Η λαϊκιστική ριζοσπαστική Δεξιά ως η νέα ταξική ψήφος;
Η θεωρία της ταξικής ψήφου έχει κλονιστεί από τον νεοφιλελευθερισμό. Ως εκ τούτου, η σχεδόν φυσική συσχέτιση μεταξύ της κοινωνικής δομής και της ψήφου τίθεται σε αμφισβήτιση. Συχνά θεωρείται ότι η ψήφος στα κόμματα της λαϊκιστικής ριζοσπαστικής Δεξιάς καθοδηγείται από συναισθήματα (π.χ. θυμό). Αλλά αυτό φαίνεται να μην αρκεί για να κατανοήσουμε τους παράγοντες που διαμορφώνουν τη συγκεκριμένη εκλογική συμπεριφορά.
Η εξέλιξη του καπιταλισμού από τις αρχές της δεκαετίας του 1980 μέχρι σήμερα, έκανε τις κοινωνικές ταυτότητες που πριν δομούνταν γύρω από τις συλλογικότητες του χώρου εργασίας, να κλονιστούν λόγω της αύξησης των επισφαλών μορφών απασχόλησης, της αλλαγής των τρόπων παραγωγής και της ανόδου των ποσοστών ανεργίας. Ειδικά η εργατική τάξη που στο παρελθόν αποτελούσε τη ραχοκοκκαλιά των σοσιαλιστικών και των αριστερών κομμάτων, γνώρισε μείζονες ανακατατάξεις: το κλείσιμο εργοστασίων λόγω της αποβιομηχάνισης των χωρών της Δύσης οδήγησε στη διάλυση των εργασιακών συλλογικοτήτων εντός των οποίων δομούνταν η πολιτική ταυτότητα. Τα κόμματα της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής Δεξιάς στη Δυτική Ευρώπη επωφελήθηκαν από την αναδιαμόρφωση αυτών των ταυτοτήτων από τις νεοφιλελεύθερες οικονομίες και την εξασθένιση των παραδοσιακών κοινωνικο-επαγγελματικών ταυτοτήτων. Η κοινωνική τους βάση μετατοπίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες από τους, κατά κύριο λόγο αυτοαπασχολούμενους, σε μια άλλη κατηγορία ψηφοφόρων, με βαθιές ρίζες στην εργατική τάξη (Oesch, 2008).
Αυτή η πολιτική αλλαγή θέτει σε αμφισβήτηση τη σχεδόν φυσιολογική συσχέτιση της κοινωνικής δομής με την ψήφο. Εκτός από την υλιστική ερμηνεία της ψήφου, έχουν προστεθεί και μετα-υλιστικοί, όπως αποκαλούνται, ερμηνευτικοί παράγοντες. Ως εκ τούτου, η παραχώρηση ψήφου σε κόμματα της λαΙκιστικής ριζοσπαστικής Δεξιάς αποδίδεται αποκλειστικά σε συναισθήματα όπως αγανάκτηση και θυμός και σε ξενοφοβικές απόψεις. Τα παραπάνω χαρακτηριστικά, όμως, δείχνουν να είναι ανεπαρκή για τη μελέτη των εκλογικών συμπεριφορών. Η υλιστική προσέγγιση των πολιτικών πρακτικών παραμένει επίκαιρη, στο βαθμό που διευρύνεται. Η νεοφιλελεύθερη διαμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων, των τρόπων παραγωγής και ανταλλαγής παράγει διαφορετικές συνθήκες ύπαρξης, οι οποίες με τη σειρά τους επηρεάζουν την εκλογική συμπεριφορά. Η έκθεση στην παγκοσμιοποίηση, ο τύπος της εργασιακής σύμβασης, η φύση της επαγγελματικής δραστηριότητας, το εισόδημα κ.ά. αποτελούν στοιχεία που καθορίζουν τη θέση του ατόμου στις σχέσεις παραγωγής, από τα οποία επιθυμούμε να ερμηνεύσουμε τη διάθεση της ψήφου του σε ένα λαϊκιστικό ριζοσπαστικό δεξιό κόμμα. Η στάση απέναντι στη μετανάστευση φαίνεται να είναι κατάλληλος δείκτης της πιθανότητας στήριξης της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής Δεξιάς, γιατί η ξενοφοβία και ο εθνοκεντρισμός είναι οι κύριοι ιδεολογικοί παράγοντες που οδηγούν στην ψήφιση των συγκεκριμένων κομμάτων (Mudde, 2007).
