευσης. Ο αναβρασμός εξελίχτηκε σε εξέγερση και o Feder υποχώρησε.
Ο αντιβασιλέας Armansperg υποτίμησε την πρώτη εξέγερση και τον Μάιο έστειλε δύο λόχους Βαυαρών στρατιωτών για την καταστολή της επαναστατημένης περιοχής. Αρχικά οι Μανιάτες τους υποδέχθηκαν φιλικά με υποσχέσεις συμμόρφωσης. Την επόμενη μέρα όμως 400 οπλισμένοι μανιάτες επιτέθηκαν στην Αρεόπολη και συνέλαβαν το σύνολο του βαυαρικού στρατού. Στην συνέχεια ακολούθησε η απελευθέρωση όλων, με την προϋπόθεση να εγκαταλείψουν την Μάνη, πλην 36 στρατιωτών υπό τον αξιωματικό Man που αρνήθηκαν να παραδοθούν. Οι 36 υπέστησαν βασανιστήρια και εξευτελισμούς και ζητήθηκαν λύτρα από την αντιβασιλεία για την απελευθέρωση τους. Τελικά απελευθερώθηκαν, ενώ 13 από αυτούς πέθαναν από τις κακουχίες και τα βασανιστήρια, πριν ακόμα να νοσηλευθούν σε νοσοκομείο.
Μετά από τα παραπάνω γεγονότα η αντιβασιλεία τον Ιούνιο στέλνει τέσσερα τάγματα στην Μάνη. Τα τάγματα εγκλωβίζονται στα στενά του Πασαβά και αποδεκατίζονται. Οι αιχμάλωτοι βασανίζονται και εξευτελίζονται. Πολλοί χρησιμοποιήθηκαν ως σκλάβοι, άλλοι πωλήθηκαν ή ενοικιάσθηκαν έναντι 1 έως 5 δραχμών (τους αξιωματικούς από 5-10 δρχ.), για άλλους ζητήθηκαν λύτρα, η τους ανάγκαζαν να χορεύουν γυμνοί προς τέρψη των νέων αφεντικών τους.
Η αντιβασιλεία, βλέποντας ότι η κατάσταση στην Μάνη πάει από το κακό στο χειρότερο στέλνει 5.000 άνδρες, με δύο ορειβατικές πυροβολαρχίες, μια ίλη ιππικού χωροφυλακής. Με την διαφορά ότι στον στρατό συμμετέχουν επί πλέουν μερικά τάγματα ελλήνων και 500 Μανιάτες υπό τον Κατσάκο Μαυρομιχάλη. Η μεγάλη αυτή δύναμη έκανε επίθεση στο Πετροβούνι χωρίς επιτυχία. Δύο λόχοι Ελβετών που στάλθηκαν ως εμπροσθοφυλακή είχαν μεγάλες απώλειες. Οι ήττες συνέχιζαν να διαδέχονταν η μία την άλλη και τελικώς ο στρατηγός Σμάλτς διατάχθηκε να υποχωρήσει. Ο Feder προσπαθεί πάλι με χρήματα να εξαγοράσει τους Μανιάτες, συνεπικουρούμενος από τους Μανιάτες αξιωματικούς Γρηγοράκη Τζανετάκη, Ιωάννη και Κατσάκο Μαυρομιχάλη.
Οι διαπραγματεύσεις φαίνεται πως είχαν κάποια αποτελέσματα αλλά κρέμονταν από μια κλωστή εξαιτίας των φατριών που ακόμα δεν είχαν συνθηκολογήσει. Η τελευταία μεγάλη μάχη δόθηκε στο Πόρτο Κάγιο με επίθεση 1.000 Μανιατών. Στο σημείο αυτό, ο Feder οργάνωσε δύο τάγματα ευζώνων από Μανιάτες και διόρισε ως αξιωματικούς τους σημαντικότερους Μανιάτες αρχηγούς από τις φατρίες, με τον όρο να μετατρέψουν τους πύργους τους σε οικίες. Οι φατρίες των Μαυρομιχαλαίων και των Τζανετάκηδων φαινεται πως συμφώνησαν με τους Βαυαρούς και μάζεψαν τον κόσμο τους από τις μάχες και τον έστρεψαν προς τους εναπομείναντες Μανιάτες. Κατά πάσα πιθανότητα είχαν πάρει εγγυήσεις για τις φατρίες τους.
