Για τον Δημήτρη δεν υπήρχαν αδιέξοδα
Δημήτρης Φωτόπουλος (1965-2021)
«Στο design δεν υπάρχουν αδιέξοδα!» Το περιπαικτικό «μότο» του Δημήτρη Φωτόπουλου ήταν ένα μίγμα διαμαρτυρίας και αυτοσαρκασμού, κάθε φορά που προσπαθούσε να χωρέσει σε ένα πρωτοσέλιδο διαστάσεων 28×32 εκατοστών την ανοικονόμητη φλυαρία των υπολοίπων. Παραδόξως, τα κατάφερνε και μάλιστα χωρίς τη δραστική συμβολή της λαιμητόμου του Ροβεσπιέρου πάνω στους σχοινοτενείς τίτλους των θεμάτων που οι υπόλοιποι στέλναμε και απαιτούσαμε να χωρέσει και παραπέμψει στο εξώφυλλο της εφημερίδας, στη βιτρίνα της που θα ‘μενε κρεμασμένη την επόμενη μέρα στα περίπτερα, στα άλλα σημεία πώλησης και στις ψηφιακές αναπαραγωγές της.
Πράγματι, στο design του Δημήτρη δεν υπήρχαν αδιέξοδα. Διότι στους δέκα μήνες που ανέλαβε τον σχεδιασμό της πρώτης σελίδας και τον ανασχεδιασμό όλης της εφημερίδας -δυστυχώς χωρίς να προλάβει να τον ολοκληρώσει-, στις πρωτοφανείς συνθήκες της υγειονομικής, πολιτικής και οικονομικής πανδημίας, πέτυχε μια μοναδική ενότητα μορφής και περιεχομένου.
Εικόνα, χρώμα, ένταση, νεύρο, αιχμηρότητα απέδωσαν ιδανικά, πιστεύω, μέσω των εξωφύλλων της εφημερίδας την κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» που βιώνει η κοινωνία, εν μέρει λόγω πανδημίας και εν μέρει λόγω μιας κυβέρνησης πρωτοφανώς κυνικής και επικίνδυνης. Το αποτέλεσμα είναι μια εφημερίδα με σαφή ταυτότητα, που δεν αφήνει καμιά αμφιβολία για τη θέση της απέναντι στα γεγονότα. Μια εφημερίδα αναφοράς που ωθεί τα φιλοκυβερνητικά ραδιοτηλεοπτικά ΜΜΕ, κάθε φορά που θέλουν να δώσουν μια βολική «πάσα» στον κυβερνητικό καλεσμένο τους, να ρωτούν: «Και τι έχετε να πείτε για το πρωτοσέλιδο της “Εφ.Συν.”;» Ο Δημήτρης ήταν αναπόσπαστο κομμάτι αυτής της επιτυχίας.
«Δεν είμαι ζητιάνος, καλοί μου συνάδελφοι». Αυτό ήταν το δεύτερο «μότο» του Δημήτρη, που αντηχούσε τις μεγάλες ώρες της νύχτας στις αίθουσες της εφημερίδας, όταν η πρώτη σελίδα στηνόταν σε μια αναμέτρηση με τον χρόνο – τον χρόνο του πιεστηρίου, της έκδοσης, του πρακτορείου, της κυκλοφορίας. «Δεν είμαι ζητιάνος», ήταν η εύθυμη έκκληση της επίσπευσης, να σταλούν οι τίτλοι κι οι υπότιτλοι, να ενωθούν το περιεχόμενο κι η μορφή στη σύλληψη που είχε στο μυαλό του.
Γιατί αυτό που συχνά αγνοούν ακόμη και έμπειροι δημοσιογράφοι είναι πως η έντυπη ενημέρωση είναι μια αλυσίδα παραγωγής που ξεκινά από το ρεπορτάζ, γίνεται κείμενο, διορθώνεται, παίρνει τίτλους, εικονογραφείται, γίνεται σελίδα κι ο «αφρός» του γίνεται πρωτοσέλιδο, αλλά όλα πρέπει να γίνουν σε συγκεκριμένο χρόνο και παρά τις τεράστιες ευκολίες της ψηφιακής τεχνολογίας, όλα καταλήγουν στον τελευταίο κρίκο της αλυσίδας, που θα γίνει η πρώτη σελίδα της εφημερίδας, οπότε «οι τελευταίοι έσονται πρώτοι».
