Η Βλαχία και οι Βλάχοι στον Ερωτόκριτο: επιστρέφοντας σ’ ένα παλαιό αίνιγμα

Η Βλαχία και οι Βλάχοι στον Ερωτόκριτο: επιστρέφοντας σ’ ένα παλαιό αίνιγμα

Αντικείμενο της παρούσας μελέτης είναι ένα κορυφαίο έργο της πρώιμης νεοελληνικής λογοτεχνίας, το έμμετρο ρομάντσο Ερωτόκριτος, που γράφτηκε από τον Κρητικό ποιητή Βιτσέντζο Κορνάρο, γύρω στα 1600 ή ίσως λίγο αργότερα, όταν η Κρήτη βρισκόταν ακόμα υπό βενετική κυριαρχία. Πιο συγκεκριμένα, θα εξετάσουμε την ταυτότητα και το ρόλο στον Ερωτόκριτο μιας χώρας που στο έργο ονομάζεται Βλαχιά και των κατοίκων της, στους οποίους αντιστοιχεί το εθνικό Βλάχος.

1. Το πρόβλημα Κεντρικός άξονας της αφήγησης στον Ερωτόκριτο είναι ο έρωτας της Αρετούσας, κόρης του βασιλιά της Αθήνας Ηράκλη, με τον Ρωτόκριτο, ο οποίος δεν θεωρείται κατάλληλος γαμπρός για την πριγκίπισσα γιατί δεν είναι βασιλικής καταγωγής. Θέση-κλειδί στον Ερωτόκριτο κατέχει η εξιστόρηση του πολέμου μεταξύ Αθήνας και Βλαχιάς, στο τέταρτο από τα πέντε μέρη του έργου. Είναι το επεισόδιο που προετοιμάζει το έδαφος για το αίσιο τέλος. Αιτία του πολέμου είναι η διαμάχη ανάμεσα στους βασιλιάδες της Αθήνας και της Βλαχιάς για την κυριαρχία επάνω σε κάποια “χώρα” (πόλη). Ο Ρήγας της Βλαχιάς, ο Βλαντίστρατος, εισβάλλει στο έδαφος της Αθήνας. Τα νέα φτάνουν στον Ρωτόκριτο, ο οποίος βρίσκεται τώρα στην εξορία. Αποφασίζει λοιπόν να πάει να βοηθήσει τους Αθηναίους· πριν ξεκινήσει, μαυρίζει το πρόσωπό του μ’ ένα μαγικό υγρό, για να μην αναγνωρίζεται. Πολεμάει ηρωικά στην πλευρά των Αθηναίων, αποτρέπει μια πιθανή ήττα και σώζει τη ζωή του βασιλιά Ηράκλη. Στο τέλος οι δύο βασιλιάδες συμφωνούν να λύσουν τις διαφορές τους με μια μονομαχία μεταξύ δυο εκλεκτών πολεμιστών. Εκπρόσωπος των Βλάχων θα είναι ο ανιψιός του Βλαντίστρατου, ο Άριστος· και των Αθηναίων, ο μελαψός “ξένος”, δηλαδή ο Ρωτόκριτος. Στη μονομαχία ο Ρωτόκριτος πληγώνεται βαριά, αλλά σκοτώνει τον αντίπαλό του. Μετά το θάνατο του Άριστου ο Βλαντίστρατος εγκαταλείπει τον πόλεμο και γίνεται φόρου υποτελής στους Αθηναίους. Ο Ηράκλης, ως ένδειξη ευγνωμοσύνης στον άγνωστο σωτήρα του, του προσφέρει το θρόνο της Αθήνας. Όμως, η μόνη ανταμοιβή που ζητάει ο “ξένος” είναι η κόρη του βασιλιά, η Αρετούσα, την οποία ο πατέρας της έχει φυλακίσει επειδή αρνήθηκε να δεχτεί το γαμπρό που της προόριζε. Το έργο τελειώνει με τη συμφιλίωση του Ρωτόκριτου με τον Ηράκλη και, φυσικά, με το γάμο των δυο νέων. Η μονομαχία του Ρωτόκριτου με τον Βλάχο πολεμιστή είναι η τελευταία και η πιο φοβερή από τις δοκιμασίες στις οποίες υποβάλλεται ο Αθηναίος ήρωας πριν κερδίσει την αγαπημένη του. Ο Άριστος είναι ένας φημισμένος πολεμιστής, και η νίκη μ’ έναν τέτοιο αντίπαλο φέρνει μεγάλη αίγλη στον νικητή. Παράλληλα, ο “ξένος” κερδίζει την απεριόριστη ευγνωμοσύνη του Ηράκλη, χωρίς ο τελευταίος να ξέρει ότι ο σωτήρας του είναι ο Ρωτόκριτος. Η δράση του έργου τοποθετείται, σύμφωνα με τον αφηγητή, στην αρχαιότητα: Στους περαζόμενους καιρούς, που οι Έλληνες ορίζα, και οπού δεν είχε η πίστη τως θεμέλιο μηδέ ρίζα. (A’ 19-20) [1] [2] [3] Στην πραγματικότητα πρόκειται για έναν α-χρονικό, μυθοποιημένο κόσμο, στον οποίο συνυπάρχουν εκπρόσωποι πολλών εποχών και περιοχών, ακόμα και μέλη σύγχρονων λαών όπως οι σλαβόφωνοι κάτοικοι της Δαλματίας Ωστόσο, υπάρχει κάποια συστηματικότητα, κάποιο νόημα, στην επιλογή των λαών και των τόπων που εκπροσωπούνται στον κόσμο του Ερωτόκριτου. Για παράδειγμα, στο μεγάλο κονταροκτύπημα που πραγματοποιείται στο δεύτερο μέρος του έργου, οι ιππότες που παίρνουν μέρος προέρχονται κυρίως από παλιές φραγκικές και βενετικές κτήσεις στον ελληνικό χώρο (Κορώνη, Μεθώνη, Πάτρα, Ανάπλι (= Ναύπλιο), Έγριπος (= Χαλκίδα, Εύβοια), Νάξος, Μυτιλήνη, Κρήτη, Κύπρος), και στοιχειοθετούν έτσι την εικόνα ενός ελληνολατινικού κόσμου ο οποίος, σε μεγάλο βαθμό, μετά τις οθωμανικές κατακτήσεις του 16ου αιώνα, ανήκε πια στο παρελθόν Επίσης, το κονταροχτύπημα ορίζεται να πραγματοποιηθεί στις 25 Απριλίου, ημέρα αφιερωμένη στον προστάτη της Βενετίας Άγιο Μάρκο, που ήταν και επίσημη γιορτή στη βενετοκρατούμενη Κρήτη. Ο ποιητής φανερώνει έτσι, πλάγια αλλά ξεκάθαρα, τα φιλοβενετικά του φρονήματα. Όσον αφορά τους Βλάχους, παρ’ όλο που είναι εχθροί των Αθηναίων, δεν παρουσιάζονται ως αντιπαθητικοί ή γελοίοι. Ο Άριστος, ιδιαίτερα, έχει κάποιο ηθικό ανάστημα. Στη μονομαχία πολεμάει ηρωικά και τίμια, σύμφωνα με τους κανόνες του ιπποτισμού. Όταν σκοτώνεται το άλογο του αντιπάλου του, πεζεύει κι αυτός “για τα πρεπά της αντρειάς” (Δ’ 1770). Θα μπορούσε κανείς να τον παραβάλει με τον Έκτορα της Ιλιάδας, που και αυτός μπλέχτηκε σ’ έναν πόλεμο για τον οποίο δεν έφερνε καμιά ευθύνη, αλλά πολέμησε γενναία και στο τέλος θυσίασε τη ζωή του. Μετά το θάνατο του Άριστου, ο Βλαντίστρατος παρουσιάζεται ως τραγικό πρόσωπο. Ο θρήνος του για το χαμό του γενναίου ανιψιού είναι σπαρακτικός: Καλογιέ μου, ανασηκώσου αποδαυτού και σώσε, βούηθησέ μου. Διάλεξε απ’ όλα τ’ άρματα άλογο και κοντάρι, πολέμησε το Θάνατο κι αντρειέψου μη σε πάρει. Άριστε, πώς τον ήφηκες το Χάρο να νικήσει, κι η ομορφιά σου πώς να μπει στον Άδη, ν ‘ ασκημίσει; (Δ’ 1993-98) Η εικόνα της μονομαχίας με το Θάνατο (ή τον Χάρο) θυμίζει την ηρωική πάλη του Διγενή στα ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Αλλά, ποιοι είναι οι Βλάχοι του Κορνάρου; Σε ποιο λαό και σε ποια χώρα αναφέρονταν οι Κρητικοί της εποχής του με τους όρους Βλάχοι και Βλαχιά; Η απάντηση δεν είναι καθόλου αυτονόητη. Προσπαθώντας να απαντήσουμε στις ερωτήσεις αυτές, ο απώτερος σκοπός μας είναι να συμβάλουμε σε μια “ιστορική” προσέγγιση του Ερωτόκριτου, να διερευνήσουμε δηλαδή τις αντιλήψεις και τα μηνύματα που μεταδίδονταν από το έργο μέσα στο ιστορικό και διακειμενικό πλαίσιο της συγγραφής του και της πρόσληψής του από τις πρώτες γενιές των αναγνωστών. Επιβάλλεται εδώ μια διευκρίνιση: με “εποχή του Κορνάρου” εννοούμε την περίοδο που εκτείνεται περίπου από το 1590 ως το 1660. Υπάρχουν διάφορες απόψεις για την ακριβέστερη χρονολόγηση του Ερωτόκριτου και για την ταύτιση του ποιητή με τον έναν ή τον άλλον από τους Βιτσέντζους Κορνάρους που ζούσαν τότε στην Κρήτη. Χάρη στις ανακαλύψεις του αείμνηστου Νίκου Παναγιωτάκη η απόδοση του έργου στον Βενετοκρητικό ευγενή Βιτσέντζο Κορνάρο του Ιακώβου (1553 – περ. 1613) έχει υιοθετηθεί από τους περισσότερους μελετητές. Εφόσον όμως η ταύτιση δεν έχει επιβεβαιωθεί με’ εντελώς αδιαμφισβήτητα τεκμήρια, θεωρώ ακόμα πρόωρο να τη χρησιμοποιήσουμε ως βάση για περαιτέρω επιχειρήματα.

