Η απάλλειψη της συλλογικής μνήμης των λαών…

Η μνήμη αποτελεί το μοναδικό όπλο που διαθέτουν οι λαοί για να συνδέσουν το παρελθόν τους με το παρόν. Προσδοκώντας καλύτερο παρόν και μέλλον με βασικό συστατικό τον ατομικό και συλλογικό πόνο. Εδώ συγκεντρώνονται όλες οι παράμετροι που αφορούν τις παράπλευρες απώλειες, τις εθνικές καταστροφές, τη γλώσσα, τη μουσική, τα ήθη και έθιμα, τις συνήθειες και παραδόσεις, όλα αυτά που κάνουν τους λαούς να μην ξεχνούν.

Η εξαφάνιση της συλλογικής μνήμης ξεκινά από την αρχή της εκπαιδευτικής διαδικασίας και επεκτείνεται σε όλες τις βαθμίδες. Η προσπάθεια απάρνησης της ιστορικής μνήμης είναι έντονη. Οι αποκαλούμενες μεταρρυθμίσεις περιλαμβάνουν τρόπους απομάκρυνσης των νέων από το συλλογικό παρελθόν. Ένα τυπικό παράδειγμα παραχάραξης της ιστορικής μνήμης είναι τα σχολικά βιβλία Ιστορίας.

Πάντως οι λαοί έγραψαν τη δική τους ιστορία με άποψη, με δύναμη και ξεχωριστό πάθος. Φανταστείτε η Ιστορία να ήταν αντικειμενική. Η Ιστορία γράφεται πάντα από τους νικητές και δεν είναι ποτέ αντικειμενική. Αλλά και οι ηττημένοι γράφουν την δική τους ιστορία, όχι μόνο στα βιβλία, αλά από τις προφορικές αφηγήσεις, τα μνημεία και τα ολοκαυτώματα.

Δικαίωμα στη λήθη VS δικαίωμα στη μνήμη

Η πρώτη προφανής διαφορά ανάμεσα στο «δικαίωμα στη λήθη» και το «δικαίωμα στη μνήμη» είναι ότι το πρώτο είναι νοητό μόνο ατομικά, ενώ το δεύτερο μόνο συλλογικά. Στο «δικαίωμα στη μνήμη» οφείλονται και οι λεγόμενοι μνημονιακοί νόμοι, που με ειδικές ρυθμίσεις σε διάφορες χώρες επιβάλλουν μια εκδοχή της Ιστορίας ως εκείνη που αμφισβητεί ή εγείρει ποινικές κυρώσεις.

Ανήκω στους ανθρώπους που αντιτίθενται στην ποινικοποίηση των απόψεων για την ιστορία όπως και κάθε άλλο ζήτημα που εγείρει διαφορετικές απόψεις. Πιστεύω βαθιά ότι μόνο κοινωνικά και πολιτιστικά μπορεί να δημιουργηθεί ανάχωμα στην έκφραση του ρατισμού, του αντισημιτισμού και της ομοφοβίας.

Ιστορική μνήμη: Πόσο ανάγκη την έχει ο σημερινός Έλληνας;

Μνήμη είναι η διατήρηση στη συνείδησή μας διαφόρων πληροφοριακών στοιχείων, η εύκολη ανάκληση στη συνείδησή μας στοιχείων μαθήσεως. Η συγκράτηση αυτών των γνώσεων δεν σχετίζεται με τον εαυτό μας, αλλά με τον εξωτερικό κόσμο και το πολιτιστικό περιβάλλον. Η μνήμη δεν έχει σχέση με την ανάμνηση, η οποία αναφέρεται σε προσωπικά μας γεγονότα.

Η μνήμη ήταν και είναι για τον άνθρωπο ζήτημα ανάγκης. Είναι ανάγκη να θυμάται ο άνθρωπος ορισμένα πράγματα για να μπορεί να προχωρήσει στη ζωή του. Είναι ανάγκη φέρ’ ειπείν να γνωρίζει πώς να φτιάχνει την τροφή του και πώς να εκτελεί την εργασία του. Από την άποψη αυτή η μνήμη είναι «τελολογικά» προσανατολισμένη, δηλαδή θυμάμαι για να μπορώ να επιβιώσω.

Εκτός τούτου σήμερα η διεύρυνση της μνήμης έγινε μια πολιτιστική απαίτηση, ένα χρέος. Οφείλουμε να θυμόμαστε και να συγκρατούμε πολλές γνώσεις, πολλά πολιτιστικά δεδομένα για να γίνει δυνατή η συνέχιση του πολιτισμού και η μεταβίβασή του στις επόμενες γενεές. Πάνω σ’ αυτή την υποχρέωση του να θυμόμαστε στηρίζεται η εκπαίδευση στο μεγαλύτερο μέρος της.

Η μνήμη λοιπόν συνδέεται στενά μ’ αυτά που λέμε παράδοση, ιστορία, πολιτισμός.

Παράδοση είναι αυτό που κατά κάποιο τρόπο έχει κληροδοτηθεί από τις περασμένες γενιές στις επόμενες στα διάφορα πολιτιστικά επίπεδα. Η κάθε επόμενη γενεά στηριζόμενη σ’ αυτά που της κληροδοτεί η προηγούμενη επιταχύνει το πολιτιστικό της βήμα, την πρόοδό της.

Έχει υποστηριχθεί ότι ζούμε υπό την σκιάν των προγόνων μας, ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε, αν δεν τους συμβουλευτούμε. Παράλληλα όμως εκφράζεται και η άποψη ότι δεν μπορούν να καθορίζουν τη ζωή μας «οι νεκροί».

«Ολοκαύτωμα της μνήμης» και εκπαίδευση.

Τις δύο τελευταίες δεκαετίες έχει σημειωθεί μια πραγματική «έκρηξη της μνήμης» (memory boom), με την έννοια τόσο των θεωρητικών μελετών για τους μηχανισμούς της μνήμης και της λήθης, συλλογικής και ατομικής, όσο και της ανάδυσης της απωθημένης ή κατακερματισμένης μνήμης και της καλλιέργειάς της ως βασικού συστατικού της ταυτότητας. Υπό το πρίσμα αυτό η συλλογική μνήμη θεωρείται ως οργανωτικό πλαίσιο για την ιστορική συνείδηση, το οποίο αποσκοπεί να μεταβιβάσει στις επόμενες γενιές πληροφορίες, αξίες, ενθυμήσεις, ταυτότητες και ευθύνες.

Η μνήμη, λοιπόν, δεν είναι μια απλή αποθήκη στον εγκέφαλο του ανθρώπου, αλλά λειτουργία για την οργάνωση σχετικών μεταξύ τoυς γνωστικών δομών, που φέρνουν τάξη στον εγκέφαλο και διαμορφώνουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Αυτή η προσέγγιση σημαίνει ότι η μνήμη ή η λήθη είναι μια διαδικασία ενεργητικών μνημονικών λειτουργιών, που χρειάζεται σχετικές ευκαιρίες και είναι επιλεκτική. Τι θυμόμαστε και τι ξεχνάμε εξαρτάται κυρίως από τη διαχείριση των ταυτοτήτων από τους πολιτικούς και την κυρίαρχη κουλτούρα. Έτσι, οι μνήμες είναι αφηγήσεις, που διαμεσολαβούνται από τις πρακτικές της μνήμης. Το θέμα είναι αν επίμαχα, κρίσιμα ή καταστροφικά γεγονότα, όπως οι γενοκτονίες, δρουν ως «ιστορικές απωθήσεις» historical removal) ή αν υπάρχει μια «επίσημη μνήμη» (official memory) που οδηγεί ολόκληρες κοινωνίες στη «συστηματική λήθη» μέσω της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στο μνημονικό χώρο της εμπειρίας και τον ορίζοντα των προσδοκιών.

Η δεύτερη περίπτωση έχει μεγαλύτερη σημασία νια την ιστορική εκπαίδευση, η οποία συνήθως ακολουθεί το κυρίαρχο ρεύμα. Η μνήμη και η ιστορία, βέβαια δεν ταυτίζονται- ωστόσο, έχουν ισχυρούς δεσμούς μεταξύ τους, γιατί και οι δύο ανήκουν στην ιστορική κουλτούρα, δίνοντας νόημα στο παρελθόν και τα ίχνη του. Σε κάθε περίπτωση, ανάμεσα στο τι θα ξεχαστεί και στο τι θα διατηρηθεί βρίσκεται η απόφαση του τι αξίζει να διασωθεί.

Αναφορικά με την ιστορική εκπαίδευση, πρέπει να σημειωθεί ότι, παρά τις συνεχείς «μεταρρυθμίσεις» του ελληνικού σχολείου, από επίμονα ερευνητικά δεδομένα προκύπτει ότι αυτή παραμένει παραδοσιακή, θετικιστική, υλοκεντρική, εξετασιοκεντρική, εθνοκεντρική και μονολιθική. Έτσι, δεν προσφέρεται χώρος για χρήση ποικίλου υλικού, εναλλακτικές θεωρήσεις και ενεργητικές μεθόδους μάθησης, ενώ πολλά θέματα αποσιωπώνται ή παρουσιάζονται εξωραϊσμένα.

Χαρακτηριστικό σε σχέση με τα ανωτέρω είναι το παράδειγμα των Ελλήνων Εβραίων. Η επίσημη πολιτεία φαίνεται πλέον να δείχνει συμπάθεια και ενδιαφέρον για τους Ελληνες Εβραίους, ιδίως για την τραγωδία του Ολοκαυτώματος. Ωστόσο, το σχετικό ενδιαφέρον είναι μάλλον φορμαλιστικό, περιορισμένο, αμφιλεγόμενης ειλικρίνειας και υποκείμενο σε πολιτικές σκοπιμότητες. Άλλωστε, λαϊκές δοξασίες για τους Εβραίους επιβιώνουν ακόμη, ενώ επιστημονικοφανείς ή χυδαίες μορφές αντισημιτισμού απαντώνται συχνό στον πολιτικό λόγο, σε έντυπα και στο διαδίκτυο. Φυσικά, δε λείπουν και οι βανδαλισμοί.

Το σημαντικότερο, ίσως, είναι πως το επίσημο ενδιαφέρον, δε φαίνεται να ασκεί δραστική επιρροή στις συνειδήσεις των νέων. Η ιστορία των Ελλήνων Εβραίων παραμένει άγνωστη στους μαθητές. Στα πανεπιστημιακά προγράμματα σπουδών, με ελάχιστες εξαιρέσεις, δεν περιλαμβάνονται μαθήαατα νια την ιστορία των Ελλήνων Εβραίων ή για το Ολοκαύτωμα, αν και υπάρχουν μαθήματα για τους Άραβες ή τους Βαλκανικούς λαούς. Ακόμη και στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο, στον ιδρυτικό νόμο του οποίου προβλεπόταν στη Φιλοσοφική Σχολή και έδρα για την εβραϊκή ιστορία και τον πολιτισμό και το campus του οποίου βρίσκεται στο χώρο όπου ήταν το παλιό εβραϊκό νεκροταφείο, η σιωπή για τους Εβραίους είναι καθολική. Άλλωστε, οι φοιτητές της Φιλοσοφικής, από τους οποίους θα προέλθουν και οι αυριανοί εκπαιδευτικοί, έχουν παχυλή άγνοια, τόσο για την εν γένει παρουσία των Ελλήνων Εβραίων στην Ελλάδα και τη Θεσσαλονίκη όσο και νια το Ολοκαύτωμα, ενώ διακατέχονται από αντιφατικά συναισθήματα γι’ αυτούς. Εξαίρεση στα παραπάνω αποτελεί η πρόσφατη απόφαση για ίδρυση έδρας Εβραϊκής γλώσσας, ιστορίας και πολιτισμού, η οποία ελπίζουμε σύντομα να υλοποιηθεί.

