Η Ανθρώπινη Ιατρική αντιμέτωπη με την τεχνοεπιστήμη
Η υποταγή της Ιατρικής στην εφαρμοσμένη έρευνα και η μετατροπή της σε έναν χώρο εξαντλητικής εργαλειοποίησης της επιστήμης επιφέρει μια τεράστια δυναμική αλλοίωσης του ανθρωπιστικού της χαρακτήρα. Ο ομότιμος καθηγητής Ιατρικής και αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, Αναστάσιος Γερμενής αντιπαραβάλλει τον χαρακτήρα της αυτόν με τις επιταγές της τεχνοεπιστήμης και μας φέρνει μπροστά στις δύσκολες κοινωνικές και πολιτικές αποφάσεις που οφείλουμε να λάβουμε.
Ο χαρακτηρισμός της Ιατρικής ως ανθρώπινης ή ανθρωπιστικής αποτελεί πλεονασμό, μιας και εξ ορισμού η Ιατρική αντιπροσωπεύει το κατ’ εξοχήν ανθρωπιστικό πεδίο δράσης. Η εμμονή, κατά συνέπεια, στις αναφορές περί Ανθρώπινης Ιατρικής παραπέμπει, έμμεσα αλλά σαφέστατα, σε κάποιου βαθμού αλλοίωση του εξ ορισμού ανθρωπιστικού χαρακτήρα της Ιατρικής.
Οι μελετητές του θέματος εντοπίζουν τις ρίζες του προβλήματος στον καρτεσιανό δυϊσμό, στην αντίληψη δηλαδή που εισήγαγε ο Καρτέσιος περί αυστηρής διάκρισης του σώματος από τον νου. Παρότι ο καρτεσιανός δυϊσμός ήταν αυτός που έθεσε τις βάσεις για μια προσέγγιση της σύγχρονης Ιατρικής προσανατολισμένη στην έννοια του νοσήματος, ήταν αυτός ακριβώς που απέρριψε την πνευματική διάσταση της υγείας του σώματος. Αυτό είχε ως απώτερο αποτέλεσμα να διαμορφωθεί, στις αρχές του 20ού αιώνα, ένα ατομικιστικό ιατρικό μοντέλο που δεν έδινε ιδιαίτερη προσοχή στο κοινωνικό ή στο ευρύτερο περιβάλλον του ασθενούς. Το μοντέλο αυτό κυριάρχησε όχι μόνο στην ιατρική πρακτική αλλά και στη γενικότερη στάση της κοινωνίας απέναντι στην υγεία, επιτάθηκε δε σημαντικά την εποχή του Μεσοπολέμου. Μετά την ανακάλυψη της πενικιλίνης και την έναρξη της εποχής των αντιβιοτικών, η Ιατρική άρχισε να αποκτά εξουσία επεκτείνοντας σιγά-σιγά την αυτονομία της στο χώρο της υγείας. Παράλληλα, εδραιωνόταν η ανάγκη για εξειδικευμένες γνώσεις, αναφορικά με τον προσδιορισμό της υγείας και τη λήψη ιατρικών αποφάσεων.
Καθοριστικό βήμα απομάκρυνσης από την ανθρωπιστική διάσταση της Ιατρικής αποτέλεσε η ενσωμάτωση των κατακλυσμικών ανακαλύψεων των βασικών επιστημών που έλαβε χώρα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Το γεγονός αυτό προσέδωσε στην Ιατρική τη σύγχρονη επιστημονική φυσιογνωμία της και είναι προφανώς αυτό που άλλαξε ριζικά τον υγειονομικό χάρτη του Πλανήτη. Το τίμημα όμως αυτής της εντυπωσιακής προόδου ήταν η απομάκρυνση της Ιατρικής από τη θεωρησιακή σκέψη και τον επιστημονικό αναστοχασμό. Αποτέλεσμα της μετασχηματιστικής δυναμικής που αναπτύχθηκε μέσα από τη σχέση της Ιατρικής με τις ανακαλύψεις των βασικών επιστημών, ήταν η μεταστροφή της προς ένα πεδίο που δεν ήταν απλώς πεδίο ούτε «εφαρμοσμένης επιστήμης» ούτε «εφαρμοσμένης τεχνολογίας».