2. Τα ονόματα: Βλάχος, Βλαχιά, Βλαντίστρατος Τα εθνικά και γεωγραφικά ονόματα στον Ερωτόκρηο είναι σχεδόν στο σύνολό τους όροι που δήλωναν λαούς, πόλεις ή περιοχές που υπήρχαν στον πραγματικό κόσμο της εποχής του Κορνάρου. Για το σκοπό της ιστορικής ερμηνείας του έργου, είναι απαραίτητο να μελετήσουμε συστηματικά την ιστορία των όρων που μας ενδιαφέρουν, στην πρώιμη νεοελληνική γλώσσα. Η έρευνα αυτή θα μας βοηθήσει να εντοπίσουμε τα ενδεχόμενα συνειρμικά μηνύματα που ενσωματώνονταν στο έργο την εποχή της συγγραφής του. (α) Βλάχος Η ρίζα της λέξης Βλάχος συναντάται σε πολλές ευρωπαϊκές γλώσσες. Στα παλαιογερμανικά είχε τη μορφή walh ή walah, με τη σημασία, φαίνεται, του “ξένος λατινόφωνος”. Σε σλαβικές γλώσσες ο όρος χρησιμοποιείται ή χρησιμοποιούνταν (μεταξύ άλλων) για λατινόφωνους λαούς. Η ελληνική μορφή της λέξης συγγενεύει ιδιαίτερα με το νοτιοσλαβικό Vlah. Στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά ελληνικά, η λέξη Βλάχος αναφερόταν σε τρία τουλάχιστον συγγενικά, και εν μέρει επικαλυπτόμενα, σημασιολογικά πεδία. (1) Χρησιμοποιούνταν ως “εθνική” ονομασία για τους λατινόφωνους πληθυσμούς της Βαλκανικής Χερσονήσου. Αναφερόταν δηλαδή σε άτομα που κατοικούσαν σε διάφορες περιοχές, από τη σημερινή Ρουμανία μέχρι τα βουνά της Πίνδου, και που μιλούσαν νεολατινικές διαλέκτους, από τις οποίες κατάγονται τα σημερινά ρουμανικά και τα βλαχικά ορισμένων περιοχών της βόρειας Ελλάδας. [4] . . [5] [6] [7] [8] [9] [10] [11] (2) Χρησιμοποιούνταν επίσης με πιο εξειδικευμένο αντικείμενο αναφοράς, για τους κατοίκους του πριγκιπάτου της Βλαχίας ή Ουγγροβλαχίας, που ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα. Διαφοροποιό στοιχείο σ’ αυτή τη χρήση του όρου δεν είναι η γλώσσα, αλλά η πατρίδα. Οι “Βλάχοι” μ’ αυτή την έννοια αντιδιαστέλλονται, π.χ., από τους “Μπόγδανους”, τους κατοίκους της γειτονικής Μπογδανίας (Μολδαβίας). Δεν εξαφανίστηκε όμως η παράλληλη χρήση του με τη γενικότερη σημασία (1). (3) Χρησιμοποιούνταν παράλληλα με πολύ ευρύτερη σημασία, δηλώνοντας απλώς τον βουνίσιο κτηνοτρόφο ή βοσκό, ιδίως αν ήταν νομάδας, ανεξάρτητα γλώσσας και καταγωγής. Η επέκταση της σημασίας της λέξης οφείλεται ασφαλώς στο χαρακτηριστικό τρόπο ζωής ορισμένων βλαχόφωνων πληθυσμών – ακριβώς όπως στην αγγλική γλώσσα η λέξη gipsy χρησιμοποιείται σήμερα όχι μόνο για τους πραγματικούς Τσιγγάνους, τους Roma, αλλά για άλλους που ακολουθούν έναν πλανόδιο τρόπο ζωής. Δεν αποκλείεται η σημασιολογική επέκταση του Βλάχος να είχε αρχίσει αρκετά νωρίς το Μεσαίωνα. Ήδη τον 12ο αιώνα η Άννα η Κομνηνή γράφει ότι στην κοινή διάλεκτο Βλάχοι λέγονταν “όλοι όσοι διάλεγαν μια νομαδική ζωή”. Οι περιπτώσεις όμως σε βυζαντινά και μεταβυζαντινά κείμενα όπου μια τέτοια γενικότερη ερμηνεία επιβάλλεται από τα συμφραζόμενα, φαίνονται σχετικά σπάνιες. Σε κρητικά κείμενα της εποχής του Κορνάρου, δεν φαίνεται να απαντά ο όρος Βλάχος με αυτή την ευρύτερη σημασία (3). Στον Ερωτόκριτο λειτουργεί αποκλειστικά ως εθνικό όνομα· αναφέρεται σ’ ένα συγκεκριμένο λαό, ο οποίος κατοικεί σε μια συγκεκριμένη χώρα, τη Βλαχιά. Όσον αφορά τις “εθνικές” χρήσεις του όρου, δεν είναι πάντα εύκολο να διακρίνει κανείς αν ένας συγγραφέας τον χρησιμοποιεί με τη γενικότερη σημασία του βλαχόφωνου (1) ή πιο συγκεκριμένα για τους κατοίκους της Ουγγροβλαχίας (2). Πάντως είναι σίγουρο ότι ο όρος ακουγόταν στην Κρήτη ως εθνικό όνομα πολύ πριν από την εποχή του Κορνάρου. Περιγράφοντας ένα φοβερό σεισμό που έπληξε το Χάνδακα, το σημερινό Ηράκλειο, το 1508, ο ποιητής Μανόλης Σκλάβος ρωτάει την πόλη: Μη να ‘λθε Ούγγρος με σπαθί και ο Βλάχος με κοντάρι και τα τειχιά σου εχάλασεν κι έχασες το καμάρι; Η συσχέτιση του Βλάχου με τον Ούγγρο αποτελεί απόδειξη ότι ο ποιητής εννοούσε τους Βλάχους του Δούναβη. Και το όνομα φαίνεται να έχει αποκτήσει ήδη συνειρμικές σημασίες που μπορεί να έχουν σχέση με το ρόλο που παίζουν οι Βλάχοι στον Ερωτόκριτο. (β) Βλαχιά. Ο Βλαντίστρατος δεν παρουσιάζεται απλώς ως αρχηγός του λαού των Βλάχων, αλλά ως βασιλιάς μιας συγκεκριμένης χώρας, της Βλαχιάς. Στα μεσαιωνικά ελληνικά ο όρος Βλαχιά ή Βλαχία χρησιμοποιούνταν για διάφορες περιοχές της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στις οποίες κατοικούσαν ομιλητές ενός νεολατινικού ιδιώματος. Από τις περιοχές αυτές, οι πιο σημαντικές ήταν: (α) η Θεσσαλία με τα γειτονικά μέρη, που ονομάζονταν Μεγάλη Βλαχία, και (β) η περιοχή βόρεια του Δούναβη, η Țara Românească. Και οι δυο χώρες έχουν προταθεί ως πιθανά σημαινόμενα για τη Βλαχιά του Κορνάρου. Η θεσσαλική Μεγάλη Βλαχία αποτελούσε για ένα διάστημα αυτόνομο κράτος, που είχε κοινά σύνορα με το φραγκικό Δουκάτο των Αθηνών. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια η ιστορία της διαμάχης του Βλαντίστρατου με τον Ηράκλη για μια πόλη που διεκδικούνταν και από τους δύο, αποκτά κάποια αληθοφάνεια. Η εκδοχή της ταύτισης της Βλαχιάς του Κορνάρου με τη θεσσαλική Βλαχία υιοθετήθηκε από τον μεγάλο Κρητικό φιλόλογο Στέφανο Ξανθουδίδη, και εξακολουθεί μέχρι σήμερα να έχει υποστηρικτές. Υπάρχουν μαρτυρίες για την ύπαρξη βλαχόφωνων στη Θεσσαλία και Μακεδονία τουλάχιστον από το 10ο αιώνα. Ο γεωγραφικός όρος Βλαχία μαρτυρείται στα ελληνικά από το 12ο αιώνα, πρώτα, όπως φαίνεται, για ορισμένες περιοχές με βλαχόφωνο πληθυσμό και αργότερα για το σύνολο της Θεσσαλίας. Από την αρχή περίπου του 13ου αιώνα καθιερώνεται επίσης ο όρος Μεγάλη Βλαχία ή Μεγαλοβλαχία. Η περιοχή διακρίνεται έτσι από μικρότερες βλαχόφωνες περιοχές, όπως π.χ. η Μικρή Βλαχία της Αιτωλίας. Η ιστορία της μεσαιωνικής Θεσσαλίας είναι περίπλοκη, και η χρονολόγηση των γεγονότων δεν είναι πάντα σίγουρη. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους το 1204, οι περισσότερες από τις πρώην βυζαντινές χώρες είχαν μοιραστεί ανάμεσα σε Δυτικοευρωπαίους δυνάστες. Πάντως, από το 1268 περίπου, μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας αποτελούσε αυτόνομο κράτος, με πρωτεύουσα τη Νέα Πάτρα (τη σημερινή Υπάτη), υπό την κυριαρχία μιας βυζαντινής δυναστείας. Το 1309 ο Δούκας των Αθηνών Gautier de Brienne έθεσε ως στόχο του να προσαρτήσει τη γειτονική αυτή περιοχή. Για να αποτρέψει τον κίνδυνο, ο νέος σεβαστοκράτορας της Θεσσαλίας Ιωάννης Β’ ζήτησε τη βοήθεια του αυτοκράτορα Ανδρόνικου Β’ και της Δεσποίνης Άννας της Ηπείρου. Ο Gautier τότε ζήτησε βοήθεια από την Καταλανική Κομπανία, ένα μισθοφορικό στράτευμα που βρισκόταν τότε στη Λαμία, στην κεντρική Ελλάδα. Οι Καταλανοί το 1310 εισέβαλαν στον κάμπο της Θεσσαλίας, και ανάγκασαν τον σεβαστοκράτορα Ιωάννη να δεχτεί τους όρους που του επέβαλε ο Gautier. Τον επόμενο χρόνο, όμως, ο στρατός του Δούκα Gautier καταστράφηκε από τους πρώην συμμάχους του, τους Καταλανούς, και ο Gautier έχασε τη ζωή του. Έτσι οι Καταλανοί έγιναν κυρίαρχοι του Δουκάτου των Αθηνών, ενός κράτους που απλωνόταν ως τα σύνορα της Μεγαλοβλαχίας. Μετά το θάνατο του Ιωάννη Β ‘ το 1318, οι Καταλανοί της Αθήνας εισέβαλαν εκ νέου στη Θεσσαλία και κατέλαβαν τη Νέα Πάτρα. Στα έγγραφα των [12] [13] [14] [15] [16] [17] [18] [19] [20] [21] Καταλανών η Αθήνα και η νότια Θεσσαλία αναφέρονται ως δίδυμα δουκάτα, ducatus Athenarum et Neopatriae· για το δεύτερο, χρησιμοποιείται και ο τίτλος Δουκάτο της Βλαχίας (ducham de la Blaquia). Στα 1333-35 μεγάλο μέρος της Θεσσαλίας ξαναέγινε βυζαντινό, αλλά μόνο για 15 χρόνια. Το 1348 καταλήφθηκε από τον Σέρβο τσάρο Στέφανο Dušan, ο οποίος πήρε και τον τίτλο του κόμητα Βλαχίας. Μετά το θάνατο του Dušan (1355) η “Βλαχία” διοικήθηκε ως χωριστό κράτος από τον ετεροθαλή αδερφό του, Συμεών Παλαιολόγο Ούρεση (Uroš), και στη συνέχεια από τον γιο του τελευταίου, Ιωάννη. Ο Ιωάννης, όμως, παραιτήθηκε και παρέδωσε τη διοίκηση σε Έλληνες άρχοντες του τόπου. Από το 1392-93 η θεσσαλική Βλαχία καταλήφθηκε σταδιακά από τους Τούρκους. Παρ’ όλη τη μακρόχρονη αντίσταση ορισμένων περιοχών, η Θεσσαλία είχε πάψει οριστικά να λειτουργεί ως χωριστή, (ημι)αυτόνομη πολιτική οντότητα. Στο δεύτερο μισό του 15ου αιώνα, ο όρος Βλαχία εξακολουθεί να χρησιμοποιείται για τη Θεσσαλία . Η χρήση όμως αυτή