Οι συνέπειες της παγκοσμιοποίησης αλλάζουν τον εθνικό πολιτικό χώρο και επιτρέπουν την ανάδυση νέων διαιρέσεων ανάμεσα στους «νικητές» και τους «χαμένους της παγκοσμιοποίησης», με τους δεύτερους να προσλαμβάνουν την υποβάθμιση της κοινωνικής τους θέσης ως απόρροια της παγκοσμιοποίησης και να μετακινούν την ψήφο τους σε ριζοσπαστικά λαϊκιστικά κόμματα (Kriesi κ.ά., 2006). Ωστόσο, το ότι ανήκουν στην ετερογενή ομάδα των χαμένων της παγκοσμιοποίησης, δεν αρκεί από μόνο του για να εξηγήσει τις ξενοφοβικές/εθνοκεντρικές τους θέσεις ή την ψήφο τους σε ένα ριζοσπαστικό λαϊκιστικό κόμμα. Γιατί υπάρχουν και άλλα κοινωνικά χαρακτηριστικά που παράγουν αντίσταση στην ξενοφοβική συμπεριφορά και προτρέπουν στην κατανόηση της σύνθετης αλληλεπίδρασης των ταυτοτήτων που συγκροτούν ένα πολιτικό υποκείμενο.
Μέσα από τη σύγχρονη ερευνητική βιβλιογραφία, θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε αυτές τις αποχρώσεις, προκειμένου να αναγνωρίσουμε την επίδραση της παγκοσμιοποίησης στην πολιτική συμπεριφορά και στις στάσεις απέναντι στη μετανάστευση: πώς οι απειλές της παγκοσμιοποίησης, όπως η τεχνολογική καινοτομία και ο εντεινόμενος ανταγωνισμός ανάμεσα στους εργαζόμενους, επηρεάζουν τις στάσεις τους απέναντι στη μετανάστευση. Στη συνέχεια, θα προσπαθήσουμε να καταλάβουμε ποιοί τύποι εργασιακής και οικονομικής ευαλωτότητας οδηγούν σε ξενοφοβικές απόψεις ή στη στήριξη ενός δεξιού ριζοσπαστικού λαϊκιστικού κόμματος. Θα εξετάσουμε, αναγκαστικά, τις συνθήκες απασχόλησης και διαβίωσης στο τοπικό επίπεδο, για να κατασκευάσουμε μια τυπολογία της πολιτικής συμπεριφοράς. Αυτή είναι μια ευκαιρία να σχετικοποιήσουμε το πεδίο εφαρμογής των εθνικών αναλύσεων που δεν λαμβάνουν υπόψη τους το αν οι ψηφοφόροι έρχονται σε επαφή με μετανάστες ή όχι.
