Λώρα Μαρξ & Πωλ Λαφάργκ: Μια ζωή για την επανάσταση ή το δικαίωμα στην τεμπελιά

Η Ζέφη Κόλια γράφει στο βιβλίο της Λώρα, η τελευταία των Μαρξ για τη ζωή της Λώρα Μαρξ –της δευτερότοκης κόρης του Καρλ Μαρξ– και του συζύγου της, του Γάλλου γιατρού και σοσιαλιστή Πωλ Λαφάργκ. Αφετηρία του μυθιστορήματος είναι οι τελευταίες ημέρες του ζεύγους.

Το πλαίσιο του βιβλίου εικονογραφημένο:

Το βιβλίο

Η βιογραφική αυτή μυθιστορία αποτελεί ένα καλειδοσκόπιο, παραθέτοντας τα πολιτικά παρασκήνια και τα μεγάλα ερωτήματα της εποχής των πρωταγωνιστών του. Τι απασχολούσε τους ανθρώπους την εποχή της βιομηχανοποίησης, ποια πολιτικά ρεύματα βρίσκονταν σε αντιπαράθεση; Ποιά ήταν τα κίνητρα των αναρχικών, τους ρεαλιστών, των σουφραζετών;
Η Κόλια τεκμηριώνει την εποχή με αλληλογραφία και κείμενα των εμπλεκομένων. Έτσι, με φόντο τη μεταμόρφωση του Παρισιού από μια μεσαιωνική πόλη γεμάτη δαιδαλώδη σοκάκια στη σύγχρονη μητρόπολη που γνωρίζουμε σήμερα, παρουσιάζει  ένα πανόραμα των αναρχικών, σοσιαλιστικών και γυναικείων κινημάτων του 19ου αιώνα, συμπεριλαμβάνοντας πολιτικές συγκρούσεις και διαξιφισμούς.
Η Κόλια μας φέρνει πολύ κοντά στους ανθρώπους που περιγράφει. Επιχειρεί μια νέα προσέγγιση μέσα από μια άλλη, πολύ προσωπική σκοπιά. Διηγείται την ιστορία των Μαρξ, μιας πολιτικά διωκόμενης οικογένειας με μαζικές μεταναστευτικές εμπειρίες. Είναι μια ιστορία φιλίας (γιατί τι θα ήταν ο Μαρξ χωρίς τον Ένγκελς;) και εξίσου η ιστορία της Ευρώπης (με τις περίπλοκες συμμαχίες και τους πολέμους μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων) και της Αριστεράς στις ποικίλες της μορφές. Είναι η ιστορία των γυναικών που στήριξαν τον Καρλ Μαρξ (γιατί χωρίς αυτές θα είχε χαθεί, χωρίς τη δυνατότητα να προάγει το έργο του), η ιστορία της συζύγου του Τζένη, αριστοκρατικής καταγωγής, και των θυγατέρων τους που κρατούσαν την οικογένεια Μαρξ ενωμένη. Η Κόλια περιγράφει τις σκληρές συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού της εποχής, όπου η παιδική θνησιμότητα ήταν καθημερινή.
Και μας χαρίζει πολλές άγνωστες πτυχές βαθιάς αγάπης μεταξύ πατέρα και θυγατέρων, γράφει για τη σχέση μεταξύ θυγατέρων και των φίλων, εραστών και συζύγων τους, τη συμμετοχή τους στο πολιτικό έργο του πατέρα τους και των δικών τους συντρόφων, και φυσικά, για το πως μοιράστηκαν και υπέμειναν τα πάντα, αντιστεκόμενες από πεποίθηση στις πλέον αντίξοες συνθήκες.

