Η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία και η Επανάσταση του 1821

Ιστορική διαμόρφωση, προνόμια και εξουσίες

Μία από τις πρώ­τες πρά­ξεις της οθω­μα­νι­κής εξου­σί­ας μετά την κα­τά­κτη­ση της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης υπήρ­ξε η «απο­κα­τά­στα­ση» της ιε­ραρ­χί­ας της Ορ­θό­δο­ξης Εκ­κλη­σί­ας (η οποία βρι­σκό­ταν «ακέ­φα­λη» από το 1450), με τη σύ­γκλη­ση Συ­νό­δου και την ανά­δει­ξη νέου Πα­τριάρ­χη.

Η οθω­μα­νι­κή εξου­σία διεύ­ρυ­νε και ενί­σχυ­σε τα προ­νό­μια και τις αρ­μο­διό­τη­τες της Εκ­κλη­σί­ας, κα­θι­στώ­ντας την τμήμα του οθω­μα­νι­κού κρα­τι­κού μη­χα­νι­σμού. Πράγ­μα­τι, μέσα από ένα σύν­θε­το πλέγ­μα θρη­σκευ­τι­κών, νο­μο­θε­τι­κών, εκ­παι­δευ­τι­κών, φο­ρο­λο­γι­κών κι άλλων εξου­σιών, η Εκ­κλη­σία κα­τέ­στη ο επι­κε­φα­λής – και κατά προ­έ­κτα­ση ο ρυθ­μι­στής κάθε πτυ­χής της ζωής – της δια­μορ­φω­θεί­σας κατά το οθω­μα­νι­κό πλαί­σιο «χρι­στια­νι­κής κοι­νό­τη­τας» των Ρω­μαί­ων (millet-i Rum). Ο Πα­τριάρ­χης ήταν υπό­λο­γος μόνο στον ίδιο τον Σουλ­τά­νο.

Οι κλη­ρι­κοί δια­πλέ­κο­νταν με την κο­σμι­κή εξου­σία έως και το επί­πε­δο της το­πι­κής / πε­ρι­φε­ρεια­κής διοί­κη­σης (δια­πλο­κή που, βε­βαί­ως, οφει­λό­ταν και στο γε­γο­νός ότι πολ­λοί ανώ­τε­ροι κλη­ρι­κοί προ­έρ­χο­νταν από την τάξη των με­γα­λο­γαιο­κτη­μό­νων – κο­τζα­μπά­ση­δων).

Από ένα ση­μείο και έπει­τα ση­μα­ντι­κή ήταν επί­σης η δια­σύν­δε­ση της Εκ­κλη­σί­ας με με­ρί­δα της ανερ­χό­με­νης αστι­κής τάξης – και ιδιαί­τε­ρα εκεί­νους που πήραν την προ­σω­νυ­μία «Φα­να­ριώ­τες». Η Εκ­κλη­σία λει­τούρ­γη­σε ως ισχυ­ρός προ­στά­της του ελ­λη­νι­κού κε­φα­λαί­ου, ως προ­νο­μια­κός δια­με­σο­λα­βη­τής του με το οθω­μα­νι­κό κρά­τος και ως πο­λύ­μορ­φο στή­ριγ­μα ένα­ντι των αντα­γω­νι­στών του.

Από νωρίς η Εκ­κλη­σία συν­δέ­θη­κε με έναν από τους ση­μα­ντι­κό­τε­ρους μη­χα­νι­σμούς του οθω­μα­νι­κού φε­ου­δαρ­χι­κού κρά­τους: Τον φο­ρο­λο­γι­κό. Ακο­λού­θως, ανέ­λα­βε να απο­δί­δει στην Πύλη έναν ετή­σιο φόρο υπο­τέ­λειας, τον οποίο επι­μέ­ρι­ζε και συ­νέ­λε­γε από τους πι­στούς ανά την αυ­το­κρα­το­ρία. Πλέον αυτού, ο κλή­ρος ει­σέ­πρατ­τε από το λαό μια σειρά από τα­κτι­κές και έκτα­κτες ει­σφο­ρές, που αθροι­στι­κά έφτα­ναν ακόμα και το 1/3 των ει­σο­δη­μά­των του χρι­στια­νού ραγιά.

Η Εκ­κλη­σία απο­μυ­ζού­σε τους φτω­χούς αγρο­τι­κούς χρι­στια­νι­κούς πλη­θυ­σμούς και εκ­με­ταλ­λευό­με­νη την ερ­γα­σία τους στις με­γά­λες εκτά­σεις γης υπό την κα­το­χή της (μόνο η γαιο­κτη­σία των μο­να­στη­ριών εκτι­μά­το στο 25% – 30% των χρι­στια­νι­κών γαιών). Ο Πρώ­σος δι­πλω­μά­της και πε­ρι­η­γη­τής Jacob S. Bartholdy πε­ριέ­γρα­φε χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά τον κλήρο ως «πραγ­μα­τι­κάς βδέλ­λας εκ­μυ­ζώ­σας το αίμα του λαού», κα­τα­λή­γο­ντας συ­μπε­ρα­σμα­τι­κά πως «όπου οι Τούρ­κοι πα­ρέ­χου­σι τοις κλη­ρι­κοίς μεί­ζο­να εξου­σί­αν, εκεί οι υπή­κο­οι πιέ­ζο­νται και κα­τα­δυ­να­στεύ­ο­νται κατά λόγον δι­πλά­σιον»1. «Εκα­τόν χι­λιά­δες (…) μαυ­ρο­φο­ρε­μέ­νοι», κα­ταγ­γελ­λό­ταν αντί­στοι­χα στην «Ελ­λη­νι­κή Νο­μαρ­χία», «τρέ­φο­νται από τους ιδρώ­τας των τα­λαί­πω­ρων και πτω­χών Ελ­λή­νων. Τόσαι εκα­το­ντά­δες μο­να­στή­ρια (…) τόσαι πλη­γαί εις την πα­τρί­δα (…) τρώ­γω­σι τους καρ­πούς της και φυ­λάτ­του­σι τους λύ­κους»2.