Ο Feder κατάφερε με αυτά τα δύο έξυπνα τεχνάσματα ότι δεν κατάφερε τέσσερις μήνες με τον στρατό, εκμεταλλευόμενος την ματαιοδοξία και των κατακερματισμό των Μανιατών που ήταν χωρισμένοι σε φατρίες. Βέβαια οι πύργοι θα συνέχιζαν για πολλά χρόνια να είναι φρούρια και οι εξεγέρσεις θα είχαν και συνέχεια λίγα χρόνια μετά.
Στην εξέγερση είχαν πάρει μέρος και οι πρωτεργάτες της Μεσσηνιακής-Αρκαδικής επανάστασης που σημειώθηκε αμέσως μετά από την εξέγερση στην Μάνη, όπως: ο Μητροπέτροβας με τον γιό του και ο Γιαννάκης Κρίτζαλης. Οι παραπάνω αγωνιστές ήταν Ναπαίοι, γεγονός που δείχνει ότι το ρωσικό κόμμα καλοέβλεπε τις δύο ταραχές, στην Μάνη και στην Μεσσηνία-Αρκαδία. Η εξέγερση στην Μάνη διέλυσε τον μύθο του ανίκητου Βαυαρικού στρατεύματος, γεγονός που μάλλον συντέλεσε, στον μετέπειτα ξεσηκωμό στην Μεσσηνία και την Αρκαδία.
Μεσσηνία – Αρκαδία: Ιούλιος – Αύγουστος 1834
Κρίτζαλη τί είσαι κίτρινος γιατί είσαι μαραμένος; Μην είσαι από την φυλακή μην είσαι από την χάψη;
Δεν είμαι από την φυλακή δεν είμαι από την χάψη. Απόψε είδα στον ύπνο μου στην υπνοφαντασιά μου,
Είδα πως μας επιάσανε Μανιάτες Σταυροφόροι. Στην Αρκαδιά μας πήγανε στην φυλακή μας βάνουν.
Και την Δευτέρα το πρωί πιάνουν και μας ξετάζουν. Τα πούθε παίρναμε ψωμί που παίρναμε φουσέκια.
(Παραδοσιακό τραγούδι για τον Γιάννη Κρίτζαλη, που αναφέρεται στην σύλληψή του).
Η λεγόμενη Μεσσηνιακή Επανάσταση θεωρείται ως η πρώτη οργανωμένη ένοπλη εξέγερση ενάντια στην αντιβασιλεία με αιτήματα οικονομικά (φορολόγησης), απελευθέρωσης του Κολοκοτρώνη και Πλαπούτα, τον διωγμό της αντιβασιλείας, της ενθρόνισης του Όθωνα και την δημιουργία Συντάγματος.
Είναι σημαντικό να αναφερθεί, ότι πρωταρχικό ρόλο στην Μεσσηνιακή και Αρκαδική επανάσταση έπαιξαν τα λεγόμενα «Σουλιμοχώρια». Τα συγκεκριμένα χωριά την περίοδο της Οθωμανοκρατίας είχαν εξασφαλίσει την μη πληρωμή φόρων καθώς οι όποιες προσπάθειες των Οθωμανών κατέληγαν σε αιματηρές συρράξεις. Κάθε χωριό το διοικούσε μια επιτροπή από τους αρχηγούς των πρώτων στρατιωτικών οικογενειών, η οποία είχε και δικαστικά δικαιώματα. Μια επιτροπή από αντιπροσώπους όλων των χωριών κανόνιζε τα κοινοτικά θέματα. Οι κάτοικοι των συγκεκριμένων χωριών ήταν οι λεγόμενοι «Ντρέδες», αλβανοί που εποίκισαν την περιοχή τον 15ο αιώνα. Από τα χωριά αυτά καταγόταν ο φυλακισμένος Πλαπούτας, γεγονός που επέσπευσε την διαδικασία της επανάστασης, λόγω της καταδίκης του σε θάνατο. Ήταν, λοιπόν, προφανές η περιοχή αυτή να πρωτοστατήσει στην Μεσσηνιακή επανάσταση, καθώς μετά από αιώνες το εξασφαλισμένο αυτοδιοίκητο ήταν υπό απειλή.