Πάντως, μέχρι τα τέλη περίπου του περασμένου αιώνα, το ενδιαφέρον για τον ανθρωπιστικό χαρακτήρα της Ιατρικής εστιαζόταν στη διασφάλιση της αποτελεσματικότερης δυνατής επικοινωνίας μεταξύ του γιατρού και του ασθενούς, μέσα σ’ ένα συναισθηματικά και ηθικά αποδεκτό πλαίσιο. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, κύριο πρόβλημα ήταν η παραμέληση της σχετικής εκπαίδευσης των γιατρών, προκειμένου να αποκτήσουν τις απαιτούμενες δεξιότητες.
Τα τελευταία 20-30 χρόνια εντούτοις, οι διαστάσεις και κυρίως η φύση του προβλήματος φαίνεται να αλλάζουν ριζικά. Συνεχώς, αθροίζονται φαινόμενα που υποδηλώνουν την επιταχυνόμενη υποταγή της Ιατρικής στην εφαρμοσμένη έρευνα και τη μετατροπή της σε έναν χώρο εξαντλητικής εργαλειοποίησης της επιστήμης, με τεράστια δυναμική αλλοίωσης του ανθρωπιστικού της χαρακτήρα. Θεμελιακές έννοιες αναδιαμορφώνονται, εμφανίζονται νέα επιστημονικά παραδείγματα, ενώ μεταβάλλεται ακόμη κι αυτό το ίδιο το όρισμα του ανθρωπισμού. Κατά τούτο, το ζητούμενο σήμερα δεν είναι πλέον η απόκτηση, από μέρους των γιατρών, δεξιοτήτων ανθρωπιστικής άσκησης της Ιατρικής, αλλά κυρίως η αναγνώριση των απειλών που δέχεται η ως τα τώρα ανθρωπιστική της έκφραση. Μπροστά μας δεν έχουμε πλέον κάποιο πρακτικό, αλλά ένα δομικό πρόβλημα: να προσδιορίσουμε εκ νέου τις ανθρωπιστικές αξίες που θα πλαισιώσουν τα επικείμενα παραδείγματα της Ιατρικής και να εξεύρουμε τρόπους υπεράσπισης, διάδοσης και εφαρμογής τους.
Οι βασικοί παράγοντες που αλλάζουν το ανθρωπιστικό πλαίσιο λειτουργίας της σύγχρονης Ιατρικής, είναι αφενός η εξέλιξή της σε μια εκδοχή τεχνοεπιστήμης δέσμια εξ ανάγκης της κοινωνικής πρακτικής που αντιπροσωπεύει, και αφετέρου η διαμόρφωση και η διάδοση του παραδείγματος της Ιατρικής Ακριβείας (precision medicine).
Ιατρική, τεχνοεπιστήμη και μετανθρωπισμός
Στην πραγματικότητα, η Ιατρική από τη φύση της είχε ανέκαθεν χαρακτηριστικά τεχνοεπιστήμης. Κι αυτό δεν οφείλεται μόνο στην εξάρτησή της από την ανακάλυψη φαρμάκων. Η αλληλεπίδραση μεταξύ επιστήμης και τεχνολογίας στο επίπεδο της Ιατρικής αντικατοπτρίζεται καθαρά στις αλλαγές της νοσηρότητας που παρατηρείται τις τελευταίες δεκαετίες στις ανεπτυγμένες χώρες. Πρόκειται για μια θεαματική αύξηση της επίπτωσης των αλλεργικών και των αυτοάνοσων νοσημάτων που συναρτάται με τη συρρίκνωση της βιοποικιλότητας, η οποία με τη σειρά της είναι αποτέλεσμα της επέκτασης του αστικού τρόπου ζωής. Αυτή η ολοένα επιδεινούμενη σχέση μεταξύ της συρρίκνωσης της βιοποικιλότητας του Πλανήτη και της αύξησης της ανοσολογικής νοσηρότητας αποτελεί τυπικό παράδειγμα της «ανθρωπολογικής ασυμμετρίας» που υφίσταται μεταξύ των συνεπειών της τεχνολογικής ανάπτυξης αφενός και αφετέρου της ουσιαστικής ανθρώπινης και κοινωνικής εξέλιξης, όπως αυτή αποτυπώνεται στο υπέρτατο αγαθό της ζωής που είναι η υγεία.
