ΗΠΑ: Η ψευδαίσθηση της επιστροφής στην κανονικότητα

Ο Τζο Μπάιντεν, νέος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών, εξέφρασε ευθύς εξαρχής τη βούλησή του να συμφιλιώσει μια διχασμένη χώρα, ερχόμενος ταυτόχρονα σε εντυπωσιακή ρήξη με την κληρονομιά του προκατόχου του. Η ταυτόχρονη επίτευξη και των δύο στόχων θα απαιτήσει περισσή λεπτότητα, καθώς Ρεπουμπλικανοί και Δημοκρατικοί αλληλομισούνται και η παρανοϊκή πικρία των μεν ενισχύει τον πειρασμό των δε να επιβάλλουν πειθαρχία.

Και έτσι, η εποχή του Ντόναλντ Τραμπ έφτασε στο τέλος της, μέσα σε μια αποθέωση εγωπάθειας, ανικανότητας και βίας. Ο δισεκατομμυριούχος πρόεδρος είχε φυλάξει για το τέλος τα χειρότερα. Αφού έχασε στις εκλογές της 3ης Νοεμβρίου 2020, αρνήθηκε να αναγνωρίσει την ήττα του και κατέκλυσε τα δικαστήρια με δεκάδες προσφυγές -απορρίφθηκαν όλες, ακόμη και από δικαστές που είχε ορίσει ο ίδιος– ισχυριζόμενος πως η νίκη τού ανήκε και του την έκλεψαν με μια μη προσδιορισμένη μέθοδο. Η παράλογη αυτή θεωρία έγινε ευαγγελική αλήθεια για τους Ρεπουμπλικανούς αιρετούς, ιδίως για τους νεότερους και πιο φιλόδοξους, οι οποίοι έσπευσαν να την διασπείρουν. Η κατάσταση έφτασε στο ζενίθ στις 6 Ιανουαρίου, όταν ο Τραμπ κάλεσε τους οπαδούς του να πορευθούν προς το Καπιτώλιο, στην Ουάσινγκτον, όπου οι βουλευτές επικύρωναν το αποτέλεσμα των εκλογών.

Ολόκληρος ο πλανήτης γνωρίζει τη συνέχεια: το πλήθος επιτέθηκε στην έδρα της νομοθετικής εξουσίας, σε μια έκρηξη γκροτέσκας βίας, με εξεγερμένους που φορούσαν κέρατα βίσωνα ή καρναβαλίστικα ρούχα να εισβάλλουν στα άγια των αγίων της αμερικανικής δημοκρατίας. Κάποιοι έβγαζαν σέλφι μέσα στις μαρμάρινες αίθουσες, άλλοι κράδαιναν τη σημαία του Νότου, άλλοι πάλι απεύθυναν εκκλήσεις για δολοφονίες. Αναμφίβολα, πίστευαν πως τρομοκρατώντας τους βουλευτές θα βοηθούσαν τον Τραμπ να γαντζωθεί στην εξουσία. Πέρα από αυτόν τον άμεσο στόχο, τα κίνητρά τους παρέμεναν ασαφή.

Πάντα προκαλεί σοκ να βλέπεις φαντασιοκόπους να προβαίνουν σε τερατώδεις πράξεις με βάση τα πιστεύω τους. Στη προκειμένη περίπτωση, οι εισβολείς του Καπιτωλίου ξεπέρασαν ένα όριο που θεωρείται ιερό από την πλειοψηφία των Αμερικανών. Και έτσι κατάφεραν να κάνουν εκείνο που κανείς δεν είχε πετύχει κατά τη διάρκεια των τεσσάρων ετών της θητείας του Ντόναλντ Τραμπ: να προκαλέσουν ένα συναίσθημα ντροπής στις τάξεις του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.

Από τη μια μέρα στην άλλη, οι πλέον προβεβλημένες από τα μέσα ενημέρωσης συντηρητικές προσωπικότητες άλλαξαν στάση και, από μια ειλικρινή και εγκάρδια υποστήριξη του όχλου που είχε ηλεκτριστεί από τον πρόεδρο, έφτασαν να κάνουν μια απέλπιδα απόπειρα να απαλλαγούν από τις κατηγορίες για την επίθεση στο Καπιτώλιο, καταλογίζοντάς την, χωρίς καμία ανησυχία περί αληθοφάνειας, στους «antifa» (αντιφασίστες). Το Twitter έκλεισε το στόμα του πιο διάσημου χρήστη του. Η Βουλή των Αντιπροσώπων τον παρέπεμψε (impeachment)για δεύτερη φορά, ένα πρωτοφανές νταμπλ στην ιστορία της αμερικανικής προεδρίας. Κι όμως, η πιο σκληρή συνέπεια ήρθε όταν οι μεγάλες τράπεζες της χώρας ανακοίνωσαν ότι θα διέκοπταν τη χρηματοδότηση του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, πρωταρχικός στόχος του οποίου πάντα ήταν η προστασία αυτών ακριβώς των τραπεζών από τον νόμο.