Η επανάσταση ξεκίνησε στις 29 Ιουλίου 1834 με την αμαχητί κατάληψη της Κυπαρισσίας (πρωτεύουσα του Νομού Μεσσηνίας τότε) από τους Σουλιμοχωρίτες Ντρέδες υπό την καθοδήγηση του Γιαννάκη Κρίτζαλη. Ήδη, κατά τη διάρκεια της νύχτας της 27ης προς 28η Ιουλίου, ένοπλοι επαναστάτες είχαν εισέλθει κρυφά στην Κυπαρισσία και είχαν κρυφτεί σε υπόγεια σπιτιών. Τη νύχτα της 29ης Ιουλίου εκατό επαναστάτες κατέλαβαν το ερειπωμένο φρούριο της Κυπαρισσίας και το πρωί αιφνιδίασαν τις αρχές. Συνελήφθησαν ο Νομάρχης Δημ. Χρηστίδης, ο στρατιωτικός διοικητής Αντώνης Μαυρομιχάλης και ο Δημόσιος Ταμίας. Όλοι μαζί οδηγήθηκαν όμηροι στο χωριό Άνω Ψάρι (Σουλιμοχώρι) με την πρόφαση ότι έπρεπε να προστατευτούν από το εξεγερμένο πλήθος. Αμέσως συγκροτήθηκε επαναστατική επιτροπή για την διακυβέρνηση της Κυπαρισσίας και γράφτηκαν δύο προκηρύξεις. Μία προς τον λαό και μία προς τον Όθωνα.
Στην συνέχεια η επανάσταση επεκτάθηκε και σε άλλες περιοχές. Στις 29 Ιουλίου 1834, στη Γαράντζα της τότε επαρχίας Ανδρούσας, ο υπερήλικος στρατηγός Μητροπέτροβας, βάζει φωτιά στις θημωνιές του στ’ αλώνι, για να δείξει ότι μπροστά στην επανάσταση τα εισοδήματα δεν έχουν καμία σημασία. Ο Μητροπέτροβας ξεκίνησε με 150 Γαρατζαίους και κατέλαβε την Ανδρούσα λεηλατώντας και το σπίτι του ειρηνοδίκη.
Την ίδια μέρα, στις 29 Ιουλίου 1834, ο Αναστάσιος Τζαμαλής καταλαμβάνει τον Ασλάναγα (σημερινός Άρις) της Μεσσηνίας. Οι κάτοικοι στην αρχή δεν πήραν το μέρος του Τζαμαλή δίνοντας την δυνατότητα στον έπαρχο της Μεσσήνης να στείλει δυνάμεις, με την ελπίδα ότι με την βοήθεια των κατοίκων οι επαναστάτες θα έχαναν. Την νύχτα, όμως, οι επαναστάτες δέχθηκαν ενισχύσεις. Έτσι, η θέση τους ισχυροποιήθηκε με αποτέλεσμα οι κάτοικοι να συνταχθούν μαζί τους.