Πρόκειται για μια συνθήκη που, από τη μια πλευρά, επιβεβαιώνει τον αντιφατικό χαρακτήρα της προόδου στην αστική κοινωνία που, όπως αναφέρει ο Μαρξ, «καταστρέφει τις δύο πηγές του πλούτου –τη φύση και τον άνθρωπο». Από την άλλη, το φαινόμενο αυτό δικαιώνει την προφητική θέση του Χάιντεγκερ αναφορικά με την αντιστροφή της σχέσης επιστήμης-τεχνολογίας. Το προβάδισμα της τεχνολογίας που προσδιορίζει πλέον αποφασιστικά την πορεία της επιστήμης, ο Χάιντεγκερ ισχυριζόταν ότι παρεμβαίνει και μετασχηματίζει το Είναι των όντων, μη εξαιρουμένου και του ίδιου του ανθρώπου.
Σήμερα πια, αυτός ο μετασχηματισμός τείνει να πάρει ακραίες διαστάσεις. Ο ρυθμός, με τον οποίο η τεχνοεπιστήμη μεταλλάσσει την ανθρώπινη φύση, δεν αφήνει περιθώρια εξελικτικών διεπιδράσεων, όπως αυτές που υπόκεινται και ευθύνονται για την παραπάνω μεταβολή της ανοσολογικής νοσηρότητας, με αποτέλεσμα οι συνέπειες να είναι πολύ εντονότερες. Η επαγγελλόμενη βελτιστοποίηση των ανθρώπινων επιδόσεων φαίνεται να επιχειρείται χωρίς όρια και φραγμούς. Η οριστική και αμετάκλητη γενετική χειραγώγηση της ανθρώπινης φύσης είναι πολύ κοντά, ενώ αναζωπυρώνονται ακόμη και οι συζητήσεις για κατάργηση του θανάτου! Η «ανθρώπινη αναβάθμιση», στην οποία οδηγεί ο συνδυασμός της βιολογικής και της τεχνολογικής φύσης, φέρνει στο προσκήνιο διάφορες μορφές μετανθρωπισμού και αντι-ανθρωπισμού που συνιστούν θεμελιακές προκλήσεις για τον κλασικό ανθρωπισμό. Το κυριότερο είναι ότι απειλεί άμεσα το αξιακό σύστημα του κλασικού ανθρωπισμού που αποτελεί προϋπόθεση για την ισότητα των ανθρώπων, το σεβασμό της αξιοπρέπειας και της διαφορετικότητας, την ανεκτικότητα, ακόμη και για την προστασία της φύσης1. Στο χώρο του μετανθρώπου δεν υπάρχουν διακριτά όρια ανάμεσα στη φύση και τον πολιτισμό, ενώ η μεταξύ τους διαπλοκή γίνεται κάθε μέρα και πιο έντονη. Μέσα σ’ αυτόν το χώρο, η Ιατρική καλείται πλέον να ξεκαθαρίσει τι πρόκειται να χαθεί αναγκαστικά και τι θα επιλέξει να διαφυλάξει από όλα εκείνα τα στοιχεία που μέχρι σήμερα καθόριζαν τους όρους των δυνατοτήτων της ανθρωπιστικής της έκφρασης.