Η εργασιακή ευαλωτότητα στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης
Η εξάπλωση της παγκοσμιοποίησης έχει οδηγήσει στην εμφάνιση βιομηχανικών ζωνών στην περιφέρεια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος που είναι σε θέση να ανταγωνίζονται τις βιομηχανίες της Δυτικής Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής. Επιπλέον, οι τεχνολογικές καινοτομίες των εταιριών κατέστησαν εφικτή την αυτοματοποίηση πολλών τμημάτων της παραγωγής, με στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας. Η εργασιακή κατάσταση κάποιων εργαζομένων τίθεται σε κίνδυνο από την εξέλιξη του καπιταλιστικού συστήματος, μέσω της μετεγκατάστασης των μέσων παραγωγής και της αυτοματοποίησης των πόστων τους. Αυτή η απειλή, που είναι και υλική αλλά στρέφεται και κατά της εργασιακής τους κατάστασης, ασκεί σημαντική επίδραση στον τρόπο που τα άτομα προσλαμβάνουν το κοινωνικό τους περιβάλλον και στην πολιτική τους τοποθέτηση. Οι Ortega και Polavieja (2012) δείχνουν ότι το να επιθυμεί κανείς λιγότερους μετανάστες στη χώρα του σχετίζεται πολύ στενά με την άσκηση χειρωνακτικών επαγγελμάτων, ανεξαρτήτως του επιπέδου μόρφωσης. Η κατοχή ενός πτυχίου, όταν όλα τα άλλα δεδομένα είναι ίδια, ασκεί μικρή επίδραση στη γνώμη που εκφέρεται για τους μετανάστες. Η ξενοφοβία απορρέει από το αίσθημα ευαλωτότητας στο πλαίσιο μιας ανταγωνιστικής αγοράς εργασίας. Αντιθέτως, στα πόστα εργασίας με έντονο το στοιχείο της επικοινωνίας έχουμε άτομα που είναι πιο ανεκτικά στην άφιξη περισσότερων μεταναστών στην εθνική επικράτεια. To ανθρώπινο κεφάλαιο μιας θέσης εργασίας, δηλαδή, ο χρόνος εκπαίδευσης που απαιτείται για την πλήρωση μιας θέσης εργασίας, επίσης παίζει θετικό ρόλο στον καθορισμό της αποδοχής των μεταναστών.
Αναφορικά με τους χειρώνακτες εργαζόμενους, η αυτοματοποίηση επηρεάζει πολύ την πολιτική τους συμπεριφορά. Η «αγωνία της αυτοματοποίησης» υπήρξε σημαντικός παράγοντας της ψήφου που δόθηκε στον Ντόναλντ Τραμπ το 2016 (Frey κ.ά., 2017). Παρόλα αυτά, η αυτοματοποίηση παίζει καθοριστικό ρόλο στην ψήφιση της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής Δεξιάς σε συνάρτηση με το εισοδηματικό επίπεδο. Άλλη μελέτη καταλήγει ότι η απειλή της αυτοματοποίησης οδηγεί στην εκλογική ακινητοποίηση ή, οριακά, στη στήριξη της ριζοσπαστικής Αριστεράς, τους ανθρώπους που βιώνουν τη μεγαλύτερη επισφάλεια (Im κ.ά., 2019). Η ψήφος στη ριζοσπαστική λαϊκιστική Δεξιά σχετίζεται με την απειλή της αυτοματοποίησης για όσους καταφέρνουν να τα βγάζουν πέρα με τις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν. Το εκλογικό σώμα της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής Δεξιάς τροφοδοτείται από ανθρώπους που φοβούνται ότι θα χάσουν την κοινωνική τους θέση. Έχει επίσης αποδειχθεί ότι οι δουλειές ρουτίνας έχουν αρνητική επίδραση στη γνώμη που σχηματίζεται αναφορικά με τα οφέλη της μετανάστευσης στην εγχώρια οικονομία (Kaihovaara & Im, 2020). Στη μελέτη τους, οι δυο ερευνητές υποστηρίζουν ότι μεταξύ των θέσεων εργασίας που δεν αντιμετωπίζουν ρουτίνα, οι εργαζόμενοι σε θέσεις «εξαγώγιμες στο εξωτερικό», παρουσιάζουν την τάση να είναι λιγότερο ξενοφοβικοί από εκείνους που έχουν θέσεις που δεν είναι εξαγώγιμες. Υπάρχουν δύο πιθανές εξηγήσεις γι’ αυτό το φαινομενικά παράδοξο αποτέλεσμα. Αφενός, η ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών, υπηρεσιών, κεφαλαίου και ανθρώπων (δηλαδή η μετανάστευση) είναι πολύ πιο αποδεκτή από εργαζόμενους με μη επαναλαμβανόμενη εξαγώγιμη απασχόληση η οποία σχετίζεται με την παγκοσμιοποίηση. Αφετέρου, ο ανταγωνισμός των μη εξαγώγιμων θέσεων εργασίας ασκείται μέσα στο πλαίσιο της εθνικής οικονομίας και η παρουσία των μεταναστών συνιστά ένα σοβαρό ανταγωνιστή στην αγορά εργασίας.