Ομως, όλα εξελίσσονται μέσα στην πιεστική συνθήκη μιας χοάνης που το στενό της άκρο -το ατελιέ- είναι η διέξοδος ενός τεράστιου όγκου συλλογικής δουλειάς. Βεβαίως, στο design δεν υπάρχουν αδιέξοδα, που θα έλεγε κι ο Δημήτρης, διαχειριζόμενος με ψυχραιμία, αυτοκυριαρχία, χιούμορ (όμως, πολύ φοβάμαι και με συσσωρευμένο, ανέκφραστο στρες) τη μεγάλη πίεση της αναμέτρησης με τον χρόνο.
Τι τσάκισε την καρδιά του Δημήτρη; Θέλω να πιστεύω ότι το σύντομο, δημιουργικό, λαμπερό πέρασμά του από τη συνεταιριστική «Εφ.Συν.» άφησε πάνω του κυρίως ευχάριστο, ανακουφιστικό, απελευθερωτικό αποτύπωμα. Ομως, η αγωνιώδης εργασιακή περιπλάνηση στην οποία υπέβαλε τον Δημήτρη και εκατοντάδες άλλους δημοσιογράφους, γραφίστες, τεχνικούς, διοικητικούς, τυπογράφους η κρίση στον Τύπο και η τυχοδιωκτική πολιτική των ιδιοκτητών των ΜΜΕ την τελευταία δεκαετία, το «φέσωμα», οι απολύσεις, οι απλήρωτες αμοιβές και αποζημιώσεις, τα λουκέτα, είναι απίθανο να μην άφησαν τραύματα και πληγές. Γιατροί δεν είμαστε, αλλά με τόσο θανατικό που έχει πέσει γύρω μας -και τόσο επίμονα σ’ αυτή την εφημερίδα- είναι αδύνατο να μην είμαστε καχύποπτοι.
ΥΓ. Με ευχές και επι-μετα-θανάτιους αποχαιρετισμούς δεν το ‘χω, αλλά μακάρι όπου βρίσκεται ο Δημήτρης, οι πλατείες Μαβίλη και Νέας Σμύρνης να ‘ναι ορθάνοιχτες, ελεύθερες. Και να σερβίρουν ό,τι τραβάει η ψυχή του.
Ενα αστέρι που πέρασε από εδώ
Ο Δημήτρης Φωτόπουλος ήταν ένα αστέρι που δυστυχώς χάρισε για ελάχιστους μόνο μήνες τη λάμψη του στην εφημερίδα μας.
Εξαιρετικός άνθρωπος και επαγγελματίας, δημοσιογράφος με ήθος και ευγένεια, καλλιτέχνης με έμπνευση και δημιουργικό πνεύμα, συνάδελφος που ήξερε να ακούει, να μιλάει λίγο και κυρίως να καταλαβαίνει πολλά, να πιάνει τον σφυγμό των εξελίξεων και την ουσία των προβληματισμών στις συσκέψεις και ύστερα να δίνει με επιτυχία μορφή, σχήμα και χρώμα σε αυτό που θέλαμε να εκφράσουμε στα πρωτοσέλιδα μας ή στις διαφημίσεις της εφημερίδας.
Τον γνώρισα όταν ήρθε στην «Εφημερίδα των Συντακτών» -πριν από εννέα μήνες- και εκτίμησα μαζί με όλα τα άλλα χαρίσματά του το ήρεμο χιούμορ του και τη σεμνότητά του, χαρακτηριστικό όσων γνωρίζουν την αξία τους αλλά δεν τη διαφημίζουν.