απαντά όλο και πιο σπάνια στις πηγές . Μέχρι τώρα δεν έχω εντοπίσει κανένα κρητικό ή νησιωτικό κείμενο του 16ου ή του 17ου αιώνα στο οποίο το όνομα Μεγάλη Βλαχία, Βλαχία ή Βλαχιά παραπέμπει αναμφίβολα, χωρίς προσδιορισμό ή επεξήγηση, στη θεσσαλική Βλαχία. Έχει κανείς την εντύπωση πως σε νεότερες εποχές ο λαός χρησιμοποιούσε το όνομα αποκλειστικά για την παραδουνάβια ηγεμονία . Σε έγγραφα του 14ου αιώνα αρκετοί Βλάχοι μνημονεύονται ως σκλάβοι στην Κρήτη. Πολλοί απ’ αυτούς θα ήταν Βλάχοι της Θεσσαλίας που είχαν αιχμαλωτισθεί στους πολέμους και πουλήθηκαν στο νησί . Αργότερα οι σκλάβοι, ή οι απόγονοί τους, ελευθερώθηκαν, αφομοιώθηκαν όμως απόλυτα μέσα στο σύνολο του πληθυσμού. Οι Βλάχοι στην Κρήτη δεν συγκροτήθηκαν ποτέ σε συμπαγείς πληθυσμιακές ενότητες. Δεν είναι απίθανο οι Βλάχοι αιχμάλωτοι να έφεραν στην Κρήτη προφορικές αφηγήσεις ή και τραγούδια για τους πολέμους με τους δυνάστες της Αθήνας, που μπορεί να εισχώρησαν στην κρητική προφορική παράδοση. Μπορεί επίσης ο Κορνάρος να είχε υπόψη του κάποιο χρονικό ή άλλα κείμενα που μιλούσαν για τη θεσσαλική Βλαχία, και ίσως ακόμα για διαμάχες με τους ηγεμόνες των Αθηνών . Το Χρονικόν του Μορέως, που ίσως να μην ήταν άγνωστο στην Κρήτη την εποχή του Κορνάρου, αναφέρει δυο τέτοια επεισόδια . Οι μακρινές αυτές, ιστορικές αναμνήσεις, αν πραγματικά υπήρχαν, μπορεί να έχουν επηρεάσει τον Κορνάρο στην επιλογή των Βλάχων για το ρόλο του εχθρού της Αθήνας. Κατά τη γνώμη μου όμως, τέτοιου είδους αναμνήσεις δεν καθόριζαν το κύριο σημαινόμενο του όρου Βλαχία για τον ποιητή και το σύγχρονό του, κρητικό κοινό. Η παραδουνάβια Βλαχία, που συγκροτήθηκε σε ενιαίο, ανεξάρτητο κράτος γύρω στα 1330 , μνημονεύεται ως Βλαχία σε ελληνικά έγγραφα ήδη από το 14ο αιώνα . Παράλληλα χρησιμοποιούνταν και το όνομα Ουγγροβλαχία, το οποίο απαντά συχνά σε επίσημα έγγραφα . Στα έμμετρα δημώδη χρονικά του 17ου αιώνα για την ιστορία των ρουμανικών πριγκιπάτων, το Ουγγροβλαχία απαντά κυρίως στους τίτλους των έργων, στις εισαγωγικές σημειώσεις κτλ. Πολύ συχνότερα οι συγγραφείς αναφέρονται στη χώρα ως Βλαχία και στους κατοίκους ως Βλάχους. Με παρόμοιο τρόπο και ο Μπουνιαλής, στο έμμετρο χρονικό του για τον Κρητικό Πόλεμο του 1645-1669, βάζει τον Τούρκο σουλτάνο να καυχιέται: Βλαχιάς αυθέντης κράζομαι κι εκείνους δούλους έχω, Μπονγδάνους και τους Τάταρους μ ‘ ακόμη και στο Λέχο θα πάγει το φουσάτο μου […] Η Βλαχία του Δούναβη ήταν η μόνη Βλαχία που αποτελούσε αυτόνομο κράτος κατά τη διάρκεια του 16ου και 17ου αιώνα, και η μόνη που έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ευρύτερη ιστορική σκηνή. Ήταν επίσης μια χώρα με την οποία μερικοί συμπατριώτες του Κορνάρου διατηρούσαν στενές επαφές. Εκεί, όπως και στη γειτονική Μολδαβία, βρίσκονταν αρκετοί Κρητικοί, που μαζί με άλλους Έλληνες ακολουθούσαν την τύχη τους ως έμποροι, στρατιωτικοί, κληρικοί, ή και αξιωματούχοι στις ηγεμονικές αυλές. Οι χώρες αυτές, λοιπόν, αποτελούσαν ένα μέρος του “κόσμου” των Κρητικών. Το γεγονός αυτό αφήνει τον αντίκτυπο του και στη λογοτεχνία. Στην κρητική κωμωδία Στάθης, π.χ., ο έμπορος Γαβρίλης μιλάει μ’ ένα φίλο του για τον καιρό που οι δυο τους βρίσκονταν στο Κελί, δηλαδή την Chilia· το λιμάνι αυτό αποτελούσε σταθμό για την εισαγωγή Κρητικών κρασιών στις παραδουνάβιες περιοχές και στην Πολωνία . Πέρα απ’ αυτό, οι Κρητικοί παρακολουθούσαν με ζωηρό ενδιαφέρον τις πολιτικές εξελίξεις στις ρουμανικές ηγεμονίες. Το ενδιαφέρον αυτό αποκορυφώνεται, όπως θα δούμε, με την ηρωική σταδιοδρομία του Μιχαήλ του Γενναίου.. Δεν υπάρχει λοιπόν καμιά αμφιβολία ότι, όταν ένας Κρητικός της εποχής του Κορνάρου άκουγε το όνομα Βλαχία, ο νους του πήγαινε αμέσως στην παραδουνάβια ηγεμονία, την Țara Românească . (γ) Βλαντίστρατος Η εκδοχή αυτή ενισχύεται σημαντικά από το όνομα του βασιλιά Βλαντίστρατου. Περιέχει τη σλαβική ρίζα vlad, που σημαίνει “δύναμη, εξουσία”, και εμφανίζεται σε ονόματα όπως Vladimir και Vladislav. Η ρίζα αυτή δεν απαντά στα ονόματα των Σέρβων δυναστών της Θεσσαλίας. Στη Βλαχία όμως του Δούναβη υπήρχε μια ολόκληρη σειρά από βοεβόδες με το όνομα Vlad ή Vladislav. Από το 1436 ως το 1535, το Vlad ξεπερνάει σε συχνότητα οποιοδήποτε άλλο όνομα στους καταλόγους των ηγεμόνων της χώρας· στο διάστημα αυτό έχουμε έξι βοεβόδες που αναφέρονται με τον τύπο Vlad και δυο με το όνομα Vladislav . Σε αντίθεση με τη Βλαχία, η Μολδαβία και η Τρανσυλβανία δεν είχαν ούτε έναν ηγεμόνα με το όνομα Vlad ή Vladislav σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας τους . [22] [23] [24] [25] [26] [27] [28] [29] [30] [31] [32] [33] [34] [35] [36] [37] [38] Ο Dimitri Nastase συζήτησε σε μια μελέτη την εκδοχή ότι ο Βλαντίστρατος του Κορνάρου οφείλει το όνομά του στον Vladislav Α’ ή Vlaicu (1364-περ. 1377) . Ο ηγεμόνας αυτός, σε μια πολύτιμη εικόνα που δώρισε στη Μονή της Μεγίστης Λαύρας στο Άγιον Όρος, υπογράφει (στα ελληνικά) ως “Ιωάννης Βλαντίσλαβος Μέγας Βοεβόδας εν Χριστώ τω Θεώ πιστός Αυθέντης και Αυτοκράτωρ πάσης Ουγκροβλαχίας” . Ο Vlaicu πολέμησε με Ούγγρους και Τούρκους, και μάλιστα έγινε κυρίαρχος για μερικούς μήνες του βουλγαρικού κράτους του Βιδινίου . Το ενδεχόμενο να ήξερε ο Κορνάρος κάποιο κείμενο που αναφερόταν στον Vlaicu φαίνεται μάλλον απίθανο, αλλά δεν μπορεί να αποκλεισθεί εντελώς. Ανάμεσα στους ηγεμόνες της Βλαχίας του 15ου αιώνα, γνωστοί στους Έλληνες χρονικογράφους ήταν ο Vlad Β’ ο Dracul , και ο γιος του ο Vlad Γ’ ο Drăculea ή Țepeș Και οι δυο, ως γνωστόν, πολέμησαν ενάντια στους Τούρκους, και μάλιστα ο Vlad Țepeș υπήρξε ο πρώτος Ευρωπαίος ηγέτης που έκανε οργανωμένη αντίσταση ενάντια στον οθωμανικό επεκτατισμό μετά την Άλωση της Πόλης. Από το 1459 ο Țepeș σταμάτησε να εκτελεί τα καθήκοντά του ως υποτελής, και προσπάθησε να οργανώσει μια σταυροφορία σε συνεργασία με άλλους χριστιανούς δυνάστες. Παρ’ όλες τις φρικαλεότητες που διέπραξε, και παρ’ όλη την τελική του αποτυχία, η σημασία της προσπάθειας του Țepeș αναγνωρίστηκε από τους συγχρόνους του . Γίνεται αναφορά στους αγώνες του στα έργα των Βυζαντινών χρονικογράφων Χαλκοκονδύλη, Δούκα, και Κριτόβουλου, και στο μεταγενέστερο Χρονικό των Τούρκων σουλτάνων . Δεν είναι καθόλου απίθανο, η ιστορία του να ήταν γνωστή στον Κορνάρο και σε άλλους Κρητικούς της εποχής του. Η επιλογή λοιπόν από τον Κορνάρο του ονόματος Βλαντίστρατος αποτελεί ακόμα ένα στοιχείο που μας πείθει να ταυτίσουμε τους Βλάχους και τη Βλαχιά του Ερωτόκριτου με τα εδάφη και τους κατοίκους της παραδουνάβιας Βλαχίας. Χωρίς, βέβαια, αυτό να σημαίνει πως ο ένας ή ο άλλος από τους ηγεμόνες με το όνομα Vlad ή Vladislav πρέπει να θεωρηθεί ως συγκεκριμένο “πρότυπο” του Βλαντίστρατου. Το όνομα του Βλάχου βασιλιά στον Ερωτόκριτο παίζει μάλλον ένα ρόλο παρόμοιο μ’ αυτόν που παίζει το όνομα του ρηγόπουλου της Κύπρου, Κυπρίδημου: απλώς “δένει” το πρόσωπο με τη συγκεκριμένη χώρα που εκπροσωπεί στον κόσμο του ποιήματος. Παραμένει βέβαια το πρόβλημα της γεωγραφικής αληθοφάνειας. Ο Κορνάρος ήξερε ασφαλώς πως η Βλαχία ήταν αρκετά μακριά από την Αθήνα, ώστε να είναι κάπως απίθανη η ιστορία της “χώρας” που διεκδικείται και από τα δυο κράτη. Αλλά στο έργο γενικά οι τοπογραφικές περιγραφές είναι ελάχιστες, και οι γεωγραφικές πληροφορίες σχεδόν ανύπαρκτες. Άλλωστε, μαζί με τη γεωγραφική ασάφεια, έχουμε και τους “αναχρονισμούς” του Κορνάρου, για τους οποίους έχει γίνει πολλή συζήτηση . Παράδειγμα είναι η ίδια η παρουσία των Βλάχων σε μια ιστορία που σύμφωνα με τον αφηγητή διαδραματίζεται στην προχριστιανική εποχή. Πρόκειται για έναν κόσμο όπου η επιλογή των προσωπικών ονομάτων, των χωρών και των λαών που αναφέρονται, γίνεται με συμβολικά ή αλληγορικά κριτήρια, και όπου η ποιητική αλήθεια παίρνει προτεραιότητα απέναντι στην ιστορική και γεωγραφική αληθοφάνεια. Για να καταλάβουμε καλύτερα τους παράγοντες που επηρέασαν τις επιλογές αυτές – και τα μηνύματα που οι πρώτες γενιές των αναγνωστών βρήκαν στον Ερωτόκριτο – πρέπει να πάρουμε υπόψη τις ιστορικές περιπέτειες της Βλαχίας, ιδίως στα σημεία που είχαν ενδιαφέρον για έναν Κρητικό της εποχής του Κορνάρου.