Η επισφάλεια ως κινητήρια δύναμη της ξενοφοβίας;
Πέρα από τις μεταβλητές της ευαλωτότητας στην αγορά εργασίας που σχετίζονται άμεσα με τις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης, η οικονομική και επαγγελματική ανασφάλεια συμβάλλουν στη δημιουργία φόβου απώλειας της κοινωνικής θέσης. Ποια τμήματα της επισφαλούς ομάδας εργαζομένων αναπτύσσουν ξενοφοβικές στάσεις; Η κοινωνικο-επαγγελματική κατηγορία των αυτοαπασχολούμενων, που υιοθετεί συντηρητικές οικονομικές και κοινωνικές αξίες -οι οποίες παραδοσιακά συνδέονταν με τον μικροαστισμό- διαπερνάται, παρόλα αυτά, από διάφορα στοιχεία, από τη στιγμή της εμφάνισης της νέας ατομικής επιχειρηματικότητας. Ο Jansen επισημαίνει ότι η επισφάλεια και η καταναγκαστική ατομική επιχειρηματικότητα αποτελούν καθοριστικούς παράγοντες για τη στήριξη του ολλανδικού ριζοσπαστικού λαϊκιστικού δεξιού κόμματος, αλλά και την εκλογική αποχή (Jansen, 2017). Το ίδιο φαινόμενο παρατηρείται και στους ανθρώπους με μεγάλη κοινωνική ανασφάλεια. Τα ποσοστά του Εθνικού Μετώπου (FN: από το 2018 και μετά: Εθνικός Συναγερμός) αυξάνουν σταθερά όσο μετακινούμαστε από τις κοινωνικές ομάδες που αισθάνονται κοινωνική ασφάλεια προς τις πιο επισφαλείς (Mayer, 2018). Αλλά αν λάβουμε υπόψιν μας την εκλογική αποχή, τα μεγαλύτερα ποσοστά του FN παρατηρούνται στη δεύτερη πιο επισφαλή κατηγορία, ενώ μειώνονται ελαφρά στην κατηγορία των ακραία επισφαλών. Ο Mayer επισημαίνει ότι στην ετερογενή ομάδα των επισφαλών ανθρώπων υπάρχει πολιτική πόλωση, και διακρίνει δύο μορφές επισφάλειας: την κοινωνική επισφάλεια που βιώνουν κυρίως οι ηλικιωμένοι, οι απομονωμένοι άνθρωποι χαμηλής εκπαίδευσης, η οποία οδηγεί στην εκλογική αποχή ή στην ψήφιση της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής Δεξιάς. Και τη «συνδεδεμένη επισφάλεια», που αντιπροσωπεύεται από ένα νεανικό, μορφωμένο πληθυσμό ο οποίος συνδέεται με διάφορα κοινωνικά δίκτυα αλλά βιώνει οικονομική και επαγγελματική ανασφάλεια. Η συνδεδεμένη επισφάλεια σχετίζεται με μεγαλύτερη εκλογική συμμετοχή και στήριξη των κομμάτων της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Η απόκλιση αυτών των πολιτικών συμπεριφορών μπορεί να ερμηνευτεί από τη σχέση με την επισφάλεια που βιώνουν τα υποκείμενα. Η αποκαλούμενη «συνδεδεμένη» επισφάλεια βιώνεται κυρίως ως προσωρινή.