Ιατρικοποίηση, Βιοϊατρικοποίηση, υγιεινισμός
Τυπική περίπτωση κυριάρχησης της τεχνοεπιστημονικής αντίληψης αποτελεί η ιατρικοποίηση (medicalization). Πρόκειται για μια διαδικασία, κατά την οποία διάφορες καταστάσεις και προβλήματα του ανθρώπου (η σωματική εικόνα, οι διαταραχές της στύσης, η φαλάκρα, η εμμηνόπαυση, η ακμή κ.τ.λ.) ορίζονται και αντιμετωπίζονται ως ιατρικές καταστάσεις και, ως εκ τούτου, καθίστανται αντικείμενο ιατρικής διερεύνησης και μελέτης, διάγνωσης, πρόληψης και θεραπείας. Η ιατρικοποίηση συνεπάγεται και καθοδηγείται από νέες υποθέσεις, από αλλαγή της κοινωνικής στάσης και της οικονομικής θεώρησης, καθώς και από την ανάπτυξη νέων θεραπευτικών μεθόδων. Τα οφέλη για την κοινωνία είναι πολλά. Σημαντικές, όμως, είναι και οι ανησυχίες όσον αφορά πλέον την ελευθερία επιλογής των υγιών ατόμων, όταν αυτά βρίσκονται στο μεταίχμιο διαφόρων συμφερόντων, όπως π.χ. του κράτους, της φαρμακοβιομηχανίας, των ασφαλιστικών εταιριών και των συστημάτων υγειονομικής περίθαλψης. Για παράδειγμα, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ιατρικοποίηση και η ιατρική αντιμετώπιση της παχυσαρκίας έχει συμβάλει σημαντικά στη μείωση της καρδιαγγειακής νοσηρότητας. Πολλές όμως από τις σύγχρονες προσεγγίσεις της στειρότητας, όπως η παρένθετη μητρότητα, εγείρουν σοβαρά θέματα και θέτουν υπό αμφισβήτηση τις δυνατότητες της κλασικής ανθρωπιστικής έκφρασης της Ιατρικής. Η ανεξέλεγκτη ιατρικοποίηση μπορεί να οδηγήσει σε διακρίσεις, σε άμεσους και έμμεσους περιορισμούς της αυτοδιάθεσης, σε σύγχυση ανάμεσα στους βασιζόμενους σε ενδείξεις (evidence-based) και στους πολιτισμικούς ορισμούς των νοσημάτων και σε μείωση της βιωσιμότητας των συστημάτων υγείας. Αρκεί να σημειωθεί ότι το κόστος συγκεκριμένων ιατρικοποιημένων καταστάσεων στις ΗΠΑ το 2005, ανερχόταν στο 4% περίπου των συνολικών δαπανών για την υγεία.
Η ιατρικοποίηση εντάσσεται σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο μεταστροφής της σύγχρονης Ιατρικής, το οποίο ο πολυτάλαντος γιατρός και συγγραφέας Petr Skrabanek ονομάζει υγιεινισμό (healthism) και το χαρακτηρίζει ως «σύμπτωμα πολιτικής παθολογίας»2. Όπως αναφέρει ο γνωστός ιστορικός και διανοητής Yuval Noah Harari, είναι σαφές ότι, ενώ «η Ιατρική του 20ού αιώνα επιδίωκε να θεραπεύσει τον ασθενή, η Ιατρική του 21ου αιώνα επιδιώκει ολοένα και περισσότερο να αναβαθμίσει τον υγιή»3. Αρκετά χρόνια πριν, ο ιερωμένος κοινωνιολόγος και φιλόσοφος Ivan Illich4 περιέγραφε την υγεία ως τη διαδικασία προσαρμογής στην ανάπτυξη, τη γήρανση, τη νόσο και τον θάνατο, μέσα από μηχανισμούς που είναι ενσωματωμένοι στην κουλτούρα και την παράδοση των ανθρώπινων κοινοτήτων. Και υποστήριζε πως η Ιατρική είχε σφετεριστεί το μονοπώλιο στην ερμηνεία και τη διαχείριση της υγείας, της ευημερίας, της ταλαιπωρίας, της νόσου, της αναπηρίας και του θανάτου, εις βάρος της ίδιας της υγείας. Αυτό το ιατρικό μονοπώλιο είχε στερήσει από τους ανθρώπους την αυτονομία τους. Με τη στενή παρακολούθηση των ανθρώπων και τη φροντίδα τους από τη γέννηση (ή ακόμα και πριν από τη γέννηση) έως το θάνατο, η τέχνη του να ζεις και η τέχνη του να πεθαίνεις, που μεταδίδονται από γενιά σε γενιά, διαγράφηκαν και χάθηκαν. Η συνοχή των παραδοσιακών κοινοτήτων αντικαταστάθηκε από τη μοναξιά των ατόμων, σχηματίζοντας μια ανώνυμη μάζα «καταναλωτών υγείας».