3. Η Βλαχία και οι Έλληνες την εποχή του Κορνάρου Παρ’ όλη την τελική αποτυχία του Vlad Țepeș, η Βλαχία, όπως και η Μολδαβία, κατόρθωσε να διατηρήσει ένα σημαντικό, βαθμό εσωτερικής αυτονομίας. Σε ελληνικά έγγραφα και επιγραφές που αναφέρονται στους βοεβόδες, εμφανίζονται τίτλοι όπως αυτοκράτωρ και βασιλεύς – πράγμα που μας θυμίζει τους τίτλους του ρήγα και του βασιλιά που χρησιμοποιούνται για τον Βλαντίστρατο στον Ερωτόκριτο. Οι ηγεμόνες είχαν αρχίσει να προβάλλουν τον εαυτό τους ως διαδόχους και κληρονόμους των παραδόσεων της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας . Παρ’ όλα αυτά, η Υψηλή Πύλη εξακολουθούσε να ασκεί μια γενική επιτήρηση και να παίζει καθοριστικό ρόλο στην επιλογή του ηγεμόνα, ενώ, παράλληλα, το ποσό που πλήρωναν οι βοεβόδες ως φόρο υποτελείας αυξανόταν συνεχώς. Άμεσο ενδιαφέρον για το μελετητή του Ερωτόκριτου έχει η σταδιοδρομία του βοεβόδα Μιχαήλ, του Viteazul, από το 1593 . Δεν είναι ανάγκη να αναφερθούμε εδώ στην ιστορία των αγώνων του Μιχαήλ ενάντια στους Τούρκους. Αρκεί να υπενθυμίσουμε πως για πολλούς Χριστιανούς των Βαλκανίων ο Μιχαήλ ήταν ο μεγάλος ελευθερωτής που περίμεναν να έλθει και να διώξει τους Τούρκους από την Ευρώπη. Οι σχέσεις του Μιχαήλ με ισχυρούς Έλληνες ήταν στενές και σημαντικές. Σύμφωνα με μια εκδοχή η μητέρα του ήταν Ελληνίδα από την βυζαντινή οικογένεια των Καντακουζηνών , αν και η θεωρία αυτή αμφισβητείται τώρα με βάση πρόσφατες μελέτες και ανακαλύψεις . Πάντως ο Μιχαήλ είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια αυτή. Φαίνεται πως χρωστούσε το θρόνο του αρχικά στην υποστήριξη του πανίσχυρου Ανδρόνικου Καντακουζηνού . Επίσης, ένας από τους πιο θερμούς υποστηρικτές του στους αγώνες ενάντια στους Τούρκους ήταν ο Μητροπολίτης Τιρνόβου Διονύσιος Ράλλης Παλαιολόγος, συγγενής και αυτός των Καντακουζηνών . Αρκετοί Έλληνες υπηρετούσαν στα στρατεύματα και στην αυλή του Μιχαήλ . Ανάμεσα στους συνεργάτες του ο ηγεμόνας είχε τον λόγιο κληρικό και μετέπειτα Μητροπολίτη Ουγγροβλαχίας Λουκά τον Κύπριο, τον οποίο χρησιμοποίησε σε διπλωματικές αποστολές . Ο Μιχαήλ διατηρούσε επίσης φιλικές σχέσεις με τον Κρητικό Πατριάρχη Αλεξανδρείας και τοποτηρητή του Οικουμενικού Πατριαρχείου Μελέτιο Πηγά .Ο χρονικογράφος Σταυρινός, το έργο του οποίου μελετήθηκε από τον δόκτορα Dinu στη διδακτορική του διατριβή, ήταν και ο ίδιος αξιωματούχος στην αυλή . Η εισροή των Ελλήνων σε σημαντικές θέσεις είχε προχωρήσει σε [39] [40] [41] [42] [43] [44] [45] [46] [47] [48] [49] [50] [51] [52] [53] [54] [55] [56] [57] [58] τέτοιο σημείο ώστε να προξενήσει δυσαρέσκεια στους Βλάχους άρχοντες . Ο ίδιος ο Μιχαήλ, παρ’ όλες τις στενές σχέσεις του με Έλληνες, στον ανασχηματισμό του ηγεμονικού Συμβουλίου του περιόρισε στο ελάχιστο την παρουσία τους σ’ αυτό . Σε κείμενα της εποχής του Μιχαήλ, ο ηγεμόνας χαρακτηρίζεται κάποτε ως Greco . Αυτό όμως δεν σημαίνει αναγκαστικά ότι τον θεωρούσαν Έλληνα με τη σημερινή έννοια . Ο όρος μπορούσε να δηλώνει απλώς έναν Ορθόδοξο Χριστιανό, ανεξαρτήτως καταγωγής. Οι χρονικογράφοι Σταυρινός και Παλαμήδης κάνουν μια σαφή διάκριση ανάμεσα στους Έλληνες (“Ρωμαίους”) και τους Βλάχους κατοίκους της χώρας, και δεν αφήνουν να εννοηθεί ότι ο Μιχαήλ ένιωθε ή θεωρούνταν Έλληνας. Ούτε βέβαια αναφέρονται στην υποτιθέμενη βυζαντινή καταγωγή της μητέρας του. Ο Σταυρινός βάζει τον Ούγγρο άρχοντα της Τρανσυλβανίας καρδινάλιο Báthory να μιλάει με αριστοκρατική περιφρόνηση για τον “Βλάχο” Μιχαήλ: και ένας Βλάχος σαν αυτόν να ‘ρθει να μας πατήσει, να πιάσει την πατρίδα μας, κι εμάς να μας ορίσει! (Ανδραγαθίες, στ. 617-8) Φυσικά, όμως, ο Μιχαήλ συνδεόταν στενά με τον ελληνόφωνο κόσμο με τους δεσμούς μιας κοινής θρησκείας και μιας κοινής βυζαντινής παράδοσης. Ο Μιχαήλ ήταν θερμός υποστηρικτής της Ορθόδοξης εκκλησίας. Έκανε σημαντικές δωρεές σε Ορθόδοξες εκκλησίες και μοναστήρια . Από την άλλη μεριά, στις σχέσεις του με τη γερμανική Αυτοκρατορία και με άλλες δυτικές δυνάμεις, παρουσιάζει τον εαυτό του ως υπερασπιστή του συνόλου της Χριστιανοσύνης – της Respublica Christiana . Υπάρχουν μάλιστα δυο φράσεις στο έμμετρο χρονικό του Σταυρινού που παρουσιάζουν τον ήρωα ως οπαδό της ένωσης, ή τουλάχιστο της στενής συνεργασίας, των δυο εκκλησιών: Ότι βουλή τού έδωσεν ο Καίσαρ Αλαμανίας […] να διώξει τους Αγαρηνούς, να στήσ’ ορθοδοξία, να λυτρωθούν οι Χριστιανοί, να σμίξ’ η εκκλησία. (854, 857-858) και: ότι εκόπιαζε πολλά να σμίξει η εκκλησία Ρώμης, Κωνσταντινούποης, να τήνε κάμει μία. (1145-46) Οι σχέσεις του Μιχαήλ με τη Βενετία δεν ήταν πολύ στενές ή εγκάρδιες. Η Γαληνοτάτη Δημοκρατία προσπαθούσε να διατηρήσει ειρηνικές σχέσεις με τους Τούρκους. Μετά τον πόλεμο του 1570-73 οι Βενετοί είχαν υπογράψει μια συνθήκη ειρήνης με τον σουλτάνο, η οποία ανανεώθηκε το 1595. Η Βενετία δεν πήρε μέρος στον πόλεμο του 1593-1606 . Οι σχέσεις της άλλωστε με τους πρώην συμμάχους της στην Ιερά Συμμαχία – τη γερμανική Αυτοκρατορία, τον Πάπα και την καθολική Ισπανία – ήταν πάντα δύσκολες. Στα χρόνια του Interdetto (1605-6), π.χ., υπήρξε άμεσος κίνδυνος πολέμου με τον πάπα και τους συμμάχους του, και μετά από λίγα χρόνια ξέσπασε ο πόλεμος του Gradisca (1615-17) με τους Αυστριακούς. Ο Σταυρινός, που ως πρώην αξιωματούχος στην αυλή του Μιχαήλ θα ήξερε καλά την πολιτική του βοεβόδα, δηλώνει ρητά πως: […] εκοπίαζε για την ορθοδοξίαν κι εθάρρειεν να λειτουργηθεί μέσ’ στην Αγιάν Σοφίαν. (1143-44) Κυκλοφορούσε η αντίληψη πως ο ηγεμόνας όχι μόνο φιλοδοξούσε να γίνει αυτοκράτορας σε μια ανανεωμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά είχε και τις ικανότητες να υλοποιήσει αυτό το όνειρο . Η άποψη ότι απώτερος στόχος του ήταν να ανέβει στο θρόνο των αυτοκρατόρων εξακολουθεί να υποστηρίζεται σε πρόσφατες μελέτες. Άλλοι μελετητές, ωστόσο, θεωρούν ότι ο Μιχαήλ δεν είχε τέτοιες βλέψεις . Σύμφωνα με μια άποψη, ήταν οι απόγονοι των μεγάλων βυζαντινών οικογενειών, όπως ο Διονύσιος Ράλλης Παλαιολόγος, που προσπαθούσαν να σπρώξουν τον ηγεμόνα να αναλάβει το ρόλο του απελευθερωτή των βυζαντινών εδαφών. Την πολιτική των κύκλων αυτών θα είχε ασφαλώς υπόψη του ο Μητροπολίτης Μυρέων Ματθαίος λίγα χρόνια αργότερα, όταν έγραψε με πικρία για το βασιλικό στέμμα του Βυζαντίου: Φορούν το όσοι μυελά έχουν εις το κεφάλι, κι εμείς το θάρρος έχομεν εις τον ντελή Μιχάλη, να το εβγάλει με σπαθί κι εμάς να μας το δώσει ουαί σ’ εμάς, αφέντη μου, με την ολίγην γνώση. (2325-26) Η φήμη των ανδραγαθιών του Μιχαήλ απλώθηκε σ’ ολόκληρο τον ελληνικό χώρο – ακόμα και στην Κρήτη. Ο Γεώργιος Χορτάτσης στην κωμωδία του Κατζούρμπος (Β’ 15-18) έβαλε τον καυχησιάρη καπετάνιο Κουστουλιέρη να λέει: Μ’ απείς δε βρίσκω πλιο ‘δεπά να δείξω την αντρεία μου, να πάγω αψά στην Μπουγδανιά βλέπω πως είναι χρειά μου, [59] [60] [61] [62] [63] [64] [65] [66] [67] [68] [69] για ν ‘ απομείνω σύντροφος του παινετού Μιχάλη, σκότωση των Τουρκών κι οι δυο να δώσομε μεγάλη. . Οι “ανδραγαθίες” του ηγεμόνα έγιναν σχεδόν αμέσως ένα από τα αγαπημένα θέματα της δημώδους ελληνικής ποίησης. Το έμμετρο χρονικό του Σταυρινού έγινε μπεστ-σέλλερ . Σύμφωνα με τον ποιητή, το έγραψε στην Μπίστριτσα, λίγο μετά το θάνατο του