Η κοινωνική ανασφάλεια έχει συχνά μελετηθεί στη βιβλιογραφία μέσα από το πρίσμα: «insider/outsider» που καθορίζεται από τη θέση του ατόμου στην αγορά εργασίας. Ωστόσο, τα κριτήρια κατάταξης στους «insiders» ή τους «outsiders» διαφέρουν από τον ένα συγγραφέα στον άλλο. Μια μελέτη δείχνει ότι οι διάφορες μεταβλητές για τους outsiders που έχουν κατά καιρούς χρησιμοποιηθεί, οδηγούν σε αντιθετικά αποτελέσματα αναφορικά με την εκλογική τους συμπεριφορά (Rovny & Rovny, 2017). Ένα κοινό εύρημα για τους outsiders, τα κριτήρια επιλογής των οποίων μπορεί να διαφέρουν από ερευνητή σε ερευνητή, είναι ότι συνήθως απέχουν από την εκλογική διαδικασία πάνω από τον μέσο όρο. Η έκθεση στον κίνδυνο της μη σταθερής απασχόλησης και το επίπεδο ανεργίας στο επαγγελματικό τους περιβάλλον, κάνουν τους outsiders να ψηφίζουν συνήθως -αν ψηφίζουν- κόμματα της ριζοσπαστικής Δεξιάς. Αντιθέτως, οι outsiders που έχουν πιο σταθερή απασχόληση (σταθερό συμβόλαιο, ημιαπασχόληση…) έχουν αυξημένες πιθανότητες να ψηφίσουν τη ριζοσπαστική Αριστερά.
Τα παραπάνω αποτελέσματα επιβεβαιώνουν ότι η ψήφος στη ριζοσπαστική Δεξιά είναι μια έκφραση της προσλαμβανόμενης απειλής απώλειας της κοινωνικής θέσης: η επισφάλεια μέσα στις κοινωνικές ομάδες, η κοινωνική ανασφάλεια και η ευαλωτότητα στην αγορά εργασίας είναι καθοριστικές μεταβλητές. Η ευαλωτότητα στην αγορά εργασίας οφείλεται στην κοινωνική ή επαγγελματική ανασφάλεια. Η κατηγοριοποίηση των κοινωνικών ομάδων που στηρίζεται μόνο στο δίπολο νικητές/χαμένοι της παγκοσμιοποίησης είναι περιορισμένων δυνατοτήτων. Η παγκοσμιοποίηση δεν αποτελεί τη μοναδική αιτία επιδείνωσης της ζωής των εργαζομένων στη Δυτική Ευρώπη. Η παγκοσμιοποίηση κυρίως συνόδευσε και ενίσχυσε τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις. Για να μπορέσουμε να καταλάβουμε όλη τη γκάμα των αρνητικών στάσεων απέναντι στη μετανάστευση, τόσο στις εργατικές τάξεις όσο και στις ανώτερες, είναι αναγκαίο να δώσουμε, στο πλαίσιο αυτής της συνολικής ανάλυσης, ιδιαίτερη προσοχή στα τοπικά πλαίσια.
Η σημασία του τοπικού κοινωνικοοικονομικού πλαισίου στον προσδιορισμό της στάσης απέναντι στη μετανάστευση
Οι πιο πάνω μελέτες περιορίζονται στην ανάλυση δεδομένων σε εθνικό επίπεδο και δεν λαμβάνουν υπόψη τους την τοπική οικονονομική πραγματικότητα και την άνιση κατανομή των μεταναστών στον χώρο. Το να έρχεται κανείς σε επαφή με μετανάστες μέσα από οικογενειακά δίκτυα ή δίκτυα φιλίας μειώνει αισθητά την αρνητική του γνώμη για τη μετανάστευση (Rodon & Franco-Guillén, 2014). Και οι επαγγελματικές επαφές με μετανάστες ή εκείνες που γίνονται στο πλαίσιο της γειτονιάς, αλλάζουν θετικά τη στάση απέναντι στη μετανάστευση όταν μια περιοχή πλήττεται από υψηλή ανεργία. Πράγματι, μια υπόθεση την οποία ανέπτυξε η παραπάνω μελέτη είναι ότι ο φόβος απώλειας της θέσης εργασίας συμβάλλει στη δημιουργία ισχυρότερης επαγγελματικής αλληλεγγύης μέσα στην εργασιακή συλλογικότητα, παραμερίζοντας τις φυλετικές ταυτότητες.