Η διασφάλιση αξιοπρεπούς θανάτου αντιπροσωπεύει την επιτομή του προβλήματος, ιδιαίτερα όταν ένας στους πέντε θανάτους στις ΗΠΑ συμβαίνει σε μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ), όταν η συχνότητα των προθανάτιων οδυνηρών συμπτωμάτων στους ασθενείς των ΜΕΘ ανέρχεται σε ποσοστό 27-75% κι όταν το 57% των συγγενών αυτών των ασθενών παρουσιάζουν τραυματικό στρες και το 70-80% από αυτούς, ιδίως οι νεαρότεροι, εμφανίζουν άγχος και κατάθλιψη. Η τεχνολογία διαιωνίζει το πρόβλημα, καθώς μεταβάλει συνεχώς τους θεραπευτικούς στόχους αναφορικά με την αντιμετώπιση της δυσλειτουργίας των οργάνων του σώματος και την υποστήριξη της ζωής. Αυτό παρεμποδίζει τον προσδιορισμό του σημείου, κατά το οποίο επιβάλλεται η ένταση των προσπαθειών προς την κατεύθυνση της παροχής της ανακουφιστικής θεραπείας που θα εξασφάλιζε έναν αξιοπρεπή θάνατο.
Πολύ πιο παρεμβατικό ρόλο στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της σύγχρονης Ιατρικής διαδραματίζουν οι παρεμβάσεις της βιοτεχνολογίας που εκμεταλλεύονται την εγγενή αναγεννητική δυναμική του οργανισμού, όπως η δωρεά οργάνων, η κατασκευή οργανοειδών (μοντέλα που μιμούνται τη λειτουργία συγκεκριμένων οργάνων του ανθρώπου) και άλλες. Ο μετασχηματισμός που υπαγορεύουν οι παρεμβάσεις αυτού του είδους, που χαρακτηρίζονται ως συλλήβδην ως βιοϊατρικοποίηση (biomedicalization), φαίνεται να εξαρτάται, εκτός των άλλων, και από το πώς η αξιοποίηση ζωτικών σωματικών οργάνων παράγει αξία. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα, που ορισμένοι κοινωνιολόγοι της Ιατρικής να αναρωτιούνται αν η βιοϊατρικοποίηση θα διαδραματίσει τον 21ο αιώνα κάποιο ρόλο παρεμφερή μ’ αυτό που έπαιξε τον 19ο αιώνα η εκβιομηχάνιση.