Οι αγρο­τι­κοί πλη­θυ­σμοί «που κα­τα­λη­στεύ­ο­νταν» υπέ­με­ναν κατά κα­νό­να την εκ­με­τάλ­λευ­σή τους με πα­θη­τι­κό­τη­τα, καρ­τε­ρι­κό­τη­τα και φόβο (όπως άλ­λω­στε τους νου­θε­τού­σε συ­στη­μα­τι­κά και δια­χρο­νι­κά η Εκ­κλη­σία). Ενί­ο­τε, ωστό­σο, σή­κω­ναν κε­φά­λι, «δια­μαρ­τύ­ρο­νταν κι ακο­λου­θού­σαν “προ­στρι­βαί και στά­σεις”. Και οι δε­σπο­τά­δες για να τους πει­θα­να­γκά­σουν και να ει­σπρά­ξουν τα χρή­μα­τα (…) εζή­τα­γαν την ενί­σχυ­ση των πα­σά­δων (…)»3.

Σε αντί­θε­ση, η πλειο­ψη­φία του κα­τώ­τε­ρου κλή­ρου «ήσαν και αυτοί πτω­χοί βιο­πα­λαι­σταί», «σάρκα απ’ τη σάρκα των άλλων χω­ρι­κών». Αφου­γκρά­ζο­νταν τα προ­βλή­μα­τα και τις αγω­νί­ες τους, αφού «υπέ­φε­ρον από την ίδιαν κα­τα­πί­ε­σιν και εκ­με­τάλ­λευ­σιν» και «δι’ αυτό κατά το 1821 πολ­λοί κλη­ρι­κοί των χω­ριών ευ­ρέ­θη­σαν παρά το πλευ­ρόν του εξε­γερ­θέ­ντος λαού, αδια­φο­ρού­ντες διά την αντί­θε­τον στά­σιν του επι­σκό­που ή μη­τρο­πο­λί­του των»4.

Εξαι­ρέ­σεις βε­βαί­ως υπήρ­ξαν και στις τά­ξεις του με­σαί­ου ή και του ανώ­τε­ρου κλή­ρου ακόμα. Οπως οι λό­γιοι ιε­ρείς, που, επη­ρε­α­ζό­με­νοι από τον Δια­φω­τι­σμό, ανέ­πτυ­ξαν προ­ο­δευ­τι­κή για την εποχή τους σκέψη ή όσοι συ­μπα­ρα­σύρ­θη­καν από τα επα­να­στα­τι­κά σχέ­δια της ανερ­χό­με­νης αστι­κής τάξης. Ωστό­σο, αυτοί δεν υπήρ­ξαν παρά εξαι­ρέ­σεις στον κα­νό­να, μη δυ­νά­με­νοι να αλ­λά­ξουν τον χα­ρα­κτή­ρα της Εκ­κλη­σί­ας ως τμή­μα­τος του οθω­μα­νι­κού φε­ου­δαρ­χι­κού κρά­τους.

Υπέρμαχος της «κραταιάς του σουλτάνου βασιλείας»

Η Εκ­κλη­σία υπήρ­ξε ανα­πό­σπα­στο τμήμα, αλλά και πυ­λώ­νας, του οθω­μα­νι­κού φε­ου­δαρ­χι­κού κα­θε­στώ­τος. Η ισχύς και το εύρος της επιρ­ρο­ής της σχε­δόν ταυ­τί­ζο­νταν με την ισχύ και την έκτα­ση της αυ­το­κρα­το­ρί­ας, γι’ αυτό υπήρ­ξε και ένας από τους πλέον ενερ­γούς υπέρ­μα­χούς της, ένα­ντι τόσο των εξω­τε­ρι­κών όσο και των εσω­τε­ρι­κών εχθρών της. Οι διευ­ρυ­μέ­νες εξου­σί­ες, η οι­κο­νο­μι­κή της δύ­να­μη, η ιδε­ο­λο­γι­κή της ηγε­μο­νία, καθώς και το εκτε­νές δί­κτυο των εκ­προ­σώ­πων της: Ολα συ­νη­γο­ρού­σαν στη με κάθε τρόπο (κα­τή­χη­ση, πα­ραι­νέ­σεις, απει­λές, κ.λπ.) δια­σφά­λι­ση της ευ­τα­ξί­ας και υπο­τα­γής με­τα­ξύ των πο­λυά­ριθ­μων υπο­τε­λών χρι­στια­νι­κών πλη­θυ­σμών.
Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κή ήταν η επι­χεί­ρη­ση προ­λη­πτι­κής νου­θέ­τη­σης των ρα­γιά­δων με το ξέ­σπα­σμα του ρω­σο­τουρ­κι­κού πο­λέ­μου το 1807, όπου «ο Οι­κου­με­νι­κός Πα­τριάρ­χης μετά της ιεράς και αγίας Συ­νό­δου» πρό­στα­ζαν τους νη­σιώ­τες να αχρη­στεύ­σουν τα πλοία τους και «να δια­φυ­λά­ξω­μεν πί­στιν και σα­δα­κά­τι, υπο­τα­γήν και ευ­πεί­θειαν εις μόνον τον κρα­ταιό­τα­τον ημών άνα­κτα», δη­λα­δή τον σουλ­τά­νο5.
Ανά­λο­γες νου­θε­τή­σεις είχαν γίνει επα­νει­λημ­μέ­να στο πα­ρελ­θόν τόσο για τις έξω­θεν απει­λές κατά της αυ­το­κρα­το­ρί­ας, όσο και για τις έσω­θεν. Οπως π.χ. το 1806 – 1807 ενα­ντί­ον των εξε­γερ­θέ­ντων κλε­φταρ­μα­το­λών Θ. Βλα­χά­βα, Γ. Σταθά, Νι­κο­τσά­ρα, κ.ά., το 1789 ενα­ντί­ον του Λά­μπρου Κα­τσώ­νη, πρω­τύ­τε­ρα για τα «Ορ­λο­φι­κά», κ.ο.κ.