Ένα απόσπασμα

Η Λώρα Μαρξ και ο Πωλ Λαφάργκ επισκέπτονται ξανά το Παρίσι μετά από πολύ καιρό. Περιπλανώνται για ένα βράδυ στη μεγάλη πόλη, αρχικά ο καθένας χωριστά και στη συνέχεια μαζί:

Το βράδυ σκέπαζε την πόλη σαν μαλακιά ομίχλη· οι άν­θρωποι που βάδιζαν στους δρόμους έμοιαζαν με άυλες φι­γούρες. Σ’ έναν ωχρό τοίχο γυάλιζε μια αφίσα ζωγραφι­σμένη με κόκκινα και γαλάζια χρώματα που απεικόνιζε μια λεπτεπίλεπτη γυναίκα να γλιστρά με τα παγοπέδιλά της στο Παλάτι του Πάγου, του παγοδρόμιου στα Ηλύσια Πεδία.
Σταμάτησε να πάρει μιαν ανάσα – οι ανηφοριές του έκοβαν τα γόνατα ενώ κάτι ξαφνικές σουβλιές διαπερνούσαν ύπου­λα το στήθος του. Σκατά! Γεράματα.
Στην οδό Ραβινιάν, έξω από μια ξύλινη παράγκα σαν καρά­βι που ήταν κοινόβιο ζωγράφων και ποιητών –το Μπατώ Λαβουάρ– συνάντησε τον Γκιγιώμ Απολλιναίρ κι αντάλλαξαν έναν χαιρετισμό με τα καπέλα τους. Ο Πωλ είχε γνωρίσει τον ποιητή μέσω μιας παρέας δημοσιογράφων ο Απολλιναίρ αρ­θρογραφούσε σε διάφορα έντυπα, αλλά τους τελευταίους μή­νες είχε απασχολήσει τον Τύπο και προσωπικά. Το όνομα του είχε αναμειχθεί στην κλοπή της Τζοκόντα από το Λούβρο μια δύσοσμη υπόθεση λαθραίας διακίνησης έργων τέχνης την οποία διερευνούσε ακόμα η αστυνομία, αφού η τύχη του διά­σημου πίνακα εξακολουθούσε να αγνοείται. Ο Απολλιναίρ είχε υποστεί αλλεπάλληλες ανακρίσεις, αλλά αφέθηκε ελεύθερος εφόσον δεν βρέθηκαν επαρκή στοιχεία εναντίον του. Στη λί­στα του κυκλώματος είχε φιγουράρει και το όνομα του Πικά­σο υπήρχαν υπόνοιες ότι ο Ισπανός είχε εμπνευστεί την τεχνι­κή του κυβισμού από ιβηρικά κεφάλια και αφρικανικά ειδώλια τα οποία είχαν κλαπεί από το μουσείο. Η στενή φιλία των δυο ανδρών είχε διαταραχθεί, και ο Πικάσο μετακόμισε από το Μπατώ Λαβουάρ σ’ ένα διαμέρισμα της μπουλβάρ Κλισύ για να μη συνδέεται πλέον το όνομα του με αυτό του ποιητή,όπως είχε πληροφορήσει τον Πωλ ο γιος του κηπουρού, ο Ροζέ, ο οποίος ξεκοκάλιζε κάθε δημοσίευση γύρω από την υπόθεση του μείζονος καλλιτεχνικού σκανδάλου.
Λίγα μέτρα παρακάτω χώθηκε να ξαποστάσει σ’ ένα πα­λιό του στέκι στην οδό Σολ.Όταν η αστυνομία έκλεισε το Ζιτ επειδή είχαν πληθύνει οι αναρχικοί πελάτες του, εκείνοι ακολούθησαν τον ιδιοκτήτη του δίπλα στους αμπελώνες, στο Καμπαρέ των Δολοφόνων, που έγινε γνωστό σαν Λαπέν α Ζιλ (Ο λαγός του Ζιλ) από τον λαγό ραγού που ήταν η σπεσιαλιτέ του κι αργότερα Λαπέν Αζίλ (Σβέλτος λαγός) λόγω της ταμπέλας του την οποία ζωγράφισε ο χιουμορίστας εικονογράφος Αντρέ Ζιλ – έναν λαγό που ξεπηδούσε απ’ την κατσαρόλα κρατώντας μια μποτίλια κρασί.