Ο χειρισμός της μνήμης και της λήθης για τους Έλληνες Εβραίους, το Ολοκαύτωμα, το ναζισμό και το δωσιλογισμό συνδέονται, κατά τη γνώμη μου, με αυτό που έχω ονομάσει ως «Καταστροφική Διδακτική», δηλαδή αυτή που εξαφανίζει ανεπιθύμητες για την επίσημη μνήμη και την ομογενοποιητική εθνικιστική φαντασίωση «αποκλίσεις» από το κυρίαρχο εθνικό αφήγημα. Σε μια κοινωνία με ισχυρά αισθήματα ανασφάλειας, η επαναδιαπραγμάτευση της μνήμης εξισώνεται συνήθως με εθνική καταστροφή, η οποία υπονομεύει την εθνική κανονικότητα, ή με μια μεγάλη κρίση, η οποία απειλεί την κοινωνική ομαλότητα. Με άλλα λόγια, τέτοια θέματα θεωρούνται «επίμαχα» και «συγκρουσιακά» και γι’ αυτό αποφεύγονται.

Σ’ ένα τέτοιο πλαίσιο, οι προσπάθειες για την αναμόρφωση της ιστορικής εκπαίδευσης προσκρούουν στη λεγάμενη «κουλτούρα του πανικού», η οποία καλλιεργείται από τους «φρουρούς της μνήμης», που κινητοποιούνται κάθε φορά που επιχειρείται να ενσωματωθούν στην εθνική αφήγηση εναλλακτικές αφηγήσεις ή εμπειρίες άλλων ομάδων πέραν των εθνικά και κοινωνικά αποδεκτών. Αυτοί οι «φρουροί» αντιλαμβάνονται τη συλλογική μνήμη ως την ιερή και αναλλοίωτη παρακαταθήκη του κοινού παρελθόντος του έθνους και, συνεπώς, κάθε απόκλιση από αυτήν τουλάχιστον ως εθνικά ύποπτη.

Η ιστορία χρησιμοποιείται πλέον ως μέσο διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας, κάνοντας λόγο στην καταγωγή, στα στοιχεία που τονίζουν τις διαφορές με τους άλλους και κατασκευάζοντας σύμβολα, αλλά και σαν μέσο νομιμοποίησης της κάθε καθεστηκυίας τάξης και στην καταγγελία των εκάστοτε πολιτικών «αντιπάλων». Συγχρόνως όμως συντηρούνται μύθοι ή αποσιωπούνται τραυματικές μνήμες αφού με αυτόν τον τρόπο οι εκάστοτε κυβερνήσεις προσπαθούν να επιτύχουν είτε την επούλωση των πληγών του Πολέμου είτε την σφυρηλάτηση της κοινωνικής σταθερότητας και συνοχής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα η υποτίμηση των θεμάτων του δοσιλογισμού και των εγκλημάτων πολέμου σε πολλές χώρες αλλά και ο υπέρμετρος τονισμός της Αντίστασης ως κάλυψη των προηγουμένων. Αυτό βέβαια δημιουργεί ένα τεράστιο χάσμα μεταξύ της επίσημης και της συλλογικής μνήμης απομακρύνοντας από την ιστορική αλήθεια.

Άλλο ένα χάσμα όμως υπήρχε ανέκαθεν μεταξύ των δύο ειδών ιστορίας, δηλαδή μεταξύ της ιστορίας των ιστορικών και της συλλογικής μνήμης. Το χάσμα αυτό έρχεται να το καλύψει η Δημόσια Ιστορία, η οποία ουσιαστικά εκλαϊκεύει τις πληροφορίες της επιστημονικής ιστορίας παρέχοντάς τες στο ευρύτερο κοινό και ενημερώνοντας για ιστορικά θέματα και ζητήματα. Παραδείγματα πτυχών της Δημόσιας Ιστορίας είναι τα ΜΜΕ, ο κινηματογράφος και η λογοτεχνία, τα μουσεία και οι μνημειακοί τόποι αλλά και οι επετειακές εκδηλώσεις.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα Δημόσιας Ιστορίας, λόγω του θεσμικού χαρακτήρα που της αποδίδεται αλλά και της συλλογικής επιρροής που ασκεί, είναι αυτό της σχολικής ιστορίας και κατά συνέπεια των σχολικών εγχειριδίων. Τα σχολικά συγγράμματα ιστορίας ουσιαστικά αποτελούν διανοητικά και πολιτισμικά στοιχεία που τοποθετούνται ανάμεσα στην ιστορική επιστήμη και στην συλλογική μνήμη, συνδέονται με αυτές τις δύο, και συγχρόνως αποτελούν δίαυλο μεταξύ τους. Ο ρόλος τους όσον αφορά την διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης αλλά και της εθνικής ταυτότητας είναι καθοριστικός μιας και η λειτουργία τους, πέρα από τον παιδαγωγικό χαρακτήρα που έχει, αποσκοπεί στην μεταβίβαση σε κάθε γενιά μιας συλλογικής μνήμης αναθεωρημένης και «διορθωμένης», η οποία πάντα συμβαδίζει με τον επίσημο λόγο της εποχής. Επίσης τα σχολικά εγχειρίδια λειτουργούν και ως φορείς διαμόρφωσης της πολιτικής συνείδησης, αφού αποτελούν ουσιαστικά εργαλεία άσκησης εξουσίας αλλά και νομιμοποίησης του εκάστοτε καθεστώτος, πολύ πιο συχνά μάλιστα και σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό από την επιστημονική ιστορία. Επομένως τα σχολικά εγχειρίδια, εφόσον συνδέονται άμεσα με τον επίσημο λόγο, αποκρύπτουν τις περισσότερες φορές τις τραυματικές μνήμες ενώ, όπως και η επίσημη μνήμη, συνεχίζουν και συντηρούν τους μύθους, εξυπηρετώντας τον στόχο της κοινωνικής συνοχής αλλά και τα συμφέροντα της εκάστοτε κυβέρνησης.

Τα παραπάνω στοιχεία στηρίζονται στο γεγονός ότι η σχολική ιστορία και τα σχολικά συγγράμματα εκπορεύονται από τα αναλυτικά προγράμματα, τα οποία ουσιαστικά αποτελούν επίσημες οδηγίες για το περιεχόμενο και τον προσανατολισμό των σχολικών εγχειριδίων, άρα είναι άμεσα συνδεδεμένα με την εκάστοτε κυβέρνηση. Έτσι λόγω του πνεύματος και της πρακτικής εφαρμογής τους τα σχολικά βιβλία αποτελούν συστατικό στοιχείο της θεσμικής υπόστασης της ιστορίας. Εξαιτίας του θεσμικού τους χαρακτήρα αλλά και της υποχρεωτικής αφομοίωσης του περιεχομένου τους μέσω των σχολικών μηχανισμών, τα εγχειρίδια απολαμβάνουν τις περισσότερες φορές ιδιαίτερο κύρος απέναντι στην κοινή γνώμη και μια ανανεωνόμενη αναγνώριση του κοινωνικού τους ρόλου.

Η Ελλάδα αποτελεί μία ιδιαίτερη περίπτωση όπου τα σχολικά εγχειρίδια ιστορίας συντελούν σε μεγάλο βαθμό στην διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης αλλά και της εθνικής ταυτότητας ειδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ιδιαίτερη διότι μετά το τέλος του Πολέμου η μνήμη του προσεγγίστηκε με αρκετές διαφοροποιήσεις συγκριτικά με τις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Αυτό οφείλεται στον Εμφύλιο Πόλεμο και στα μετέπειτα κοινωνικά του αποτελέσματα που οδήγησαν σε μία «διαιρεμένη» συλλογική μνήμη μεταξύ των «νικητών» και των «ηττημένων» της εμφύλιας σύγκρουσης.

Αυτό επίσης είχε ως αποτέλεσμα οι μετεμφυλιακές κυβερνήσεις να προωθήσουν την ανάπτυξη μιας μαζικής κουλτούρας και ιδεολογίας καθώς και ένα σύνολο κοινών αντιλήψεων, φιλοδοξιών, συναισθημάτων και ιδεών, μιας εθνικής ταυτότητας δηλαδή η οποία φυσικά θα εξυπηρετούσε τις ίδιες και την νικήτρια παράταξη εις βάρος των ηττημένων. Το έργο της ανάπτυξης αυτής της μαζικής κουλτούρας ανατέθηκε εξ αρχής στην εκπαίδευση, επομένως και στην διδασκαλία της ιστορίας. Ως βασικά χαρακτηριστικά της σχολικής ιστορίας υιοθετήθηκαν η λήθη και η αποσιώπηση πτυχών της Κατοχής καθώς και όλης της Αντίστασης και του Εμφυλίου, ενώ επίσης κυριάρχησαν οι μύθοι στην εξιστόρηση των γεγονότων, στοιχεία δηλαδή τα οποία στην συνέχεια πέρασαν και καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την συλλογική μνήμη των επόμενων γενεών και τα οποία συνεχίζουν να εντοπίζονται μέχρι και σήμερα.

Σε αυτό εξυπηρετούσε και συνεχίζει και εξυπηρετείτο συγκεντρωτικό σύστημα της ελληνικής εκπαίδευσης. Η διδασκαλία της ιστορίας γίνεται με βάση μόνο ένα σχολικό εγχειρίδιο ενώ επηρεάζεται άμεσα από την εκάστοτε κυβέρνηση μέσω του Υπουργείου Παιδείας μιας και τα σχολικά βιβλία ελέγχονται και εγκρίνονται από φορείς του υπουργείου, όπως το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο τις τελευταίες δεκαετίες.

Η σημασία της μνήμης για την ιστορία

Η σημασία της μνήμης για την ιστορία είναι τεράστια αλλά πρέπει να αναρωτηθούμε για ποιο είδος ιστορίας μιλάμε.

Η μνήμη έχει σημασία για να γράψουμε μια ιστορία της υποκειμενικότητας και όχι των γεγονότων. Η ιστορία της υποκειμενικότητας είναι μια ιστορία των διαδικασιών γύρω, κάτω και μέσα από τα γεγονότα. Στόχος της προφορικής ιστορίας δεν είναι να εξακριβώσει ή να διαψεύσει τις επίσημες πηγές. Στόχος της είναι κυρίως να προσφέρει μια εναλλακτική αφήγηση για το παρελθόν.