Το ίδιο σκηνικό από την μεριά των κατοίκων, διαδραματίστηκε στις 2 Αυγούστου 1834 στην Μεσσήνη. Ο Μητροπέτροβας τελικά κατέλαβε και τη Μεσσήνη, όπου την εγκαταλείψαν οι κυβερνητικοί και ζήτησαν καταφύγιο στην Καλαμάτα, που την προστάτευε μεγάλη δύναμη Βαυαρών και Μανιατών υπό τον Κατσάκο. Οι κρατικοί υπάλληλοι, στις εκθέσεις τους προς την κυβέρνηση, εκφράζουν τη βαθειά τους ανησυχία για την εξέλιξη των πραγμάτων: «[…] όλη η Μεσσηνία είναι ένα απέραντο θέατρο εξεγέρσεως […]» ή «[…] η Μεσσηνία δεν είναι πλέον ιδική μας αλλά εις την διάθεσιν του Κρίτζαλη […]».[1]
Επίσης, την 29 Ιουλίου 1834 στο Δερμπούνι (το Λύκαιο Αρκαδίας) ξεσηκώθηκαν οι κάτοικοι και βάδιζαν κατά της Μεγαλόπολης. Οι κινήσεις τους, όμως, είχαν προδοθεί στον έπαρχο, που με 400 άνδρες υπό τις διαταγές του Νικήτα Φλέσσα, αδελφού του Παπαφλέσσα, κινήθηκαν προς το Δερμπούνι. Η αποστολή του Φλέσσα, απέτυχε διότι κατέφθασε ο Γιαννάκης Κρίτζαλης, ενώ προσχώρησε μαζί του και το μεγαλύτερο μέρος των ανδρών του Φλέσσα. Ο ίδιος ο Φλέσσας διασώθηκε και κατέφυγε στην Μεγαλόπολη.
Το πρώτο σταμάτημα των επαναστατών έγινε στην Αδρίτσαινα. Το χωριό είχε ήδη κάποιες κυβερνητικές δυνάμεις και οι κάτοικοί του ήταν με το μέρος τους. Για το λόγο αυτό οι κρατικοί υπάλληλοι ζητούσαν ενισχύσεις που μόνο με την παρουσία τους θα άλλαζαν εύκολα το φρόνημα κάποιων που είχαν προσχωρήσει στους επαναστάτες. Το χωριό τελούσε υπό πολιορκία για πολλές μέρες.
Την 30 Ιουλίου 1834 στη Βάνινα και την Παλούμπα Γορτυνίας οι αδελφοί Κόλλιας και Μήτρος Πλαπούτας και ο ανεψιός του Κολοκοτρώνη Νικήτας Ζερμπίνης, κατευθύνθηκαν στη Ζάχα και, με τη θέρμη των λόγων τους, πέτυχαν να ξεσηκώσουν τους κατοίκους και να συγκεντρώσουν περί τους 400 ενόπλους, με τους οποίους πολιόρκησαν την Ανδρίτσαινα.
Στις 4 Αυγούστου οι αντάρτες επιτέθηκαν και κατέλαβαν ορισμένα σπίτια κοντά στον οχυρωμένο πύργο της Ανδρίτσαινας. Τότε οι χωρικοί, που μέχρι τότε βρίσκονταν υπο τις διαταγές του ενωμοτάρχη Κοκκινιάδη, βλέποντας ότι οι αντάρτες καταλαμβάνουν όλο και περισσότερο έδαφος, τους παρέδωσαν το στρατώνα των χωροφυλάκων και πέρασαν στις γραμμές τους. Στις 5 Αυγούστου, αποχώρησαν από την πόλη της Ανδρίτσαινας, αφού πρώτα έκαναν συνθήκες με τους κατοίκους να μη τους κτυπήσουν κατά την αποχώρησή τους. Ο έπαρχος Κρεστενίτης και ο ενωμοτάρχης Κοκκινιάδης εγκατέλειψαν το χωριό.
Στις 2 Αυγούστου οι επαναστάτες κατέλαβαν το χωριό Λεοντάρι καταστρέφοντας όλα τα κυβερνητικά έγγραφα, ενώ ο έπαρχος εγκατέλειψε το χωριό.
Δύο λόχοι Βαυαρικού στρατού, ενώ κατευθύνονταν από την Μεγαλόπολη για να ενισχύσουν την άμυνα της Καλαμάτας από τις δυνάμεις του Μητροπέτροβα και του Τζαμαλή, στο Λεοντάρι, πληροφορήθηκαν ότι κατευθυνόταν εναντίον τους ο Γιαννάκης Κρίτζαλης. Πανικοβλήθηκαν, γιατί θυμήθηκαν τα παθήματά τους στη Μάνη εγκαταλείψαν την αποστολή τους και επέστρεψαν ασύνταχτοι στη Μεγαλόπολη, όπου έσπειραν τον πανικό και όλοι μαζί εγκατέλειψαν την Μεγαλόπολη ψάχνοντας καταφύγιο στην Τρίπολη. Έτσι, όταν ο Κρίτζαλης έφτασε στις 4 Αυγούστου 1834 στη Μεγαλόπολη, την κατέλαβε αμαχητί και τα πράγματα για τους επαναστάτες συνέχισαν να εξελίσσονται με καλούς οιωνούς.