Το μπαρ και η ευρύχωρη αίθουσα ήταν κατάμεστα από κόσμο και καπνούς τσιγάρων λάμπες πετρελαίου με κόκκι­να αμπαζούρ κρεμασμένες με σύρμα απ’ το ταβάνι δημιουρ­γούσαν μια γνήσια ατμόσφαιρα μαγέρικου. Στους τοίχους κρέμονταν πίνακες μερικών θαμώνων του: του Ουτριγιό, του Πουλμπό, της Σουζάν Βαλαντόν καθώς και μια αυτοπροσω­πογραφία του Πικάσο με κοστούμι αρλεκίνου. Μποέμ καλλι­τέχνες με εκκεντρικά ρούχα τρωγόπιναν φιλονικώντας· ένας χλωμός νεαρός με πεσμένο τσουλούφι απήγγελλε σπαραχτι­κά στίχους του Ρεμπώ και του Βερλαίν· κατόπιν ζητιάνευε ψι­λά για να φάει από παρέες καλοντυμένων αστών, που είχαν έρθει να αλητέψουν στο στέκι των καλλιτεχνών του Λόφου.
Ύστερα από ένα διπλό κονιάκ ο Πωλ αισθάνθηκε καλύτε­ρα αποχαιρέτησε τον Σβέλτο Λαγό και συνέχισε την περι­πλάνηση του.
Στην πλατεία Τερτρ δεν κυκλοφορούσε ψυχή· οι άνθρωποι είχαν χωθεί στη ζεστασιά των γύρω μαγαζιών. Μια στοίβα ξερόφυλλα στροβιλίστηκε στον άνεμο σαν χορός φαντασμάτων. Κάποιος βγήκε από ένα καπηλειό και ζήτησε από τον Πωλ τσιγάρo· εκείνος του πρόσφερε ένα κουβανέζικο πούρο. Ο νεαρός άντρας τον αγκάλιασε και πρότεινε να του χαρίσει έναν πίνα­κα του με αντάλλαγμα μερικά τέτοια ακόμα:
«Την επόμενη εβδομάδα θα έρθει να δει τα έργα μου ο Κανβάιλερ. Σύντομα μπορεί να αξίζουνε πολλά λεφτά!» καυ­χήθηκε με έντονη ισπανική προφορά, ξυπνώντας στον Πωλ μνήμες από τη δική του νεότητα. Τον ρώτησε το όνομα του. Ήταν πράγματι Ισπανός· τον έλεγαν Χουάν Γκρις.
Του ευχήθηκε καλή τύχη και τον αποχαιρέτησε χώνοντας ακόμα ένα πούρο στην τσέπη του πανωφοριού του.
Ο Ισπανός ακολούθησε με το βλέμμα του τη μοναχική σι­λουέτα του ηλικιωμένου αριστοκράτη που ξεμάκραινε προς την κορυφή του λόφου και συλλογίστηκε πως μερικές φορές αυτή η πόλη ήταν μια αυλή γεμάτη θαύματα.
Ο ναός της Ιερής Καρδιάς (Sacre Coeur) που χτιζόταν στο πιο ψηλό σημείο του Παρισιού ήταν ό,τι πιο κακόγουστο είχε αντικρίσει ο Πωλ: Μια εκκλησία κολοσσιαίων διαστάσεων που ανέβαινε σαν κάτασπρος λεκές πάνω από τους ανεμόμυ­λους, τα αμπέλια,τους λαχανόκηπους και τα χαμόσπιτα.
Δεν είχαν επιλέξει τυχαία να τη χτίσουν σ’ αυτό το ση­μείο εκεί ακριβώς είχε ξεκινήσει η Κομμούνα. Το λιβάνι θα εξιλέωνε το επαναστατικό έγκλημα. Έφτυσε στο χώμα βλαστημώντας. Φαντάστηκε ορδές μελλοντικών πιστών να προσκυνούν στο τέμπλο του Μεγάλου Ψέματος. Θρησκεία, το όπιο του λαού.
Κάθισε σ’ ένα σκαλί και κάπνισε μισό πούρο αγναντεύο­ντας την πόλη που απλωνόταν φωταγωγημένη κάτω απ’ τα πόδια του έπειτα σηκώθηκε και άφησε τα βήματα του να τον παρασύρουν στις πιο απότομες κατηφοριές της.