Μιχαήλ. Το 1638 κυκλοφόρησε σε έντυπη έκδοση από τυπογραφείο της Βενετίας, και από τότε μέχρι το τέλος του 18ου αιώνα ανατυπώθηκε αρκετές φορές. Ο Σταυρινός εκφράζει τη “μεταβυζαντινή” στάση των “Ρωμαίων” αξιωματούχων και υποστηρικτών του Μιχαήλ. Αφηγείται τα γεγονότα με πλούσιες ιστορικές λεπτομέρειες, αλλά, σαν γνήσιος λαϊκός ποιητής, προσθέτει μια δόση ποιητικής μυθοποίησης. Στους στίχους του Σταυρινού, ο λαός μπορούσε να βρει μια βεβαίωση ότι οι δυνάμεις των Οθωμανών δεν ήταν ούτε αιώνιες ούτε ακατανίκητες. Υπάρχουν επίσης ελληνικά δημοτικά τραγούδια για τον “Μιχάλ-μπεη” της Βλαχιάς , που εκφράζουν με εντυπωσιακές εικόνες το θαυμασμό και την περηφάνεια των τραγουδιστών για τον ήρωά τους: Μιχάλ-μπεης εξέβηκε να πάει να πολεμήσει, παίρνει βαγγέλι ‘ απ’τη Βλαχιά και το σταυρό απ την Πόλη. Μπροστά πααίνει ο σταυρός, ξοπίσω τα βαγγέλια, Μιχάλ-μπεης ανάμεσα σαν ήλιος, σα φεγγάρι […] Μετά το θάνατο του Μιχαήλ η οθωμανική κυριαρχία αποκαταστάθηκε πάλι στη Βλαχία. Οι ηγεμόνες εξακολουθούσαν να εξαρτούνται από την Πύλη για την απόκτηση και διατήρηση του θρόνου τους, και να πληρώνουν φόρο υποτελείας, αν και το ποσό ήταν τώρα μικρότερο. Παρ’ όλα αυτά, οι ρουμανόφωνες χώρες ήταν οι μόνες μεγάλες περιοχές της νοτιοανατολικής Ευρώπης που είχαν διατηρήσει μια έστω και περιορισμένη αυτονομία. Βοεβόδες της Βλαχίας και της Μολδαβίας εξακολουθούσαν να προβάλλουν τον εαυτό τους κάθε τόσο ως διαδόχους των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Το 1658-59 έχουμε μια ακόμη σημαντική εξέγερση της Βλαχίας, με αρχηγό τον Mihnea Γ’. Ο ηγεμόνας αυτός, θαυμαστής του Μιχαήλ του Γενναίου, προσπάθησε να μιμηθεί τον ήρωά του, σε συνεργασία με τη Μολδαβία και την Τρανσυλβανία. Σύμφωνα με τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Δοσίθεο, ο Mihnea είχε τη φιλοδοξία “νικήσαι τους Οθωμανούς και αφανίσαι την βασιλείαν αυτών, ο άφρων, και γενέσθαι βασιλεύς”. Η παρουσία των Ελλήνων στη Βλαχία έγινε ολοένα και πιο έντονη στις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα. Κάθε τόσο, η εισροή τους σε σημαντικές θέσεις στην αυλή και την κοινωνία προξένησε και πάλι δυσαρέσκεια στους κύκλους των ισχυρών γαιοκτημόνων και οδήγησε σε διωγμούς ή περιοριστικά μέτρα, τα οποία όμως φέρανε μόνο μια προσωρινή αναχαίτιση στην άνοδό τους. Ήδη στις μεσαίες δεκαετίες του αιώνα, ελληνικές οικογένειες φαίνεται να κατέχουν μια μόνιμη θέση στην τάξη των γαιοκτημόνων. Μέλη ενός κλάδου των Καντακουζηνών είχαν γίνει αρχηγοί μιας από τις δυο αντίπαλες παρατάξεις των βογιάρων. Δεν πρέπει όμως να θεωρηθεί αυτονόητο ότι ο Κορνάρος συμμεριζόταν την κοσμοθεωρία των κύκλων αυτών και το όνειρο της αποκατάστασης του Βυζαντίου, που εκφράζεται τόσο εύγλωττα στα ελληνικά δημοτικά τραγούδια. Ο δικός του προσανατολισμός είναι διαφορετικός.

4. Η ιδεολογική στάση του Κορνάρου και ο ρόλος των Βλάχων Ο “κόσμος” του Ερωτόκριτου, με τους τόπους και τους λαούς που τον στοιχειοθετούν, είναι ένα σημαντικό, γοητευτικό, αλλά, για μένα τουλάχιστον, κάπως αινιγματικό στοιχείο στο έργο. Είναι ένας μυθικός κόσμος με επίκεντρα, όχι το Βυζάντιο, αλλά την Αθήνα και την (πάντα νοερά παρούσα) Βενετία. Δεν μπορούμε να εντοπίσουμε με βεβαιότητα τους παράγοντες που ώθησαν τον Κορνάρο να επιλέξει τους Βλάχους για το ρόλο του “άξιου εχθρού” στο πλαίσιο αυτού του μυθικού κόσμου. Μπορούμε όμως να κάνουμε υποθέσεις, με βάση όσα διαπιστώσαμε για τη χρήση των ονομάτων Βλάχος και Βλαχία και τους συνειρμούς που θα δημιουργούνταν από την ιστορία της παραδουνάβιας χώρας και τη θέση της στον κόσμο των Ελλήνων και των Βενετών. Για λόγους πειστικότητας, το κράτος που θα έπαιζε το ρόλο του “άξιου εχθρού” έπρεπε να είναι ένα κράτος που είχε κάποια πολιτική ή ιστορική σημασία για τον Κορνάρο και τους αναγνώστες του. Και αν υποθέσουμε πως ο ποιητής ήθελε να επιλέξει μια χώρα στην ευρύτερη περιοχή της νοτιοανατολικής Ευρώπης ή της Μικράς Ασίας, την περιοχή δηλαδή από την οποία προέρχονται όλα τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου, τότε οι επιλογές του είναι αρκετά περιορισμένες σε αριθμό. Η επιλογή, επομένως, του σχετικά μακρινού, ρουμανικού βοεβοδάτου δεν φαίνεται τόσο παράξενη. Η επιλογή του μπορεί, ενδεχομένως, να έχει ενισχυθεί από αναφορές σε μάχες της Αθήνας με μια άλλη “Βλαχία”, σε παλαιότερα κείμενα ή στη λαϊκή παράδοση. Πέρα απ’ αυτό, μπορούμε ίσως να συσχετίσουμε την επιλογή των Βλάχων με τη στάση του ποιητή στο ζήτημα της μοναρχίας. Ο ήρωας είναι ένας άνθρωπος με μεγάλες ικανότητες, που κατορθώνει τελικά να αποδείξει πως είναι άξιος να γίνει άντρας της πριγκίπισσας και κληρονόμος του θρόνου. Ο Ερωτόκριτος προωθεί έτσι τις αξιοκρατικές αρχές της Γαληνοτάτης σε βάρος της κληρονομικής μοναρχίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο κονταροκτύπημα το ρηγόπουλο του Βυζαντίου, ο Πιστόφορος, εμφανίζεται με εξαιρετικά πολυάνθρωπη και πλούσια συνοδεία, αλλά στους αγώνες δεν δείχνει ιδιαίτερες ικανότητες. Αν και με το [70] [71] [72] [73] [74] [75] [76] [77] όνομα Πιστόφορος, “φορέας της χριστιανικής πίστης”, ο ποιητής κάνει νύξη για τον ιστορικό ρόλο του Βυζαντίου, δε δείχνει ιδιαίτερη συμπάθεια για τον πρίγκιπα. Είναι σα να τονίζει πως η βασιλική του καταγωγή δεν αρκεί για να του εξασφαλίσει προσωπική ανωτερότητα. Η διφορούμενη στάση του Κορνάρου δεν έχει τονισθεί ιδιαίτερα στο παρελθόν. Αποδίδοντας νοερά στον Κορνάρο μια ελληνική εθνική συνείδηση, με τη σημερινή έννοια, πιστεύαμε πως η στάση του απέναντι στον Πιστόφορο έπρεπε να είναι βασικά ευνοϊκή. Κάτι τέτοιο όμως δεν πρέπει να θεωρηθεί αυτονόητο. Άλλωστε, στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου, το μόνο που έμενε ήταν ένα φάντασμα του περασμένου μεγαλείου, που καθρεφτίζεται θαυμάσια στην “ξεπεσμένη, χωρίς ουσιαστική εξουσία ή δύναμη, μεγαλοπρέπεια του Πιστόφορου”. Λαμπρή απόδειξη, δηλαδή, της αξιοκρατικής θέσης του Κορνάρου. Ο ποιητής, λοιπόν, μάλλον δεν θα συμπαθούσε την τάση ορισμένων Βλάχων ηγεμόνων να αυτοπαρουσιάζονται ως διάδοχοι των Βυζαντινών αυτοκρατόρων. Δεν θα τον συγκινούσε η έννοια του “Byzance après Byzance”. Επειδή τα φιλοβενετικά και αντιτουρκικά φρονήματα του Κορνάρου είναι ξεκάθαρα, θα περιμέναμε ίσως να είχε δείξει ιδιαίτερη συμπάθεια για το λαό των Βλάχων που αγωνίσθηκε τόσο γενναία ενάντια στους Οθωμανούς. Αλλά, όπως είδαμε, υπήρχε κάτι το διφορούμενο ή αντιφατικό στις εμπειρίες Κρητικών και Βενετών σε σχέση με την παραδουνάβια χώρα. Είτε πιστεύουμε πως ο Ερωτόκριτος γράφτηκε την εποχή του Μιχαήλ του Γενναίου, είτε στις επόμενες δεκαετίες, η επιλογή των Βλάχων για το ρόλο του γενναίου εχθρού φαίνεται να συμβαδίζει με τη γενικότερη στάση ενός ποιητή που η κοσμοθεωρία του διαμορφώθηκε από την ιδεολογία της Γαληνότατης, αλλά και από τις εμπειρίες του ως μέλους της βενετοκρητικής κοινωνίας. Η απάντησή μας στην ερώτηση “γιατί ο Κορνάρος επέλεξε τους Βλάχους” παραμένει κάπως αόριστη και ανολοκλήρωτη, πιστεύω όμως ότι η ερευνά μας αυτή μας επέτρεψε τουλάχιστο να είμαστε σχετικά σίγουροι για την ταυτότητα των Βλάχων και της Βλαχιάς του Ερωτόκριτου, και για μερικές από τις συνειρμικές σημασίες που συνδέονταν με τα ονόματα αυτά.