Ο λόγος περί μνήμης έχει αποκτήσει σημασία κατά τις τελευταίες δεκαετίες καθώς θεωρείται ότι η μνήμη παρέχει καταφύγιο για τους ηττημένους της ιστορίας. Ενώ η ιστορία εκλαμβάνεται ως αφήγηση των νικητών, η μνήμη δίνει φωνή στις υπάλληλες τάξεις και στους καταπιεσμένους. Για αυτό και η έκρηξη της μνήμης θεωρείται αποτέλεσμα της αποαποικιοποίησης και απάντηση στο τραύμα του Ολοκαυτώματος.

Μνήμη και σιωπή: η αναγνώριση της σημασίας της σιωπής στις προφορικές μαρτυρίες σημαίνει να αναγνωρίσουμε την κατακερματισμένη φύση της μνήμης, τις περιπλοκές και την πολυπλοκοτητά της. Η μνήμη είναι κάτι περισσότερο από λόγια και επομένως πρέπει να αναλύσουμε τη σχέση ανάμεσα σε μορφές της μνήμης και μορφές εξουσίας: λογοκρισία, απώθηση, τη σιωπή σαν μάσκα διαμάχης. Να αναρωτηθούμε για τα όριά της και το πλαίσιο αναφοράς της: σε σχέση με ποιον και τι είναι σιωπή, ποιος τη θεωρεί σιωπή (Passerini 2002).

Οι περισσότεροι άνθρωποι αντιλαμβάνονται τη μνήμη ως μια ατομική υπόθεση, τις προσωπικές αναμνήσεις. Ωστόσο, η ικανότητα να θυμόμαστε ή ξεχνάμε διαμορφώνεται από το σύνολο μέσα στο οποίο ένα άτομο ζει, την οικογένεια, τους φίλους, τη γειτονιά, τους συναδέλφους στο χώρο δουλειάς, κλπ. Λέμε «εγώ θυμάμαι», ενώ η μνήμη συνδιαμορφώνεται, καλλιεργείται, κατασκευάζεται. Το ίδιο πολύ περισσότερο ισχύει για τη συλλογική μνήμη που είναι μια κοινωνική διαδικασία, που σχετίζεται με κρατικούς θεσμούς και συλλογικά υποκείμενα. Οι κρατικοί θεσμοί διαμορφώνουν αυτό που ως : κοινωνία οφείλουμε να θυμόμαστε.

Η συλλογική μνήμη δεν υπάρχει στη φύση.

Δεν είναι γραμμένη σε κανένα βιβλίο, ούτε και σε κάποια επιφάνεια καταγραφής δεδομένων. Δεν μπορεί να ενσαρκωθεί από κανέναν .Δεν πρόκειται καν για ένα άθροισμα από ατομικές μνήμες.

Η συλλογική μνήμη δεν υπάρχει στον ενικό.

Οι συλλογικότητες έχουν η κάθε μια τη δίκιά της μνήμη και υπάρχουν, τουλάχιστον τόσες, όσες και οι συλλογικότητες. Καθένας μας συμμετέχει σε περισσότερες από μία συλλογικές μνήμες. Οι ανταγωνιστικές συλλογικές μνήμες μπορούν να συγκρούονται ή να ανταγωνίζονται η μια την άλλη, όταν εκφράζονται ή όταν χρησιμοποιούνται στο δημόσιο λόγο.

Η συλλογική μνήμη δεν γεννιέται μια για πάντα.

Γεννιέται, εξελίσσεται, αλλάζει και εξαφανίζεται μέσα στο χρόνο, που δεν είναι βέβαια ο χρόνος ο ημερολογιακός αλλά ο χρόνος των γεγονότων που έχουν αποφασιστική σημασία για τη συλλογικότητα. Η μνήμη είναι μια ρίζα στο χρόνο, μια βάση οικοδόμησης της ταυτότητας της συλλογικότητας, στην οποία προσδίδει ένα παρελθόν.

Η συλλογική μνήμη δεν υπάρχει μέσα σε κενό.

Υπάρχει μόνο σ’ ένα κοινωνικό πλαίσιο που επιτρέπει στη συλλογικότητα να κατανοήσει τη σημασία των γεγονότων. Η μνήμη είναι πρωτίστως η χρήση του παρελθόντος από τη συλλογικότητα. Η συλλογικότητα εντάσσει τα θραύσματα του παρελθόντος και τα βιώματα της σε ένα συμβολικό σύμπαν, που της προσδίδει οικεία χαρακτηριστικά. Η συλλογική μνήμη ενσωματώνει, έτσι, τη συλλογική γνώση, συμβάλλοντας στην αφήγηση της φύσης του προβλήματος και στον προσδιορισμό της λύσης που η συλλογικότητα, η κοινωνική ομάδα και η κοινότητα υποδεικνύουν.

Η συλλογική μνήμη δεν υπάρχει χωρίς τη συλλογική λήθη.

Για τη λήθη ισχύουν όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω για τη μνήμη, αν και αυτή δεν μπορεί να την εκφράσει η ανάμνηση. Η κοινωνική μνήμη εξορκίζει τη λήθη και ταυτόχρονα τρέφεται από αυτή.

Μπορούν να «σβήσουν» τα ναζιστικά εγκλήματα από τη μνήμη μας;

Έρχεται η λήθη για το αίμα που χύθηκε στην Ευρώπη; Είναι δυνατόν τα εγκλήματα των ναζί να «ξεχαστούν». και πολύ χειρότερα να επαναληφθούν; Και τι θα γίνει όταν θα πάψουν να υπάρχουν επιζώντες της φρίκης; Τα ερωτήματα ακούγονται πολύ επίκαιρα αν κι έχουν τεθεί πριν από την ετυμηγορία Ευρωπαίων ψηφοφόρων οι οποίο με την ψήφο τους δήλωσαν ότι εμπιστεύονται το μέλλον τους σε ακροδεξιούς, φασίστες και νεοναζί.

Η συζήτηση για την λήθη των εγκλημάτων της ναζιστικής Γερμανίας, γίνεται στην ίδια την Γερμανία. Σε ρεπορτάζ της DW που υπογράφει η Ειρήνη Αναστασοπούλου γίνεται αναφορά στο φεστιβάλ φιλοσοφίας PhilCologne στην Κολωνία.

Εκεί ο γερμανός συγγραφέας Μάρτιν Βάλζερ και η ειδική σε θέμα συλλογικής μνήμης και «κουλτούρας μνήμης», έχει γράψει πολλά βιβλία για τη «μακρά σκιά του παρελθόντος» Αλέιντα Άσμαν κλήθηκαν να απαντήσουν στο ερώτημα αν «υπάρχει καλή λήθη».

Ο συγγραφέας παλιότερα είχε παραδεχτεί ότι η «ασταμάτητη παρουσία της ντροπής» τον έκανε να θέλει να κλείσει τα μάτια στην σκληρή αλήθεια του παρελθόντος και είχε μιλήσει για εκμετάλλευση των θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων στην Γερμανία αλλά όλα αυτά είχαν γίνει το 1998.

Τώρα παραδέχεται ότι τα είχε πει γιατί «ως γνώστης του μιντιακού παιγνιδιού γνωρίζει ότι «ο Χίτλερ και το Άουσβιτς φέρνουν ποσοστά τηλεθέασης»!!!

Η Άσμαν από την άλλη επισήμανε ότι «η συλλογική μνήμη είναι κάτι σαν ένα «συμβόλαιο» με τις επερχόμενες γενιές, που εξερευνούν την κληρονομιά των προηγούμενων γενεών. Οι δύο ομιλητές συμφώνησαν ότι τα εγκλήματα που έγιναν στο Άουσβιτς και σε άλλα στρατόπεδα συγκέντρωσης ανήκουν σε σειρά γεγονότων που οι Γερμανοί έχουν αποφασίσει ότι δεν θέλουν να ξεχάσουν. Αλλά πώς λειτουργεί η μνήμη στο μέλλον; Όταν μάλιστα σε λίγο εκλείψουν όλοι οι επιζώντες του ολοκαυτώματος; Η Άσμαν απαντά παραπέμποντας σε μουσεία, σε μνημεία και σε εκδηλώσεις μνήμης. Με την επιφύλαξη ότι η συμμετοχή στη συλλογική μνήμη δυσκολεύεται, όταν δεν υπάρχει άμεση σχέση με το γεγονός μέσω των γονέων ή προγόνων. Και προτείνει να πέσουν τα «σύνορα της μνήμης» ανάμεσα στους ευρωπαϊκούς λαούς μέσω του διαλόγου. Με αυτόν τον τρόπο προωθείται η ευρωπαϊκή ενσωμάτωση. «Η κουλτούρα μνήμης ζει, είναι σταθερή και υπό αυτήν την έννοια θα πρέπει να μπορεί να μεταλλάσσεται», γράφει στο βιβλίο της «Η νέα δυσφορία στην κουλτούρα μνήμης».

Στην Ελλάδα πάντως η λήθη φαίνεται ότι έχει έρθει για ένα σημαντικό ποσοστό ψηφοφόρων.

Μνημεία και τοπόσημα

Τα μνημεία είναι, όπως άλλωστε λέει και το όνομά τους, τόποι μνήμης. Σε πλατείες ή σε τοποθεσίες που έχουν συνδεθεί με ιστορικά γεγονότα συναντάμε πολύ συχνά ανδριάντες, προτομές και αναθηματικές στήλες που αναπαριστούν ιστορικά πρόσαπτα ή μνημονεύουν πεσόντες σε πολέμους. Το Ναύπλιο π.χ., πόλη που πρωταγωνίστησε στα πρώτα χρόνια της ιστορίας του νεοελληνικού κράτους, αλλά και πατρίδα λογοτεχνών και λογίων, είναι πραγματικά ένα υπαίθριο μουσείο γλυπτικής.

Όμως σχεδόν κάθε πόλη και χωριό της Ελλάδας διαθέτει τα δικά του μνημεία, που αναφέρονται σε λιγότερο ή περισσότερο γνωστά πρόσωπα και πράγματα της ιστορίας. Η ανέγερσή τους οφείλεται σε πρωτοβουλίες των τοπικών θεσμών, διοικητικών αρχών και συλλόγων πολιτών. Με αυτόν τον τρόπο εισβάλλει στον χώρο της καθημερινότητάς μας, δίπλα στις καφετέριες της πλατείες και ανάμεσα στα παιδιά που παίζουν ποδόσφαιρο, μια συμβολική σύνδεση του παρόντος με το παρελθόν. Τα μνημεία δεν μας μιλούν μόνο για την ιστορία και τη μνήμη, αλλά ακόμη περισσότερο μας υποδεικνύουν τον τρόπο να σκεφτόμαστε την ιστορία. Άλλωστε το ποιος, τι και πώς θα αναπαρασταθεί είναι ζήτημα επιλογής και αντιπροσωπεύει μια συγκεκριμένη κάθε φορά άποψη για το παρελθόν.