Ίσως, ως εκ τούτου, να ξημέρωσε μια νέα μέρα για την Αμερική. Εδώ και μία δεκαετία, πολλοί επιφανείς ειδικοί είχαν προβλέψει την επικείμενη κατάρρευση του συντηρητισμού, της εποχής Ρήγκαν και του «Μεγάλου Παλαιού Κόμματος» των Ρεπουμπλικανών, που σαρώνονται αμείλικτα από τη δημογραφική εξέλιξη, τον θρίαμβο του πολυπολιτισμικού προοδευτισμού και την έλευση μιας νέας γενιάς Αμερικανών. Μήπως το ναυάγιο του τραμπισμού μέσα σε ένα τέλμα τρέλας και βίας εκπληρώνει αυτή την προφητεία;

Για να απαντήσουμε σε μια τέτοιου είδους ερώτηση, οφείλουμε να εξετάσουμε την εποχή του Τραμπ στο σύνολό της και να εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας σε εκείνη την κατηγορία των ψηφοφόρων οι οποίοι, κατά τη διάρκεια των είκοσι ή τριάντα τελευταίων ετών, εγκατέλειψαν σταδιακά το ρεπουμπλικανικό στρατόπεδο προκειμένου να ενσωματωθούν στο εκλογικό σώμα των Δημοκρατικών. Την γνωρίζω καλά τούτη την κατηγορία: είναι άνθρωποι με γούστο και καλή ανατροφή, για τους οποίους η ζωή δεν είναι παρά μια σειρά μεγαλείων και ανέσεων. Εννοώ εδώ τους κατοίκους των πιο εύπορων «λευκών» προαστίων. Στις εκατό κομητείες που διαθέτουν τα καλύτερα σχολεία της χώρας, ο Τζο Μπάιντεν συγκέντρωσε το 84% των ψήφων. Στις εκατό κομητείες με το υψηλότερο μέσο εισόδημα, συγκέντρωσε το 57%1. Πριν από τριάντα χρόνια, οι Ρεπουμπλικανοί υπερίσχυαν άνετα σε αυτές τις δύο κατηγορίες.

Η σύγκριση της οικονομικής βαρύτητας κάθε περιοχής με την ψήφο των ψηφοφόρων της επιτρέπει τη μέτρηση του φαινομένου. Η Χίλαρι Κλίντον καυχήθηκε κάποτε ότι, παρά την ήττα της στις εκλογές του 2016, είχε κάνει δικές της τις πιο «δυναμικές» ζώνες της χώρας, εκείνες που στο σύνολό τους συγκέντρωναν «τα δύο τρίτα του αμερικανικού ΑΕΠ»2. Ε λοιπόν, ο Μπάιντεν τα πήγε καλύτερα: οι κομητείες στις οποίες νίκησε ο υποψήφιος των Δημοκρατικών αντιπροσωπεύουν το 71% της οικονομικής δραστηριότητας των ΗΠΑ, έναντι μόνο του 29% στις κομητείες που υποστηρίζουν τον Τραμπ3.

Η Σίλικον Βάλεϊ ψηφίζει Δημοκρατικούς

Μεγάλωσα σε ένα από τα εύπορα μέρη στα οποία αναφέρονται αυτές οι μελέτες: στην Κομητεία Τζόνσον, στα προάστια του Κάνσας Σίτι, μια από τις πλούσιες περιφερειακές περιοχές κατοικίας της white flight («φυγή των λευκών»), στις οποίες συγκεντρώθηκαν και πάλι οι οικογένειες λευκών όταν εγκατέλειψαν τα κέντρα των πόλεων. Αν και η οικογένειά μου δεν ήταν ιδιαίτερα εύπορη, το κοινωνικό περιβάλλον μας, αποτελούμενο από δικηγόρους, γιατρούς και αρχιτέκτονες, τα παιδιά των οποίων φοιτούσαν στα καλύτερα δημόσια σχολεία, ήταν μακράν το πλουσιότερο του Κάνσας. Οι κάτοικοι εργάζονταν σε αστραφτερά συγκροτήματα γραφείων, έκαναν τις αγορές τους σε απέραντα και πολυτελή εμπορικά κέντρα, έπαιζαν γκολφ σε παραδεισένια γήπεδα με γρασίδι, γευμάτιζαν σε εστιατόρια παγκόσμιας κλάσης και ζούσαν σε απομιμήσεις επαύλεων, των οποίων τα οικόπεδα εκτείνονταν σε χιλιόμετρα μέσα στους αγρούς. Στα νιάτα μου, έπαιρνα το αυτοκίνητο μαζί με φίλους και, με πανκ ροκ τέρμα στα ηχεία, κατεβαίναμε τη λεωφόρο με τις έξι λωρίδες της Κομητείας Τζόνσον κοροϊδεύοντας θορυβωδώς όλη αυτή την αστική επιτήδευση.

Κοροϊδεύαμε εκείνους τους ανθρώπους επειδή ήταν η άρχουσα τάξη. Η Κομητεία Τζόνσον δεν ήταν απλώς λευκή και πλούσια, ήταν επιπλέον μία από τις πιο βαθιά ρεπουμπλικανικές περιοχές της Αμερικής. Εκείνη την περίοδο, οι συντηρητικοί κατείχαν ουσιαστικά κάθε υψηλό αξίωμα και κέρδιζαν σχεδόν όλες τις εκλογές. Μας φαινόταν ότι έτσι ήταν ανέκαθεν. Η κομητεία δεν είχε ψηφίσει υπέρ κανενός Δημοκρατικού υποψηφίου για την προεδρία από το 1916, τότε που ο Γούντροου Ουίλσον βρισκόταν στον Λευκό Οίκο. Οι ψηφοφόροι της είχαν περιφρονήσει τον Φραγκλίνο Ρούσβελτ και τον Τζον Κένεντι, είχαν ωστόσο λατρέψει τον Μπάρι Γκολντγουότερ, τον σκληρό αντικομμουνιστή που το 1964 οδήγησε τους Ρεπουμπλικανούς σε μια συντριπτική ήττα.