Η Βλαχία και οι Βλάχοι στον Ερωτόκριτο: επιστρέφοντας σ’ ένα παλαιό αίνιγμα Alfred Vincent NEOGRAECA BUCURESTIENSIA, Β’ τόμος,

Προς τιμήν του καθηνητή Κωνσταντίνου Δημάδη ΓΛΩΣΣΕΣ, ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΙ, ΤΑΥΤΟΤΗΤΕΣ. ΙΔΡΥΜΑ ΚΛΑΣΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ. ΤΜΗΜΑ ΝΕΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΦΙΛΟΛΟΓΙΑΣ Εκδόσεις του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου Βουκουρέστι, 2011 πηγή: academia.edu

ALFRED VINCENT Ο Alfred Vincent (1943, Coalville, Leicestershire, Μεγάλη Βρετανία) ίδρυσε το πρόγραμμα νεοελληνικών σπουδών του Πανεπιστημίου του Σίδνεϊ (Αυστραλία), όπου δίδασκε από το 1973 στο 1998 και χρηματίζει τώρα επιστημονικός συνεργάτης. Έκανε μαθήματα ως επισκέπτης καθηγητής στα Πανεπιστήμια Μπέρμιγχαμ (1969- 1972), Οξφόρδης (1972-1973), Θεσσαλονίκης (1979), Αθηνών (1999) και Κρήτης (2000, 2001), καθώς και σε περισσότερα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα της Αυστραλίας. Το 2002 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Κρήτης. Στις περίπου πενήντα βασικές μελέτες που δημοσίευσε έθιξε ποικίλα θέματα όπως η ιστορία, η κοινωνία, η γλώσσα και η λογοτεχνία της Βενετοκρατούμενης Κρήτης (1211-1669), η γραφή στο μεταβυζαντινό ελληνικό κόσμο, οι πολιτιστικές σχέσεις μεταξύ των ελληνικών εδαφών και των υπόλοιπων χώρων της νοτιο-ανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένων των Ρουμανικών Ηγεμονιών, κατά την αυγή της νεώτερης εποχής, η ευρωπαϊκή κωμωδία του 16-ου και του 17-ου, η ελληνική μουσική, το έργο του Νίκου Καζαντζάκη. Το θέμα αυτό με απασχολεί εδώ και πολλά χρόνια. Η παρούσα μελέτη αποτελεί αναθεωρημένη μορφή μιας διάλεξης που δόθηκε στο Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου το Μάιο του 2009, η οποία, με τη σειρά της, υπήρξε νέα εκδοχή, με αναθεωρημένα συμπεράσματα, της μελέτης “Η Βλαχία και οι Βλάχοι στον Ερωτόκριτο”, στο: Λοιβή εις μνήμην Ανδρέα Γ. Καλοκαιρινού, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 1994, 51-92. Ευχαριστώ και από δω τον συνάδελφο δρα Tudor Dinu και τα μέλη του τομέα για την πρόσκληση και την υπέροχη φιλοξενία τους στο Βουκουρέστι. Χρωστώ επίσης θερμές ευχαριστίες στη δρα Βίκη Παναγιωτοπούλου-Δουλαβέρα για τις πολύτιμες παρατηρήσεις της. Πρβλ. Ερατοσθένης Καψωμένος, “Η δομή της αφήγησης στον «Ερωτόκριτο»”, στο βιβλίο του Κώδικες και σημασίες, Εκδόσεις Αρσενίδη, Αθήνα 1990, 37-61 και ιδίως 44-45. Χρησιμοποιώ την κριτική έκδοση του Στυλιανού Αλεξίου: Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, 4η έκδοση βελτιωμένη, Ερμής, Αθήνα 2000. Βλ. Alfred Vincent, “Ο Σκλαβούνος του Ερωτόκριτου”, Κρητολογικά Γράμματα 13 (1997), 91- 107. [78] [79] [1] [2] [3] [4] Γενικά για τον κόσμο του Ερωτόκριτου, βλ. Στυλιανός Αλεξίου, “Εισαγωγή”, στο Βιτσέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, ό.π., ογ’ – πα’. Επίσης, David Holton, “«Ηράκλη τον ελέγασι»: Ο βασιλιάς της Αθήνας στον Ερωτόκριτο”, στο βιβλίο του Μελέτες για τον Ερωτόκριτο και άλλα νεοελληνικά κείμενα, Καστανιώτης, Αθήνα 2000, 123-137. Πρβλ. Alfred Vincent, “Ο Σκλαβούνος”, ό.π. Οι μελέτες του Παναγιωτάκη ανατυπώθηκαν μετά το θάνατό του στο: Νικόλαος Παναγιωτάκης, Κρητική Αναγέννηση: Μελέτες για τον Βιτσέντζο Κορνάρο, Στιγμή, Αθήνα 2002. Δυσκολίες με τη θεωρία του Παναγιωτάκη επισημαίνονται κυρίως από τον Σπύρο Ευαγγελάτο, Προς την αλήθεια για τον Βιτσέντζο Κορνάρο, Κάκτος, Αθήνα 1985, και Και πάλι για τον “Ερωτόκριτο”: Προσπάθεια προσδιορισμού του ποιητή του, Καστανιώτης, Αθήνα 1989. Σύμφωνα με τον Ευαγγελάτο (Προς την αλήθεια, 75), το έργο γράφτηκε μετά το 1626 και ολοκληρώθηκε πιθανώς στα 1640-1660, δηλαδή στη διάρκεια του Κρητικού Πολέμου (1645-1669). Βλ. επίσης Vincenzo Pecoraro, “L’ Erotocritos di Vincenzo Comaros e il romanzo barocco italiano del Seicento: Un nuovo terminus post quem”, στο: Πεπραγμένα του Θ’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (2001), τ. Β1, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειο 2004, 119-124. Εξαίρεση αποτελεί η αναφορά στην “όμορφη Γορτύνη” ως πατρίδα του Κρητικού Χαρΐδημου (Β’ 589). Η αρχαία Γόρτυνα – πρωτεύουσα του νησιού στη ρωμαϊκή και την πρώτη βυζαντινή εποχή – είχε καταστραφεί από τους Άραβες, αλλά η ανάμνησή της παραμένει ζωντανή στην εποχή του Κορνάρου. Π. χ., ο Ιωάννης Μορεζήνος αναφέρει τη “Γορτύνη” – κι όχι την Κνωσσό – ως πρωτεύουσα του βασιλιά Μίνωα· βλ. Ελένη Κακουλίδου, “Ο Ιωάννης Μορεζήνος και το έργο του: Παράρτημα”, Κρητικά Χρονικά 22 (1970), 470. Βλ. Κωνσταντίνος Δαγκίτσης, Ετυμολογικό λεξικό της νεοελληνικής, τ. 1ος, Βασιλείου, Αθήνα 1978· Νικόλαος Ανδριώτης, Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής, 2η έκδοση, Θεσσαλονίκη 1967-71 · και Achille Lazarou, L’ aroumain et ses rapports avec le grec, Institute for Balkan Studies, Θεσσαλονίκη 1986,74-76. Πρβλ. Morton Benson, Srpskohrvatski-engleski recnik, 2η έκδοση, Prosveta, Βελιγράδι 1979, 705: “Vlah […] 1. Vlach, Wallach2. […) (pejor.) person of a different faith, foreigner, stranger.” Για τους βλαχόφωνους της Ελλάδας και των Βαλκανίων βλ. Tom Winnifrith, The Vlachs: The history of a Balkan people, Duckworth, Λονδίνο 1987. Έτσι και στα σημερινά ελληνικά η λέξη ακούγεται συχνά με την ακόμη γενικότερη σημασία του “επαρχιώτης, χωριάτης, άξεστος”. Anne Comnène, Alexiade, texte établit et traduit par B. Lieb, Les Belles Lettres, Paris 1937-45, VIII, 3.4: “κατά μέρος νεολέκτους καταλέγων, οπόσοι τε εκ Βουλγάρων και οπόσοι τον νομάδα βίον είλοντο (Βλάχους τούτους η κοινή καλείν οίδε διάλεκτος) Φαίδων Μπουμπουλίδης (επιμέλεια), Κρητική λογοτεχνία, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1955 (Βασική Βιβλιοθήκη, 7), σελ. 9. Βλ., π.χ., τη Βελισαριάδα, χφο Ν, στο Wim Bakker και Arnold van Gemert (επιμέλεια) Ιστορία του Βελισαρίου, Κριτική έκδοση των τεσσάρων διασκευών με εισαγωγή, σχόλια και γλωσσάριο, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1988, σελ. 244, και την Άλωση Κωνσταντινουπόλεως, στο Γεώργιος Ζώρας (επιμέλεια), Βυζαντινή ποίησις, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1956 (Βασική Βιβλιοθήκη, 1), σελ. 181, στ. 179. Στον Orlando innamorato του Matteo Maria Boiardo οι Βλάχοι (Valacchi) πολεμάνε μαζί με τους Ούγγρους στην πλευρά των Χριστιανών στον πόλεμο με τους Σαρακηνούς (Libro secondo, XIV, 57). Η παλαιότερη υπόθεση του Στυλιανού Αλεξίου ότι η Βλαχιά του Κορνάρου είναι η δεύτερη Βουλγαρική (ή Βλαχο-Βουλγαρική) Αυτοκρατορία του 13ου αιώνα απορρίφθηκε αργότερα από τον ίδιο και δεν θα συζητηθεί εδώ. Βλ. Αλεξίου, “Εισαγωγή”, π’. Βιτζέντζος Κορνάρος, Ερωτόκριτος, έκδοσις κριτική Στεφάνου Α. Ξανθουδίδου, Ηράκλειον Κρήτης 1915, 376- 377. Βλ. επίσης Lazarou, L ‘aroumain, 73 και σημ. 40. Γεώργιος Σούλης, “Βλαχία – Μεγάλη Βλαχία – η εν Ελλάδι Βλαχία”, στον τόμο Γέρας Α. Κεραμοπούλλου, Αθήνα 1953, 489-490· Johannes Koder και Friedrich Hild, Hellas und Thessalia, Osterreichische Akademie der Wissenschaften, Βιένη 1976 (= Tabula Imperii Byzantini, επιμέλεια Herbert Hunger, τ. 1), 30. Σούλης, ό.π., 494-495. Alexis Sawides, “Splintered medieval Hellenism: The semi-autonomous state of Thessaly (A.D. 1213/1222 to 1454/1470) and its place in history”, Byzantion, 68 (1998), 406-418- B. Ferjančič, Tesalija u XIIIIXIV veku, Vizantološki Institut SANU, Βελιγράδι 1974 (Posebna izdanja, 5)- Paul Magdalino, “Between Romaniae: Thessaly and Epirus in the later Middle Ages”, στο Benjamin Arbel κ.ά. (επιμέλεια), Latins and Greeks in the Eastern Mediterranean after 1204, Cass, Λονδίνο 1989, 87-110. Βλ. Kenneth Setton, Catalan domination of Athens, 1311-1388, Revised edition, Variorum, Λονδίνο 1975, σελ. 7 κ.ε.· William Miller, The Latins in the levant: A history of Frankish Greece (1204-1566), Speculum Historiale, Cambridge 1964 (ανατύπωση της 1ης έκδοσης, του 1908), 219-234. Ο Ιωάννης όμως της Θεσσαλίας προβάλλει τον εαυτό του ως νόμιμο διάδοχο του Δούκα. Στην ιταλική μετάφραση μιας επιστολής που έγραψε το 1317, απονέμει στον εαυτό του τον τίτλο του “signore de terre de Thenes e Patras e duca della gran Blachia e de la Castoria” (Ferjančič, 16β). Ferjančič, 141-143, και Setton, ό.π. Το γεγονός ότι η βυζαντινή παρουσία αποκαταστάθηκε για μερικά χρόνια από το 1403 δεν αλλάζει τη διαπίστωση αυτή. Από την πολυτάραχη ιστορία της περιοχής περιοριστήκαμε σε σημεία που έχουν άμεση σχέση με το θέμα μας. Βλ. John Fine, The late medieval Balkans: A critical survey from the late twelfth century to the Ottoman conquest, University of Michigan Press, Ann Arbor 1987, 346-354, και Δημήτριος Τσοποτός, Γη και γεωργοί της Θεσσαλίας, 2η έκδοση, Αθήνα 1974, 36-39 (1η έκδοση 1912). [5] [6] [7] [8] [9] [10] [11] [12] [13] [14] [15] [16] [17] [18] [19] [20] [21] [22] [23] Π.