Πάντως, τα μνημεία γίνονται αργά ή γρήγορα μέρος της ταυτότητας του χώρου. Τόσο πολύ μάλιστα που ξεχνάμε το χαρακτήρα τους και τα αντιμετωπίζουμε σαν να ήταν πάντα εκεί. Συχνά γίνονται σημεία προσανατολισμού στο χώρο και οι άνθρωποι κανονίζουν τις συναντήσεις τους δίπλα στο τάδε ή στο δείνα άγαλμα. Γίνονται δηλαδή «τοπόσημα».

Τα τοπόσημα είναι αυτό ακριβώς που λέει το όνομά τους: σημεία αναφοράς στο χώρο. Συχνά είναι κτήρια που έχουν συνδεθεί στενά με την συλλογική μνήμη. Άλλοτε είναι χώροι που έχουν αποκτήσει συμβολική σημασία για την τοπική κοινωνία, όπως η Δασκαλόπετρα της Χίου. Πολλά τοπόσημα δεν είναι μνημεία, υπό την έννοια ότι φτιάχτηκαν για να εξυπηρετήσουν ευρύτερες ανάγκες ως δημόσια κτήρια, ναοί, κατοικίες, εργοστάσια κλπ. Όμως με το πέρασμα του χρόνου συνδέθηκαν με τις καθημερινές εμπειρίες των ανθρώπων και έγιναν πια σημεία συλλογικής αναφοράς. Με αυτόν τον τρόπο, πέρα από το να μας προσανατολίζουν στο χώρο, διευκολύνουν την επικοινωνία και τη συνέχεια μεταξύ των γενεών.

Οι αναπαραστάσεις στις οποίες η Γερμανία παρουσιάζεται από τα ελληνικά ΜΜΕ ως Ναζί έχουν σίγουρα προκαλέσει αίσθηση στη Γερμανία. Θα μπορούσαμε να πούμε πως το Ναζιστικό Παρελθόν χρησιμοποιείται μέσα στην Κρίση.

Οι μνήμες από την Γερμανική Κατοχή έχουν παραμείνει όμως στην Ελλάδα πράγματι ζωντανές. Αυτό έχει να κάνει με αυτά που πέρασαν τότε οι Έλληνες και που δεν εξαφανίστηκαν ποτέ από τη μνήμη τους. Οι ελληνικές μεταπολεμικές κυβερνήσεις, τόσο λόγω του ελληνικού εμφυλίου πολέμου όσο και από φόβο πως ο Ψυχρός Πόλεμος θα μπορούσε να κλιμακωθεί σε έναν κανονικό πόλεμο ήθελαν να βρίσκονται στην πλευρά των Δυτικών και δεν επιθυμούσαν σε καμία περίπτωση να προκαλέσουν με την συμπεριφορά τους την Δυτική Γερμανία, Και οι δυο κυβερνήσεις είχαν τον ίδιο εχθρό, τον Κομμουνισμό και σε αυτή τη συμμαχία χρειάζονταν τις «Πολεμικές Αρετές» των Γερμανών. Έτσι, οι ελληνικές Κυβερνήσεις, ακόμη και λόγω καιροσκοπισμού, έχωναν τα ανοιχτά ζητήματα μεταξύ των δυο χωρών κάτω από το χαλί. Αυτά όμως που έπρεπε να ξεκαθαριστούν, δεν χωρούσαν κάτω από κανένα χαλί.

Η Ελλάδα έζησε από το 1941 μέχρι το 1944/45 μια πολύ σκληρή Γερμανική Κατοχή. Από όλες τις δυτικές χώρες που έζησαν την Γερμανική Κατοχή, η Ελλάδα υπέστη με διαφορά τις μεγαλύτερες καταστροφές τόσο σε ανθρώπους όσο και σε πόρους. Παράλληλα, η Ελληνική Αντίσταση ήταν μια από τις δυνατότερες στην Ευρώπη. Ο βίαιος θάνατος ήταν κομμάτι της καθημερινότητας. Όλος ο πληθυσμός υπέφερε. 60.000 Ελληνοεβραίοι δολοφονήθηκαν, άπειροι μη εβραϊκής καταγωγής Έλληνες τουφεκίστηκαν, απαγχονίστηκαν ή βασανίστηκαν μέχρι θανάτου. Στις επιδημίες πείνας πέθαναν τουλάχιστον 100.000 Έλληνες, ίσως και παραπάνω. Την ίδια στιγμή η Γερμανική Προπαγάνδα καλλιεργούσε το μίσος ανάμεσα στις διαφορετικές ομάδες στην Ελλάδα, γεγονός που οδήγησε αργότερα και στον Ελληνικό Εμφύλιο. Τα στοιχεία που υπάρχουν στα γερμανικά αρχεία δεν αφήνουν περιθώρια αμφιβολίας. Η ελληνική οικονομία, τα δάση, οι εθνικοί πόροι έπεσαν θύματα εκμετάλλευσης, οι υποδομές της χώρας, οι γέφυρες, τα σπίτια, 80% των σιδηροδρομικών γραμμών και των τρένων, τα οχήματα καταστράφηκαν βάσει σχεδίου.

Σύμφωνα με τον Ερυθρό Σταυρό, ένας στους τρεις Έλληνες υπέφερε από διάφορες επιδημίες όπως κίτρινο πυρετό, φυματίωση ή τύφο που, σε κάποιες περιοχές, είχαν χτυπήσει το 60-70% των παιδιών. Μια ολόκληρη γενιά, το μέλλον της χώρας βρισκόταν σε κίνδυνο. Οι αρρώστιες υπήρχανε και πριν από την Γερμανική Κατοχή, ο αριθμός τους όμως αυξήθηκε δραματικά την περίοδο της Κατοχής. Όλα αυτά είναι ουσιαστικά άγνωστα στη Γερμανία. Κάτι που κανείς δεν ήθελε, κι ούτε ακόμη θέλει να το γνωρίζει: Όταν έγραψα για το Δίστομο, το χωριό όπου τον Ιούνιο του 1944 Γερμανοί δολοφόνησαν με αγριότητα γυναίκες και παιδιά, έσκιζαν τις κοιλιές των εγκύων και σκότωναν τα έμβρυα, έλαβα οργισμένα γράμματα, «Τέτοια πράγματα δεν θα τα έκαναν ποτέ Γερμανοί στρατιώτες, αυτές οι αγριότητες συμβαίνουν μονάχα στα Βαλκάνια» μου έγραφαν. Δυστυχώς, όλα αυτά τα εγκλήματα είναι καταγεγραμμένα. Οι θύτες, βετεράνοι πλέον, συναντιόντουσαν σε «συγκινητικές» συγκεντρώσεις επί δεκαετίες στην περιοχή Φραγκία (Franken) στο Marktheidenfeld. Ένα άλλο παράδειγμα: στη γερμανική έκδοση του ταξιδιωτικού οδηγού “Guide Bleu” το μόνο που έγραφαν για την πόλη των Καλαβρύτων ήταν ότι η Ελληνική Επανάσταση ξεκίνησε από εκεί το 1821. Τα Καλάβρυτα όμως υπήρξαν θύμα της πιο βίαιης σφαγής από τους Γερμανούς στην ελληνική επικράτεια. Αυτό όμως αναφερόταν μονάχα στην γαλλική έκδοση του ταξιδιωτικού οδηγού.

Τι συμβαίνει με τις πολεμικές αποζημιώσεις; Υπάρχει η πεποίθηση πως η Αθήνα το κάνει τώρα μεγάλο θέμα, λόγω κρίσης, για να αποσπάσει την προσοχή.

Και βέβαια υπάρχει ένα ζήτημα εσωτερικών συμφερόντων στην Ελλάδα. Όμως η Αθήνα είχε θίξει το θέμα αρκετές φορές στο παρελθόν. Το 1995 μάλιστα μέσω της διπλωματικής οδού. Πριν από το 1995 οι γερμανικές κυβερνήσεις αρνούνταν να το συζητήσουν φέρνοντας ως επιχείρημα την συμφωνία του Λονδίνου (1953). Έλεγαν συγκεκριμένα: «είναι ακόμη πολύ νωρίς, το θέμα μπορεί να τεθεί υπό επεξεργασία μοναχά στην περίπτωση μια ενωμένης Γερμανίας». Όταν η Γερμανία ενώθηκε, η Ελλάδα έθεσε ξανά το θέμα των αποζημιώσεων, για να λάβει την απάντηση: «πλέον είναι πολύ αργά». Αυτό το τέχνασμα της Γερμανίας προκάλεσε τότε το πρώτο κύμα αντιγερμανικών αισθημάτων. Κάτι το οποίο δεν είναι δύσκολο να κατανοηθεί: Η πεποίθηση ποιός και πότε επιτρέπεται να θυμάται κάτι και ποιός και πότε πρέπει να ξεχάσει κάτι, είναι μεγάλη αγένεια που συνήθως επιδεικνύουν οι πιο δυνατοί.

Δυστυχώς πολλοί Έλληνες πολιτικοί και δημοσιογράφοι ακολουθούν την εξής λογική: Όσο πιο μεγάλο είναι το ποσό που απαιτούν, τόσο περισσότερο πατριώτης είναι αυτός που απαιτεί. Είναι πολύ δύσκολο να υπολογιστεί το ακριβές ποσό λόγω του υπερπληθωρισμού (αποτέλεσμα της Κατοχής) και επίσης διότι επί δεκαετίες το θέμα δεν κρίθηκε ‘κατάλληλο’. Δηλαδή, αν και η Ελλάδα από όλα τα κράτη που έζησαν τον πόλεμο, είχε τις περισσότερες ανάγκες για αποζημιώσεις, δεν πιστεύω πως είναι εφικτό να δοθούν. Η κατάσταση όμως είναι διαφορετική στο ζήτημα του Κατοχικού Δανείου το οποίο εξανάγκασαν και πήραν οι Ναζί από το 1942 μέχρι το 1944 από την Εθνική Τράπεζα και το οποίο είχαν αναγνωρίσει και οι ίδιοι ως Δάνειο, πλήρωσαν μάλιστα κάποιο μέρος του και το υπολόγισαν στις αρχές του 1945 ως «Χρέος του Γερμανικού Ράιχ έναντι της Ελλάδας» με το ποσό των 476 εκ. Reichsmark. Σήμερα μιλάμε για ένα ποσό 6 έως 7 δις χωρίς τους τόκους. Επομένως η γερμανική κυβέρνηση θα μπορούσε και θα έπρεπε να διαπραγματευτεί χωρίς να φοβάται πως θα δημιουργήσει προηγούμενο που θα ακολουθήσουν κι άλλα κράτη εφόσον ανάλογο γερμανικό χρέος δεν υπάρχει με καμιά άλλη χώρα.

Πώς είναι οι ελληνογερμανικές σχέσεις αυτή τη στιγμή, τι πιστεύετε;

Κατά τη γνώμη μου κάτι αρχίζει να κινείται. Υπάρχουν γερμανικά ιδρύματα που επιστρέφουν στην Ελλάδα. Λίγο μετά την Πτώση του Τείχους είχαν κλείσει τις αντιπροσωπείες τους στην Αθήνα και μετέφεραν τα χρήματά τους ανατολικά. Μάλλον οι υπεύθυνοι κατάλαβαν πως κάτι πρέπει να γίνει και αυτό είναι σε κάθε περίπτωση θετικό. Κάποιες απ’ αυτές τις αντιπροσωπείες έχουν ως διευθυντές απόγονους Ελλήνων μεταναστών στη Γερμανία. Πρόκειται για ένα πολλά υποσχόμενο πείραμα. Υπάρχουν και Γερμανοί διπλωμάτες που ρωτάνε μετά από αρκετό καιρό τι μπορεί να γίνει.