Προς υπε­ρά­σπι­ση του οθω­μα­νι­κού κα­θε­στώ­τος η Εκ­κλη­σία επι­στρά­τευ­σε ακόμη και το πλέον ισχυ­ρό όπλο της, τον αφο­ρι­σμό: Ενα­ντί­ον όσων με­τεί­χαν στα «Ορ­λο­φι­κά» (1770 – 1774), των λαϊ­κών μαζών της Κέρ­κυ­ρας που ξε­ση­κώ­θη­καν κατά των ευ­γε­νών (1796), των Σου­λιω­τών (1801), των κλε­φτών του Μοριά (1805), των εξε­γερ­θέ­ντων κλε­φταρ­μα­το­λών (1806 – 1807), κ.ο.κ.
Με­τα­ξύ των αρ­μο­διο­τή­των του Πα­τριαρ­χεί­ου, τέλος, ήταν η στρα­το­λό­γη­ση χρι­στια­νών για την επάν­δρω­ση του οθω­μα­νι­κού στό­λου (όταν προ­έ­κυ­πτε ανά­γκη), καθώς και η συ­γκέ­ντρω­ση πόρων υπέρ της οθω­μα­νι­κής πο­λε­μι­κής μη­χα­νής (με έκτα­κτες φο­ρο­λο­γί­ες των πι­στών).

Η ιδεολογία της υποταγής και η αμφισβήτησή της

Συχνά, στη σχε­τι­κή βι­βλιο­γρα­φία η Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σία πα­ρου­σιά­ζε­ται ως ο συν­δε­τι­κός – ενο­ποι­η­τι­κός κρί­κος του χρι­στια­νι­κού γέ­νους των Ρω­μιών και ως ο βα­σι­κός πα­ρά­γο­ντας δια­τή­ρη­σης της «εθνι­κής συ­νεί­δη­σης» κατά την πε­ρί­ο­δο της οθω­μα­νι­κής κα­τά­κτη­σης.

Η Εκ­κλη­σία δια­φύ­λα­ξε τη γρα­πτή συ­νέ­χεια της ελ­λη­νι­κής γλώσ­σας και (ως η θε­σμι­κή έκ­φρα­ση της ορ­θό­δο­ξης πί­στης, που υπήρ­ξε πράγ­μα­τι το βα­σι­κό στοι­χείο ανα­φο­ράς στη συ­νεί­δη­ση / αυ­το­προσ­διο­ρι­σμό των χρι­στια­νι­κών πλη­θυ­σμών της αυ­το­κρα­το­ρί­ας), έπαι­ξε όντως κε­ντρι­κό συν­δε­τι­κό – ενο­ποι­η­τι­κό ρόλο. Οχι όμως σε «εθνι­κές» γραμ­μές (η θρη­σκευ­τι­κή συ­νεί­δη­ση δεν ταυ­τι­ζό­ταν με την εθνι­κή, η οποία δεν είχε δια­μορ­φω­θεί ακόμη). Ούτε βε­βαί­ως στην κα­τεύ­θυν­ση της ανα­τρο­πής του υφι­στά­με­νου κα­θε­στώ­τος, αλλά της υπο­τα­γής σε αυτό.

Στην πλέον ευ­ρέ­ως δια­δε­δο­μέ­νη εκ­κλη­σια­στι­κή εκ­δο­χή της Ιστο­ρί­ας (το «Βι­βλί­ον Ιστο­ρι­κόν», που τυ­πώ­θη­κε του­λά­χι­στον 24 φορές από το 1631 έως το 1818) οι «ανα­φο­ρές στην αρ­χαία Ελ­λά­δα και στον πο­λι­τι­σμό της» έλει­παν εντε­λώς, ενώ «οι Οθω­μα­νοί σουλ­τά­νοι (…) προ­βάλ­λο­νταν ως οι φυ­σι­κοί διά­δο­χοι των χρι­στια­νών αυ­το­κρα­τό­ρων»6.Για την Εκ­κλη­σία, η αρ­χαία Ελ­λά­δα και οι Ελ­λη­νες πα­ρέ­πε­μπαν στην ει­δω­λο­λα­τρία: «Αν και είμαι Ελ­λη­νας στη γλώσ­σα, δεν θα έλεγα ποτέ ότι είμαι Ελ­λη­νας», τό­νι­ζε κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κά ο Πα­τριάρ­χης Γεν­νά­διος Β’, «γιατί δεν σκέ­πτο­μαι όπως κά­πο­τε σκέ­πτο­νταν οι Ελ­λη­νες. Αντί­θε­τα, θέλω να με απο­κα­λούν σύμ­φω­να με την πίστη μου. Κι αν με ρω­τού­σε κα­νείς τι είμαι, θα του έλεγα πως είμαι χρι­στια­νός». Το Πα­τριαρ­χείο θα αντι­δρά­σει ακόμη και στην από­δο­ση «πα­λαιών (αρ­χαί­ων) ελ­λη­νι­κών ονο­μά­των εις τα βα­πτι­ζό­με­να βρέφη των πι­στών», η οποία ση­μα­το­δο­τού­σε τη στα­δια­κή δια­μόρ­φω­ση εθνι­κής συ­νεί­δη­σης από τμή­μα­τα της αστι­κής τάξης, χα­ρα­κτη­ρί­ζο­ντάς την σε σχε­τι­κή του εγκύ­κλιο (1818) ως «διό­λου απρο­σφυή και ανάρ­μο­στο»7.
Η κυ­ριαρ­χού­σα άποψη επο­μέ­νως πως η Εκ­κλη­σία υπήρ­ξε ο «θε­μα­το­φύ­λα­κας» της εθνι­κής συ­νεί­δη­σης την πε­ρί­ο­δο της οθω­μα­νι­κής κυ­ριαρ­χί­ας, δεν θα μπο­ρού­σε να βρί­σκε­ται πιο μα­κριά από την ιστο­ρι­κή αλή­θεια.
Κατά την Εκ­κλη­σία, η υπο­τα­γή ήταν η «θε­ό­πνευ­στη» φυ­σι­κή κα­τά­στα­ση του αν­θρώ­που. «Οι άν­θρω­ποι», κή­ρυτ­τε ο Αθα­νά­σιος ο Πά­ριος, «ούτε γεν­νώ­νται ούτε είναι εις τον κόσμο ελεύ­θε­ροι»8. «Πας ο αν­θι­στά­με­νος τοιαύ­τη εξου­σία (σ.σ. του σουλ­τά­νου)», νου­θε­τού­σε ο Πα­τριάρ­χης Ιε­ρο­σο­λύ­μων Αν­θι­μος, «ενα­ντιού­ται φα­νε­ρά τη προ­στα­γή τη θεία»!9