Οι συνθήκες διαβίωσης παίζουν σημαντικό ρόλο στη δημιουργία των ξενοφοβικών στάσεων. Ωστόσο, όταν όλα τα άλλα είναι ίδια, το τοπικό επίπεδο ευμάρειας και η πυκνότητα της μετανάστευσης δεν επηρεάζουν πολύ τις απόψεις κάποιου για τη μετανάστευση. Μόνο σε συνδυασμό με συγκεκριμένες κοσμοθεωρίες η αστική οικολογία επηρεάζει τη στάση απέναντι στη μετανάστευση (Perry & Sibley, 2013). Έτσι, η ξενοφοβική στάση εμφανίζεται σε γειτονιές με μεγάλη πυκνότητα μεταναστών, υπό την προϋπόθεση ότι τα υποκείμενα αντιλαμβάνονται το κοινωνικό τους περιβάλλον ως επικίνδυνο, πράγμα το οποίο μετριέται από την ανασφάλεια που νιώθουν στον δημόσιο χώρο. Σε αντίθεση με την κοινή λογική, σύμφωνα με την οποία οι ξενοφοβικές απόψεις είναι πιο ισχυρές στις πιο μειονεκτούσες γειτονιές, αυτή η μελέτη δείχνει ότι η φτώχεια δεν οδηγεί αναγκαστικά σε αρνητικές προσλήψεις της μετανάστευσης. Η πρόσληψη του κόσμου ως μια ανταγωνιστική αρένα, με χαμηλό επίπεδο εμπιστοσύνης στους άλλους, συμβάλλει αισθητά στη δημιουργία ξενοφοβικών αναπαραστάσεων ακόμη και στις πιο προνομιούχες γειτονιές. Το πιο πάνω συμπέρασμα εξηγείται από το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι επιθυμούν τον περιορισμό των εισερχομένων σε περιοχές υψηλού κοινωνικού γοήτρου για να εξασφαλίσουν την κυριαρχία της λευκής ευημερούσας ομάδας.
Η μελέτη της πολιτικής συμπεριφοράς σε τοπικό επίπεδο είναι απαραίτητη προκειμένου να καταλάβουμε τις καθημερινές εμπειρίες που ενσωματώνονται στις κοινωνικοοικονομικές δυναμικές ενός τόπου. Η σύνθεση των εργασιακών δεξιοτήτων τόσο των μεταναστών όσο και των γηγενών είναι σημαντική για την κατανόηση της ευαλωτότητας στην αγορά εργασίας (Bolet, 2020). Η έρευνα του Bolet έγινε με βάση κοινωνικοοοικονομικά στοιχεία (εισόδημα, αριθμός μεταναστών, ποσοστό εργαζομένων με επαγγελματικές δεξιότητες) και τα εκλογικά αποτελέσματα του Εθνικού Μετώπου στις προεδρικές εκλογές του 2012 και του 2017 σε όλους τους γαλλικούς δήμους. Οι δήμοι με υψηλό ποσοστό γηγενών με χαμηλές δεξιότητες ή με μετανάστες μετρίων και υψηλών δεξιοτήτων εμφανίζουν εκλογικά ποσοστά υψηλότερα από τον μέσο όρο του Εθνικού Μετώπου. Φαίνεται ότι τα ποσοστά του FN ανεβαίνουν στους δήμους στους οποίους η αγορά εργασίας λειτουργεί ανταγωνιστικά για τους μετανάστες και τους γηγενείς με παρόμοιες δεξιότητες. Η επίδραση του ανταγωνισμού της τοπικής αγοράς εργασίας στην εκλογική προτίμηση για τη ριζοσπαστική λαϊκιστική Δεξιά είναι εντονότερη στις υποβαθμισμένες περιοχές. Ωστόσο, η ανεργία των γηγενών δεν οδηγεί σε υψηλά εκλογικά αποτελέσματα για τα κόμματα της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής Δεξιάς. Αυτό οφείλεται στη μεγάλη αποχή των πιο επισφαλών πληθυσμών. Επιπλέον, η υψηλή ανεργία των μεταναστών συνδέεται στενά με χαμηλά ποσοστά για το Εθνικό Μέτωπο. Η μελέτη καταδεικνύει ότι η παρουσία μεταναστών δεν αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την εκλογική προτίμηση της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής Δεξιάς, γιατί τα ποσοστά του FN μειώνονται στις περιοχές που οι μετανάστες έχουν χαμηλότερη κοινωνική θέση ή λιγότερα επαγγελματικά προσόντα από τους γηγενείς. Άρα, το έδαφος γίνεται πρόσφορο για τα ξενοφοβικά κόμματα όταν ανατρέπεται η κοινωνική ιεραρχία που εμπεριέχεται στις διαφυλετικές σχέσεις και όταν υπάρχει ο φόβος απώλειας της κοινωνικής θέσης απέναντι στους ξένους ή σε αυτούς που γίνονται αντιληπτοί ως τέτοιοι.