Πόσο ανθρωπιστική είναι η Ιατρική Ακριβείας;
Τα παραπάνω φαινόμενα που περιγράφηκαν ως αποτέλεσμα της τεχνοεπιστημονικής μεταστροφής της σύγχρονης Ιατρικής, εξελίχθηκαν σε βάθος χρόνου, γεγονός που επέτρεψε την ανάπτυξη του προβληματισμού αναφορικά με τις συνέπειές τους στον ανθρωπιστικό της χαρακτήρα και, σε κάποιο βαθμό, ακόμη και την απορρόφηση τους. Την τελευταία δεκαετία, όμως, βρίσκεται σε εξέλιξη μια αλλαγή παραδείγματος που απειλεί ευθέως τη σχέση γιατρού-ασθενούς. Πρόκειται για το παράδειγμα της Ιατρικής Ακριβείας, διά του οποίου επιχειρείται η αποτελεσματικότερη απορρόφηση του τεράστιου όγκου των βιολογικών δεδομένων, με τα οποία «περιγράφεται» πλέον ο σύγχρονος ασθενής. Βασικό χαρακτηριστικό της Ιατρικής Ακριβείας είναι ότι υιοθετεί και βασίζεται απολύτως στα πρότυπα και τις δυνατότητες της Πληροφορικής, συμπεριλαμβανομένων του Διαδικτύου, της Επιστήμης των Δεδομένων (data science) και της Τεχνητής Νοημοσύνης. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι αφενός ο επαναπροσδιορισμός βασικών εννοιών της Ιατρικής, όπως η έννοια του νοσήματος, και αφετέρου η αλλοίωση της ταυτότητας του γιατρού και του ασθενούς αλλά και της ίδιας της νόσου, όπως αυτή «περιγραφόταν» μέχρι τώρα από την προσωπική και την κοινωνική εμπειρία της τελευταίας. Οι νέες «τεχνοεπιστημονικές ταυτότητες» βασίζονται κυρίως σε επιστημονικές ταξινομήσεις και στις αντίστοιχες τεχνολογικές διαδικασίες (π.χ. γενετικός έλεγχος, αλληλούχηση γονιδιώματος, νευροαπεικόνιση κ.ά.).
Εξ ορισμού, η Ιατρική Ακριβείας δηλώνει ως προεξάρχον χαρακτηριστικό της τη συμμετοχικότητα (“participatory medicine”) και, κατ’ επέκταση, την απόλυτη αναγνώριση της αυτονομίας του ασθενούς –όπως αυτή προβάλλεται από τον Ιμμάνουελ Καντ– ενάντια στα πατερναλιστικά πρότυπα που ίσχυαν μέχρι τώρα. Πράγματι, ο ασθενής στην Ιατρική Ακριβείας βρίσκεται στο κέντρο του ενδιαφέροντος, έχει πολύ καλύτερη ενημέρωση, μεγαλύτερη επαφή με τη γνώση, καθώς και κομβικό ρόλο στη συγκέντρωση των δεδομένων της υγείας του. Ο παθητικός ασθενής του παρελθόντος μεταβάλλεται σε πραγματικό εταίρο στη σχέση του με τον γιατρό, με σημαντικό μέρος ευθύνης για την κατάσταση της υγείας του.
Το πρόβλημα είναι ότι η αύξηση της ευθύνης του ασθενούς απέχει πολύ από το να τίθεται ο ασθενής στο επίκεντρο της διαδικασίας φροντίδας. Πολύ συχνά, τα όρια μεταξύ αυτονομίας, υπευθυνότητας και διαχείρισης της υγείας είναι πολύ θολά. Σύμφωνα με τον Μισέλ Φουκώ, το φάρμακο κάνει τους ανθρώπους υπεύθυνους για τον εαυτό τους και ικανότερους να διαχειρίζονται πιο αποτελεσματικά την υπόστασή τους. Όσο όμως κι αν αυτό αληθεύει στο πλαίσιο, για παράδειγμα, της Προληπτικής Ιατρικής, δεν παύει να ακυρώνεται και να μετατρέπεται σε ύπουλη συνθήκη, όταν η πραγμάτωσή του επαφίεται στον ιδιωτικό εμπορικό τομέα (π.χ. φαρμακοβιομηχανία). Η «ενδυνάμωση» του ασθενούς μπορεί να αυξάνει τη συμμόρφωσή του αλλά παράλληλα οδηγεί και στην αύξηση της ζήτησης των υπηρεσιών υγείας και των φαρμάκων. Αυτή η «ενδυνάμωση» είναι επίσης συχνά ένας τρόπος ενίσχυσης της ευθύνης των ασθενών αναφορικά με τη θεραπεία τους, εις βάρος του γιατρού, της κοινωνίας ή και του κράτους. Επιπλέον, πέρα από την όποια ενίσχυση της αυτονομίας, της ελεύθερης επιλογής και της δύναμης των ασθενών, η λογική της «ενδυνάμωσης» οδηγεί σε ενίσχυση μιας μορφής υποταγής και σε αύξηση των ανισοτήτων ως προς την υγεία όσων δεν έχουν πρόσβαση στις νέες τεχνολογίες. Τίθεται, κατά συνέπεια, το ερώτημα αν πρόκειται για πραγματική ενίσχυση της αυτονομίας του ασθενούς ή για έναν ατομικισμό που τον αποχωρίζει όλο και περισσότερο από το περιβάλλον του.