Τι προτείνετε;

Δεν είμαι υπέρ της ιδέας μια κοινής ομάδας Ελλήνων και Γερμανών ιστορικών και αυτό λόγω ποσότητας. Δεν υπάρχουν πολλοί Γερμανοί συνάδελφοι που να γνωρίζουν αρκετά επί του θέματος. Από την άλλη πλευρά όμως βλέπω πως στο Βερολίνο ξυπνάνε πάλι φόβοι του παρελθόντος. Από τη μια πλευρά θέλουν να δείξουν σημάδια καλής θέλησης, από την άλλη όμως φοβούνται το οικονομικό κόστος. Για να το πούμε αλλιώς, όπως έλεγαν Γερμανοί διπλωμάτες την δεκαετία του ’50 και του ’60 σε εκθέσεις τους προς την Βόννη: «όταν δείχνεις σημάδια καλής θέλησης στον Έλληνα, τότε αυτός απαιτεί ακόμα παραπάνω…

Μαρτυρικά χωριά της Κρήτης στην πρώτη Γερμανική Κατοχή 1940-1944.

Τυμπάκι

Στις αρχές Φλεβάρη 1942 οι Γερμανοί αποφασίζουν να κατασκευάσουν στο Τυμπάκι το μεγάλο αεροδρόμιο (το μεγαλύτερο της Κρήτης) ως κέντρο ανεφοδιασμού και ενισχύσεων του Γερμανού στρατηγού Έρβιν Ρόμελ. Διέταξαν τους κατοίκους να εκκενώσουν το χωριό μέσα σε 15 μέρες και να εγκατασταθούν στα γύρω χωριά. Η συγκεκριμένη εκκένωση ήταν η τραγικότερη εμπειρία των κατοίκων. Μέσα στο ελάχιστο αυτό χρονικό διάστημα ήταν υποχρεωμένοι να μεταφέρουν ό,τι μπορούσαν στα γύρω χωριά, όπου εγκαταστάθηκαν κάτω από άθλιες συνθήκες σε στάβλους, αποθήκες, χαλασμένα σπίτια κ.λπ.

Οι ιερείς μετέφεραν όλες τις εικόνες των εκκλησιών του χωριού στο Μοναστήρι της Καλυβιανής, για να μην καταστραφούν.

Μετά την εκκένωση του χωριού ανατίναξαν 1.312 σπίτια για τη διάνοιξη του αεροδρομίου. Απέμειναν 74 και κόπηκαν γύρω στις 8.000 ελαιόδεντρα. Λέγεται ότι οι Έλληνες εργολάβοι που είχαν αναλάβει την κατασκευή του αεροδρομίου υπέδειξαν στους Γερμανούς την ανατίναξη του χωριού, γιατί είχαν ανάγκη από πέτρες.

Δεν ανατινάχτηκαν δύο εκκλησίες, του Αγίου Τίτου και εκείνη του Αγίου Πνεύματος. Τη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Τίτου τη χρησιμοποίησαν ως αίθουσα θεάτρου και τις υπόλοιπες δύο ως αποθήκες πυρομαχικών.

Η μεγάλη εκκλησία βομβαρδίστηκε, αλλά δεν καταστράφηκε. Μια βόμβα 400 λιβρών τρύπησε το θόλο και καρφώθηκε στο δάπεδο της εκκλησίας, αλλά δεν εξερράγη. Οι Τυμπακιανοί το θεώρησαν θαύμα.

Στη διάρκεια της Κατοχής επιβλήθηκε υποχρεωτική σωματική εργασία στους κατοίκους του Τυμπακίου για τη συντήρηση του αεροδρομίου. Υπολογίζεται ότι αγγαρεύτηκαν 3.500 εργάτες για δύο συνεχόμενα χρόνια.

Το αεροδρόμιο Τυμπακίου έγινε το μεγαλύτερο κέντρο καταναγκαστικής εργασίας στην Κρήτη. Η ζωή των εργατών ήταν τραγική. Μόνο δουλειά, ξύλο και απειροελάχιστο συσσίτιο, τις περισσότερες φορές άχρηστο. Για τους απείθαρχους υπήρχε η απομόνωση, τα «σύρματα», όπου υφίσταντο φρικτούς ξυλοδαρμούς και βασανιστήρια, χωρίς τροφή και νερό, κάτω από τη βροχή ή τον καυτό ήλιο. Εναντίον των εργατών οργίαζε ο επικεφαλής της Γκεστάπο περιβόητος Σούμπερτ.

Από την άλλη πλευρά, το αεροδρόμιο έγινε το μεγαλύτερο κέντρο παθητικής αντίστασης των Κρητικών. Οι εργάτες το σαμποτάριζαν. Παράλληλα αναπτύχθηκε μέσα στο αεροδρόμιο ευρύ δίκτυο αντί κατασκοπίας. Τάχα ως εργάτες οι αντιστασιακοί αποτύπωναν τα έργα, τις εγκαταστάσεις, ης αποθήκες καυσίμων και πυρομαχικών κ.λπ., τα μετέφεραν στους Άγγλους μέσω ασυρμάτου, με αποτέλεσμα το αεροδρόμιο συχνά να υφίσταται σφοδρούς βομβαρδισμούς.

Για τις ανάγκες του αεροδρομίου και τους ανεφοδιασμούς του Ρόμελ σε πυρομαχικά οι Γερμανοί είχαν κατατρυπτήσει όλες τις λοφοκορφές του Τυμπακίου, μετατρέποντας τες σε υπόγειες αποθήκες, τις γνωστές «μπούγκες». Για τον ίδιο λόγο δημιούργησαν υπόγειο σύστημα ανατινάξεων από τεράστιες βαθιές λακκούβες κατά μήκος της παραλίας του Τυμπακίου, τις οποίες γέμισαν με νερό, προκειμένου να αποτρέψουν την αποβίβαση των τανκς, τις περίφημες «μπόμπες», οι οποίες υπάρχουν σε αρκετά σημεία μέχρι σήμερα.

Παράλληλα ναρκοθέτησαν όλη τη μεγάλη παραλία από τον Κομμό μέχρι τον Κόκκινο Πύργο, προκειμένου να αποτρέψουν τις συμμαχικές αποβάσεις στην περιοχή.

Καμάρες – Μαγαρικάρι

Στις 3-6 Μαΐου 1994 οι Γερμανοί καταστρέφουν τα χωριά Καμάρες και Μαγαρικάρι και εξοντώνουν δεκάδες κατοίκους εξαιτίας της έμπρακτης υποστήριξης τους προς τους αντάρτες και τους Άγγλους. Και τα δύο χωριά, μετά τη διαρπαγή της ιδιωτικής περιουσίας, καταστράφηκαν ολοσχερώς. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα της Έκθεσης των Γερμανικών ωμοτήτων:

«Το χωρίον Καμάρες εκυκλώθη την 3/5/44, οι άντρες του όλοι συνελήφθησαν και ωδηγήθησαν εις την κωμόπολιν Μοίρες, τα δε γυναικόπαιδα εκλήθησαν εντός της εκκλησίας του χωρίου. Μετά ημέρας, την 5/5, εδόθη άδεια εις τας γυναίκας να παραλάβουν εκ των οικιών των ό,τι ηδύναντο. Επανελήφθη εξ άλλου το τέχνασμα να δηλωθή εις αυτός, ότι ό,τι πολύτιμον δεν ηδύναντο να παραλάβουν μαζί των, φρόνιμον ήτο να το αποθέσουν εντός της εκκλησίας, ήτις, δήθεν, δεν θα παρεβιάζετο. Ακολούθως έθεσαν δυναμίτιδα και πυρ και κατέστρεψαν το χωρίον. Κατεστράφη και το σχολείον, η δε εκκλησία ελεηλατήθη πλήρως, μέχρις και των κεράμων της στέγης, ούτως ώστε μόνον οι τέσσαρες τοίχοι απέμειναν… Κατά τον ίδιον ακριβώς τρόπον και την ιδίαν ημέραν κατεστράφησαν τα χωρία Καμάρες και Μαγαρικάρι».

Παραθέτουμε στο σημείο αυτό αποσπάσματα μιας από τις προκηρύξεις που διένειμαν οι Γερμανοί αναφορικά με την καταστροφή των συγκεκριμένων χωριών:

«Τα χωρία Καμάρες και Μαγαρικάρι περιεκυκλώθησαν από τα γερμανικά στρατεύματα την 3ην Μαΐου 1944. Εκκενώθησαν κατά την διεξαγωγήν μιας μεγάλης επιχειρήσεως εναντίον των συμμοριτών εις το όρος Ψηλορείτης. Μετά την μεταφοράν του πληθυσμού έξω των χωρίων, ταύτα ισοπεδώθησαν. Τα σκληρά μέτρα ή σαν αναγκαία, διότι ο πληθυσμός των χωρίων τούτων επανειλημμένως είχεν ενοχοποιηθή διά την υποστήριξιν των συμμοριτών εις μεγάλην κλίμακα… Από μηνών τα χωρία Καμάρες και Μαγαρικάρι ήσαν τόποι παραμονής και κέντρα ανεφοδιασμού των συμμοριτών του Μπαντουβά και του Πετρακογιώργη… Κρήτες! Αυτά τα μέτρα ας είναι δι’ όλους προειδοποίησις…»

Σύμφωνα με αξιόπιστες ιστορικές πηγές, 35 φυλακισμένοι κάτοικοι από το Μαγαρικάρι και τις Καμάρες μεταφέρθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Γερμανία.

Οι Γερμανοί δεν συγχώρεσαν ποτέ την αμέριστη υποστήριξη των Άγγλων στους Κρητικούς. Η ανακοίνωση της Γερμανικής Στρατιωτικής Διοίκησης αναφορικά με τα χωριά Καμάρες και Μαγαρικάρι καταλήγει με την εξής φράση: «Η αιχμή του γερμανικού ξίφους πλήττει τώρα τους ενόχους και εις το μέλλον θα πλήττη έναν έκαστον, ο οποίος θα ενοχοποιείται διά δεσμούς μετά των συμμοριτών και των Άγγλων υποβολέων τους».

Γεώργιος Πετρακογιώργης, Αρχηγός Εθνικής Αντίστασης εναντίον των Γερμανών.

Ο Γεώργιος Πετρακογιώργης γεννήθηκε στο Μαγαρικάρι του Δήμου Τυμπακίου το 1890. Στην αντίσταση της Κρήτης μετείχε από την πρώτη στιγμή, από την πτώση των αλεξιπτωτιστών στα Χανιά. Το Μάιο του 1941 όρκισε τους πρώτους άντρες του και ανέβηκε στο βουνό, έχοντας ήδη χάσει το γιο του Μανώλη. Η δράση του -μάχες, δολιοφθορές και σαμποτάζ κατά του εχθρού σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής- υπήρξε κυριολεκτικά θρυλική και του χάρισε τον τιμητικό τίτλο του «Σταυραητού του Ψηλορείτη».