Πιστεύω ότι και εκείνος ένιωθε καλά και άνετα στην εφημερίδα μας, ότι τον ενέπνεε και του έδινε τη δυνατότητα να αναπτύξει νέες ιδέες και προτάσεις, να εκφράσει ελεύθερα το ταλέντο του.
Ο Δημήτρης Φωτόπουλος μέσα σε λίγους μήνες είχε κατακτήσει μια θέση στην καρδιά μας.
Θα την έχει για πάντα. Νικόλας Βουλέλης
Ενας υπέροχος άνθρωπος
Γνώριζα την εξαιρετική δουλειά του, αλλά με τον Δημήτρη Φωτόπουλο πρωτοσυναντηθήκαμε το περασμένο καλοκαίρι στην «Εφ.Συν.» όταν αναζητούσαμε το κατάλληλο πρόσωπο που θα αναλάμβανε τη θέση του art director. Από την πρώτη στιγμή τα επαγγελματικά μας χνότα ταίριαξαν και σύντομα αρχίσαμε να περνάμε ατέλειωτες ώρες μαζί καθημερινά δουλεύοντας πάνω στον ανασχεδιασμό της εφημερίδας, τα πρωτοσέλιδα, τις προσφορές μας. Δεν γνώρισα μόνο έναν άψογο επαγγελματία, με πάθος γι’ αυτό που έκανε, δημοσιογραφική αντίληψη και υψηλή αισθητική. Αλλά κι έναν υπέροχο άνθρωπο.
Ενα γλυκύτατο παιδί, με ανατρεπτικό χιούμορ, σε μια διαρκή κίνηση. Ενα φιλαράκι που η συνεργασία μας ήταν τόσο αρμονική ώστε νόμιζες ότι δουλεύουμε μαζί δεκαετίες. Οι διαφωνίες μας ήταν πάντα δημιουργικές γιατί ο Δημήτρης, πέρα από το αστείρευτο ταλέντο που διέθετε, είχε τον τρόπο να δημιουργεί ηρεμία ακόμα και στις πιο δύσκολες καταστάσεις. Θα είναι καθημερινά μαζί μας. Στη σκέψη, στο βλέμμα, στις καρδιές μας. Αλλά, ρε Μίμη, βιάστηκες να φτιάξεις το δικό σου πρωτοσέλιδο… Μας λείπεις ήδη. Καλό ταξίδι, φιλαράκο… ΣΩ.ΜΑ.
Αποχαιρετισμοί
Την αρχή έκανε ο Ρίζος (Ψύλλος) που έφυγε από εγκεφαλικό πέρσι τον Απρίλιο, μετά πήρε σειρά ο Πανούλης μας (Σαράκης) χριστουγεννιάτικα που τον έφαγε το σαράκι και τώρα ο Δημήτρης μας (Φωτόπουλος) από έμφραγμα. Μια γενιά εκλεκτών πενηντάρηδων υλατζήδων, που κόσμησαν το δημοσιογραφικό στερέωμα όχι μόνο με τις αστεράτες δημιουργίες τους αλλά κυρίως με το βάθος του κριτικού τους πνεύματος και ήθους.
Αποκαλυπτικό το βιογραφικό τους στο ποιος πληρώνει το μάρμαρο των τυχάρπαστων εκδοτικών περιπετειών. Με υπονομευτικό χιούμορ, διακριτικοί και ευγενείς. Αλήτρες, όπως έλεγε και ο Ρίζος, πιείτε ένα ποτήρι κι από μας εκεί στο ροκόμπαρο του άλλου κόσμου όπου σμίξατε. Και μακάρι να πιστεύαμε και στον άλλο κόσμο δηλαδή… ΙΩ.Σ
Τελικά, ρε Φωτόπουλε, δεν μεγάλωσες ποτέ
Οπως ακριβώς το έλεγε: «Σιγά μη μεγαλώσω εγώ, ρε μαλάκα». Και τελικά δεν μεγάλωσε. Εκείνος ήξερε τι εννοούσε όταν το έλεγε. Και εμείς ξέραμε. Καμία σχέση με αυτό που τελικά συνέβη. Βαθιά στενοχώρια και οργή το βράδυ της Καθαράς Δευτέρας. Στενοχώρια γιατί έφυγε ο Φωτόπουλος. Ο «κοτόπουλος» που έλεγε η κόρη μου η Εμμανουέλα και την κάναμε χάζι. Είναι δυνατόν;
Οργή γιατί χάσαμε τον Δημήτρη. Αλλά και επειδή όταν φεύγουν τέτοιοι υπέροχοι άνθρωποι, επιβεβαιώνεται αυτό το εξοργιστικά συνεπές με την κωλοπραγματικότητα «οι καλοί φεύγουν νέοι».