Ο Γιαννάκης Κρίτζαλης, μετά την κατάληψη της Μεγαλόπολης, έπιασε τη Στεμνίτσα και το Ζυγοβίτσι της Γορτυνίας με 400 άνδρες και προχώρησε προς τη Ζάτουνα, όπου είχαν καταφθάσει και Πλαπουταίοι και όλοι μαζί, ξεπερνώντας τους 2.000 άνδρες, χτύπησαν τη Δημητσάνα, όπου είχε προλάβει να φθάσει ο μοίραρχος Γ. Μανιάτης και την υπερασπίστηκε αποτελεσματικά.
Στις 5 Αυγούστου, 1.200 επαναστάτες εισήλθαν στην Στεμνίτσα. Στη συνέχεια κατέλαβαν τη Βυτίνα, την Αλωνίσταινα, το Χρυσοβίτσι και το Αρκουδόρεμα και σχεδίαζαν να εισβάλουν στην Τρίπολη. Η Τρίπολη, όμως, είχε πλήρως επανδρωθεί από κυβερνητικές δυνάμεις και έτσι οι επαναστάτες έμειναν στις θέσεις τους.
Από εκεί και ύστερα ξεκινάει η αντεπίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων. Ο Κωλέττης με μια σειρά από ενέργειες περνάει στην αντεπίθεση: α) επιστράτευσε πολλούς άτακτους, Ρουμελιώτες και Μανιάτες καθώς και αγωνιστές που δέχθηκαν να πολεμήσουν με αντάλλαγμα ένα μικρό μισθό. β) Πολλοί παλαιοί αγωνιστές προήχθησαν σε συνταγματάρχες, αντισυνταγματάρχες και λοχογοί για την αποφυγή κάθε αποστατικής κίνησης. γ) Ελευθέρωσε τους φυλακισμένους στο Ναύπλιο, Δ. Ταγκόπουλο, τον ποιητή Κ. Κυριακού και το κόμη Βρεδ όπου και εξόρισε. δ) Έδωσε αμνηστία σε όλους τους μανιάτες που συμμετείχαν στην προηγούμενη εξέγερση. Επίσης, δόθηκε εντολή στους δεσμοφύλακες του Ναυπλίου να σκοτώσουν με τον παραμικρό ύποπτο θόρυβο τον Πλαπούτα και τον Κολοκοτρώνη.
Στις 7 Αυγούστου ο μοίραρχος Κατσάκος Μαυρομιχάλης με 800 Μανιάτες, οι αδελφοί Γιατράκοι με 500 άνδρες, ο συνταγματάρχης Τζανετάκης με 500 άνδρες, ο συνταγματάρχης Λόντος με 300 άνδρες και ο Smalts επιτέθηκαν εναντίον 2.000 επαναστατών υπό το Μητροπέτροβα στη θέση Φρουτζαλοκάμαρα. Οι επαναστάτες εγκατέλειψαν την θέση τους και καταδιώχτηκαν από τον Κατσάκο μέχρι το χωριό Γαϊδουροχώρι. Η καταδίωξη διήρκεσε έξι μέρες και οι επαναστάτες κατέφυγαν και διασκορπίστηκαν στα βουνά. Συνελήφθησαν 15 αντάρτες και πληγώθηκαν πάνω από 150. Κατόπιν ο στρατός μπήκε στο χωριό Ασλάναγα, το οποίο πυρπόλησε και λεηλάτησε.
Οι επαναστάτες, όταν πληροφορήθηκαν τις κινήσεις των βασιλικών στρατευμάτων, εγκατέλειψαν τη Μεγαλόπολη κι όλες τις θέσεις τους στη Μεσσηνία και συγκεντρώθηκαν, περίπου 1.200, στο Ζυγοβίτσι και τη Ζατούνα. Η τελευταία μεγάλη μάχη δόθηκε στο χωριό Σούλου όπου οι επαναστάτες του Γιαννάκη Κρίτζαλη υπέστησαν ήττα, με αποτέλεσμα να πυρπολυθεί το χωριό. Ο Κρίτσαλης κατέφυγε στις Καρυές όπου χτυπήθηκε και παραδόθηκε στις αρχές.