Ο Γεώργιος Πετρακογιώργης συμμετείχε επίσης στην απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε.

Την 11η Οκτωβρίου 1944 έδρεψε τους καρπούς των κόπων του, μπαίνοντας επικεφαλής των ανδρών του στο απελευθερωμένο πια Ηράκλειο, όπου ανέλαβε τα καθήκοντα του φρουράρχου της πόλης μέχρι τον Ιανουάριο του 1945.

«Θεωρώ εμαυτόν εξαιρετικώς υπερήφανον διότι ηγήθην και διοίκησα τοιούτους άνδρες», γράφει στην έκθεση πολεμικής δράσης της ομάδας του, που υπέβαλε προς τη Συμμαχική Στρατιωτική Αποστολή στην Κρήτη, αναφερόμενος στην ανδρεία και στο υψηλό αίσθημα αυτοθυσίας στον αγώνα για την ελευθερία της πατρίδας.

Ανδριάντας του Καπετάνιου έχει στηθεί στη γενέτειρα του, το Μαγαρικάρι. Η Δημοτική Αρχή από το 2008 διοργανώνει λαμπρές εκδηλώσεις τιμής για την προσφορά του ίδιου και των μελών της ομάδας του στην Εθνική Αντίσταση Κρήτης την πρώτη Κυριακή του μήνα Μαϊου κάθε έτους.

Τα μαρτυρικά χωριά και πόλεις της Ελλάδας

Ως «μαρτυρικά χωριά και πόλεις» χαρακτηρίζονται στην Ελλάδα χωριά ή πόλεις τα οποία έχουν υποστεί μεγάλες καταστροφές από ξένους εισβολείς ή κατακτητές σε περιόδους πολεμικών συγκρούσεων. Ο χαρακτηρισμός αυτός γίνεται επίσημα με προεδρικό διάταγμα. Αφορά συχνότερα οικισμούς που έχουν υποστεί καταστροφές την περίοδο της Κατοχής (1941-1944).

Παρακάτω αναφέρονται οι οικισμοί που είναι ήδη χαρακτηρισμένοι επίσημα ως-μαρτυρικοί. Σημειώνεται πως εκκρεμούν αποφάσεις για τον χαρακτηρισμό ως μαρτυρικών αρκετών ακόμα οικισμών.

Κατάλογος αναγνωρισμένων μαρτυρικών πόλεων και χωριών

Ακολουθεί κατάλογος με τα επίσημα αναγνωρισμένα μαρτυρικά χωριά και πόλεις.

Κρήτη: Άγιος Βασίλειος Βιάννου,Βορίζα Ηρακλείου,Κακόπετρος Χανίων,Κεφαλοβρύσι Ηρακλείου,Μουρνιές Λασιθίου, Σκινέ Χανίων, Αμιράς Ηρακλείου, Βρύσες Αμαρίου Ρεθύμνου,Καλάμι Ηρακλείου,Κοξαρέ Ρεθύμνου,Μύρτος Λασιθίου,Σούγια Χανίων, Άνω Βιάννος Ηρακλείου, Γδόχια Λασιθίου, Καμάρες Ηρακλείου, Κρύα Βρύση Ρεθύμνου, Πεύκος Ηρακλείου, Συκολόγος Ηρακλείου, Άνω Μέρος Ρεθύμνου, Γερακάρι Ρεθύμνου, Κάνδανος Χανίων, Λόχρια Ρεθύμνου,Ρίζα Λασιθίου, Τυμπάκι Ηρακλείου, Ανώγεια Ρεθύμνου, Δαμάστα Ηρακλείου, Κάτω Βιάννος Ηρακλείου, Μαλάθυρος Χανίων, Σαχτούρια Ρεθύμνου, Χόνδρος Ηρακλείου, Βάχος Ηρακλείου, Έμπαρος Ηρακλείου, Κάτω Σύμη Ηρακλείου, Μαγαρικάρι Ηρακλείου, Σάρχος Ηρακλείου

Ήπειρος και Επτάνησα: Αργίνια Κεφαλονιάς,Δόλιανη Ιωαννίνων,Καλουτάς Ιωαννίνων,Μακρινό Ιωαννίνων,Μουσιωτίτσα Ιωαννίνων,Τρίστενο Ιωαννίνων, Ασπράγγελοι Ιωαννίνων,Ελάτη Ιωαννίνων,Κομμένο Άρτας,Μανασσής Ιωαννίνων,Παραμυθία ΘεσπρωτίαςΙωαννίνων, Γρεβενίτι Ιωαννίνων,Καβαλλάρι Ιωαννίνων,Λιγκιάδες Ιωαννίνων,Μεσοβούνι Ιωαννίνων,Ροδάκινο Άρτας,Φλαμπουράρι Ιωαννίνων

Στερεά Ελλάδα: Αγία Ευθυμία Φωκίδας, Δίστομο Βοιωτίας,Καλοσκοπή Φωκίδας,Λιλαία Φωκίδας,Προσήλιο Φωκίδας, Βουνιχώρα Φωκίδας, Επτάλοφος Φωκίδας,Λιδωρίκι Φωκίδας,Νίκαια Αττικής,Τυμφρηστός Φθιώτιδας,Υπάτη Φθιώτιδας

Μακεδονία: Δοξάτο Δράμας, Δροσοπηγή Φλώρινας, Κλεισούρα Καστοριάς, Μεσόβουνο Κοζάνης, Νέα Πύργοι Κοζάνης, Χορτιάτης Θεσσαλονίκης, Δράμα, Ελευθεροχώρι Πέλλας, Λέχοβο Φλώρινας, Νέα Κερδύλια Σερρών, Σέρβια Κοζάνης, Χωριστή Δράμας, Θεσσαλονίκη

Πελοπόννησος: Άγιοι Ανάργυροι Λακωνίας,Βλαχέρνα Αρκαδίας,Καλάβρυτα, Πτέρη Αχαΐας, Αετός Μεσσηνίας,Ερυμάνθεια Αχαΐας,Κερπινή Αχαΐας,Ρογοί Αχαΐας

Θεσσαλία: Δομένικο Λάρισας,Κερασιά Μαγνησίας,Νέα Αγχίαλος Μαγνησίας, Τσαρίτσανη Λάρισας, Δράκεια Μαγνησίας,Κουτσούφλιανη Τρικάλων,Ριζόμυλος Μαγνησίας.

Στο πολυσέλιδο λεύκωμα ο δήμαρχος κάθε ματωμένου τόπου απευθύνει χαιρετισμό μνήμης για τα εγκλήματα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, που παραμένουν ουσιαστικά ατιμώρητα. Ο τόμος περιλαμβάνει ακόμα μια τεκμηριωμένη αφήγηση της απάνθρωπης δράσης των κατοχικών στρατευμάτων, με ονόματα, χρονολογίες, τοπωνύμια.

Αποτελεί έτσι μια ολοκληρωμένη καταγραφή, αλλά και μια ευκαιρία να θυμηθούμε και να διδαχθούμε από τη γενναιότητα και τον ηρωισμό των αγωνιστών, καθώς και από το θάρρος και την περιφρόνηση των απλών ανθρώπων, των αμάχων κατοίκων – μαρτύρων, απέναντι στο θάνατο.

Το «πώς» και «πόσο» οι Γερμανοί αιματοκύλησαν την πατρίδα μας κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου αποτελεί ένα θέμα τόσο επώδυνο, που όσα και αν γραφούν γι’ αυτό δεν θα είναι ποτέ αρκετά.

Χωριά καταστράφηκαν και εκθεμελιώθηκαν, άνθρωποι ξεκληρίστηκαν και ελάχιστες ήταν οι φορές που γλίτωσαν από την εκδικητική μανία τους. Αυτό το θυσιαστήριο ουσιαστικά τιμά το λεύκωμα που εκδόθηκε, συλλέγοντας τις πονεμένες μνήμες, όπως κωδικοποιήθηκαν από τη γραφή των προλογικών σημειωμάτων και τις αφηγήσεις των επιζώντων.

Ήταν η στρατιωτική φιλοσοφία ενός ολοκληρωτικού και απάνθρωπου καθεστώτος, που τιμωρούσε έναν κατακτημένο λαό, επειδή τόλμησε να υπερασπιστεί την εθνική και προσωπική αξιοπρέπεια. Η φρίκη αυτή θα σημαδεύει διά βίου όλους τους επιζήσαντες και θα χαράζει για πάντα τη φυσιογνωμία του τόπου μας», τονίζει ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας στον πρόλογο της έκδοσης.

To κεφάλαιο άλλωστε «πολεμικές αποζημιώσεις που οφείλει η Γερμανίας στην Ελλάδα» είναι ένα κεφάλαιο ζωτικής σημασίας, που παραμένει ανοιχτό, ειδικά στην εξαιρετικά δυσχερή συγκυρία που βιώνει σήμερα η πατρίδα μας. Επί σειρά ετών το Δίκτυο δίνει μεγάλη και συνεχή εθνική μάχη για το ζήτημα αυτό. Μια μάχη «ερήμην» της συντριπτικής πλειοψηφίας, της πολιτικής ηγεσίας της χώρας, που επιλέγει να αδιαφορεί, αν και το ζήτημα αυτό απασχολεί χιλιάδες Έλληνες.

Ωστόσο, ο απλός λαός δεν ξεχνά και η ουσία παραμένει μία και αδιαμφισβήτητη: τα εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας δεν TOC \o “1-5” \h \z παραγράφονται.

Επομένως, ο αγώνας πρέπει να συνεχιστεί με αμείωτη ένταση. Ένας αγώνας στον οποίο οφείλει επιτέλους να συμμετάσχει η ελληνική πολιτεία. Στους δύσκολους καιρούς που ζούμε, η ιστορική μνήμη είναι παρακαταθήκη, που μας στηρίζει να δίνουμε καθημερινές μάχες για τη δημοκρατία και την πρόοδο.

Οφείλουμε να μην ξεχνάμε την ιστορία μας.

Οφείλουμε να παραδειγματιζόμαστε από αυτή.

Οφείλουμε να υπερασπιζόμαστε τις ανθρώπινες αξίες, τις αρχές της ελευθερίας, της δικαιοσύνης, της ισότητας και της ομόνοιας.

Κρήτη: Ψήφισαν Χρυσή Αυγή στα μαρτυρικά χωρία

Μπορεί οι μνήμες των ναζιστικών εγκλημάτων στα μαρτυρικά χωριά της Κρήτης να παραμένουν ακόμα νωπές και οι συγκλονιστικές αφηγήσεις των ηλικιωμένων να ακούγονται ακόμα στα καφενεία, όμως στις κάλπες που στήθηκαν στις περιοχές αυτές η Χρυσή Αυγή κατάφερε ν…………….