Συμπέρασμα
Σε όλες τις μελέτες που παρουσιάστηκαν, ο φόβος απώλειας της κοινωνικής θέσης αποτελεί κοινό παράγοντα της ξενοφοβικής συμπεριφοράς. Η υπόθεση ότι οι χαμένοι της παγκοσμιοποίησης αποτελούν δεξαμενή ψηφοφόρων της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής Δεξιάς δεν είναι τελείως λανθασμένη, αρκεί να συμπληρώνεται από μια πιο λεπτή ανάλυση των συνθηκών διαβίωσης και των δυναμικών της τοπικής αγοράς εργασίας. Οι παράγοντες που οδηγούν στην αποχή ή στην ψήφιση της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής Δεξιάς είναι παρόμοιοι. Αφενός, οι ίδιοι οικονομικοί παράγοντες που οδηγούν στην ψήφιση της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής Δεξιάς, είναι εκείνοι που κάνουν τα άτομα να απέχουν από την εκλογική διαδικασία όταν φτάσουν σε οριακό σημείο: τότε η ψήφος τους γίνεται αποχή. Αφετέρου, το εκλογικό σώμα της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής Δεξιάς είναι πολύ ευμετάβλητο. Χαρακτηρίζεται κυρίως από τη σποραδική συμμετοχή του στην εκλογική διαδικασία, και όχι από τη σταθερή στήριξη ενός κόμματος. Από αυτά τα ευρήματα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι: πρώτον, η επισφάλεια ή η ανασφάλεια από μόνες τους δεν είναι καθοριστικές για την ανάπτυξη ξενοφοβικών θέσεων, γιατί η αρνητική στάση απέναντι στους μετανάστες εμφανίζεται όταν η κοινωνική θέση κάποιου απειλείται, σε συνάρτηση με το ποια θα έπρεπε να είναι. Ως εκ τούτου, η στάση απέναντι στους μετανάστες εξαρτάται από την αντίθεση ανάμεσα στο πώς το ίδιο το άτομο προσλαμβάνει τον εαυτό του και στην κοινωνική θέση που κατέχει στην πραγματικότητα. Αυτός ή αυτή που δεν θεωρεί ότι η κοινωνική του/της θέση κινδυνεύει, δεν θα αναπτύξει ξενοφοβική στάση και δεν θα στηρίξει κάποιο δεξιό ριζοσπαστικό λαϊκιστικό κόμμα σε σημαντικά μεγαλύτερο βαθμό από τον μέσο όρο. Επιπλέον, βλέπουμε ότι η ξενοφοβία δεν είναι στατική, αλλά δυναμική συμπεριφορά που εξαρτάται από την ατομική διαδρομή του καθενός/της καθεμιάς στον εργασιακό χώρο και τον τόπο διαμονής του/της. Γνωρίζοντας ότι η ξενοφοβία και ο εθνοκεντρισμός (δύο στενά συνδεδεμένοι παράγοντες) παίζουν καθοριστικό ρόλο στην ψήφιση της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής Δεξιάς, η επιτυχία αυτών των κομμάτων φαίνεται να είναι πρόσκαιρη σε συνθήκες σχετικής υποβάθμισης, δηλαδή, όταν το άτομο αισθάνεται ότι έχει χάσει μια ευνοϊκή κοινωνική θέση σε σύγκριση με άλλες κοινωνικές ομάδες όπως πλούσιους ή μετανάστες, στην περίπτωση της συγκεκριμένης εκλογικής ομάδας.