Παρεμφερείς προβληματισμοί αναδύονται αναφορικά με την ολιστικότητα της Ιατρικής Ακριβείας. Η Ιατρική Ακριβείας έχει έναν εξ ορισμού βιοϊατρικό ολιστικό χαρακτήρα, ο οποίος όμως είναι ριζικά διαφορετικός από οποιαδήποτε προηγούμενη ιατρική ολιστικότητα. Πρόκειται για μια συνολική («all-encompassing») τεχνολογική και επιστημονική προσέγγιση της ανθρώπινης ζωής που επιβάλει θεμελιώδεις μεθοδολογικές και φιλοσοφικές αλλαγές. Η ολιστικότητα της Ιατρικής Ακριβείας βασίζεται σε μια αντίληψη της ζωής ως συμπλόκου συστήματος, αντίληψη που εξ ορισμού αντιστοιχεί σε κάποιο είδος ολοκληρωμένου συνόλου. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο νοείται το «σύστημα», καθώς και οι ιδιότητες που αναδύονται από τη δυναμική του, μπορεί να ποικίλουν, επιτρέποντας διαφορετικές προσεγγίσεις του ολισμού. Δυνητικά, για παράδειγμα, βάσει της θεωρίας των συστημάτων θα μπορούσε να υποστηριχθεί απορριπτικά ότι η ανθρώπινη υγεία είναι τόσο σύμπλοκη που είναι δύσκολο να προβλεφθεί και να ελεγχθεί. Σημειώνεται ότι στο παρελθόν, η θεωρία των συστημάτων είχε χρησιμοποιηθεί και από τους υποστηρικτές της ανθρωπιστικής Ιατρικής στις ολιστικές προσεγγίσεις τους για την υγεία, όπου όμως δινόταν έμφαση στις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις και στην προσωπική εμπειρία του ανθρώπινου όλου.
Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι ο βιοϊατρικός ολισμός της Ιατρικής Ακριβείας κατατείνει προς μια μορφή ιατρικοποίησης, την οποία ονομάζουν ολιστική ιατρικοποίηση (holistic medicalization). Στο πλαίσιο αυτής της ιατρικοποίησης, η συνολική δυναμική διεργασία της ζωής κάθε ατόμου ορίζεται υπό βιοϊατρικούς, τεχνολογικούς και επιστημονικούς όρους ως ελέγξιμη αλλά και υποκείμενη σε καθεστώς ελέγχου από άποψη παρακολούθησης, ποσοτικής εκτίμησης, πρόγνωσης, αξιολόγησης κινδύνων, πρώιμης διάγνωσης, θεραπείας, πρόληψης και ολιστικής βελτιστοποίησης. Η ολιστικότητα, στη συγκεκριμένη περίπτωση, νοείται πολυδιάστατη, συνεχής καθόλη τη διάρκεια της ζωής και κατευθυνόμενη προς τον έλεγχο κάθε λειτουργίας, με προεξάρχουσα τη λειτουργία της υγιούς ζωής. Αυτή η διεύρυνση του όρου μπορεί να θεωρηθεί ως η πιο συγκεκριμένη και ολοκληρωμένη πραγμάτωση μιας ευρύτερης τάσης ιατρικοποίησης, που είχε διατυπωθεί παλιότερα από πολλούς θεωρητικούς.