Μπορεί οι μνήμες των ναζιστικών εγκλημάτων στα μαρτυρικά χωριά της Κρήτης να παραμένουν ακόμα νωπές και οι συγκλονιστικές αφηγήσεις των ηλικιωμένων να ακούγονται ακόμα στα καφενεία, όμως στις κάλπες που στήθηκαν στις περιοχές αυτές η Χρυσή Αυγή κατάφερε να συγκεντρώσει ψήφους.

Χωριά όπως τα Ανώγεια, η Κάντανος, η Βιάννος, το Κοντομαρί και τα Βορίζια που βίωσαν τη φρικαλεότητα των γερμανικών στρατευμάτων κατοχής κατά την διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου αποδοκίμασαν στην συντριπτική τους πλειοψηφία τους νοσταλγούς του σκότους μέσα από τις εκλογές, όμως ακόμα και σε αυτά χωριά υπήρξαν άνθρωποι που ψήφισαν την Χ.Α..

Συγκεκριμένα, στα Χανιά η Χρυσή Αυγή συγκέντρωσε συνολικά 3.891 ψήφους και ποσοστό 4,28%.

Στον δήμο Καντάνου-Σελίνου η Χ.Α. έλαβε συνολικά 156 ψήφους (3,69%) ενώ στα δύο εκλογικά τμήματα (55ο και 56ο) που στήθηκαν στην Κάντανο, η Χρυσή Αυγή έλαβε 17 ψήφους.

Στον δήμο Πλατανιά, η Χ.Α. έλαβε 664 ψήφους και ποσοστό 4.71%, ενώ στα αντίστοιχα εκλογικά τμήματα (156ο και 157ο) που λειτούργησαν στο χωριό Κοντομαρί όπου πραγματοποιήθηκε η πρώτη μαζική εκτέλεση αμάχων αμέσως μετά την Μάχη της Κρήτης, η Χρυσή Αυγή έλαβε 27 ψήφους.

Στο Ρέθυμνο, η Χρυσή Αυγή έλαβε συνολικά 1.459 ψήφους και ποσοστό 2,98%. Στο μαρτυρικό χωριό των Ανωγείων η Χρυσή Αυγή «μέτρησε» μόλις 14 ψήφους στα πέντε εκλογικά τμήματα που στήθηκαν στον συγκεκριμένο δήμο.

Τέλος, στο Ηράκλειο η Χρυσή Αυγή έλαβε 4.680 ψήφους και ποσοστό 2,63%.

Στον δήμο Βιάννου, η Χρυσή Αυγή έλαβε 49 ψήφους (1,22%) ενώ στα δύο εκλογικά τμήματα των Αμιρών (47ο και 48ο) όπου βρίσκεται το μνημείο της εκτέλεσης των αμάχων, η Χ.Α. έλαβε 6 ψήφους.

Στον δήμο Φαιστού, τόπο της γνωστής οικογένειας του οπλαρχηγού Πετραγιώργη, η Χρυσή Αυγή έλαβε 473 ψήφους και ποσοστό 3,72%, ενώ στο χωριό Βορίζια που κάηκε από τους Γερμανούς η Χ.Α. έλαβε 14 ψήφους στο 438ο εκλογικό τμήμα και ποσοστό 8,97% και 13 ψήφους στο 439ο Ε.Τ. με ποσοστό 6,77%…

Συνολικά στην Κρήτη η Χρυσή Αυγή έλαβε 11.243 ψήφους και ποσοστό 3,09%, ενώ στις προηγούμενες εκλογές του 2009 είχε λάβει 487 ψήφους.

Ντοκουμέντα ιστορίας

Ενδεικτικός πίνακας εγκλημάτων με συνεργασία των ναζιστικών δυνάμεων κατοχής και των ελλήνων συνεργατών τους (ταγμάτων ασφαλείας και στην Ελλάδα. 1943-1944·

Τα Τάγματα Ασφαλείας αποτέλεσαν οργανικό τμήμα των κατοχικών στρατευμάτων. Χωρίζονταν σε Ευζωνικά τάγματα και Εθελοντικά τάγματα. Γενικοί διοικητές τους ήταν οι Ανώτεροι Αρχηγοί των SS και της (γερμανικής) αστυνομίας στην Ελλάδα, Γιούργκεν Στρουπ και Βάλτερ Σιμάνα.

Απρίλιος 1943: Η γερμανόφιλη συμμορία (των Ελλήνων) του Μιχαήλ Παπαδοπούλoυ (Μιχάλαγα) σκοτώνει 7 στελέχη της αντιστασιακής οργάνωσης ΕΛΜ στα 7 μέρα Κοζάνης, Στις δολοφονίας συμμετέχει και ο ταγματάρχης Παπαβασιλείου, μέλος της γερμανόφιλης οργάνωσης ΠΑΟ.

30 Νοέμβρη του 1943: Οι Ταγματασφαλίτες συνέλαβαν 283 ανάπηρους του ελληνοϊταλικού πολέμου και της εθνικής αντίστασης που νοσηλεύονταν σε νοσοκομεία της Αθήνας και τους εκτέλεσαν

Νοέμβριος 1943: Οι Γερμανοί σκοτώνουν 118 άτομα στο Μονοδέντρι Λακωνίας μετά από υπόδειξη των Ταγματασφαλιτών της περιοχής ως αντίποινα για την εξόντωση γερμανικής φάλαγγας από αντάρτες του ΕΑΑΣ. Στη Σπάρτη και τη γύρω περιοχή, με βάση καταλόγους που είχαν συντάξει οι Ταγματασφαλίτες, συλλαμβάνονται 550 πατριώτες που συνδέονται άμεσα ή έμμεσα με αντάρτες της περιοχής. Οι 400 μεταφέρονται στις φυλακές της Τρίπολης. Από τους 118 εκτελεσθέντες οι 89 ήταν Σπαρτιάτες. Μέσα στα θύματα υπήρχαν και ανήλικα παιδιά και μια γυναίκα.

5 Απριλίου 1944: Μονάδες των (γερμανικών) SS πυρπολούν το χωριό Κλεισούρα του Νομού Καστοριάς (θεωρώντας το προπύργιο των ανταρτών του ΕΑΑΣ) και σκοτώνουν 280 κατοίκους του που στη συντριπτική πλειονότητά τους ήταν γυναίκες και παιδιά. Τα SS και οι Βούλγαροι κομιτατζήδες υπό την αρχηγία των Γερμανών διοικητών της Καστοριάς Ράισελ και Χίλντεμπραντ και την καθοδήγηση τον Βούλγαρου Κάλτσεφ, άρχισαν να φονεύουν τους κατοίκους με αυτόματα, αμφίστομους πελέκεις και ξιφολόγχες και να πυρπολούν τα σπίτια. Στο πλευρό τους βρίσκεται και ο διαβόητος Μιχάλαγας (Μιχαήλ Παπαδόπουλος) με την ένοπλη συμμορία του. Σπέρνουν το θάνατο χωρίς διάκριση και χωρίς κανένα έλεος. Ξεκοιλιάζανε έγκυες, λογχίζανε βρέφη αβάπτιστα και νήπια, ανήλικες κοπέλες, γέροντες κι οι γερόντισσες. Μέσα στο δίωρο διάστημα που όριζε η διαταγή, μετατρέπουν τα πάντα σε κόλαση σπέρνοντας το αίμα, τη φρίκη και το θάνατο και αφήνοντας πίσω τους 28ο θύματα. Ο σφαγέας της Κλεισούρας ήταν ο συνταγματάρχης Karl Schiimers (Καρλ Σέμερς), διοικητής του 7ου Συντάγματος της 4ης Τεθωρακισμένης Μεραρχίας των SS.

14 Απριλίου 1944: Οι Γερμανοί μαζί με τα Τάγματα Ασφαλείας εκτελούν στο Αγρίνιο 120 άτομα.

Πρώτο δεκαήμερο Απριλίου 1944: Με απόφαση της ηγεσίας των Ταγμάτων Ασφαλείας απαγχονίστηκαν στους Αμπελοκήπους 5 κομμουνιστές ως αντίποινα για τη δολοφονία του λοχαγού των Ταγμάτων Ευζώνων Κ. Μανωλάκου.

24 Απριλίου 1944 : Στο χωριό Κατράνιτσα (Πύργοι) που είναι κοντά στην Πτολεμαΐδα, οι Γερμανοί μαζί με ένοπλες φιλοναζιστικές ελληνικές οργανώσεις σκότωσαν 318 κατοίκους. Η ιστορική κωμόπολη στους πρόποδες του Βερμίου, καταστράφηκε ολοσχερώς από τη ναζιστική βαρβαρότητα. Η σφαγή συνοδεύτηκε από λεηλασία και αρπαγή χιλιάδων γιδοπροβάτων. Τίποτα δεν έμεινε όρθιο και όταν η τραγωδία ολοκληρώθηκε απέμειναν σωροί ερειπίων που κάπνιζαν και 318 κατακρεουργημένα πτώματα που επί μήνες παρέμειναν άταφα. Επί κεφαλής των δολοφόνων ήταν ο ακροδεξιός αρχισυμμορίτης Μιχάλαγας (Μιχαήλ Παπαδόπουλος) και ο διαβόητος συνταγματάρχης Δημήτριος Χρυσοχόου.

22-25 Απριλίου 1944: Γερμανοί μαζί με διάφορους Ταγματασφαλίτες (δηλαδή ένοπλους Έλληνες που συνεργάζονταν με τους Ναζί) όπως η οργάνωση τον γερμανόφιλου (απότακτου) συνταγματάρχη Γεωργίου Πούλου, η ΠΑΟ κ.α. περικυκλώνουν το χωριό Μεσόβουνο του Νομού Κοζάνης. Εκτελούν 150 κατοίκους και πυρπολούν όλα τα σπίτια τους.

Απρίλιος 1944: Στην Εύβοια, ο Ταγματασφαλίτης στρατηγός Παπαθανασόπουλος εκτελεί 64 κατοίκους, στέλνει 370 ομήρους στην Αθήνα και κλείνει στις φυλακές της Χαλκίδας 565.

Απρίλιος-Ιούνιος 1944: Γερμανοί και Ταγματασφαλίτες καίνε σπίτια και εκτελούν χωρικούς στο Λεβίδι, τον Άγιο Πέτρο και τα Βούρβουρα της Αρκαδίας.

2 Μαΐου του 1944: Με απόφαση της ηγεσίας των Ταγμάτων Ασφαλείας εκτελέστηκαν 110 κομμουνιστές ως αντίποινα για τη δολοφονία 2 Γερμανών αξιωματικών.

Μάιος 1944: Στην Πάτρα, οι Ταγματασφαλίτες (με διοικητή τον Ν. Κουρκουλάκο που επί χούντας διορίστηκε Διευθυντής της Αγροτικής Τράπεζας) απαγχονίζουν 10 άτομα, μεταξύ των οποίων ήταν και οι Χρ. Χωμενίδης και Δ. Πετρίδης (ιδρυτικά στελέχη της αντιστασιακής οργάνωσης ΕAM).

21 Μαΐου 1944: Απαγχονισμός 8 ατόμων στο Βόλο από τον ΕΑΣΑΔ (ένοπλη ακροδεξιά οργάνωση γερμανόφιλων Ελλήνων).