Οι υπό­δου­λοι όφει­λαν να υπο­μέ­νουν καρ­τε­ρι­κά τη δου­λεία τους, διότι ήταν «θέ­λη­μα Θεού», «θεϊκή τι­μω­ρία» για τις «αμαρ­τί­ες» τους. «Το χρόνο 1453», έγρα­φε στα μέσα του 18ου αιώνα ο ιε­ρω­μέ­νος λό­γιος Θ. Πο­λυ­ει­δής, «κά­θη­σε στον αυ­το­κρα­το­ρι­κό θρόνο της Κων­στα­ντι­νού­πο­λης ο τολ­μη­ρός εκεί­νος ήρωας ο Μω­ά­μεθ ο Β’ (…) για να τι­μω­ρη­θούν (…) τα έθνη για τα αμαρ­τή­μα­τά τους, ή μάλ­λον για κάτι πε­ρισ­σό­τε­ρο: Για να προ­θυ­μο­ποι­η­θούν όλοι οι άν­θρω­ποι να πο­ρεύ­ο­νται με το φόβο του Θεού, για να μην απο­στρέ­ψει ο Θεός το έλεός του από αυ­τούς»10.

Ακο­λού­θως, δεν απο­τε­λεί έκ­πλη­ξη η αντί­δρα­ση του Πα­τριάρ­χη Γρη­γο­ρί­ου Ε’, όταν έμαθε ότι εμ­φα­νί­στη­κε στη Σμύρ­νη η «Νέα Πο­λι­τι­κή Διοί­κη­ση» του Ρήγα, δί­νο­ντας εντο­λή στον μη­τρο­πο­λί­τη της πε­ριο­χής να κα­τά­σχει κάθε αντί­τυ­πο ώστε «να μην πα­ρε­μπέ­ση τοιού­τον σύ­νταγ­μα εις ανά­γνω­σιν τω χρι­στια­νι­κώ εμπι­στευ­θέ­ντα σοι λαώ» εφό­σον «πλή­ρες υπάρ­χει σα­θρό­τη­τος εκ των θο­λε­ρών αυτού εν­νοιών, τοις δόγ­μα­σι της ορ­θο­δό­ξου ημών πί­στε­ως ενα­ντιού­με­νον»11.

Κατά το δεύ­τε­ρο μισό του 18ου αιώνα, ωστό­σο, οι εξου­σί­ες, η ιδε­ο­λο­γι­κή ηγε­μο­νία και η γε­νι­κό­τε­ρη θέση της Εκ­κλη­σί­ας ως πυ­λώ­να του οθω­μα­νι­κού φε­ου­δαρ­χι­κού κρά­τους άρ­χι­σαν να υπο­νο­μεύ­ο­νται ποι­κι­λο­τρό­πως:

α) Από τη γε­νι­κό­τε­ρη τάση απο­δυ­νά­μω­σης του οθω­μα­νι­κού φε­ου­δαρ­χι­κού κρά­τους, και
β) Από την ιδε­ο­λο­γι­κή επί­θε­ση της ανερ­χό­με­νης αστι­κής τάξης (Δια­φω­τι­σμός) αλλά και την επα­να­στα­τι­κή της δράση, που, με ορό­ση­μο τη Γαλ­λι­κή αστι­κή Επα­νά­στα­ση του 1789, απει­λού­σε να ανα­τρέ­ψει συ­θέ­με­λα τον πα­λαιό κόσμο της φε­ου­δαρ­χί­ας (του οποί­ου η Ορ­θό­δο­ξη Εκ­κλη­σία – με την τότε μορφή της – απο­τε­λού­σε ανα­πό­σπα­στο ορ­γα­νι­κό μέρος).

Ως εν­δει­κτι­κά της αμ­φι­σβή­τη­σης – πο­λε­μι­κής που ανα­πτύ­χθη­κε στους κόλ­πους της αστι­κής τάξης ένα­ντι της Ορ­θό­δο­ξης Εκ­κλη­σί­ας θα μπο­ρού­σαν να ανα­φερ­θούν η «Ελ­λη­νι­κή Νο­μαρ­χία» (όπου οι ιε­ρείς κα­ταγ­γέλ­λο­νταν ως βα­σι­κοί «συ­νερ­γοί της τυ­ραν­νί­ας» και προ­α­γω­γοί της «αμά­θειας» και της «δει­σι­δαι­μο­νί­ας») και ο Αδ. Κο­ρα­ής (που έκανε λόγο για «βάρ­βα­ρους κα­λο­γε­ρί­σκους, χει­ρό­τε­ρους και απ’ αυ­τούς τους εξω­τε­ρι­κούς τυ­ράν­νους»). Η Εκ­κλη­σία, κατά τον Κοραή, «ηθέ­λη­σεν (…) να κοι­μή­ση την δι­καί­αν των Γραι­κών αγα­νά­κτη­σιν, και να τους εμπο­δί­ση από το να μι­μη­θώ­σι τα ση­με­ρι­νά υπέρ της ελευ­θε­ρί­ας κι­νή­μα­τα πολ­λών εθνών της Ευ­ρώ­πης»12.