Παρ’ όλα αυτά, τον Νοέμβριο του 2020, η Κομητεία Τζόνσον ήταν μία από τις πέντε κομητείες του Κάνσας που ψήφισαν κατά πλειοψηφία υπέρ του Δημοκρατικού Μπάιντεν. Καθώς τη διέσχιζα με το αυτοκίνητο πριν από τις εκλογές, ένιωσα έκπληξη βλέποντας αναρίθμητα πλακάτ «BLM» –τα αρχικά του Black Lives Matter, «Οι Ζωές των Μαύρων Μετράνε»– φυτεμένα στους προσεκτικά περιποιημένους κήπους των περιοίκων. Σε ένα οικόπεδο που βρισκόταν απέναντι από την πρώην οικία του αδελφού του προέδρου Ντουάιτ Άιζενχάουερ ορθωνόταν ένα μνημείο κηπουρικής τέχνης, που αναπαριστούσε ένα άγαλμα της Ελευθερίας, καλυμμένο με ένα ζοφερό δίχτυ να κρατά μια πινακίδα: «Σας παρακαλώ σώστε με! Σώστε τη δημοκρατία!».

Μολαταύτα, η κοινωνική σύνθεση του συγκεκριμένου εκλογικού σώματος δεν έχει αλλάξει ούτε στο ελάχιστο. Παραμένει λευκό στη συντριπτική πλειοψηφία του, βαθιά ενσωματωμένο στην κουλτούρα των μεγάλων εταιρειώνκαι εξαιρετικά ευκατάστατο. Τα παιδιά εξακολουθούν να πηγαίνουν σε πολύ καλά σχολεία, οι τιμές των ακινήτων βρίσκονται στα ύψη περισσότερο από κάθε άλλη φορά και οι πληθωρικές επαύλεις που μοιάζουν με γυαλιστερές τούρτες είναι πάντα εκεί. Η Κομητεία Τζόνσον συνεχίζει να περιεργάζεται αφ’ υψηλού τα λιγότερο ευνοημένα από τη μοίρα πλήθη που υποστηρίζουν τους Ρεπουμπλικανούς και κατοικούν στην περιοχή, με τη διαφορά πλέον ότι το κάνει από την πλευρά της Αριστεράς, τουλάχιστον με την έννοια που της έχει δοθεί στις Ηνωμένες Πολιτείες. Μπορείτε να συνεχίσετε να χλευάζετε τις φανταχτερές βίλες της άρχουσας τάξης αν έχετε τη διάθεση, στις μέρες μας όμως υπάρχει πιθανότητα να βρείτε εκεί μια πινακίδα που θα κραυγάζει: «Τα γυναικεία δικαιώματα είναι ανθρώπινα δικαιώματα», «Ακούστε τι λέει η επιστήμη», «Η αγάπη είναι αγάπη» (ένα σύνθημα που αποσκοπεί στην ενημέρωση των ομοφοβικών).

Σε τοπικό επίπεδο, μία από τις πιο σφιχτές πολιτικές αναμετρήσεις του περασμένου Νοεμβρίου έφερε αντιμέτωπους έναν Δημοκρατικό από την Κομητεία Τζόνσον και έναν Ρεπουμπλικανό από τα δυτικά του Κάνσας, με στόχο μία από τις έδρες της Πολιτείας στη Γερουσία. Ο υπέρ του Μπάιντεν υποψήφιος δαπάνησε για την εκστρατεία του τετραπλάσιο ποσό από εκείνο του αντιπάλου του που ήταν υπέρ του Τραμπ: 28 εκατομμύρια δολάρια έναντι 7 εκατομμυρίων. Λίγο καιρό πριν, μια τέτοια διαφορά θα ήταν αδιανόητη. Η γενναία και άνευ όρων υποστήριξη του κόσμου του χρήματος στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα αποτελούσε ανέκαθεν θεμελιακή αρχή της πολιτικής ζωής αυτής της χώρας. Κάθε προσπάθεια κατανόησης του συστήματός μας όφειλε να ξεκινήσει με αυτή την υπενθύμιση: να γιατί, λέγαμε, οι Ρεπουμπλικανοί παίρνουν τα μέτρα που παίρνουν, να γιατί διακηρύττουν την τυφλή πίστη τους στους νόμο της αγοράς, να γιατί τα στελέχη τους παίρνουν πρόωρη συνταξιοδότηση προκειμένου να γίνουν λομπίστες. Και, βεβαίως, να γιατί οι Ρεπουμπλικανοί «κάνουν σκόνη» τους Δημοκρατικούς σε ό,τι αφορά τις εκλογικές χρηματοδοτήσεις τους.

Όχι όμως αυτή τη φορά. Αναμφίβολα, ο Ντόναλντ Τραμπ ακολούθησε κατά γράμμα τους κανόνες του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, προσφέροντας τις πιο γενναιόδωρες εύνοιες στους πλούσιους και στους επιχειρηματικούς κύκλους κατά τα τέσσερα χρόνια του στον Λευκό Οίκο, όπως όταν ελάττωσε κι άλλο τους φόρους τους ή όταν κανόνιζε να μένουν ατιμώρητοι οι ρυπαίνοντες. Εντούτοις, δεν ήταν αρκετό. Ο Μπάιντεν δαπάνησε 1,6 δισεκατομμύρια δολάρια για την προεκλογική εκστρατεία του, έναντι 1,1 δισ. του Ντόναλντ Τραμπ. Ο καυχησιάρης δισεκατομμυριούχος ηττήθηκε λοιπόν κατά κράτος στο δικό του γήπεδο. Η Γουόλ Στριτ και η Σίλικον Βάλεϊ, με πρωτοστατούσες σε πλήρη απαρτία τις εταιρείες της Big Tech (Google, Apple, Facebook, Amazon, Microsoft), που συγκαταλέγονται μεταξύ των κύριων χορηγών του Μπάιντεν, συμπαρατάχθηκαν ευρέως με το Δημοκρατικό Κόμμα. Βεβαίως, ο Ντόναλντ Τραμπ υπερίσχυσε στην «παλιά» βιομηχανική οικονομία, όπως ο αγροδιατροφικός τομέας και οι βιομηχανίες του άνθρακα και του πετρελαίου. Όμως, όλοι οι τομείς που καθορίζουν την αμερικανική κουλτούρα έκαναν «αντίσταση» εναντίον του: η βιομηχανία της ψυχαγωγίας τον απεχθανόταν, ο τομέας της τεχνολογίας τον απεχθανόταν, ο πανεπιστημιακός κόσμος τον απεχθανόταν. Το διπλωματικό σώμα τον σιχαινόταν εξίσου, όπως και ο μηχανισμός της εσωτερικής ασφάλειας –οι Ρεπουμπλικανοί ευθύνονταν για τον πόλεμο στο Ιράκ– και ο κόσμος του Τύπου (πλην του ακροδεξιού).