Ο Δημήτρης ήταν ο φίλος και ο συνάδελφος που όλοι θέλουμε να έχουμε. Πάντα μπροστά σου, ποτέ πίσω σου. Στις χαρές και στις λύπες μαζί, που λέει και το σύνθημα. Πολλά θαύμαζα στον Δημήτρη. Θα πω ένα. Τόσα χρόνια δεν βρήκε μία στραβή κουβέντα να πει για κανέναν. Και όταν έπεφτε μπροστά σε κανένα κουτσομπολιό, προσπαθούσε να αλλάξει κουβέντα. Και αν δεν άλλαζε η κουβέντα, έφευγε για να μην ακούσει. Και ποτέ από πίσω σου. Πάντα μπροστά σου. Νοιαζόταν, νοιαζόταν για όλους. Και βοηθούσε. Οσο και όπως μπορούσε. Ωραία παρέα ο Δημήτρης, ρε παιδί μου. Εξυπνο χιούμορ, οξυδέρκεια, ευρεία γνώση, έμφυτη ευγένεια, συστολή, γοητεία, καλοσύνη. Ωραίος τύπος! Δεν μπορούσες να νευριάσεις μαζί του. Τσαντίζομαι που από προχθές μιλάω με κοινούς μας φίλους και λέμε «καλός άνθρωπος ο Δημήτρης». Καλοί είμαστε εμείς, αυτός ήταν παραπάνω από καλός.
Για τα άλλα, τις γνώσεις του, τον επαγγελματισμό του, την αισθητική του, τη δουλειά του, την άποψή του, την αγάπη του στο καινούργιο, αυτά ελπίζω να σας τα πουν άλλοι.
ΥΓ.1: Προς Πέπη και Βιβή. Είμαι υπερήφανος που ήμουν φίλος του. Να είστε κι εσείς υπερήφανες που είχατε τέτοιο άντρα και τέτοιο πατέρα.
ΥΓ.2: «Ναι ρε, θα την προσέχω τη Ζωή». Η Ζωή είναι η γυναίκα μου, η κολλητή του. Την αγαπούσε και τον αγαπούσε πολύ. Και σαν γραφίστα, γιατί εκείνη γραφίστας είναι, τον θαύμαζε.
ΥΓ.3: Να μοιάσετε στον Δημήτρη, παιδιά. Με Φωτόπουλους θα πάμε καλύτερα. Γιάννης Καμπουράκης
Ο υπέροχος διπλανός μου
Τον γνώρισα τον Νοέμβριο του 1987 στον «Ελεύθερο Τύπο». Τότε που δουλεύαμε ακόμη με letter-set και repromaster. Ταιριάξαμε, έγινε φίλος μου. Ο κολλητός μου. Ο Δημήτρης για μένα είναι σταθμός, σύμβολο. Είναι ο αδελφός που δεν είχα και θα ήθελα να έχω. Με στήριξε σε ό,τι κι αν χρειάστηκα. Ο συνάδελφος που θαύμαζα και δεν με πρόδωσε ποτέ. Ο υπέροχος διπλανός μου. Πόσο εύκολα γοήτευε τους ανθρώπους…
Μετά ήρθε η Πέπη και μετά η Βιβή. Τα κορίτσια του. Οι θησαυροί του. Τα πάντα όλα. Ο λόγος για να αναπνέει. Δεν οδηγούσε ο Δημήτρης. Με το κλείσιμο της εφημερίδας, ή θα τον πήγαινα σπίτι του ή θα τον άφηνα στην πλατεία Μαβίλη. Η ώρα εκείνη, αυτής της διαδρομής, ήταν η ώρα που λέγαμε τα πιο σημαντικά, τα πιο ουσιώδη, τα μυστικά μας, και γελάγαμε πολύ, μέχρι δακρύων. Ηταν όλοι φίλοι για τον Δημήτρη, ο κόσμος όλος. Δεν είχε αντιπάθειες. Ηταν για όλους εκεί και είχε πάντα μια καλή κουβέντα με το καυστικό του χιούμορ, με τις ατάκες του.