Με τις θρη­σκευ­τι­κές εκ­δό­σεις να υπο­χω­ρούν στα­θε­ρά υπέρ των κο­σμι­κών, τα «ανα­τρε­πτι­κά» βι­βλία (ελ­λη­νι­κά και ξένα) να κα­τα­κλύ­ζουν το ποί­μνιό της, τα σχο­λεία να πολ­λα­πλα­σιά­ζο­νται και τις ιδέες του Δια­φω­τι­σμού να ει­σχω­ρούν ακόμη και στις γραμ­μές της, η λυσ­σα­λέα αντί­δρα­ση της Εκ­κλη­σί­ας δεν απο­τε­λεί έκ­πλη­ξη. Η αντί­δρα­ση αυτή πε­ριε­λάμ­βα­νε, με­τα­ξύ άλλων:

α) Την έκ­δο­ση πο­λε­μι­κών κει­μέ­νων κατά του Δια­φω­τι­σμού,
β) Τη δη­μό­σια καύση «των μια­ρών εκεί­νων συγ­γραμ­μά­των» και «σα­τα­νι­κών ταυ­τών βι­βλί­ων» όπως «του αθε­ω­τά­του Βολ­ταίρ»13,
γ) Το κλεί­σι­μο σχο­λεί­ων, όπου η δι­δα­σκα­λία κρι­νό­ταν ως υπερ­βο­λι­κά προ­ο­δευ­τι­κή (όπως στις Κυ­δω­νιές, στη Σμύρ­νη, στη Χίο κ.α.),
δ) Την επι­βο­λή λο­γο­κρι­σί­ας (όπως π.χ. στο έργο του Στέ­φα­νου Δού­γκα «Φυ­σι­κή», ο οποί­ος ανα­γκά­στη­κε να απο­κη­ρύ­ξει το έργο του ως αι­ρε­τι­κό και να «υπο­γρά­ψει ομο­λο­γία πί­στε­ως στην Ορ­θο­δο­ξία»),
ε) Τη δίωξη προ­ο­δευ­τι­κών λό­γιων ιε­ρέ­ων (όπως π.χ. του Βε­νια­μίν Λέ­σβιου, που το 1803 κα­τα­δι­κά­στη­κε από τη Σύ­νο­δο, ενώ το 1812 ανα­γκά­στη­κε σε πα­ραί­τη­ση και από το σχο­λείο όπου δί­δα­σκε), κ.ο.κ.

Σφο­δρό­τα­τη ήταν η πο­λε­μι­κή απέ­να­ντι στη Γαλ­λι­κή αστι­κή Επα­νά­στα­ση, που απει­λού­σε ευ­θέ­ως όχι μόνο τα θε­ω­ρη­τι­κά θε­μέ­λια και την ισχύ της Εκ­κλη­σί­ας, αλλά συ­νο­λι­κό­τε­ρα το οθω­μα­νι­κό φε­ου­δαρ­χι­κό σύ­στη­μα και κρά­τος. «Προ­σέ­χε­τε χρι­στια­νοί», δια­κή­ρυτ­τε ο Πα­τριάρ­χης Ιε­ρο­σο­λύ­μων Αν­θι­μος, «φυ­λά­ξε­τε στε­ρε­άν την πα­τρο­πα­ρά­δο­τον πί­στιν και ως οπα­δοί του Ιησού Χρι­στού απα­ρα­σά­λευ­τον την υπο­τα­γήν εις την πο­λι­τι­κήν διοί­κη­σιν ήτις χα­ρί­ζει όσα ανα­γκαία μόνον εις την πα­ρού­σαν ζωήν (…) Αι περί ελευ­θε­ρί­ας και­ναί δι­δα­σκα­λί­αι ως απα­δού­σαι εις την θείαν γρα­φήν και την απο­στο­λι­κήν δι­δα­σκα­λί­αν είνε άρα αξιο­μί­ση­τοι»!14

Η στάση της Ορθόδοξης Εκκλησίας απέναντι στην Επανάσταση του 1821

Εχο­ντας υπόψη τα πα­ρα­πά­νω, η στάση της Εκ­κλη­σί­ας ένα­ντι της Επα­νά­στα­σης του 1821 ήταν η ανα­με­νό­με­νη. Οπως ανα­φέ­ρει ο Π. Πι­πι­νέ­λης, «εις την κρί­σι­μον ταύ­την στιγ­μήν της εθνι­κής απο­φα­σι­στι­κό­τη­τος ο κλή­ρος ετά­χθη κατά το πλεί­στον αυτού υπέρ της δια­τη­ρή­σε­ως της κρα­τού­σης τά­ξε­ως πραγ­μά­των, και κατ’ ανα­γκαί­αν των πραγ­μά­των συ­νο­χήν υπέρ της τουρ­κι­κής αυ­το­κρα­το­ρί­ας»15.

Το γε­γο­νός αυτό εκ­φρά­στη­κε με τον πλέον κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κό τρόπο στο ανώ­τα­το επί­πε­δο της εκ­κλη­σια­στι­κής ιε­ραρ­χί­ας με τον αφο­ρι­σμό της Επα­νά­στα­σης από τον ίδιο τον Πα­τριάρ­χη Γρη­γό­ριο Ε’. Στην πρώτη πα­τριαρ­χι­κή εγκύ­κλιο (που συ­νυ­πο­γρα­φό­ταν από 22 ακόμη ιε­ράρ­χες), η Επα­νά­στα­ση κα­τα­δι­κα­ζό­ταν ως «αχα­ρι­στία (…) συ­νω­δευ­μέ­νη και με πνεύ­μα κα­κο­ποιόν και απο­στα­τι­κόν ενα­ντί­ον της κοι­νής ημών ευ­ερ­γέ­τι­δος και τρο­φού, κρα­ταιάς και αητ­τή­του βα­σι­λεί­ας» που «εμ­φαί­νει και τρό­πον αντί­θε­ον». Οι ηγέ­τες της χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νταν «συ­μπρά­κτο­ρες φι­λε­λεύ­θε­ροι» που «επε­χεί­ρη­σαν εις έργον μια­ρόν, θε­ο­στε­γές και ασύ­νε­τον, θέ­λο­ντες να δια­τα­ρά­ξω­σι την άνε­σιν και ησυ­χί­αν των ομο­γε­νών μας πι­στών ρα­γιά­δων της κρα­ταιάς βα­σι­λεί­ας». Ακο­λού­θως, σύσ­σω­μος ο ορ­γα­νι­σμός της Εκ­κλη­σί­ας κα­λού­νταν όπως ενερ­γή­σει επι­με­λώς για «την διά­λυ­σιν των σκευω­ριών», «την επι­στρο­φήν των πλα­νη­θέ­ντων», καθώς και «την άμε­σον και έμ­με­σον κα­τα­δρο­μήν και εκ­δί­κη­σιν των επι­με­νό­ντων εις τα απο­στα­τι­κά φρο­νή­μα­τα». Σε επό­με­νη εγκύ­κλιό του ο Πα­τριάρ­χης θα αφο­ρί­σει όλους τους με­τέ­χο­ντες στην Επα­νά­στα­ση: «Κα­τη­ρα­μέ­νοι και ασυγ­χώ­ρη­τοι και άλυ­τοι μετά θά­να­τον, και τω αιω­νίω υπό­δι­κοι ανα­θέ­μα­τι (…) Σχι­σθεί­σα η γη κα­τα­πί­οι αυ­τούς (…) πα­τά­ξαι Κύ­ριος αυ­τούς τω ψύχει, τω πυ­ρε­τώ, τη ανε­μο­φθο­ρία και τη ώχρα (…) επι­πε­σεί­τω­σαν επί τας κε­φα­λάς αυτών κε­ραυ­νοί της θείας αγα­να­κτή­σε­ως, εί­η­σαν τα κτή­μα­τα αυτών εις πα­ντε­λή αφα­νι­σμόν και εις εξο­λό­θρευ­σιν, γε­νη­θή­τω­σαν τα τέκνα αυτών ορ­φα­νά και οι γυ­ναί­κες αυτών χήραι, εν γενεά μια εξα­λει­φθείη το όνομα αυτών μετ’ ήχου, και ου μη μένη αυ­τοίς λίθος επί λίθου (…)»16.