Ακόμη και η CIA τον είχε βάλει στο στόχαστρό της. Σε σημείο που, στη διάρκεια των τεσσάρων τελευταίων χρόνων, η εικόνα της αμερικανικής υπηρεσίας κατασκοπείας ξαφνικά ανατράπηκε. Τώρα, στην Αριστερά σχεδόν παρακαλούν τον κόσμο να ρίξει ένα δάκρυ για εκείνη, με το επιχείρημα ότι έγινε στόχος των συκοφαντιών και της εχθρότητας του Τραμπ, ο οποίος την κατηγόρησε ότι υπερέβαλε αναφορικά με την ανάμειξη της Ρωσίας στις εκλογές του 2016. Η «Washington Post» παρουσίασε τη μεταστροφή αυτή σε ένα άρθρο σχετικό με την «προφορική ιστορία» του αντιπολιτευτικού κινήματος κατά του Τραμπ4. Η σειρά μαρτυριών είναι χωρισμένη σε κεφάλαια: καθένα τους δίνει τον λόγο σε σημαντικές προσωπικότητες που λένε πόσο τις σόκαρε η συμπεριφορά του προέδρου και με ποιον τρόπο προσχώρησαν στην «αντίσταση». Η εφημερίδα δεν φείδεται καμία λεπτομέρεια για την τρομοκρατημένη αντίδρασή τους την επομένη των εκλογών του 2016, ούτε για την απόφασή τους να συμμετάσχουν στην Πορεία των Γυναικών του Ιανουαρίου του 2017, ούτε για το ψυχολογικό τραύμα που τους προκάλεσε ο Ντόναλντ Τραμπ με τον λόγο του στο Τείχος της Μνήμης της CIA –το μνημείο τιμής προς τους πεσόντες εν ώρα καθήκοντος πράκτορες– στις 21 Ιανουαρίου του 2017.

Σε αυτόν τον «σεβάσμιο τόπο», όπως τον χαρακτηρίζει η «Washington Post», ο πρόεδρος έδωσε, ως συνήθως, μια ανόητη και ματαιόδοξη ομιλία. Μια «ομιλία που ήταν κάτι παραπάνω από ντροπιαστική» για την Τάμι Ντάκγουερθ, γερουσιαστή των Δημοκρατικών από το Ιλινόι. Ο Πιτ Μπούτιτζετζ, πρώην αντίπαλος του Μπάιντεν κατά τις προκριματικές εκλογές, που μόλις διορίστηκε υπουργός Μεταφορών, τη βίωσε ως μια «πραγματικά σκοτεινή στιγμή». Η ψυχική αναστάτωση λόγω έλλειψης σεβασμού προς τη CIA που είναι σε θέση να δείξει ένας πολιτικός άντρας σίγουρα αποτελεί αξιοσημείωτη καινοτομία στο στρατόπεδο των προοδευτικών. Η ιστορική σημασία της ρήξης αυτής επισκιάστηκε ωστόσο από τα λόγια ενός πρώην διευθυντή της CIA του Μάικλ Χέιντεν, που και εκείνος κλήθηκε να σχολιάσει την ομιλία στο Τείχος της Μνήμης: «Η πληροφορία είναι η αναζήτηση της αλήθειας. Ο στόχος ενός πράκτορα πληροφοριών είναι πάντα να πλησιάσει όσο γίνεται περισσότερο την αλήθεια. Πιστεύω ότι είναι κάτι που έχουμε κοινό με τον Τύπο».

Πράγματι, κατά την περίοδο Τραμπ κατέστη σταδιακά δυσκολότερο να διακριθεί ο φιλελεύθερος Τύπος από εκείνο που στην Ουάσινγκτον ονομάζεται «κοινότητα πληροφοριών». Ο ίδιος ο Χέιντεν έγινε το 2017 σχολιαστής στο CNN, όπως κι ο Τζέιμς Κλάπερ, Εθνικός Διευθυντής Πληροφοριών κατά την προεδρία του Μπαράκ Ομπάμα. Ο Τζον Μπρέναν, έτερος πρώην διευθυντής της CIA, εντάχθηκε στο NBC. Αναρίθμητοι πρώην κορυφαίοι της κατασκοπείας προχώρησαν σε παρόμοια επανεξειδίκευση και διετύπωναν από οθόνης εικασίες σχετικές με την τραμπική «παραπληροφόρηση» και την απόκρυφη εξουσία που φέρεται να άσκησε ο Βλαντίμιρ Πούτιν στον Αμερικανό πρόεδρο.