Επιρροή όμως ασκούν και άλλες ταυτότητες που συνδέονται λιγότερο με την επαγγελματική σφαίρα, όπως οι έμφυλες και οι φυλετικές, στο βαθμό που αυτά τα κοινωνικά χαρακτηριστικά δομούν τα πολιτικά πεδία. Οι ψηφοφόροι της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής Δεξιάς δεν εξαιρούνται από τον κανόνα, με ισχυρή την ανδρική παρουσία (Givens, 2004), παρότι το φύλο έχει χάσει σημαντικά τη δύναμή του να καθορίζει το εκλογικό αποτέλεσμα του Εθνικού Μετώπου την τελευταία δεκαετία (Mayer, 2015). Είναι η συνάρθρωση του φόβου απώλειας της κοινωνικής θέσης με συγκεκριμένες κοινωνικές ιδιότητες που οδηγεί αποφασιστικά στην ψήφιση της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής Δεξιάς. Αυτός ο φόβος φαίνεται να γεννιέται από την ενόχληση που νιώθουν όσοι πιστεύουν ότι οι φυσικές τους ιδιότητες (άρρενες, μη μετανάστες) θα έπρεπε να τους εξασφαλίζουν μια άνετη κοινωνική θέση την οποία δεν έχουν. Επομένως, το να είσαι γυναίκα και/ή μετανάστης/ρια ή απόγονος/η μεταναστών αναχαιτίζει αυτή την πολιτική συμπεριφορά. Ωστόσο, ακόμη και ο «τυπικός ψηφοφόρος» αυτών των κομμάτων, ο λευκός άνδρας της εργατικής τάξης που πλησιάζει στη συνταξιοδότηση και ζει εκτός του μητροπολιτικού κέντρου, δεν είναι σίγουρο ότι ψηφίζει τα κόμματα αυτά. Γιατί εντός της εργατικής τάξης, η αλληλεγγύη επιτρέπει την καλλιέργεια μιας αντίστασης στην ξενοφοβία και τον ανταγωνισμό της αγοράς εργασίας. Οι εθνοτικές διαιρέσεις μπορούν να παραμεριστούν προς όφελος της συμμετοχής στην ίδια ταξική ομάδα και/ή της τοπικής συνεργασίας. Ενώ τα κομμουνιστικά και τα σοσιαλιστικά κινήματα κατάφεραν να διαφοροποιήσουν την κοινωνική θέση από την κοινωνική τάξη οραματιζόμενα την ανατροπή της κοινωνικής ιεραρχίας μέσω της νίκης των φτωχών κοινωνικών ομάδων, τα κόμματα της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής Δεξιάς προσπαθούν να συσχετίσουν την κοινωνική θέση με τις φυσικές ιδιότητες και να νομιμοποιήσουν την κοινωνική ιεραρχία στη βάση της φυλής και του φύλου. Η αντίσταση στο αφήγημα της ριζοσπαστικής λαϊκιστικής Δεξιάς απαιτεί απαραιτήτως την άρθρωση ενός κοινού σχεδίου για όλες τις κοινωνικές ομάδες που υφίστανται εκμετάλλευση, το οποίο θα λαμβάνει υπόψη του τις ποικίλες σχέσεις κυριαρχίας που ενυπάρχουν σε αυτές.
πηγή: transform-network.net