Οι αφο­ρι­σμοί, πα­ρό­τι είχαν αντί­κτυ­πο σε ένα με­γά­λο κομ­μά­τι των πι­στών, δεν κα­τά­φε­ραν να πνί­ξουν την Επα­νά­στα­ση εν τη γε­νέ­σει της. Ο απαγ­χο­νι­σμός του Γρη­γο­ρί­ου Ε’ υπήρ­ξε συ­νέ­πεια της απο­τυ­χί­ας του, ως «αξιω­μα­τού­χου» της Πύλης επι­φορ­τι­σμέ­νου με την «αξιο­πι­στία» (ευ­τα­ξία) του υπό την ηγε­σία του «χρι­στια­νι­κού λαού», να αντα­πο­κρι­θεί στα κα­θή­κο­ντά του.

Η αντε­πα­να­στα­τι­κή δράση της Εκ­κλη­σί­ας συ­νέ­βα­λε στην υπο­νό­μευ­ση – και κα­τα­στο­λή – πολ­λών εστιών του αγώνα (στη Θεσ­σα­λία, στη Μα­κε­δο­νία, στην Κρήτη κ.α.). Το 1828, πο­λυ­με­λής αντι­προ­σω­πεία της «Με­γά­λης Εκ­κλη­σί­ας» επέ­δω­σε στον κυ­βερ­νή­τη Ι. Κα­πο­δί­στρια «συ­νο­δι­κήν επι­στο­λήν νου­θε­τού­σαν, απει­λού­σαν και προ­τρέ­που­σαν εις υπο­τα­γήν»17.

Η επα­να­στα­τι­κή εξου­σία, από τη μεριά της, φρό­ντι­σε να φέρει υπό τον έλεγ­χό της την Εκ­κλη­σία στις εξε­γερ­θεί­σες πε­ριο­χές. Η Εθνο­συ­νέ­λευ­ση του Αστρους (1823) απο­φά­σι­σε να μη γί­νο­νται δε­κτοί ιε­ρείς ή εγκύ­κλιοι του Πα­τριαρ­χεί­ου «εφ’ όσον επι­κρα­τεί ο Ελ­λη­νι­κός αγών»18.

Η Εκ­κλη­σία ήταν εκ θέ­σε­ως και εκ πε­ποι­θή­σε­ως ενά­ντια στην Επα­νά­στα­ση, τόσο γιατί αντέ­βαι­νε στο ρόλο της στο πλαί­σιο του οθω­μα­νι­κού φε­ου­δαρ­χι­κού κρά­τους, όσο και γιατί υπο­νό­μευε ταυ­τό­χρο­να την ισχύ της ίδιας. Η συ­γκρό­τη­ση ανε­ξάρ­τη­του αστι­κού έθνους – κρά­τους, άλ­λω­στε, θα σή­μαι­νε με­τα­ξύ άλλων την κα­τάρ­γη­ση των κο­σμι­κών εξου­σιών και αρ­μο­διο­τή­των της, την απώ­λεια της έως τότε θε­σμι­κής ιδιό­τη­τας του Πα­τριαρ­χεί­ου ως «επι­κε­φα­λής του γέ­νους», κ.ο.κ. Οπως και έγινε.

Εχο­ντας υπόψη τα πα­ρα­πά­νω, δεν απο­τε­λεί έκ­πλη­ξη το γε­γο­νός ότι, κατά το πρώτο στά­διο της προ­ε­τοι­μα­σί­ας της Επα­νά­στα­σης, οι Φι­λι­κοί «απέ­κλειον της κα­τη­χή­σε­ως (…) τους αρ­χιε­ρείς, επί τω ιδα­νι­κώ φόβω ότι (…) ως έχου­σαι υλι­κάς τινας ωφε­λεί­ας υπό των Τούρ­κων, δεν ήθε­λον προ­τι­μή­σει την διά θυ­σιών και μαρ­τυ­ριών προ­σκτω­μέ­νην πά­ντο­τε ελευ­θε­ρί­αν»19.Ωστό­σο, η γραμ­μή αυτή θα άλ­λα­ζε καθώς η Φι­λι­κή Εται­ρεία συ­νει­δη­το­ποιού­σε την ανά­γκη διεύ­ρυν­σης της κοι­νω­νι­κής της βάσης για την επι­τυ­χή έκ­βα­ση των σκο­πών της, εκτι­μώ­ντας πως η έντα­ξη σε αυτή ενός ικα­νού τμή­μα­τος της έως τότε πο­λι­τι­κο­θρη­σκευ­τι­κής ηγε­σί­ας θα κι­νη­το­ποιού­σε λαϊ­κές δυ­νά­μεις, που ακόμη – εν πολ­λοίς – προ­σέ­βλε­παν στην τε­λευ­ταία.