Κάτι που μας οδηγεί αναπόφευκτα στο «Russiagate», τον εφιάλτη της εποχής Τραμπ που έλαβε τόση έκταση για τόσα χρόνια, έναν λαβύρινθο χωρίς τέλος, τις πιο εξωφρενικές εκτροπές του οποίου κανείς δεν θέλει να κρατήσει στη μνήμη του. Αφετηρία του σκανδάλου ήταν η «συμπαιγνία», η ιδέα δηλαδή ότι ο Τραμπ, με κάποιον τρόπο, είχε συνωμοτήσει με τη ρωσική κυβέρνηση προκειμένου να νοθεύσει τις εκλογές του 2016. Πράγμα που σήμαινε ότι δεν ήταν μόνο ανίκανος ή απατεώνας, αλλά λειτουργούσε και ως πράκτορας μιας ξένης εχθρικής δύναμης.
Αποτυχία της δημοσιογραφίας

Εκατοντάδες κατηγορίες υποστήριξαν τη συγκεκριμένη θεωρία. Αφήνουμε στους ιστορικούς του μέλλοντος τη μέριμνα να αποσαφηνίσει ποιος ειδήμων μεγέθυνε ποια λεπτομέρεια, με ποιον τρόπο αναστάλθηκαν οι κανόνες της δημοσιογραφίας και πώς οι τηλεοπτικές ειδήσεις εκμεταλλεύθηκαν τον φόβο για τη Ρωσία προκειμένου να αυξήσουν το κοινό τους. Ας μείνουμε στην ουσία: η ιστορία αυτή αποτέλεσε τη μεγάλη μιντιακή σαπουνόπερα της εποχής Τραμπ, το κυρίαρχο θέμα των πρωτοσέλιδων, και πάντα ιδωμένο μονόπλευρα, με συγκλονιστικές αποκαλύψεις να προσφέρονται με τη σέσουλα. Περιέργως, αυτές οι αποκαλύψεις ποτέ δεν κατέληξαν σε αποτέλεσμα. Κανείς δεν υπέστη δίωξη από τον εισαγγελέα Ρόμπερτ Μιούλερ για συνενοχή ή συνωμοσία με τη ρωσική κυβέρνηση. Και η αναφορά του κατέληξε, τον Μάρτιο του 2019, στο συμπέρασμα ότι «εν τέλει, η έρευνα δεν απέδειξε ότι τα στελέχη της εκστρατείας του Ντόναλντ Τραμπ συνωμότησαν ή συνεργάστηκαν με τη ρωσική κυβέρνηση στις σχετικές με την παρέμβαση στις εκλογές ενέργειές τους».

Με άλλα λόγια, το πιο πολύκροτο πολιτικό σκάνδαλο της εποχής Τραμπ γέννησε ένα δημοσιογραφικό σκάνδαλο. Στη φανατική προσπάθειά τους να ρίξουν έναν πρόεδρο που καταφρονούσαν, οι δημοσιογράφοι αποποιήθηκαν κάθε πρόσχημα αμεροληψίας ή μέτρου. Αντί να καλύψουν τις παρωπίδες τους, τις διεκδίκησαν ως μια πρόοδο που είχε καταστεί αναγκαία λόγω των ασταμάτητων ψεμάτων του Τραμπ. Όπως γράφει ο Ματ Ταΐμπι, το «Russiagate» είναι το «νέας γενιάς όπλο μαζικής καταστροφής», σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα όμως: «Τα λάθη και οι υπερβολές έφτασαν σε τέτοιο σημείο που εξαφάνισαν την αλήθεια των γεγονότων. Έχουμε γίνει μεροληπτικοί, σαν να έχει ξεπεραστεί η ιδέα ενός ανεξάρτητου Τύπου του οποίου ο ρόλος θα ήταν να ξεχωρίζει το πραγματικό περιστατικό από τη φαντασία»5.

Ωστόσο, λίγες συνέπειες είχε το σκάνδαλο. Οι σχολιαστές που διέδωσαν ψευδείς πληροφορίες σχετικά με το «Russiagate» σχεδόν ποτέ δεν υπέστησαν κυρώσεις. Η θεαματική αποτυχία της δημοσιογραφίας ουδόλως εμπόδισε τους πρωταγωνιστές της να θεωρούν πως ήταν υπερήρωες που εμπλέκονταν σε μια ατρόμητη μάχη ενάντια στις δυνάμεις της παραπληροφόρησης του εξωτερικού και ενάντια στον συνεργό τους στον Λευκό Οίκο. Όπως υπενθυμίζει το μελοδραματικό απόφθεγμα που υιοθετήθηκε το 2017 από την «Washington Post», «η δημοκρατία πεθαίνει στο σκοτάδι».

Ο Τύπος που υποστηρίζει τους Δημοκρατικούς ωφελήθηκε οικονομικά από τον ιστορικό παραλληλισμό μεταξύ της περιόδου Τραμπ και του Ψυχρού Πολέμου, της έτερης περιόδου όπου το ρωσικό σκότος απειλούσε τη δημοκρατία και όπου η «σοβαρή» πληροφόρηση διεξήγε μια ουσιώδη μάχη ενάντια στην ξένη προπαγάνδα. «Από το Black Lives Matter έως το λόμπι των όπλων, κάθε φορά που εμφανίζεται ένας διχασμός στην κοινωνία, η Ρωσία καταφεύγει στην παραπληροφόρηση με σκοπό να τον βαθύνει, σπέρνοντας το χάος στο σύνολο του πολιτικού φάσματος», διαπίστωναν οι «New York Times» το 2018, σε ένα βίντεο με τίτλο «Operation Infektion», αναφορά σε μια διάσημη σοβιετική επιχείρηση παραπληροφόρησης6.