χ. στην Άλωση Κωνσταντινουπόλεως, ό.π., στ. 772 και 978· στο στ. 526, ωστόσο, το Βλαχία αναφέρεται στο παραδουνάβιο βοεβοδάτο. Πρβ. την επιστολή του Πατριάρχη Μαξίμου Γ’ (1480), στο Miklosich και Müller, τ. 5, 284. Πρβλ. Σούλης, 496-497. Απαντά, π.χ., σε επανεκδόσεις του χρονικού του “Δωροθέου Μονεμβασίας” (πρωτοτυπώθηκε το 1631), σ’ ένα χωρίο που βασίζεται στο μεσαιωνικό Χρονικό του Μορέως- είναι φανερό από τα συμφραζόμενα ότι πρόκειται για τη Θεσσαλία: “να σμίξουν εις της Βλαχιάς τον κάμπον, ήγουν εις την Λάρισον” (σελ. χιθ”). Χρησιμοποιώ την έκδοση Βενετίας του 1637: Βιβλίον ιστορικόν […) μεταγλωτισθέν παρά του Ιερωτάτου Μητροπολίτου Μονεμβασίας κυρίου Δωροθέου, Ενετίησιν αχλζ’. Βλ. Dean Sakel, “Some matters concerning the printed edition of the Chronicle of 1570”, στο: Marina Koumanoudi – Chryssa Maltezou (επιμ.), Dopo le due cadute di Costantinopoli (1204, 1453): Eredi ideologici di Bizanzio, Ελληνικό Ινστιτούτο Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Σπουδών της Βενετίας, 2008 (Συνέδρια, 12), 147-171. Π.χ., στη Γεωγραφία νεωτερική (1791) των Δανιήλ Φιλιππίδη και Γρηγόριου Κωνσταντά (επιμέλεια Αικατερίνη Κουμαριανού, Ερμής, Αθήνα 1988), ο όρος δεν χρησιμοποιείται για τη θεσσαλική Βλαχία. Σε δημοτικά τραγούδια από τη Θεσσαλία, εκεί που ίσως θα περίμενε κανείς να είχε διατηρηθεί η παλιά χρήση της λέξης, συμβαίνει το αντίθετο: βλ., π.χ. Θεόδωρος Νήμας, Δημοτικά τραγούδια της Θεσσαλίας, 2η έκδοση βελτιωμένη, Εκδ. Οίκος Αφών Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 1983, τ. 2ος, 156, αρ. 6, στ. 4 και 228, αρ. 31, στ. 2. Charles Verlinden, L ‘esclavage dans l’Europe médiévale, τόμ. 2, Rijksuniversiteit te Gent, Gent 1977, 648- 650· του ίδιου, “Origine de la classe des affranchis en Crète sous le régime vénitien”, XVI Internationaler Byzantinistenkongress (1981), Akten II.2 (= Jahrbuch der Oesterreichischen Byzantinistik, 32/2), 44-51. Ο Magdalino (ό.π., 89) διατυπώνει με επιφυλάξεις την υπόθεση ότι η βυζαντινή Αχιλληίδα έχει κάποια σχέση “με την πατρίδα του Αχιλλέα στη νότια Θεσσαλία, και συγκεκριμένα με την αυλή της Νέας Πάτρας”. Η Αχιλληίδα δεν μιλάει ρητά για Βλάχους και Βλαχία, η αυλή όμως της Νέας Πάτρας θα αποτελούσε πιθανώς ένα ευνοϊκό περιβάλλον για την παραγωγή τέτοιων κειμένων. John Schmitt (επιμέλεια), The Chronicle of Morea: To Χρονικόν του Μωρέως, Methuen, Λονδίνο 1904, στ. 3618 κεξ. και 7282 κεξ. (χειρόγραφο Η). Για την πιθανή ύπαρξη χειρογράφου του Χρονικού στην Κρήτη τον 16ο αιώνα, βλ. Γιάννης Μαυρομάτης, “Η βιβλιοθήκη και η κινητή περιουσία της Κρητικής Μονής Βαρσαμόνερου (1644)”, Θησαυρίσματα 20 (2000), 468. Kurt Treptow κ.ά., A history of Romania, East European Monographs & The Center for Romanian Studies, Ιάσιο, 1996, 65· Ștefan Ștefănescu, “The emergence of the Romanian states (tenth to fourteenth centuries)”, στο Andrei Oțetea (επιμέλεια), The history of the Romanian people, Twayne, Νέα Υόρκη, 174-177- Vlad Georgescu, The Romanians: A history, Ohio State University Press, Columbus 1991, 13-18, 33· Andrei Oțetea κ.ά. (επιμέλεια), Istoria României, τ. 2ος, Editura Academiei, Βουκουρέστι 1962. Franz Miklosich και Joseph Müller, Acta et diplomata Graeca medii aevi, Scientia, Aalen 1968 (ανατύπωση της έκδοσης του 1860), τ. 2,256 (έγγραφο του 1395). Π.χ. Franz Miklosich και Joseph Müller, τ. 1ος, 383 (έγγραφο του 1359). Σταυρινός ο Βιστιάρης, Διήγησις ωραιότατη του Μιχαήλ Βοϊβόνδα, στο Émile Legrand (επιμέλεια), Recueil de poèmes historiques en grec vulgaire, Leroux, Παρίσι 1877· Γεώργιος Παλαμήδης, Ιστορία περιέχουσα πάσας τας πράξεις και ανδραγαθίας και πολέμους του εκλαμπροτάτου Μιχαήλ Βοηβόδα, στο Émile Legrand (επιμέλεια), Bibliotheque grecque vulgaire, τόμ. 2ος, Maisonneuve, Παρίσι 1881· και Ματθαίος Μητροπολίτης Μυρέων, Ετέρα ιστορία των κατά την Ουγγροβλαχίαν τελεσθέντων, αρξαμένη από Σερμπάνου Βοηβόνδα μέχρι Γαβριήλ Βοηβόνδα, του ενεστώτος Λουκάς, στον ίδιο τόμο με το προηγούμενο. Κυκλοφόρησε και η έκδοση: Stavrinos – Palamed, Croniciîn versuri despre Mihai Viteazul, Omonia, Βουκουρέστι 2004, με το κείμενο του Σταυρινού από την ανέκδοτη κριτική έκδοση της Κομνηνής Πηδώνια και με ρουμανική μετάφραση από την Olga Cicanci. Βλ. επίσης Alfred Vincent, ‘’From life to legend: The Chronicles of Stavrinos and Palamidis on Michael the Brave”, Θησαυρίσματα 25 (Βενετία 1995), 165-238 και τού ίδιου, “Byzantium regained? The History, Advice and Lament by Matthew of Myra”, Θησαυρίσματα 28 (1998), 275-347, και τις μελέτες της Κομνηνής Πηδώνια, “Η πρώτη έκδοση των ιστορικών ποιημάτων του Σταυρινού και του Ματθαίου Μυρέων”, Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης: Επιστημονική Επετηρίδα της Φιλοσοφικής Σχολής, Περίοδος Β, Τεύχος Τμήματος Φιλολογίας 7 (1998), 199-226, και “Στοιχεία του Κρητικού ιδιώματος στα ιστορικά ποιήματα του Σταυρινού και του Ματθαίου Μυρέων”, στο: Πεπραγμένα Η’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (1996), τ. Β2, Ηράκλειο 2000, 229-238. Μαρίνος Τζάνες Μπουνιαλής, Ο Κρητικός Πόλεμος (1645-1669), επιμέλεια Στυλιανός Αλεξίου – Μάρθα Αποσκίτη, Στιγμή, Αθήνα 1995, σελ. 520 (στ. 577.9-11). Lidia Martini (επιμέλεια), Στάθης, κρητική κωμωδία, κριτική έκδοση με εισαγωγή, σημειώσεις και λεξιλόγιο, Θεσσαλονίκη 1976 (Βυζαντινή και Νεοελληνική βιβλιοθήκη, 3), σελ. 139 (Τ’ Πράξη, στ. 315). Βλ. επίσης Andre Pippidi, “Esquisse pour le portrait d’un homme d’affaires crétois au XVIe siècle”, Πεπραγμένα του Γ’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (1971), τ. Β , Αθήνα 1974, 266-273. Η υπόθεση ότι οι Βλάχοι του Ερωτόκριτου έχουν σχέση με τη ρουμανική ηγεμονία διατυπώθηκε παλαιότερα από τον Νικόλαο Πολίτη, “Δημώδη βιβλία: Ο Ερωτόκριτος”, Λαογραφία 1 (1909), 53, και τον Vasile Grecu, “Erotocritul lui Comaro în literatura românească”, Dacoromania 1 (Cluj 1920). Βλ. επίσης Αλεξίου, “Εισαγωγή”, π’, σημ. 109. Constantin Giurescu (επιμέλεια), Chronological history of Romania, Editura Enciclopedică Română, Βουκουρέστι 1972, 411-2· Peter Sugar, Southeastern Europe under Ottoman rule, 1354-1804, University of Washington Press, Seattle and London 1977 (A history of East Central Europe, τ. 5), 329-330. Πρβλ. Αλεξίου, “Εισαγωγή”, οη’ και σημ. 99. Giurescu, 414-419· Sugar, 327-329, 332. [24] [25] [26] [27] [28] [29] [30] [31] [32] [33] [34] [35] [36] [37] [38] Dimitri Nastase, “Imperial claims in the Romanian principalities from the fourteenth to the seventeenth centuries: New contributions”, στο Lowell Clucas (επιμέλεια), The Byzantine legacy in Eastern Europe, East European Monographs, Boulder 1988, 190, και σημειώσεις στη σελ. 215. Δεν μπόρεσα να δω το άρθρο του A. Balota, “«Radu Voivode» dans l’epique sud-slave”, Revue des Etudes SUD-EST européennes 5 (1967), στο οποίο παραπέμπει o Nastase. Dimitri Nastase, “Imperial claims”, 189-191. Nastase, “Imperial claims”· Georgescu, 45· Ștefan Ștefănescu, “The emergence of the Romanian states (tenth to fourteenth centuries)”, στο Andrei Oțetea (επιμέλεια), The history, 176-177. Βλ. Treptow, 103-109· Nicolae Stoiescu, Vlad Țepeș, Prince of Walachia, Editura Academiei, Βουκουρέστι 1978, 11-12· Radu Florescu και Raymond McNally, Dracula: A biography of Vlad the Impaler, 1431-1476, Hale, Λονδίνο 1973, 8-9, 30-31. Πρβλ. Δούκας, Istoria Turco-Bizantină (1341-1462), editie critica Vasile Grecu, Editura Academiei, Βουκουρέστι 1958, 252.21-22, 252.27, 254.24, 258.3-16, 262.15, 272.15· για τον Χαλκοκονδύλη χρησιμοποίησα τη δίγλωσση έκδοση του 1650: Laonicus Chalcocondylas, Historiarum libri decern, interprete Conrado Clausero, 162, 171. Βλ. Treptow, 112-114· Florescu και McNally, ό.π.· Stoiescu, Vlad Țepeș· Ralf-Peter Martin, Dracula: Das Leben des Fürsten Vlad Țepeș, Wagenbach, Βερολίνο 1980. Δεν μπόρεσα να συμβουλευτώ το βιβλίο του Ștefan AndreescuVlad Țepeș Dracula. Între legendă și adevăr istoric, που αναφέρεται από τον Αλέξη Γ. Σαββίδη, Σελίδες από την βαλκανική αντίδραση στην οθωμανική επέκταση κατά τους 14ο και 15ο αιώνες, Ηρόδοτος, Αθήνα 1991, 9, σημ. 5. Florescu και McNally, 81-110- βλ. επίσης Μ. Cazacu, Les biographies contemporaines de Vlad III Țepeș, prince de Valachie (1430-1476), École des Chartres, Paris 1977. Στον Χαλκοκονδύλη, Β’ 250, ονομάζεται “Βλάδος ο Δρακούλεω παις”. Ο “Δρακούλης” όμως του Β’ 265 είναι ο αδελφός του Vlad Γ’, ο Radu cel Frumos. Το “Δρακούλης” αντιστοιχεί στην πρώτη περίπτωση στο ρουμανικό Dracul (= Vlad Β ), και στη δεύτερη στο Drăculea (γιος του Δράκου, πατρωνυμικό ή παρατσούκλι και των δυο αδελφών Vlad Γ’ και Radu). Στο Χρονικό των Τούρκων Σουλτάνων ο Țepeș αναφέρεται ως Μπλάδος και ο αδελφός του ως Δρακούλας· το όνομα όμως της χώρας του αναφέρεται ως Μολδάβια· βλ. Γεώργιος Ζώρας (επιμέλεια), Χρονικόν περί των Τούρκων Σουλτάνων (κατά τον Βαρβερινόν ελληνικόν κώδικα 111), Σπουδαστήριον Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Αθήνα 1958, 109-112 και σημειώσεις στις σελ. 248-251. Στο έργο του Κριτόβουλου ο Țepeș εμφανίζεται με το όνομα Δράκουλις: Critobulus Imbriota, Historiae, recensuit Dieter Reinsch, De Gruyter, Βερολίνο και Νέα Υόρκη 1983 (Corpus Fontium Historiae Byzantinae, XXII: Series Berolinensis), 166-168 (= Δ’ 10-11). Στον Δούκα, ό.