Από τα 692 μέλη της Φι­λι­κής Εται­ρεί­ας, που πα­ρα­θέ­τει ονο­μα­στι­κά ο Ι. Φι­λή­μων, οι 32 ήταν ιε­ρείς δια­φό­ρων βαθ­μών (4,62%), εκ των οποί­ων οι 15 υπήρ­ξαν κα­τώ­τε­ροι κλη­ρι­κοί (πα­πά­δες, διά­κο­νοι, μο­να­χοί, κ.λπ.) και οι 17 ανώ­τε­ροι (επί­σκο­ποι, ηγού­με­νοι, μη­τρο­πο­λί­τες, αρ­χιε­πί­σκο­ποι, κ.λπ.).
Εν­δει­κτι­κά – για τον πρω­τα­γω­νι­στι­κό τους ρόλο στην Επα­νά­στα­ση – θα μπο­ρού­σα­με να ανα­φέ­ρου­με τον αρ­χι­μαν­δρί­τη Γρη­γό­ριο Δι­καίο Πα­πα­φλέσ­σα (μέλος της «Υπέρ­τα­της Αρχής» της Φι­λι­κής Εται­ρεί­ας και από τους πιο δρα­στή­ριους «απο­στό­λους» της – έπεσε στη μάχη το 1825), τον Δια­φω­τι­στή λόγιο Αν­θι­μο Γαζή (επί­σης μέλος της «Υπέρ­τα­της Αρχής» της Φι­λι­κής Εται­ρεί­ας και ορ­γα­νω­τής της Επα­νά­στα­σης στη Θεσ­σα­λο­μα­γνη­σία), τον μη­τρο­πο­λί­τη και οπαδό του Δια­φω­τι­σμού Κύ­ριλ­λο Β’ Αγρα­φιώ­τη (που αρ­νή­θη­κε να κοι­νο­ποι­ή­σει τον αφο­ρι­σμό του Πα­τριάρ­χη και τά­χθη­κε με τους «καρ­μα­νιό­λους» της Σάμου, με­τέ­χο­ντας ο ίδιος στις μάχες), κ.ά.

Πολύ ευ­ρύ­τε­ρη υπήρ­ξε η απή­χη­ση της Επα­νά­στα­σης στον κα­τώ­τε­ρο κλήρο, που, όπως ει­πώ­θη­κε ήδη, προ­σέγ­γι­ζε κοι­νω­νι­κο­τα­ξι­κά τις αγρο­τι­κές λαϊ­κές μάζες, τα προ­βλή­μα­τα, τις αγω­νί­ες και τις προσ­δο­κί­ες τους, με­τέ­χο­ντας δρα­στή­ρια στον αγώνα, συχνά με το όπλο στο χέρι.

Η αστι­κή επα­να­στα­τι­κή εξου­σία γρή­γο­ρα με­τέ­τρε­ψε την Εκ­κλη­σία σε όρ­γα­νό της, παίρ­νο­ντας τον έλεγ­χό της στις απε­λευ­θε­ρω­θεί­σες πε­ριο­χές και ανα­προ­σαρ­μό­ζο­ντάς την ως θεσμό στις ανά­γκες και λει­τουρ­γί­ες του υπό δια­μόρ­φω­ση αστι­κού κρά­τους. Το 1833 η Εκ­κλη­σία της Ελ­λά­δος ανα­κη­ρύ­χθη­κε ανε­ξάρ­τη­τος και αυ­το­κέ­φα­λη.

Το Πα­τριαρ­χείο ανα­γνώ­ρι­σε το αυ­το­κέ­φα­λο της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος μόλις το 1850, δη­λα­δή κοντά δύο δε­κα­ε­τί­ες μετά την ίδρυ­ση του ελ­λη­νι­κού αστι­κού κρά­τους.

Πα­ρα­πο­μπές:

Διο­νύ­σιος Θε­ρεια­νός, «Αδα­μά­ντιος Κο­ρα­ής», τόμ. 1ος, εκδ. Τύ­ποις του Αυ­στρο­ουγ­γρι­κού Λόυδ, Τερ­γέ­στη, 1889, σελ. 362.
Ανω­νύ­μου του Ελ­λη­νος, «Ελ­λη­νι­κή Νο­μαρ­χία», εκδ. «Απο­σπε­ρί­της», Αθήνα, 1982, σελ. 173 και Πα­να­γιώ­της Πι­πι­νέ­λης, «Πο­λι­τι­κή ιστο­ρία της Ελ­λη­νι­κής Επα­να­στά­σε­ως», εκδ. «Αγών», Αθήνα, 1928, σελ. 35.
Τάκης Στα­μα­τό­που­λος, «Ο εσω­τε­ρι­κός αγώ­νας πριν και κατά την επα­νά­στα­ση του 1821», εκδ. «Κάλ­βος», Αθήνα, 1978, σελ. 155 – 157.
Γιά­νης Κορ­δά­τος, «Η κοι­νω­νι­κή ση­μα­σία της ελ­λη­νι­κής επα­να­στά­σε­ως του 1821», εκδ. «Επι­και­ρό­τη­τα», Αθήνα, 1975, σελ. 104 – 105 και Γιώρ­γος Δι­ζι­κι­ρί­κης, «Ο νε­ο­ελ­λη­νι­κός δια­φω­τι­σμός και το ευ­ρω­παϊ­κό πνεύ­μα», 1750 – 1821, εκδ. «Φι­λιπ­πό­τη», Αθήνα, 1984, σελ. 14.
Νι­κό­λα­ος Ιγ­γλέ­ζης, «Τα αρ­μα­τω­λί­κια», εκδ. «Τυ­πο­γρα­φείο της Αθη­να­ΐ­δος», Αθήνα, 1884, σελ. 16 – 19.
Πα­σχά­λης Κι­τρο­μη­λί­δης, «Νε­ο­ελ­λη­νι­κός Δια­φω­τι­σμός», εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1999, σελ. 86 – 88.
Συλ­λο­γι­κό, «Ιστο­ρία των Ελ­λή­νων», τόμ. 10ος, εκδ. «Δομή», Αθήνα, σελ. 590 – 591 και Κων­στα­ντί­νος Δη­μα­ράς, «Ο Κο­ρα­ής και η εποχή του», εκδ. «Αετός», Αθήνα, 1953, σελ. 304.
Αθα­νά­σιος ο Πά­ριος, «Απο­λο­γία Χρι­στια­νι­κή», εκδ. Τυ­πο­γρα­φία του Νά­ϋ­μπερτ, Λει­ψία, 1805, σελ. 14.
Πα­τριάρ­χης Αν­θι­μος Ιε­ρο­σο­λύ­μων, «Δι­δα­σκα­λία Πα­τρι­κή», εκδ. Τυ­πο­γρα­φείο Ιω­άν­νου Πογώς, Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, 1798, σελ. 21 – 23.
Στο Πα­σχά­λης Κι­τρο­μη­λί­δης, «Νε­ο­ελ­λη­νι­κός Δια­φω­τι­σμός», εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1999, σελ. 173.
Γρη­γό­ριος Πα­πα­δό­που­λος – Γε­ώρ­γιος Αγ­γε­λό­που­λος, «Τα κατά τον αοί­δι­μον πρω­τα­θλη­τήν του ιερού των Ελ­λή­νων αγώ­νος τον Πα­τριάρ­χην Κων­στα­ντι­νου­πό­λε­ως Γρη­γό­ριον τον Ε’», εκδ. Εθνι­κό Τυ­πο­γρα­φείο, Αθήνα, 1865, σελ. 498 – 499.
Ανω­νύ­μου του Ελ­λη­νος, «Ελ­λη­νι­κή Νο­μαρ­χία», εκδ. «Απο­σπε­ρί­της», Αθήνα, 1982, σελ. 116, 150, Αδα­μά­ντιος Κο­ρα­ής, «Αλ­λη­λο­γρα­φία», τόμ. 1ος, εκδ. «Εστία», Αθήνα, 1964, σελ. 100 – 101 και Αδα­μά­ντιος Κο­ρα­ής, «Αδελ­φι­κή Δι­δα­σκα­λία», χ.ε., Ρώμη, 1798, σελ. 27.
Αθα­νά­σιος ο Πά­ριος, «Απο­λο­γία Χρι­στια­νι­κή», εκδ. Τυ­πο­γρα­φία του Νά­ϋ­μπερτ, Λει­ψία, 1805, σελ. 116.
Πα­τριάρ­χης Αν­θι­μος Ιε­ρο­σο­λύ­μων, «Δι­δα­σκα­λία Πα­τρι­κή», εκδ. Τυ­πο­γρα­φείο Ιω­άν­νου Πογώς, Κων­στα­ντι­νού­πο­λη, 1798, σελ. 15 – 16.
Πα­να­γιώ­της Πι­πι­νέ­λης, «Πο­λι­τι­κή ιστο­ρία της ελ­λη­νι­κής επα­να­στά­σε­ως», εκδ. «Αγών», Αθήνα, 1928, σελ. 45.
Σπυ­ρί­δων Τρι­κού­πης, «Ιστο­ρία της ελ­λη­νι­κής επα­να­στά­σε­ως», τόμ. Α’, εκδ. «Ωρα», Αθήνα, 1888, σελ. 254 – 264.
Σπυ­ρί­δων Τρι­κού­πης, «Ιστο­ρία της ελ­λη­νι­κής επα­να­στά­σε­ως», τόμ. Δ’, εκδ. «Ωρα», Αθήνα, 1888, σελ. 212 – 213.
Χρυ­σό­στο­μος Πα­πα­δό­που­λος, «Ιστο­ρία της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος», τόμ. 1ος, εκδ. Τυ­πο­γρα­φεί­ον Πε­τρά­κου, Αθήνα, 1920, σελ. 25 – 26.
Ανα­στά­σιος Γού­δας, «Βίοι πα­ράλ­λη­λοι των επί της ανα­γεν­νή­σε­ως της Ελ­λά­δος δια­πρε­ψά­ντων αν­δρών», τόμ. Α’, εκδ. Τυ­πο­γρα­φεί­ον Μ. Π. Πε­ρί­δου, 1869, Αθήνα, σελ. 104.

Του Ανα­στά­ση ΓΚΙΚΑ
μέ­λους του Τμή­μα­τος Ιστο­ρί­ας της ΚΕ του ΚΚΕ

της Ελλάδος 200 Χρόνια 1821ΣΣ |> Τότε όπως και σή­με­ρα η εκ­κλη­σία “φρο­ντί­ζει” -από τη σκο­πιά της, την κοι­νω­νι­κο­πο­λι­τι­κή μόρ­φω­ση του “ποι­μνί­ου” της…
▪️ Η Εκ­κλη­σία της Ελ­λά­δος «δια της Ιεράς Συ­νό­δου, των Ιερών Μη­τρο­πό­λε­ων και των ορ­γα­νι­σμών της συμ­με­τέ­χει στους εορ­τα­σμούς για την συ­μπλή­ρω­ση 200 ετών από την Επα­νά­στα­ση του 1821 με επι­στη­μο­νι­κά συ­νέ­δρια, εκ­δό­σεις, μα­θη­τι­κούς δια­γω­νι­σμούς, ρα­διο­φω­νι­κές εκ­πο­μπές και άλλες επε­τεια­κές εκ­δη­λώ­σεις που θα πραγ­μα­το­ποι­η­θούν ανά την επι­κρά­τεια».

▪️ 1821-2021 >200 χρό­νια Εθνε­γερ­σί­ας: Από τον κε­ντρι­κό ιστο­χώ­ρο του Ecclesia μπο­ρεί­τε να ενη­με­ρω­θεί­τε για τις δρα­στη­ριό­τη­τες:

της Ει­δι­κής Συ­νο­δι­κής Επι­τρο­πής Πο­λι­τι­στι­κής Ταυ­τό­τη­τας
Σποτ Επι­τρο­πής
της Απο­στο­λι­κής Δια­κο­νί­ας της Εκ­κλη­σί­ας της Ελ­λά­δος
της Επι­κοι­νω­νια­κής και Μορ­φω­τι­κής Υπη­ρε­σί­ας (ΕΜΥΕΕ).

πηγή: atexnos.gr

 

Print Friendly, PDF & Email