Πώς όμως να κερδηθεί αυτός ο νέος ψυχρός πόλεμος, που είναι ακόμη πιο σημαντικός από τον προηγούμενο και έχει ως στόχο την ίδια την αλήθεια; Το στρατόπεδο των Δημοκρατικών ανέσυρε ένα όπλο που είχε αποδείξει την αποτελεσματικότητά του εκείνη την εποχή: τη λογοκρισία. Σε μια πρόσφατη συνέντευξη, ο πρώην διευθυντής της θρυλικής Αμερικανικής Ένωσης για τις Πολιτικές Ελευθερίες (ACLU) Άιρα Γκλάσερ, αριστερός της παλαιάς σχολής, αναφέρεται σε μια διάλεξη που έδωσε σε μια εξέχουσα σχολή Νομικής: «Στο τέλος της συζήτησης, κάποιοι άνθρωποι στην αίθουσα σηκώνονται ο ένας μετά τον άλλον –ορισμένοι από τους νεότερους ανάμεσά τους εκπαιδευτικοί– προκειμένου να δηλώσουν ότι ο στόχος τους για κοινωνική δικαιοσύνη υπέρ των μαύρων, των γυναικών και των μειονοτήτων κάθε είδους ήταν ασύμβατος με την ελευθερία της έκφρασης και ότι η τελευταία είναι ο εχθρός τους»7.

Δεν θα μπορούσαμε να καταλάβουμε την αμερικανική πολιτική χωρίς να λάβουμε υπόψη αυτό που επισημαίνει ο Άιρα Γκλάσερ: πολλοί προοδευτικοί δέχθηκαν να συγκροτήσουν κοινό μέτωπο με τις εταιρείες της Big Tech προκειμένου να αποτρέψουν την «παραπληροφόρηση» και τις εσφαλμένες σκέψεις στις οποίες θα μπορούσε να εκτεθεί ο απλός πολίτης. Οι νοσηρές φωνές οφείλουν να αποκλειστούν από τις πλατφόρμες των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Οι ψευδείς απόψεις –όπως τα τουίτ του Τραμπ μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου– πρέπει να αποκρύπτονται ή να εξαλείφονται από τις αρμόδιες αρχές με τη βοήθεια προειδοποιητικών μηνυμάτων. Περιεχόμενο που αναμεταδίδει «αστήρικτες, κατασκευασμένες ή ανακριβείς δηλώσεις» προορίζεται να διαγραφεί.

Ωστόσο, προτού μπούμε στη μάχη για τη σωτηρία της δημοκρατίας από τον ζόφο του Πούτιν, θα ήταν σώφρον να θυμηθούμε πώς εξελίχθηκε ο Ψυχρός Πόλεμος. Ο «φόβος των Κόκκινων» στα τέλη της δεκαετίας του 1940 πυροδοτήθηκε προκειμένου να κατηγορηθεί η κυβέρνηση Τρούμαν για αθέμιτη σύμπραξη με τους κομμουνιστές –και να στρέψει την εξωτερική πολιτική της προς μια ακόμη πιο δεξιά κατεύθυνση. Οι κυνηγοί των Κόκκινων στοχοποίησαν τους «ανατρεπτικούς πράκτορες», καταφέρνοντας να τους αποσιωπήσουν ή να τους απομακρύνουν από τα καθήκοντά τους, καταστρέφοντας έτσι τη ζωή τους. Ήταν μια περίοδος ηθικής υστερίας, όπου η υποψία ισοδυναμούσε με ομολογία.
Πολιτιστικοί πόλεμοι

Η σημερινή πολιτική κουλτούρα μάς οδηγεί κατευθείαν προς μια συγκρίσιμη κατάσταση. Ειδικά από τη στιγμή που η επίθεση στο Καπιτώλιο ενέτεινε το κλίμα φόβου και παράνοιας. Ποιοι όμως είναι οι ανατροπείς που οφείλει να κυνηγήσει η χώρα; Πού είναι οι Έντγκαρ Χούβερ για να ρίξουν λάδι στη φωτιά και να εξουδετερώσουν τον εχθρό; Το βίντεο των «New York Times» στο οποίο αναφερθήκαμε προηγουμένως μάς πληροφορεί ότι οι ρωσικές εκστρατείες παραπληροφόρησης εκμεταλλεύονται τους «διχασμούς στους κόλπους της κοινωνίας μας», ωστόσο ο ίδιος ισχυρισμός θα μπορούσε να ισχύει και για τις απόψεις των αρθρογράφων των «New York Times». Το Twitter λειτουργεί με τον ίδιο τρόπο. Ομοίως και το CNN, το Facebook και η πλειοψηφία των μέσων ενημέρωσης. Όπως καταδεικνύει ο Ματ Ταΐμπι στο βιβλίο του, αυτό είναι το επιχειρηματικό μοντέλο των μαζικών μέσων ενημέρωσης σήμερα: οι πολιτιστικοί πόλεμοι μαίνονται γύρω μας από το πρωί έως το βράδυ, επειδή η αγανάκτηση και ο διχασμός μεγεθύνουν το κοινό και επιτρέπουν στα μίντια να πουλούν πατατάκια και πάνες για ενήλικες. Βάλτε μπροστά το αυτοκίνητό σας και θα ακούσετε στο ραδιόφωνο μια φωνή που θα επικρίνει κάποιον ηθοποιό επειδή έπαιξε κάποιον «ανάρμοστο» ρόλο σε μια ταινία. Ανοίξτε την τηλεόρασή σας και θα δείτε κάποιον αρθρογράφο να επικρίνει τους αντιφασίστες που εκτόξευσαν αντικείμενα στους αστυνομικούς ή έριξαν ένα άγαλμα.