Gaumont Palace – Le plus grand cinéma du monde
Το παλιό Ιπποδρόμιο, που είχε πρόσφατα ανακαινιστεί, διαφημιζόταν ως ο μεγαλύτερος κινηματογράφος του κό­σμου.
Εντέλει ήταν καλή η ιδέα του Πωλ να συναντηθούν εκεί, παραδέχθηκε η Λώρα. Ο κόσμος συνωστιζόταν έξω απ’ την είσοδο του υπέρλαμπρου κτιρίου της οδού Κολενκούρ, αλλά ο σύζυγος της δεν είχε φανεί ακόμη. Υπέθεσε ότι θα είχε μπλέξει σε κανένα από τα παλιά στέκια του. Πριν μετακομί­σουν στην εξοχή πήγαινε συχνά στο Ζιτ, το καπηλειό της οδού Νορβέν όπου σύχναζε η Λουίζ Μισέλ και οι αναρχικοί φίλοι του. Όσο διάστημα έζησαν στο Παρίσι, εκείνος πάντα ξέκλεβε χρόνο για να πεταχτεί μέχρι τον Λόφο και να πιει ένα κρασί με τους παλιούς συντρόφους του. Ύστερα αποσύρ­θηκαν στην Ντραβέιγ· όσο περνούσαν τα χρόνια όλο και σπα­νιότερα διασκέδαζαν στην πόλη. Πριν έξι χρόνια είχε πεθάνει και η Λουίζ ύστερα από αλλεπάλληλες εξορίες και φυλακίσεις.
Κι ενώ εκείνοι γερνούσαν, το Παρίσι ξαναγεννιόταν· η Μονμάρτρη είχε γίνει συνώνυμη της ξέφρενης κι ελεύθερης ζωής, συνοικία μποέμ ζωγράφων και ποιητών που κατέφθα­ναν απ’ όλες τις χώρες για να υπηρετήσουν τη μοντέρνα τέ­χνη. Οι κάτοικοι του Λόφου παρέμεναν αποφασιστικά αντί­θετοι στην αστική ηθική και τη συντηρητική αντίληψη για τη ζωή· με τον τρόπο τους εξακολουθούσαν να είναι επαναστάτες.
Είδε τον Πωλ να την ψάχνει ανάμεσα στο πλήθος που είχε σχηματίσει ουρά έξω από τον κινηματογράφο. Ήταν ακόμη ομορφάντρας· πολύ κομψός, με πλούσια ασημένια μαλλιά και άψογα ψαλιδισμένο μουστάκι. Φορούσε καμηλό παλτό με γιακά αστρακάν, εγγλέζικο καπέλο μπόουλερ, δερμάτινα γάντια στο χρώμα του βουτύρου και μπότες με γκέτες. Παρά τα εβδομήντα χρόνια του παρέμενε τόσο γοητευτικός όσο την πρώτη μέρα που τον είχε συναντήσει στο πλατύσκαλο της οδού Μέιτλαντ.

