Μακροχρόνιες επιπλοκές COVID-19
γράφει στο peripteron.eu
η Καρολινα Ακινοσογλου, Επικουρη Καθηγητρια Παθολογιας, Λοιμωξιο- λογος Πανεπιστημιου Πατρων
και ο Χαραλαμπος Γωγος, Καθηγητης Παθολογιας, Πανεπιστημιου Πατρων, Μελος της Επιτροπής Αντιμετώπισης Εκτάκτων Συμβάντων Δημόσιας Υγείας από Λοιμογόνους Παράγοντες
Η επιδημια COVID-19 ειχε ως αποτέλεσμα έναν αυξανόμενο αριθμό ασθενών με ένα μεγάλο ευρος συμπτωμάτων που επιμένουν μετά την οξεία λοίμωξη από SARSCov- 2. Aυτά μπορει να είναι συμπτώματα που αναπτύσσονται κατά τη διάρκεια ή μετά τη νόσηση και δυναται να συνεχίζουν για το ελάχιστο 12 εβδομάδες μετά και δεν αποδίδονται σε άλλη διάγνωση.
Τα συμπτωματα περιλαμβάνουν τόσο σωματικές όσο και νευροψυχιατρικές εκδηλώσεις, με το 30% να παρουσι- άζουν ανω του ενός συμπτώματος. Συνήθως οι ασθενείς παρουσιάζουν κόπωση (15-87%), αίσθημα δύσπνοιας (10-71%), προκάρδιο άλγος (12-44%) και βήχα (17-26%). Λιγότερο συχνά και εμμένοντα συμπτώματα περιλαμβάνουν την ανοσμία, μυαλγίες, κεφαλαλγία, αγευσία, ρινίτιδα, ανορεξία, νυχτερινούς ιδρώτες και διάρροιες.
Δεν είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που οι ασθενείς παρουσιάζουν νευροψυχιατρικά ή νευρογνωσιακά προβλήματα μετά την οξεία νόσηση. Σε πρόσφατη μελέτη ασθενών με οξεία νόσο COVID-19, οι οποίοι και έλαβαν εξιτήριο από το νοσοκομείο, το 24% παρουσίασε μετατραυματικό στρες, 18% επιδεινούμενα προβλήματα μνήμης και 16% διαταραχές συγκέντρωσης. Χαρακτηριστικά τα συμπτώματα ήταν πιο έντονα ανάμεσα σε ασθενείς που νοσηλεύτηκαν σε μονάδες εντατικής θεραπείας [1].
Σε άλλες μελέτες [2, 3], περίπου οι μισοί επιβιώσαντες από τη νόσο ανεφεραν χειρότερη ποιότητα ζωής, ενώ 22% βίωναν κατάθλιψη και στρες, και μάλιστα 23%, ακόμα και 3 μήνες μετά το πέρας της νόσησης. Το ποσοστό αυτό ήταν μεγαλύτερο από αυτό που παρατηρείται μετα την ανάρρωση από άλλα νοσήματα όπως και επιβεβαίωσε μελετη ηλεκτρονικών φακέλων ασθενών στις ΗΠΑ [4]. Τα συμπτώματα που επιμέ- νουν επηρεάζουν αναπόφευκτα τη λειτουργική ικανότητα.
Σε αναδρομική μελέτη περίπου 1300 ασθενών με COVID-19 που έλαβαν εξιτήριο, παρά τις υποστηρικτικές υπηρεσίες υγείας, μόνο 40% των ασθενών ανεφεραν ανεξαρτησία στις καθημερινές δραστηριότηες μετα από ένα μήνα [5], και το 60% στις 60 ημέρες [6]. Ο χρόνος παρέλευσης όλων αυτών των συμπτωμάτων φαίνεται να εξαρτάται από τα λοιπά συνοδά νοσήματα (ηλικία, προηγούμενα νοσήματα, επιπλοκές) όπως και τη σο-βαρότητα της ασθένειας.
Εντούτοις, παρά το γεγονός ότι πιο ήπια νοσος φαίνεται να σχετίζεται με μικρότερο χρόνο ίασης (δυο εβδομάδες) και το αντίστοιχο για σοβαρή νόσο, υπάρχει μεγάλη ποικιλία στην πορεία της λύσης όλων αυτών των συμπτωμάτων. Οι περισσότεροι ασθενείς εξέρχονται του νοσοκομείου επιτυχώς, εντούτοις ένα 10-20% απαιτούν νέα νοσηλεία εντός των επόμενων 2 μηνών, για λόγους που δε σχετίζονται άμεσα με τον SARS-CoV-2.
Σε αναδρομική μελέτη 100,000 ασθενών εισαχθέντων σε νοσοκομεία των ΗΠΑ για COVID-19, 9% επανεισηχθησαν στο ιδιο νοσοκομείο εντός των επόμενων 2 μηνών, ανάμεσα στους οποίους 1.6% παρουσίασε πολλαπλές επανεισαγωγές. Ο διάμεσος χρόνος ως την πρωτη επανεισαγωγή ήταν 8 ημέρες. Παράγοντες κινδύνου αποτελούσαν ηλικία >65 ετών, εξιτήριο προς ξενώνα χρόνια φροντίδας, ή η παρουσία συνοσηροτήτων πχ χρονια πνευμονοπαθεια, καρδιακή ανεπάρκεια, διαβήτης, χρονια νεφρική νόσος, και παχυσαρκία. [7].
Ο χρονος παρακολούθησης των ασθενών αυτών μετά το πέρας της νόσησης παραμένει ασαφής, ενώ ακόμη απουσιάζουν σαφώς καθοριζόμενα πρωτόκολλα διαχείρισης των ασθενών αυτών μετα το πέρας της οξείας νόσησης. Ωστοσο, καθίσταται ολοένα και πιο σαφές ότι η νόσηση από SARS-CoV-2 κρύβει αρκετές βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες εκπλήξεις.