Η Νέα Δημοκρατία ως «Κέντρο»
γράφει στο peripteron.eu o Χάρης Καστανίδης, Βουλευτής ΚΙΝΑΛ Α’ Θεσσαλονίκης
Ο πρωθυπουργός και οι απολογητές της κυβερνητικής πολιτικής επιχειρούν συστηματικά, καιρό τώρα, να φιλοτεχνήσουν για τη Νέα Δημοκρατία την εικόνα ενός «άλλου» κόμματος, συγκριτικά με τη γνωστή παλαιά Δεξιά, ενός κόμματος πιο μετριοπαθούς, με πιο τονισμένα τα κοινωνικά και φιλελεύθερα στοιχεία, που δεν διστάζει να υιοθετήσει σύγχρονη μεταρρυθμιστική ατζέντα. Ενός κόμματος, δηλαδή, που φαντάζει περισσότερο ως κεντρώα πολιτική δύναμη, παρά ως ακραία συντηρητική, παλαιοκομματική και αυταρχική παράταξη.
Μάλιστα, πρόσφατα, στους Δελφούς ο κ. Μητσοτάκης διατύπωσε τη γνώμη ότι στην Ελλάδα της υπερδεκαετούς δημοσιονομικής κρίσης μόνον η Κεντροδεξιά διασώθηκε από τον πολιτικό σεισμό που προκάλεσε η κρίση, διότι η Νέα Δημοκρατία υπήρξε το μόνο κόμμα που αποδείχθηκε λιγότερο ιδεολογική, περισσότερο πρακτική και συνθετική! Πρόσθεσε, δε, με αυτοπεποίθηση, ότι ως Κεντροδεξιός μπορεί εξίσου καλά με έναν σοσιαλδημοκράτη να περιορίσει τις υπερβολές της αγοράς.
Βρίσκω ενδιαφέρουσα την τοποθέτηση αυτή του πρωθυπουργού, όχι γιατί θεωρώ τα λόγια του τολμηρά για έναν συντηρητικό πολιτικό και δεδομένη την αλήθεια τους, αλλά γιατί, για να τα εκφωνήσεις, χρειάζεται θράσος και κυνισμός. Το θράσος αυτού που διαστρέφει και ο κυνισμός που το προσωπικό και κομματικό συμφέρον επιβάλλει.
Η Νέα Δημοκρατία διασώθηκε από τις πολιτικές ανατροπές της δημοσιονομικής κρίσης, όχι γιατί υπήρξε πρακτική, συνθετική και ελάχιστα ιδεολογική, αλλά γιατί πρώτη ανέβηκε στο άρμα του ανεύθυνου λαϊκισμού, της ασυγκράτητης δημαγωγίας των Ζαππείων, πρώτη υιοθέτησε τη ρητορική του μίσους και τους αντιμνημονιακούς παφλασμούς, που αργότερα περιέπεσαν σε κατάσταση μνημονιακής γαλήνης και νηνεμίας. Δεν χρεοκόπησε πολιτικά η Νέα Δημοκρατία, γιατί πρόλαβε να χρεοκοπήσει οικονομικά τη χώρα και, όπως κάνουν πάντα οι τυχοδιώκτες, δεν αρνήθηκε μόνο την ευθύνη της, αλλά και την υποχρέωσή της να συμβάλλει στην εθνική συνεννόηση για να αντιμετωπισθεί η καταστροφή που επέφερε στα χρόνια της διακυβέρνησής της 2004-2009 (Έκθεση Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου του Μαρτίου 2014).
Ας δούμε, τώρα, την «κεντρώα» σημερινή πλευρά του κ. Μητσοτάκη και του κόμματός του. Από την ισχυρή διείσδυση στο χώρο του Κέντρου, κινδυνεύει με «αφανισμό» το πελατειακό DNA της ορθόδοξης ελληνικής δεξιάς. Δύο χρόνια σχεδόν διακυβέρνησης, το μόνο «θεάρεστο» καθήκον των κυβερνώντων είναι ο ασφυκτικός κομματικός έλεγχος του κράτους, οι πελατειακές σχέσεις, η έξαρση της κομματικής αριστείας και αξιοκρατίας, οι σχέσεις διαπλοκής με ομίλους ενημέρωσης και επικοινωνίας.
Εκεί που κατηγορούσαν τους προηγούμενους, αύξησαν, όσο ποτέ στο παρελθόν, τον στρατό των μετακλητών, από τον οποίο μάλιστα δεν δίστασαν να επιλέξουν και να ορίσουν προϊσταμένους σε οργανικές θέσεις της δημοσιοϋπαλληλικής ιεραρχίας. Αν δεν μας κάνουν τα θεσπισμένα προσόντα για την κατάληψη μιας θέσης, τα αλλάζουμε για να μπορέσουμε να διορίσουμε τους εκλεκτούς μας σε ηγετικές θέσεις της διοίκησης. Αν δεν μας αρέσουν Ανεξάρτητες Αρχές και ενοχλούν με την παρουσία τους, αλλάζουμε τον τρόπο εκλογής της ηγεσίας τους (π.χ. ΑΣΕΠ ή Ανεξάρτητη Αρχή για το ξέπλυμα του βρώμικου χρήματος) και τοποθετούμε συμπαθείς, «φιλελεύθερους» «ευθυτενείς» δεξιούς για να «κάνουν τη δουλειά». Ακόμη και στη νεοσυσταθείσα Εθνική Αρχή Διαφάνειας, δεν ξεχνούμε τη νομοθετική πρόνοια ο πρώτος διοικητής της να επιλέγεται με προσωπική απόφαση του πρωθυπουργού. Κι αν μας είναι στενός κορσές οι κανόνες διαφάνειας, εγκαθιδρύουμε σε όλη την έκταση του δημόσιου τομέα καθεστώς απ’ ευθείας αναθέσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών, με αφορμή την πανδημία, καθεστώς που υποχρέωσε την δύστυχη Αρχή Δημοσίων Συμβάσεων να κάνει προσβλητικές παρατηρήσεις για στοιχειωδώς έντιμους ανθρώπους σε τρεις γνωμοδοτήσεις της. Αλλά, όπως είναι γνωστό, η δεξιά ακεραιότητα παρελαύνει πάντα υπερήφανη.
Ο κατάλογος είναι πολύ μεγάλος, αλλά το συμπέρασμα σαφές και με τα λίγα παραδείγματα. Σε ένα είδος άτεχνης θεατρικής παράστασης, η Δεξιά υποδύεται το Κέντρο, γνωρίζοντας ότι στην πραγματική ζωή φορά την ίδια, γνωστή από το παρελθόν, προβιά.