π., 431.17,433.4 και 15, αναφέρεται απλώς ως “ο Βλάχος”. Βλ. π.χ., Αλεξίου, “Εισαγωγή”, ογ’- πα’. Petre Năsturel, «Considérations sur l’idée impériale chez les Roumains», Βυζαντινά 5 (1973), 379-413· Dumitru (= Dimitri) Năstase, “«Βοεβόδας Ουγγροβλαχίας και Αυτοκράτωρ Ρωμαίων»: Remarques sur une inscription insolite”, ανάτυπο από τα Byzantinisch-Neugriechische Jahrbücher 22 (1976), 1-16· του ίδιου, “Imperial claims”, ό.π. Πρβλ. Nastase, “Imperial claims”. Berza, “The beginnings of Ottoman domination”, στο Oțetea (επιμέλεια), The history of the Romanian people, 209-218· Georgescu, The Romanians, 49-54. Η βιβλιογραφία για τον Μιχαήλ είναι τεράστια. Για γενικές πληροφορίες ακολουθώ κυρίως τους Treptow, 143- 151, Georgescu, 54-56· Berza, “The beginnings of Ottoman domination”, 220- 227· Nicolae Iorga, Istoria lui Mihai Viteazul, ediţie îngrijită de N. Gheran si V. Iova, Editura Militară, Βουκουρέστι 1968. Πάντως από ορισμένες απόψεις η μορφή του Μιχαήλ παραμένει — όπως είπε ο μεγάλος Braudel — αινιγματική (Fernand Braudel, The Mediterranean and the Mediterranean world in the time of Philip ΙΙ, τ. 2ος, Fontana/Collins, London 1975, 1202). Βλ. Ștefan Andreescu, “Familia lui Mihai Viteazul”, στο Paul Cemovodeanu και Constantin Rezachievici (επιμέλεια), Mihai Viteazul: Culegere de studii, Editura Academiei, Βουκουρέστι 1975,225-240· Iorga, Istoria, 29. Tudor Dinu, “Ο Ρουμάνος ηγεμόνας Μιχαήλ ο Γενναίος (1593-1601) και οι Έλληνες”, ανάτυπο από το περιοδικό Μνήμων 29 (2008), 9-40. Dinu, ό.π., 20· Nicolae Iorga, Byzance après Byzance, Association Internationale d’Etudes du Sud-Est Européen, Comité National Roumain, Βουκουρέστι 1971, 140, 152-153· Ștefan Andreescu, “Michel le Brave, les Cantacuzène et le Grand Banat de Craiova”, Revue Roumaine d’Histoire 29 (1990), 105-120. Μετά το θάνατο του Ανδρόνικου ο μικρός του γιος Κωνσταντίνος έμεινε για ένα διάστημα στην Κρήτη και επέστρεψε στη Βλαχία κατά την ηγεμονία του Radu Mihnea (1611-1616)· βλ. Αθανάσιος Καραθανάσης, Οι Έλληνες λόγιοι στη Βλαχία (1670- 1714), Ίδρυμα Μελετών Χερσονήσου του Αίμου, Θεσσαλονίκη 1982, 61. Απόστολος Βακαλόπουλος, Ιστορία τον Νέου Ελληνισμού, τόμος 3ος, Θεσσαλονίκη 1968, 335-337· Andreescu, “Michel le Brave, les Cantacuzène et le Grand Banat”, 119. Π.χ., ένας Ρεθυμνιώτης αξιωματικός, ο Φραγκίσκος Καλογεράς, έπαιξε σημαντικό ρόλο σε μια εκστρατεία στην Dobrogea το 1596. Βλ. D. Μ. και André Pippidi, “Un capitaine crétois au service de Michel le Brave, prince de Valachie”, στα Πεπραγμένα του Γ’ Διεθνούς Κρητολογικού Συνεδρίου (1971), τ. 2ος, Αθήνα 1974, 274-278. Gary Vikan, “Byzance après Byzance: Luke the Cypriot, Metropolitan of Hungro-Wallachia”, στο Lowell Clucas (επιμέλεια), The Byzantine legacy in Eastern Europe, East European Monographs, Boulder 1988, 165- 167. Ανακοίνωση για τον Λουκά παρουσίασε ο συνάδελφος Tudor Dinu στο πρόσφατο Κυπρολογικό Συνέδριο (Απρίλιος 2008). Giovanni Vergici, Del’ historia del Regno di Candia, Libro XVII, χειρόγραφο στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη της [39] [40] [41] [42] [43] [44] [45] [46] [47] [48] [49] [50] [51] [52] [53] [54] [55] [56] [57] Βενετίας, Ital. XI 184 (7414), φφ. 76r-77v. Tudor Dinu, Mihai Viteazul, eroul al eposului grec, Βουκουρέστι 2008. Berza, “The beginnings of Ottoman domination”, 221-222, και Iorga, Istoria lui Mihai Viteazul, 164. Dinu, “Ο Ρουμάνος ηγεμόνας Μιχαήλ”, 21-24. Iorga, Byzance après Byzance, 155-156, σημ. 128. Την εποχή του Κορνάρου δεν υπήρχε καμιά έννοια που να αντιστοιχεί με ακρίβεια στη σημερινή έννοια του έθνους. Παρ’ όλα αυτά, οι συγγραφείς θεωρούσαν την ανθρωπότητα ως ένα σύνολο χωρισμένο σε “γένη” ή “γενεές”, που διακρίνονταν το ένα από το άλλο με κριτήρια θρησκείας, γλώσσας κλπ. Βλ. Vincent, “From life to legend”, 189-195, και του ίδιου, “Byzantium regained”, 302-306. Vasile Grecu, “Stavrinos, Eine gar schöne Erzählung über Michael den Wojewoden”, Probleme der neugriechischen Literatur, III, Βερολίνο 1960, 195. André Pippidi, “Résurrection de Byzance ou unité politique roumaine? L’option de Michel le Brave”, στο βιβλίο του Hommes et idées du Sud-Est européen, ό.π., 54-55. Kenneth Setton, Venice, Austria and the Turks in the seventeenth century, American Philosophical Society, Philadelphia 1991, 12-13- Gino Busoni, Venezia nell’età della controriforma, Μιλάνο Mursia, 1973, 28-29, 65. Năsturel, «Considérations sur l’idée impériale chez les Roumains», 410-411, και Iorga, Byzance après Byzance 154-156. Βλ., π.χ., Dumitru Năstase, L’heritage impérial byzantin dans Part et I’histoire des pays roumains, Fondation Européenne Dragan, Μιλάνο 1976, 19· πρβλ. Iorga, Byzance après Byzance 155. Βλ., π.χ., André Pippidi, “Resurrection de Byzance”, ό.π., 53-65· “Notes et documents sur la politique balkanique de Michel le Brave”, Revue Roumaine d’Histoire 23 (1984), 341-362, και “Entre héritage et imitation, la tradition byzantine dans les pays roumains: Nouvelles réflexions, vingt ans après”, στο Paschalis Kitromilides και Anna Tabaki (επιμέλεια), Relations gréco-roumaines: Interculturalité et identité nationale, Institut de Recherches Neohelléniques, Fondation Nationale de la Recherche Scientifique, Αθήνα 2004, 23-37. Επίσης: Ștefan Andreescu, “Michele il Bravo e l’idea di riedificazione dell’Impero bizantino”, στο Grigore Arbore Popescu (επιμέλεια), Dali ‘Adriatico al Mar Nero: Veneziani e Romeni, Consiglio Nazionale delle Ricerche, Ρώμη 2003 (Monografie Scientifiche: Serie Scienze Umane e Sociali), 51-66. Παρόμοια αισθήματα εκφράζει και ο Θρήνος Κωνσταντινουπόλεως του Βαρβερινού κώδικα 15· βλ. Ζώρας (επιμέλεια), Βυζαντινή ποίησις, 221-222, στ. 43-44. Γεώργιος Χορτάτσης, Κατζούρμπος, κριτική έκδοση Λίνου Πολίτη, Εταιρία Κρητικών Ιστορικών Μελετών, Ηράκλειον 1964, 19- βλ. και την “Εισαγωγή” του Πολίτη, ιζ’- ιθ’. Πρέπει να υποθέσουμε πως ο κωμικός καπετάνιος αναφέρεται στην εκστρατεία του Μιχαήλ στη Μολδαβία (Μπουγδανιά) το 1600; Ή απλώς ότι μπερδεύει τη χώρα αυτή με τη Βλαχία; Σημειωτέου ότι λίγο πιο κάτω, σχολιάζοντας ειρωνικά τις καυχησιές του αφέντη του, ο υπηρέτης Κατζούρμπος λέει μεταξύ άλλων: “Το Μεγαφέντη ογλήγορα βγάνει από το θρονί του” (στ. 20). Βλ. Vincent, “From life to legend”. 167-170. Επίσης, Βίκη Δουλαβέρα, “Αγνωστος θρήνος για τον θάνατο του Μιχαήλ του Γενναίου”, Θησαυρίσματα 28 (1998), 255-274. Θωμάς I. Παπαδόπουλος, Ελληνική βιβλιογραφία (1466 ci.-1800), τ. 1ος, Αθήνα 1984 (Πραγματείαι της Ακαδημίας Αθηνών, 48), 405-406. Δημήτριος Οικονομίδης, “Μιχαήλ ο «Γενναίος» και τα δημοτικά περί αυτού άσματα Ελλήνων και Βουλγάρων”, Λαογραφία 14 (1962), 53-70 (παραθέτουμε εδώ τους πρώτους στίχους της παραλλαγής 6, στη σελ. 63)· βλ. επίσης Legrand, Bibliothèque grecque vulgaire, τ. 2ος, Lxxxn- Lxxxiii, και Grecu, “Stavrinos”, 186, σημ. 3. Βλ. Treptow, 168-169· Năsturel, “Considérations sur l’idée impériale”, 395-413· Nastase, L ‘héritage impérial byzantin, και του ίδιου “Imperial claims”. Βλ. Nastase, L’héritage impérial byzantine, 24, και Iorga, Byzance après Byzance, 180. Treptow, 173-174· Georgescu, 49· Berza, “The heritage of Michael the Brave”, 243-244. ‘ Βλ. συνοπτική αναφορά στα συμβάντα των ετών 1611-1633 στο Treptow, 166-167· επίσης Berza, “The heritage of Michael the Brave”, στο Oțetea (επιμέλεια), The history of the Romanian people, 236-238. Berza, “The heritage of Michael the Brave”, 245. Η στάση του απέναντι στον Πιστόφορο επισημαίνεται και συζητείται από τους Holton, “«Ηράκλη τον ελέγασι»”, και Βίκη Παναγιωτοπούλου[-Δουλαβέρα], “Το ωραίο στον Ερωτόκριτο: Οι αναγεννησιακές αισθητικές αντιλήψεις του Βιτσέντζου Κορνάρου”, στο: Στέφανος Κακλαμάνης (επιμέλεια), Ζητήματα ποιητικής στον Ερωτόκριτο, Βικελαία Δημοτική Βιβλιοθήκη, Ηράκλειο 2006, 117-8. Holton, “«Ηράκλη τον ελέγασι»”, 131.”

Print Friendly, PDF & Email