Η κινηματογραφική αίθουσα ήταν θερμή, παρά τη μεγάλη της χωρητικότητα. Θερμές ήταν και οι κριτικές των θεατών μετά το τέλος της ταινίας. Η Σάρα Μπερνάρ είχε υποδυθεί το ίδιο έξοχα τη Μαργαρίτα Γκωτιέ στην οθόνη, όσο παλιότερα στο θεατρικό σανίδι· Η Κυρία με τις Καμέλιες ταίριαζε γάντι στη Θεϊκή Σάρα, όπως αποκαλούσαν τη διάσημη ηθοποιό οι χιλιάδες ανά την υφήλιο θαυμαστές της.
Πράγματι, ακόμα και ο Πωλ –ο οποίος ήταν κάπως σκυ­θρωπός– φάνηκε να συγκινείται τόσο από το παίξιμο της, ώστε γλίστρησε το χέρι του και έσφιξε την παλάμη της Λώρας τη στιγμή που η δύστυχη Μαργαρίτα ξεψυχούσε στο κρε­βάτι της με φρικτή αγωνία, μόνη, νικημένη από την αρρώ­στια και το άσχημο παιχνίδι που της είχε παίξει η ζωή.
Στη σκηνή του Γκωμμόν Παλλάς το πρόγραμμα θα συνε­χιζόταν με ζωντανό μουσικοχορευτικό θέαμα, αλλά η Λώρα και ο Πωλ ήταν ήδη αρκετά κουρασμένοι· όχι όμως τόσο ώστε να εγκαταλείψουν τη ζωηρή Μονμάρτρη. Δυο γωνίες παρακάτω, μπήκαν στο Καφέ Βεπλέρ που είχε ακόμα μερι­κά ελεύθερα τραπέζια. Κάθισαν αντίκρυ σε μια παρέα νέων που έπιναν αψέντι φλυαρώντας ακατάσχετα. Ο Πωλ παρήγ­γειλε στρείδια και λευκό κρασί, η Λώρα σαβαρέν με σαντιγί και ζεστό ποντς. Η οχλαγωγία του μαγαζιού, η ζέστη και η γλυκερή μυρωδιά του ταμπάκου τής έφεραν μια μεθυστική ζάλη· μετά τις πρώτες γουλιές ένιωσε το ποτό να της μαλα­κώνει το στήθος και μια γαλήνη να ξεχειλίζει από μέσα της. Παρατηρούσε τον άντρα της καθώς έτρωγε σιωπηλός· πίσω του κάποιος σχολίαζε φωναχτά πως στο Σαλόνι των Ανεξάρ­τητων είχαν εκθέσει τα έργα τους όλοι οι κυβιστάδες εκτός από τον Μπρακ και τον Πικάσο: «Ο Πικάσο δήλωσε στην Paris Journal ότι δεν υπάρχει κυβισμός. Κι εγώ δηλώνω ότι ο Πι­κάσο είναι ένα τετραγωνισμένο αρχίδι!»
Βροντερά γέλια τράνταξαν την αίθουσα, αλλά ο Πωλ συ­νέχισε να καθαρίζει απαθής τα όστρακα του. Έπειτα ξέπλυνε τα χέρια του σε ένα βαθύ σκεύος με χλιαρό νερό και φέτες λεμονιού, παρήγγειλε καφέ και άναψε το τελευταίο πούρο που περιείχε η θήκη του.
«Νομίζω ότι ήρθε η ώρα να κάνουμε μια κουβέντα, καλή μου» είπε στη Λώρα, πλησιάζοντας την καρέκλα του προς το μέρος της.
Εκείνη άφησε κάτω το κουταλάκι του γλυκού –άλλωστε δεν είχαν απομείνει παρά τρίμματα φρούτων στο πιάτο της– και κατόπιν έβγαλε από την τσάντα της ένα μακρόστενο πα­κέτο τυλιγμένο με βελουτέ χαρτί.
«’Ο,τι και να μου πεις απόψε θα συμφωνήσω μαζί σου. Κι αν θέλεις, σ’ το υπογράφω κιόλας. Ευχαριστώ για την ωραία βραδιά!» του είπε και ακούμπησε τον στυλογράφο δίπλα στο φλιτζάνι του καφέ του.
Έχασε για μια στιγμή τα λόγια του· η γυναίκα του είχε ακόμα τον τρόπο της να τον εκπλήσσει. Έπειτα χαμογελώ­ντας ξετύλιξε το δώρο του.

Το βιβλίο
Ζέφη Κόλια: Λώρα, η τελευταία των Μαρξ
Μεταίχμιο, Αθήνα 2013
ISBN: 978-960-566-080-2
σχεδόν εξαντλημένο, διατίθεται ωστόσο ως ebook

Η Ζέφη Κόλια γεννήθηκε στον Πειραιά  και σπούδασε δημοσιογραφία. Έχει γράψει μυθιστορήματα και παιδικά βιβλία και έχει μεταφράσει Έντγκαρ Άλαν Πόε. Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε ανθολογίες, εφημερίδες, περιοδικά και ιστότοπους. Η Ζέφη Κόλια, που ανήκει στα ιδρυτικά μέλη του οικολογικού κινήματος στην Ελλάδα, ζει και εργάζεται στην Αθήνα.

πηγή: diablog.eu

Print Friendly, PDF & Email