Το τελευταίο του μήνυμα: «Αλλαξες δουλειά; Πάλι τους κορόιδεψες ότι είσαι η καλύτερη, βρε Κατσιγιάννη; Δεν υπάρχει ελπίδα σου λέωωωω». «Αντε να μαζευόμαστε», του απάντησα, «πολύ κράτησε αυτό το αστείο με την καραντίνα».
Δημήτρη μου, έγινε τελικά αυτό που ήθελες. Να μείνεις αιώνιος νέος. Ζωή Κατσιγιάννη
Η ψηφιακή έκδοση του gr design (www.grdmagazine.gr) την ερχόμενη Παρασκευή θα φιλοξενήσει ένα μεγάλο αφιέρωμα στη μνήμη του λατρεμένου μας Δημήτρη. Φωτογραφίες και κείμενα για τη διαδρομή του από το 1985 έως χθες στον Τύπο και τα ΜΜΕ, μέσα από τα μάτια των φίλων, των συναδέλφων, των δικών του ανθρώπων.
Δεν ήταν μόνο καλλιτέχνης, ήταν και δάσκαλος
[Δυο λόγια ως μικρός αποχαιρετισμός εκ μέρους της Λέσχης Ελλήνων Γελοιογράφων]
Οταν έχουν ασπρίσει τα μαλλιά σου μέσα στις εφημερίδες και όταν έχεις άποψη πάνω στην αισθητική αποτύπωση ενός μηνύματος, δύσκολα μπορεί να σε πείσει κάποιος ότι η άποψή σου είναι λανθασμένη. Είχα την τύχη να συνεργαστώ με τον Δημήτρη Φωτόπουλο για το Λεύκωμα της Λέσχης Ελλήνων Γελοιογράφων του 2018 «Πόλεμος Α.Ε. – War S.A.».
Πραγματική τύχη, μιας και ο Δημήτρης –ακόμα κι αν διαφωνούσες μαζί του– είχε μια μαγική συνταγή και να σε πείθει και να σε διδάσκει. Δίπλα του κατάφερα να μάθω πράγματα που δεν τα είχα μάθει μια ολόκληρη ζωή στις εφημερίδες. Ο Δημήτρης είχε ένα ασίγαστο πάθος, μια εκρηκτική δημιουργικότητα… Οι ιδέες και οι προτάσεις του είχαν τη δύναμη να παρασύρουν κάθε αντίθετη γνώμη. Ηξερε να κερδίζει τον θεατή και τον αναγνώστη. Το έργο του για τη Λέσχη μας από το 2017 ώς και το 2020 (λευκώματα, μπάνερ και flyers) ήταν μεγαλειώδες και θα μείνει ως οδηγός για κάθε τι στο μέλλον. Ο Δημήτρης δεν ήταν μόνο καλλιτέχνης, ήταν και δάσκαλος. Είχε ένα σπάνιο προτέρημα: δεν κρατούσε καλά φυλαγμένα τα μυστικά της δουλειάς αλλά τα μοιραζόταν. Ηταν κορυφαίος σε κάθε τι που έκανε. Τον ευχαριστούμε… Παναγιώτης Μήλας
Ο δικός μας Μήτσος
Τον Μήτσο ήξερες πού να τον βρεις πάντα. Δεν χρειαζόταν να τον ψάξεις. Δημιουργούσε μπροστά στην οθόνη του υπολογιστή, βασάνιζε με τις ιδέες του, σε έκανε να βγεις από τα ρούχα σου με τα κόλπα του. Ηταν εκεί, πιστός, φίλος, ιδιοφυής, δημιουργικός. Δεν βιαζόταν και βιαζόταν μαζί. Τον περίμενε το στέκι του, μετά τη δουλειά, στου Λώρα, στην πλατεία… Κι εκεί ήξερες πού θα τον βρεις.
