Η άχαρη στιγμή που η λέξη «φιλότιμο» μεταφράζεται τελικά, σε όλες τις γλώσσες
ΝΙΚΗ ΜΠΑΚΟΥΛΗ
Η ελληνική λέξη «φιλότιμο» είναι γνωστή ως αυτή που δεν έχει ακριβή μετάφραση σε οποιαδήποτε άλλη γλώσσα. Η αλήθεια φαίνεται πως είναι κάπως διαφορετική.
Η λέξη «φιλότιμο» υπάρχει ως «μπαξίσι» στο τουρκικό λεξικό.
Το φιλότιμο είναι όρος που κυκλοφορεί στον πλανήτη ως αδύνατος να μεταφραστεί με ακρίβεια (επαρκώς), σε οποιαδήποτε γλώσσα και δη μονολεκτικά.
Διαχρονικά έχει επικρατήσει η θεωρία που θέλει την αρχαία αυτή λέξη να περιλαμβάνει ένα σύνθετο πλέγμα αρετών.
Προκύπτει από το φιλό-+τιμος και άρα θα έλεγε κάποιος πως πρόκειται για τον φίλο της τιμής.
Ο Σταύρος Παναγιωτίδης τώρα, αποκαλύπτει μια διαφορετική ιστορία στο βιβλίο του με τίτλο «Μύθοι, παρεξηγήσεις και άβολες αλήθειες της ελληνικής ιστορίας» (εκδόσεις Κέδρος).
Κατά τον διδάκτορα σύγχρονης ιστορίας η αλήθεια είναι η εξής:
«Το φιλότιμο δεν ήταν τίποτα άλλο από τα χρηματικά ποσά, τα οποία δώριζαν οι μητροπολίτες στον πατριάρχη για το διορισμό τους» στα χρόνια της οθωμανικής αυτοκρατορίας».
Πιο συγκεκριμένα, στο κεφάλαιο με τίτλο «Η στάση του Πατριαρχείου» στα χρόνια της Επανάστασης του 1821 ο συγγραφέας αναφέρει μεταξύ άλλων πως «το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης είχε επισήμως την ευθύνη να διασφαλίζει την υποταγή των χριστιανών στον σουλτάνο και ταυτόχρονα, ρύθμιζε τις νομικές υποθέσεις (πχ περιουσιακά ζητήματα), διαδραματίζοντας ρόλο δικαστηρίου.
Αυτό είχε δέσει τόσο σφικτά το Πατριαρχείο με την οθωμανική κρατική εξουσία, ώστε πολύ συχνά πατριάρχης οριζόταν από τον σουλτάνο αυτός που διατηρούσε την καλύτερη πρόσβαση στα δίκτυα εξουσίας των Οθωμανών και πρόσφερε τα μεγαλύτερα «μπαξίσια» στους κατάλληλους ανθρώπους.
Μάλιστα, μέσα από αυτόν τον χρηματισμό προέκυψε και το περίφημο «φιλότιμο», το οποίο πολλοί αναφέρουν ως λέξη που δεν υπάρχει σε καμία άλλη γλώσσα, διότι, όπως πιστεύουν, αντανακλά μια αποκλειστική ελληνική ιδιότητα: την αγάπη για την προσωπική και τη συλλογική τιμή».
Χρηματικά ποσά δεν δώριζαν μόνο οι μητροπολίτες στον πατριάρχη για το διορισμό τους.
«Είναι χαρακτηριστικό ότι, εξαιτίας των ανταγωνισμών και των χρηματισμών, μόνο τον 17ο αιώνα ο πατριαρχικός θρόνος άλλαξε κάτοχο 54 φορές, με αφετηρία το 1466, όταν ο Συμεών ενθρονίστηκε έχοντας δώσει 1.000 χρυσά νομίσματα στον Σουλτάνο».