Την ίδια μέρα με την μάχη του Σούλου ο Μήτρος Πλαπούτας με 350 άνδρες, μετά από μάχη στην θέση «Περιβόλι του Μώρου» κοντά στον Αλφειό ποταμό, συλλαμβάνεται. Πολλοί πνίγηκαν στην προσπάθειά τους να περάσουν τον ποταμό.
Ο Μητροπέτρoβας, αφού έμεινε οχυρωμένος στο σπίτι του στη Γαράντζα για λίγες ημέρες, παραδόθηκε στον Δεληγιάννη. Τέλος, ο Νικήτας Ζερμπίνης παραδόθηκε μόνος του στις Αρχές της Ανδρίτσαινας. Στις 12 Αυγούστου παραδόθηκε στο στρατηγό Smalts παρουσία του νομάρχη Δ. Χρηστίδη και του Kατσάκου Μαυρομιχάλη, ο Δημήτρης Κρίτσαλης, αδελφός του Γιαννάκη.
Η επανάσταση είχε κατασταλεί. Τα χωριά που είχαν λάβει μέρος στην εξέγερση αφοπλίστηκαν. Στο χωριό Άνω Ψάρι (Σουλιμοχώρι) αλλά και σε όλα τα ορεινά χωριά που είχαν λάβει μέρος στην εξέγερση, ο Κωλέττης έκανε πρόταση μετεγκατάστασης των κατοίκων στον μεσσηνιακό κάμπο, ώστε οι άνθρωποι αυτοί να πάψουν να είναι επικίνδυνοι και να… εκπολιτιστούν. Η μεσσηνιακή εξέγερση είχε δυσμενείς επιπτώσεις στους κατοίκους των περιοχών που εξεγέρθηκαν οι οποίες υπέστησαν το βάρος της στρατοπέδευσης των κυβερνητικών στρατευμάτων καταστολής. Ακόμη και μετά την κατάπαυση των ταραχών, ο πληθυσμός υφίστατο καταπιέσεις εκ μέρους των στρατιωτικών δυνάμεων, ενώ ήταν υποχρεωμένος να μερίμνα και για τον επισιτισμό τους.
Oι Κρίτζαλης, Tζαμαλής και Mητροπέτροβας καταδικάσθηκαν σε θάνατο. Οι δύο πρώτοι εκτελέστηκαν δύο ώρες μετά την απόφαση του δικαστηρίου, ενώ του Μητροπέτροβα η ποινή μετατράπηκε σε ισόβια λόγω γήρατος. Οι υπόλοιποι καταδικάσθηκαν σε πολύχρονες φυλακίσεις, αλλά απελευθερώθηκαν με χάρη, όταν ενηλικιώθηκε ο Όθωνας.
Βιβλιογραφία:
Καίτη Τσίχλη Αρώνη, Αγροτικές εξεγέρσεις στην παλιά Ελλάδα 1833-1881, εκδόσεις Παπαζήση
Καίτη Τσιχλή Αρώνη, Η Μεσσηνιακή Εξέγερση του 1834, Διδακτορική Διατριβή, Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών, Αθήνα 1984.
Ομάδα Ενάντια στην Λήθη, Κυριαρχία και Κοινωνικοί Αγώνες στον «Ελλαδικό Χώρο», Αναρχική Αρχειοθήκη, Αθήνα 1996.
Φωτάκος, Απομνημονεύματα Περί της Ελληνικής Επαναστάσεως, 1858.
[1]. Καίτη Τσιχλή Αρώνη, Η Μεσσηνιακή Εξέγερση του 1834, σελ. 63 . 1.8.1831 και. 2.8.1831.Αναφορές του Δ. Κανελλόπουλου προς τη νομαρχία Αρκαδίας και του Αδάμ Δούκα προς τη Γραμματεία των Εσωτερικών.
πηγή: anarchypress.wordpress.com