23 Μαΐου 1944: Πυρπόληση του χωριού Λίμνη Αργολίδας και εκτέλεση 86 κατοίκων από Γερμανούς και Ταγματασφαλίτες.

28 Μαΐου 1944: Οι Ταγματασφαλίτες και οι Γερμανοί εκτελούν 15 άτομα στο Βαθυτόπι Κορινθίας

16 Ιουνίου 1944: Οι Ταγματασφαλίτες εκτελούν στο «Ποτάμι» της Καλαμάτας 30 άτομα, σε αντίποινα για το θάνατο του ταγματάρχη Γεωργαλά. Ανάμεσα στους εκτελεσμένους ήταν 3 γυναίκες. 20 Ιουνίου 1944: Εκτέλεση 27 ατόμων από τα Τάγματα Ασφαλείας στο Καβακλή Θεσσαλίας.

26 Ιουνίου -2 Ιουλίου 1944: Εκκαθαριστικές επιχειρήσεις Γερμανών και Ταγματασφαλιτών στην Κυνουρία Αρκαδίας και στο όρος Πάρνωνας εναντίον των ανταρτών του ΕΑΜ. Εκτελούν 202 πολίτες και συλλαμβάνουν άλλους 500.

6 Ιούλιου 1944: Οι Ταγματασφαλίτες με επικεφαλής τον Ιωάννη Πλυντζανόπουλο πραγματοποιούν μπλόκο στο Περιστέρι. Συλλαμβάνουν περίπου 120 άτομα και εκτελούν 33.

6 Ιουλίου 1944: Γερμανοί μαζί με Ταγματασφαλίτες εκτελούν 200 άτομα στα Λιόσια Αττικής.

3-22 Ιουλίου 1944: Οι Γερμανοί μαζί με ένοπλους Έλληνες συνεργάτες τους (Τάγματα Ασφαλείας, Ε.Σ., ΠΑΟ κ.α.) κάνουν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στη Βόρεια Πίνδο. Εκτέλεση 161 πολιτών, καταστροφή 4.450 οικιών, 5500 καλυβιών, μαντριών και αχυρώνων. Απερίγραπτη λεηλασία και συλλήψεις 427 ομήρων

13 Αυγούστου 1944: Οι Γερμανοί μαζί με Ταγματασφαλίτες πραγματοποιούν το μπλόκο της Καλαμαριάς. Εκτελούν 15 κατοίκους, χρησιμοποιώντας κατάλογο ονομάτων που τους έδωσε η Χωροφυλακή.

17 Αυγούστου 1944: Φθάνει τη νύχτα στην Κοκκινιά το μηχανοκίνητο τμήμα της Αυτονομίας με επικεφαλής το δωσίλογο Ν. Μπουραντά. Περί τους 3.000 βαριά οπλισμένους με πολυβόλα, όλμους, αυτόματα κτλ Γερμανούς και Έλληνες ταγματασφαλίτες κυκλώνουν την περιοχή. Επικεφαλής της τρομερής κτηνωδίας που θα εξελιχθεί σε λίγες ώρες είναι ο Ιωάννης Πλυντζανύπουλος (διοικητής των Ταγματασφαλιτών), ο ταγματάρχης Γιώργος Σγούρος και ο διοικητής του μηχανοκίνητου τμήματος της Αστυνομίας Νίκος Μπουραντάς. Οι Γερμανοί αρχίζουν να καίνε τα σπίτια. Οι ταγματασφαλίτες μπαίνουν στα σπίτια και αρπάξουν ό,τι βρουν, καταστρέφουν, καίνε, βρίζουν και χτυπούν γυναικόπαιδα. Γύρω στις 8.00 π.μ. η πλατεία της Οσίας Ξένης, αλλά και οι γύρω δρόμοι, έχουν γεμίσει από κόσμο. Περίπου 25.000 άτομα. Χωρίζονται κατά ομάδες σε πεντάδες με κενά μεταξύ τους για να μπορούν οι δήμιοι να υποδεικνύουν (να καταδίδουν) όποιον θέλουν. Η εντολή είναι να κάθονται γονατιστοί με ψηλά το κεφάλι. Η ζέστη είναι αφόρητη και αρκετοί λιποθυμούν. Όσες γυναίκες προσπαθούν να πλησιάσουν τους κρατούμενους προσφέροντάς τους λίγο νερό, κακοποιούνται μπροστά σε όλους. Ο Ταγματασφαλίτης Πλυντζανόπουλος, που φοράει κάσκα και κρατά μαστίγιο, δίνει το γενικό πρόσταγμα. Ο Γ. Σγούρος με το γιο του Θεόδωρο Σγούρο που είναι ντυμένος τσολιάς, παίρνουν θέσεις. Στην πλατεία εμφανίζονται ελάχιστοι ρουφιάνοι Κοκκινιώτες που φορούν μαύρες κουκούλες και έχουν καλυμμένα τα πρόσωπά τους (για να μην τους αναγνωρίσουν τα θύματα). Ο ρόλος τους είναι συγκεκριμένος, ως γνήσιοι προδότες υποδεικνύουν στους Γερμανούς ποιους να εκτελέσουν. Οι προδότες Κιρκόρ Μπαταβιάν, Γρηγόρης Ιωαννίδης, Μπεμπέκογλου, Μεϊμάρης κ. ά. αρχίζουν να υποδεικνύουν άτομα. Ο γνωστός χαφιές της Κοκκινιάς, Μπατράνης, διακρίνει μέσα στο πλήθος το λοχαγό του ΕΑΑΣ Αποστόλη Χατζηβασιλείου και με ειρωνεία τον χαιρετά και δίνει το σύνθημα. Αφού με την ξιφολόγχη του βγάζουν το μάτι και του σχίζουν τα μάγουλα, τον περιφέρουν ανάμεσα στο πλήθος ζητώντας του να προδώσει τους συναγωνιστές του. Η απάντηση του ΕΛΑΣίτη λοχαγού ήταν «Πατριώτες, σηκώστε το κεφάλι, μη φοβάστε. Δεν πρόκειται να προδώσω κανέναν. Ακολουθεί ο γραμματέας της ΚΟΒ Κιλικιανών του Κ.Κ.Ε., Παναγιώτης Αμάνης που τον κομμάτιασαν στην κυριολεξία καθώς τον έσερναν για εκτέλεση. Τον σκότωσε ο ίδιος ο Πλυντζανόπουλος. Οι δοσίλογοι Βακαλόπουλος, Παρθενίου, Τσιμπιδάρος, Τσανακαλιώτης, Τηλέμαχος, Μορφής (της Ειδικής Ασφάλειας), Μητρόπουλος, Γκίνος μαζί με το λοχαγό Παπαγεωργίου και τον διερμηνέα Ανθόπουλο συνεχίζουν το έργο της ρουφιανιάς με το δάχτυλο τεντωμένο. Τη στιγμή αυτή ξεχωρίζει ο ηρωισμός του Κώστα Περιβόλα ο οποίος, την ώρα που τον πάνε για εκτέλεση, ορμά πάνω στον Πλυντζανόπουλο και τον πιάνει από το λαιμό. Ο δήμιος προλαβαίνει και τον εκτελεί επί τόπου. Σωρός τα πτώματα, τσουβαλιασμένα το ένα πάνω από το άλλο. Οι Γερμανοί δίνουν διαταγή στους («Έλληνες») κουκουλοφόρους να σκυλέψουν τους νεκρούς. Τα κτήνη ορμούν πάνω στα κουφάρια των εκτελεσθέντων και αρχίζουν να τους παίρνουν ότι αντικείμενα αξίας είχαν πάνω τους (ρολόγια, δαχτυλίδια, βέρες κ.α.). Δεν πρόλαβαν να ολοκληρώσουν το αποτρόπαιο ανοσιούργημά τους και οι ίδιοι οι Γερμανοί εκτέλεσαν ορισμένους από αυτούς επί τόπου. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και οι προδότες Μπατράνης και Μπεμπέκογλου. Το απόγευμα, περίπου 8000 Κοκκινιώτες όμηροι οδηγούνται στο στρατόπεδο του Χαϊδαρίου. Τα διάφορα ιστορικά βιβλία αναφέρουν ότι οι εκτελεσθέντες στο μπλόκο της Κοκκινιάς ήταν 300 – 315 άτομα.

14 Σεπτεμβρίου 1944: Οι Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών πραγματοποιούν μαζική σφαγή στα Γιαννιτσά, δείχνοντας όλη τους τη βαρβαρότητα. Τα ελληνικά ένοπλα σώματα του Φριτς Σούμπερτ και του γερμανόφιλου Γεωργίου Πούλου συλλαμβάνουν κατοίκους της πόλης. Κάποιους τους εκτελούν σε μια αποθήκη, ενώ τους περισσότερους τους εκτελούν και τους ρίχνουν σε ένα μεγάλο τάφο. Το θλιβερό περιστατικό συνέβη λίγο πριν την απελευθέρωση των Γιαννιτσών, τη στιγμή που όλα τα τμήματα του 30ου και 16ου συντάγματος του ΕΛΑΣ απουσίαζαν από την περιοχή καταδιώκοντας τους Γερμανούς κατακτητές στην υποχώρησή τους. Τότε, οι ένοπλοι Έλληνες συνεργάτες των Γερμανών, με επικεφαλείς τους Πούλο, Σκυπέρδα και Σίαρη βρίσκουν την ευκαιρία και διαπράττουν στα Γιαννιτσά ένα από τα πιο φρικιαστικά κακουργήματα τους. Από τα βαθιά χαράματα μπλοκάρουν την πόλη των Γιαννιτσών και ως το μεσημέρι, με βρισιές, απειλές και ξυλοδαρμούς, συγκεντρώνουν περίπου 3.000 άνδρες από 12-80 ετών στο προαύλιο του Α’ δημοτικού σχολείου. Βγάζουν από το πλήθος των συλληφθέντων περίπου 10 μελλοθάνατους τους οποίους βάζουν στο διπλανό οικόπεδο, να ανοίξουν έναν τεράστιο τάφο διαστάσεων 4 Χ 6 και ύψους 2,5 μέτρων και μέχρι το σούρουπο κάτω από την επιστασία του Γερμανού Σούμπερτ σφαγιάζουν μέσα κι έξω από τον σκαμμένο τάφο με πρωτάκουστη θηριωδία. Υπολογίζεται ότι δολοφονήθηκαν 75 με 104 άτομα.

Σεπτέμβριος 1944: Γερμανικές μονάδες μαζί με ένοπλα τμήματα Ελλήνων συνεργατών τους εισέβαλαν στο χωριό Χορτιάτης. Το Τάγμα του Σούμπερτ σκόρπισε τον τρόμο. Συνολικά έκαψαν πυροβόλησαν ή έσφαξαν 146 άτομα, εκ των οποίων οι 109 ήταν γυναίκες. Οι περισσότεροι από τους δολοφονηθέντες κάηκαν ζωντανοί στο φούρνο του χωριού.

Επιμέλεια: ΠΑΛΛΑΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ – ΕΡΕΥΝΗΤΗΣ – ΑΝΑΛΥΤΗΣ AEJ/IFJ

Print Friendly, PDF & Email