Σίγουρα, δεν πρόκειται πάντα για παραπληροφόρηση. Οι «New York Times» πιστεύουν ακράδαντα ότι οι πολιτιστικοί πόλεμοι που επιλέγουν να τροφοδοτήσουν είναι σταυροφορίες υπέρ του καλού και του φωτός. Και δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι οι συντηρητικοί είναι πεπεισμένοι πως οφείλουν να επιβάλουν τη σιωπή στους αντιπάλους τους, όπως έκαναν σε άλλες στιγμές της ιστορίας μας. Αυτή τη φορά, ωστόσο, δεν είναι η Δεξιά εκείνη που έχει τον έλεγχο των όπλων. Η πολιτιστική νομιμότητα βρίσκεται αποκλειστικά στα χέρια του συνασπισμού των αγανακτισμένων, η απάντηση των οποίων είναι απλή: οι ειδήμονες ξέρουν. Εκείνοι είναι αρμόδιοι να πατήσουν το κουμπί της σίγασης.

Η νομιμότητα ενός πολιτιστικού πολέμου δεν στηρίζεται στο αληθές των επιχειρημάτων του, το οποίο, είναι αλήθεια, δεν είναι πάντα εύκολο να οριστεί: εξαρτάται από τη θέση των πρωταγωνιστών του εντός της επαγγελματικής κοινότητάς τους. Αντίστροφα, αυτό που ορίζει μια «ελλιπή πληροφορία» είναι το γεγονός ότι προέρχεται από ένα συνηθισμένο άτομο χωρίς δικαίωμα λόγου ή από κάποιον φωστήρα που επιτίθεται στους ειδήμονες στο Twitter και διαδίδει θεωρίες συνωμοσίας στο Reddit.

Το πρόβλημα της παραπληροφόρησης μπορεί έτσι να απεικονίσει τη γενικότερη κρίση της εξουσίας των ελίτ, που είναι ιδιαίτερα εύθραυστη μετά τον ερχομό του Τραμπ. Όπως έγραφε, εκφράζοντας τη θλίψη του, ο Τζόναθαν Ράους, μέλος της δεξαμενής σκέψης Brookings Institution, σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «The Atlantic» στη διάρκεια του οδυνηρού καλοκαιριού του 2016, «το πιο πιεστικό πολιτικό πρόβλημά μας σήμερα έγκειται στο ότι η χώρα έχει απορρίψει το κατεστημένο, κι όχι το αντίστροφο»8.

Ανησυχία για την κρίση της εξουσίας: ορίστε με τι καταγίνονται ορισμένοι Αμερικανοί προοδευτικοί τη σήμερον ημέρα. Οι παλαιότερες ανησυχίες, όπως για την οικονομία για παράδειγμα, γίνονται αντικείμενο σαρκασμού, ενώ η επαναφορά της ιεραρχίας στην εμπειρογνωμοσύνη φαίνεται πως επιβάλλεται ως επείγουσα ηθική προτεραιότητα. «Σεβαστείτε την επιστήμη», παρακινούν τα πλακάτ και τα αυτοκόλλητα που βλέπουμε στα προάστια όπου κατοικούν κατά πλειοψηφία Δημοκρατικοί. Σεβαστείτε τους ειδικούς. Σεβαστείτε την ιεραρχία. Καθίστε στ’ αυγά σας.

Η εξωτερική πολιτική, διαβεβαιώνουν, οφείλει να ανήκει στη διπλωματική «κοινότητα». Η πολιτική της κεντρικής τράπεζας οφείλει να προστατευτεί από την επιζήμια επιρροή των αγροτών. Καμία παραφωνία απέναντι στην εσωτερική συναίνεση κάθε επαγγέλματος δεν θα γίνεται δεκτή, τουλάχιστον δημοσίως. Η αμφιβολία πρέπει να καταπνιγεί, αν όχι να εξαλειφθεί. Τα μέλη των ιατρικών επαγγελμάτων παρακαλούνται να επιδεικνύουν ομόφωνη άποψη –μια λογική καταπίεσης της σκέψης που εκτείνεται σε όλους τους τομείς της γνώσης.

Το θέμα εδώ δεν είναι η προάσπιση της απόλυτης ελευθερίας έκφρασης ούτε η δικαιολόγηση των συνομωσιολογικών και ξενοφοβικών θεωριών ή των επιθέσεων στην πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Το θέμα είναι το μέλλον του Δημοκρατικού Κόμματος και το μέλλον της αμερικανικής Αριστεράς. Μόνο αναγούλα μπορεί να αισθάνεται μια δημοκρατική κοινωνία όταν ακούει να της επαναλαμβάνουν, ξανά και ξανά, πότε με λεπτούς και πότε με χυδαίους όρους, ότι ένα από τα βασικότερα προβλήματά της βρίσκεται στην άρνηση υποταγής της στην κυριαρχία των παραδοσιακών ελίτ. Ακόμα χειρότερα: όταν αυτές οι ελίτ συσπειρώνονται, με μια άνευ προηγουμένου ομοφωνία, προκειμένου να διακηρύξουν ότι η υψηλή θέση τους αποτελεί εγγύηση ευπρέπειας και δικαιολογεί τα προνόμιά τους, όταν διαβεβαιώνουν ότι εμπλεκόμαστε σε έναν νέο ψυχρό πόλεμο ενάντια στο ψέμα, όταν τα μέσα ενημέρωσης απορρίπτουν κάθε ουδετερότητα, παρουσιάζονται ως υπερήρωες και δηλώνουν ότι σχετίζονται, με έναν απόκρυφο τρόπο, με την αλήθεια και τη νομιμότητα, όταν τα κάνουν όλα αυτά και κατόπιν στηρίζουν με όλες τους τις δυνάμεις μία από τις πιο απίστευτα ψευδείς πληροφορίες της δεκαετίας, τότε μια κοινωνία όπως η αμερικανική δεν είναι δυνατό να αγνοήσει μια τέτοια υποκρισία, ούτε να μην αντιδράσει σε αυτή.