Τρελό με τη νύχτα, μαγεμένο με την Ανοιξη, πότη της ανθρώπινης ψυχής, ανέμελο μπαγάσα στη χαρά. Ευαίσθητος και λυπημένος, ο καλύτερος της παρέας, φίλος για τους φίλους, αλληλέγγυος με το δίκαιο. Ο δικός μας Μήτσος, ο Δημήτρης μας στον «Ελεύθερο Τύπο», με περιοδικά και εξώφυλλα παραμάσχαλα, με το τσιγάρο στα χείλη. Χαθήκαμε στο μεγάλο χωριό της δημοσιογραφίας, εδώ που όλοι γνωριζόμαστε. Ηξερα όμως πάντα πως αρκούσε ένα σύντομο μήνυμα «Δημήτρη θέλω αυτό» και η απάντηση ερχόταν πάντα «Εγινε. Φιλιά». Ματίνα Παπαχριστούδη
Συλλυπητήρια από την ΕΣΗΕΑ
Ανακοίνωση για τον Δημήτρη έβγαλε και το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΣΗΕΑ, καταγράφοντας την επιτυχημένη επαγγελματικά πορεία του: Ο Δημήτρης Φωτόπουλος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1965 και σπούδασε γραφιστικές τέχνες στο Deutsches Kolleg Fur Graphik und Design. Παράλληλα, παρακολούθησε αρκετά σεμινάρια επιμόρφωσης στην ιστορία της τέχνης, τη διαφήμιση και τις νέες τεχνολογίες. Τη δημοσιογραφική του πορεία ξεκίνησε το 1985 στην εφημερίδα «Βραδυνή», απασχολούμενος στον τομέα των εκτυπώσεων των εφημερίδων και των εντύπων της εταιρείας. Στη συνέχεια, από το 1988 έως σήμερα, εργάστηκε σε πολλές εφημερίδες και περιοδικά, όπως στον «Ελεύθερο Τύπο», το «Χρηματιστήριο», τον «Αδέσμευτο Τύπο» του Δ. Ρίζου, τη «Νέα Σελίδα», τον «Επενδυτή» και το «Εθνος», ως art director, προσφέροντας πολλά στον σχεδιασμό και την αισθητική τους.
Στο βιογραφικό του συμπεριλαμβάνει η Ενωση και τον ερχομό του στην «Εφ.Συν.»: «Από το περασμένο καλοκαίρι είχε αναλάβει τον ανασχεδιασμό της «Εφημερίδας των Συντακτών» και την επιμέλεια των βιβλίων που συνόδευαν τη σαββατιάτικη έκδοσή της. Τελευταίες δουλειές του ήταν τα βιβλία-αφιερώματα στον στιχουργό Αλκη Αλκαίο και στον κορυφαίο Ελληνα ηθοποιό Δημήτρη Χορν».
Και καταλήγει: «Ο Δημήτρης Φωτόπουλος ήταν ένας πολύ ταλαντούχος και ικανός άνθρωπος, με συνέπεια και υψηλή επάρκεια, ο οποίος άφηνε πάντοτε το προσωπικό του στίγμα στις επαγγελματικές συνεργασίες του. Ταυτόχρονα, ο ζεστός χαρακτήρας και το ανατρεπτικό χιούμορ του τον έκαναν ιδιαίτερα αγαπητό σε όσους τον γνώριζαν. Γι’ αυτό και η είδηση για τον αδόκητο χαμό του γέμισε με αισθήματα οδύνης τη δημοσιογραφική οικογένεια».
πηγή: efsyn.gr