Η Ορθόδοξη Εκκλησία, το Ισλάμ και η ομοφυλοφιλία
Αν και μοιάζει περιττό, καλό θα είναι να υπενθυμίσουμε ότι η Εκκλησία δεν είναι μια ΜΚΟ υπεράσπισης δικαιωμάτων – βάσιμων ή αβάσιμων.
Είναι ένας θρησκευτικός θεσμός, ένας θεματοφύλακας αρχών, από τη φύση του συντηρητικός, ο οποίος επιβιώνει πολλές εκατοντάδες χρόνια και διατηρεί την ισχύ του, η οποία, μαζί με τον ρόλο του στις πιο σκοτεινές περιόδους του ελληνικού έθνους, του δίνει τη δυνατότητα να έχει βαρύνουσα άποψη στα σοβαρά θέματα που αφορούν και ενδιαφέρουν την ελληνική κοινωνία.
Από την άλλη, βεβαίως, στην Ελλάδα δεν έχουμε μια εθναρχεύουσα Εκκλησία. Ούτε μια Εκκλησία που προσομοιάζει με πολιτικό κόμμα – όσο και αν διάφορα κόμματα και κομματίδια επιχειρούν κατά καιρούς να εμφανιστούν σαν αυθεντικοί εκφραστές της.
Επιπλέον η ελληνική Ορθοδοξία δικαίως θεωρείται – για λόγους ιστορικούς που δεν είναι της παρούσης – η πιο φιλελεύθερη εκδοχή Χριστιανισμού, στοιχείο το οποίο αποτυπώνεται στην καθημερινότητά της και στη σχέση των Ελλήνων με τη θρησκεία και την Εκκλησία τους. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος για τον οποίο ακόμη και άθρησκοι άνθρωποι ή μη μετέχοντες του εκκλησιαστικού «ποιμνίου» συχνά υπερασπίζονται την ελλαδική Εκκλησία από κατηγορίες που της αποδίδουν σκοταδισμό.
Έρχονται όμως κάποιες στιγμές που οι άνθρωποι αυτοί εκτίθενται και έρχονται σε αμηχανία. Μια από αυτές ήταν όταν, μετά τη συνεδρίαση της Ιεράς Συνόδου, έγινε γνωστή η εισήγηση του μητροπολίτη Μεσογαίας και Λαυρεωτικής Νικόλαου. Η εν λόγω εισήγηση εμφάνιζε την ομοφυλοφιλία, εκτός από «αμαρτία», σαν μια «ασθένεια», μια «ψυχιατρική διαταραχή» χρήζουσα όχι μόνο «μετάνοιας», αλλά και «ψυχιατρικής θεραπείας». Μια όχι καινοφανής, αλλά σίγουρα ανεπίτρεπτη απόπειρα ψυχιατρικοποίησης ερωτικών προτιμήσεων, η οποία παραπέμπει σε ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Ακόμη χειρότερη, ωστόσο, ήταν η προβολή ως προτύπου χωρών όπως η Ρωσία, η Ουγγαρία και οι μουσουλμανικές χώρες της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, οι οποίες «ανθίστανται με σαφείς και σκληρές απαγορεύσεις των νέων πρακτικών» (σ.σ.: αναφέρεται στον γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου, την τεκνοθεσία, τη «διόρθωση ή επαναπροσδιορισμό» του φύλου ή την ελεύθερη επιλογή σεξουαλικού προσανατολισμού «ακόμη και από την ηλικία των 15 ετών και άνω»).
Προφανώς η Εκκλησία έχει κάθε δικαίωμα στη διαφωνία. Ωστόσο – μια και η εισήγηση προφανώς δεν εκφράζει μόνο τον ιεράρχη που την ανέγνωσε – η επίκληση ανελεύθερων καθεστώτων, όπως οι ισλαμικές χώρες, δεν είναι επιχείρημα αποδεκτό. Ιδιαίτερα όταν ήδη στην Ευρώπη ισλαμιστές – ακόμη και σε άγουρες ηλικίες – επιχειρούν να επιβάλουν την εφαρμογή της σαρία σε γερμανικά σχολεία και την επιβολή του λιθοβολισμού ως τιμωρίας για τους «παραβάτες» συμμαθητές τους.
Αν η Εκκλησία δεν θέλει να ακούει αφορισμούς περί ταύτισης με ισλαμιστές, πρέπει και η ίδια να μην τους τροφοδοτεί…