Σε τελική ανάλυση, τέτοια κηρύγματα αποδεικνύονται αντιπαραγωγικά. Τα τέσσερα χρόνια που πέρασαν με επιπλήξεις στους οπαδούς του Τραμπ φαίνεται πως μάλλον δεν χρησίμευσαν παρά να τους πείσουν να πολλαπλασιάσουν την αφοσίωση στο διεφθαρμένο ίνδαλμά τους. Η προσπάθεια να ντροπιάσουμε τους ανθρώπους που δεν φτάνουν στα ποιοτικά πρότυπά μας δεν είναι ποτέ η καλύτερη στρατηγική για να μεταστραφεί η συμπεριφορά τους.

Μολαταύτα, η αμερικανική Αριστερά είναι ιστορικά σε θέση να γνωρίζει καλά ότι η πολιτική της νουθεσίας δίνει μέτρια αποτελέσματα. Κατά τη διάρκεια της εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές του 1936, οι κυρίαρχες τάξεις (εκδότες, οικονομολόγοι, συνήγοροι επιχειρήσεων…) συμμάχησαν για να προωθήσουν ένα αντανακλαστικό ηθικού πανικού προκειμένου να αποφευχθεί μια δεύτερη θητεία του Ρούσβελτ. Περίπου το 85% των εφημερίδων της χώρας ήταν αντίθετες στον απερχόμενο πρόεδρο και του έκαναν επιθέσεις με τον πιο έντονο δυνατό τρόπο, χαρακτηρίζοντάς τον μαθητευόμενο δικτάτορα, κομμουνιστή ή φασίστα. Τον κατηγόρησαν ότι ξεσήκωνε τους παράφρονες, ότι αγνοούσε τους αρμόδιους ειδικούς και ότι εκτελούσε χρέη μαριονέτας των Σοβιετικών.

Η εκστρατεία αυτή είχε την επιτυχία που όλοι γνωρίζουμε. Ο Ρούσβελτ αντέκρουσε τους «βασιλόφρονες της οικονομίας» και κέρδισε τις εκλογές με μεγάλη διαφορά. Αντίθετα με τον Τραμπ, ο Ρούσβελτ ήταν ένας αυθεντικός «λαϊκιστής» και αυθεντικά δημοφιλής. Όπως σημείωναν διάφοροι σχολιαστές της εποχής, το ενωμένο μέτωπο που όρθωσε απέναντί του η «αριστοκρατική» Αμερική αύξησε ακόμα περισσότερο τη δημοφιλία του.
«Σαν δακρυγόνο»

Εάν το επάγγελμά τους συνεχίσει να υφίσταται σε τριάντα χρόνια, οι ιστορικοί θα κοιτούν την τετραετία που μόλις βιώσαμε με ένα μείγμα αηδίας και σύγχυσης. Αηδίας μπροστά στο θέαμα του θορυβώδους και ματαιόδοξου ανίδεου που ήταν θρονιασμένος στον Λευκό Οίκο, καταβροχθίζοντας χάμπουργκερ και φτύνοντας διαρκώς στο Twitter τις πιο παραληρηματικές θεωρίες συνωμοσίας ενόσω η πανδημία της Covid-19 σκότωνε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους στη χώρα. Παρατηρώντας όμως τη στάση των προοδευτικών, θα κουνήσουν το κεφάλι τους με δυσπιστία. Πώς είναι δυνατό τούτοι να πίστεψαν ότι θα ήταν σώφρον να πάρουν με το μέρος τους τις μεγάλες οικονομικές και πολιτιστικές δυνάμεις της εποχής μας –τα αφεντικά της Σίλικον Βάλεϊ– προκειμένου να λογοκρίνουν τους αντιπάλους τους; Ο Γκλάσερ αναφέρει την απόλαυση με την οποία οι αριστεροί πανεπιστημιακοί υιοθέτησαν τους αυστηρότατους «κώδικες ομιλίας» (speech codes) που προωθούν οι σχολές τους για να εμποδίσουν περιστατικά παρενόχλησης, επειδή «φαντάζονται πως θα είναι πάντα εκείνοι που θα επιλέγουν τα άτομα εναντίον των οποίων θα χρησιμοποιούνται αυτοί οι κώδικες». Υπάρχει όμως κάτι, συνεχίζει, που εκείνοι οι καλοπροαίρετοι προοδευτικοί δεν έχουν καταλάβει: ότι «οι περιορισμοί στην έκφραση είναι σαν το δακρυγόνο. Είναι ένα όπλο που μοιάζει πολύ αποτελεσματικό όταν το έχεις στο χέρι σου και ο στόχος βρίσκεται κοντά, μόλις όμως αλλάξει η κατεύθυνση του αέρα –ιδίως στο πολιτικό επίπεδο– εσύ βρίσκεσαι ξαφνικά μέσα στα αέρια».

Όπως υπαινίσσεται αυτός ο παραλληλισμός, μια τέτοια ιστορία είναι αδύνατο να έχει ευτυχές τέλος. Η επίθεση στο Καπιτώλιο μας τρομοκράτησε. Εντούτοις, οι Δημοκρατικοί είναι ασυνεπείς προς τον εαυτό τους εάν σκέφτονται ότι η λογοκρισία θα λύσει το πρόβλημα. Υπάρχει πληθώρα επιθέτων για να περιγραφεί η δράση ενός κόμματος το οποίο, κατά τη διάρκεια των τριάντα τελευταίων χρόνων, δεν έκρυψε ούτε την αδιαφορία του απέναντι στην εργατική τάξη ούτε την αφοσίωσή του στην κυριαρχία της υψηλής κοινωνίας. Το «προοδευτική» δεν ανήκει σε αυτά.

πηγή: monde-diplomatique.gr

Print Friendly, PDF & Email