Καταλήγοντας, η Ιατρική Ακριβείας απέχει πολύ από το να αντιπροσωπεύει μια νέα μορφή της Ολιστικής Ιατρικής του παρελθόντος, η οποία είχε διαμορφωθεί πάνω στα πρότυπα της ανθρωπιστικής ιατρικής και εστιαζόταν στον προσδιορισμό των δυνατοτήτων, στις υποκειμενικές εμπειρίες και στις αξίες του συνόλου ανθρώπινου όντος. Ο στόχος μετακινείται πλέον από την ελπίδα να ελεγχθεί η νόσος μέσω της χειραγώγησης κάποιων ολίγων παραμέτρων, προς μια προσπάθεια ελέγχου μέσω της διαχείρισης ολόκληρης της δυναμικής διεργασίας της ζωής. Πρόκειται για μια βιοψυχοκοινωνική ιατρική, που διαρθρώνεται με αμιγώς τεχνοεπιστημονικούς όρους. Αυτή η τάση που εμφωλεύει στο νέο παράδειγμα, τροφοδοτεί αλλά ταυτοχρόνως ενισχύεται από τον φρενήρη ατομικισμό που χαρακτηρίζει τη γενικότερη κυριάρχηση της λογικής της τεχνοεπιστήμης. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο, ο ασθενής δεν διαθέτει αλλά και δεν δέχεται πλέον άλλα σημεία αναφοράς πέρα από τις προσωπικές του αντιλήψεις και τις γνώσεις του για την υγεία και τη νόσο, και πέρα από την ατομική του εμπειρία και τις ερμηνείες του. Έτσι, όμως, καταρρέει το ρυθμιστικό κοινωνικό ιδεώδες του δίπολου φυσιολογικό/παθολογικό, πάνω στο οποίο, κατά το 19ο αιώνα, βασίστηκε η διαμόρφωση της ανθρωπιστικής φυσιογνωμίας της (επιστημονικής) Ιατρικής. Ή –πολύ πιο απλά– αλλάζουν τα προαπαιτούμενα και οι ανθρωπιστικές αναφορές.
Το ενδεχόμενο αυτό απαιτεί συνεχή επαγρύπνηση, όχι μόνο σε επίπεδο Ιατρικής και ιατρικής εκπαίδευσης, αλλά και σε ευρύτερο κοινωνικό αλλά και πολιτικό επίπεδο. Η ενσωμάτωση των αρχών και μεθόδων της Ιατρικής Ακριβείας απαιτεί θεσμικές προβλέψεις, ώστε να καταστεί αποτελεσματική, τόσο για τον κάθε συγκεκριμένο ασθενή, όσο και για την εξασφάλιση της κοινωνικής αναπαραγωγής, της οποίας η Ιατρική αποτελεί βασική συνιστώσα. Παραφράζοντας αυτά που είπε ο Αμερικανός μικροβιολόγος και βιοφυσικός Καρλ Βούζι για τη νέα βιολογία του 21ου αιώνα: «Μια κοινωνία που επιτρέπει στην [Ιατρική] να εξελίσσεται σε μηχανιστικό αντικείμενο και να διολισθαίνει προς μια τάση αλλαγής του ζωντανού κόσμου χωρίς να προσπαθεί να τον κατανοήσει, αποτελεί κίνδυνο για τον ίδιο της τον εαυτό».
Τάσης Θ. «Ψηφιακός Ανθρωπισμός», 3η έκδοση, Αρμός, Αθήνα 2019.
Skrabanek P., «The Death of Humane Medicine and the Rise of Coersive Healthism», Suffolk, St Edmundsbury Press Ltd, Bury St Edmunds, 1995.
Harari YN., «Homo Deus», New York, HarperCollins, 2016.
Illich I., «Medical Nemesis. The expropriation of health», London, Calder and Boyars, 1975.
Αναστάσιος Ε. Γερμενής, Ομότιμος Καθηγητής Ανοσολογίας και Αντεπιστέλλον Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών
πηγή: monde-diplomatique.gr