ΕΙΚΑΣΤΙΚΟ ΔΡΩΜΕΝΟ ΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΣΤΕΡΙΟΥ ΣΤΑ ΠΛΑΙΣΙΑ ΤΟΥ ΕΟΡΤΑΣΜΟΎ ΓΙΑ ΤΑ 80 ΧΡΌΝΙΑ ΑΠΌ ΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ

γράφει ο Λεόντιος Πετμεζάς, Ιστορικός τέχνης ,επιμελητής εκθέσεων, λογοτέχνης

Από τις 15 έως τις 30 Μάϊου 2021 φι­λο­ξε­νεί­τε το δρώ­με­νο -εγκα­τά­στα­ση “Μα­τω­μέ­να Πορ­ταί­τα” του Δη­μή­τρη Αστε­ρί­ου, στο Γιαλί Τζα­μι­σί – Παλιό Λι­μά­νι Χα­νί­ων, με την υπο­στή­ρι­ξη της Πε­ρι­φέ­ρειας Κρή­της, του Δήμου Χα­νί­ων και του Δη­μο­τι­κού Λι­με­νι­κού Τα­μεί­ου Χα­νί­ων. Η εγκα­τά­στα­ση του ζω­γρά­φου – ει­κα­στι­κού Δη­μή­τρη Αστε­ρί­ου έχει απώ­τε­ρο στόχο να κα­τα­δεί­ξει με εκτε­νείς ση­μάν­σεις από­δο­σης την αέναη πάλη του αν­θρώ­πι­νου πνεύ­μα­τος κατά του φα­σι­σμού και να τι­μή­σει όλους εκεί­νους που υπέ­φε­ραν και έδω­σαν ακόμη και τη ζωή τους στη μάχη αυτή. Μια μάχη που φαι­νο­με­νι­κά τε­λεί­ω­σε με την ήττα των δυ­νά­με­ων του άξονα κατά τον β’ πα­γκό­σμιο πό­λε­μο – ήττα στην οποία η συμ­βο­λή του λαού της Κρή­της υπήρ­ξε κα­θο­ρι­στι­κή – και που ωστό­σο συ­νε­χί­ζε­ται δυ­στυ­χώς, με­ταλ­λαγ­μέ­νη, μέσα στις ίδιες πό­λεις της χώρας μας αλλά και του κό­σμου ολό­κλη­ρου που πριν από 75 χρό­νια πα­νη­γύ­ρι­ζαν την με­γά­λη νίκη.

Στο κέ­ντρο της έκ­θε­σης, 30 κόκ­κι­νες με­ταλ­λι­κές στή­λες ανι­σο­ϋ­ψείς, πα­ρα­τάσ­σο­νται σε μια κυ­κλι­κή εγκα­τά­στα­ση. Οι 15 από αυτές θα φέ­ρουν στην κο­ρυ­φή μια κε­φα­λή – ανα­φο­ρά σε κά­ποιον ανώ­νυ­μο μα­χη­τή της Κρή­της, ενώ οι υπό­λοι­πες 15 θα φέ­ρουν ένα ρούχο, ως σή­μα-σύμ­βο­λο της απώ­λειας. Η γε­ω­με­τρι­κή κυ­κλι­κή δομή ως μια ανα­φο­ρά στη σκηνή του αρ­χαί­ου θε­ά­τρου, καλεί το θεατή σε μια συμ­βο­λι­κή συμ­με­το­χή στο χώρο και το χρόνο που δια­δρα­μα­τί­ζε­ται η αφή­γη­ση, ένα χω­ρό­χρο­νο αέναα επα­να­λαμ­βα­νό­με­νο. Πίσω από την κυ­κλι­κή αυτή εγκα­τά­στα­ση, πλαι­σιώ­νουν ως σκη­νι­κά τα «Μα­τω­μέ­να Πορ­τραί­τα». Προ­σω­πο­γρα­φί­ες αν­θρώ­πων της ση­με­ρι­νής επο­χής όπως ο Για­κου­μά­κης, η Το­πα­λού­δη και άλλοι που έδω­σαν μάχη, που είχαν υπο­στεί ρα­τσι­στι­κή επί­θε­ση -βία, που βα­σα­νί­στη­καν ή έχα­σαν τη ζωή τους εξ’ αι­τί­ας του φύλου, της φυλής, της κα­τα­γω­γής, ή της σε­ξουα­λι­κής τους ταυ­τό­τη­τας. Συμ­μέ­το­χοι και συ­να­γω­νι­στές και αυτοί, αφη­γού­νται τις δικές τους ιστο­ρί­ες στην αδιά­κο­πη μάχη κατά του φα­σι­σμού στην σύγ­χρο­νη πλέον μορφή του. Το χρώμα που επι­κρα­τεί στην όλη σύν­θε­ση της έκ­θε­σης είναι το κόκ­κι­νο. Χρώμα του αί­μα­τος, συμ­βο­λι­κό, κυ­ριαρ­χεί τόσο στην γλυ­πτι­κή εγκα­τά­στα­ση όσο και στα πορ­τραί­τα και ενο­ποιεί νοη­μα­τι­κά τις πα­ράλ­λη­λες αφη­γή­σεις των πα­λαιό­τε­ρων και σύγ­χρο­νων ηρώων, γε­φυ­ρώ­νο­ντας το χρόνο και το χώρο, εγκα­θι­δρύ­ο­ντας μια ενό­τη­τα τόσο ιδε­ο­λο­γι­κή όσο και πο­λι­τι­σμι­κή. Γιατί ο αγώ­νας κατά του φα­σι­σμού ποτέ δεν κερ­δί­ζε­ται ολο­κλη­ρω­τι­κά. Απαι­τεί συ­νε­χή επα­γρύ­πνη­ση, ακρι­βώς γιατί φω­λιά­ζει και επω­ά­ζε­ται στην καρ­διά και το μυαλό της άγνοιας, της απαι­δευ­σιάς και μιας φθη­νής, βάρ­βα­ρης και εξω­λο­γι­κής στο­χο­ποί­η­σης του «άλλου», του «δια­φο­ρε­τι­κού», ως εχθρού προς εξό­ντω­ση. Γιατί σ’ αυτή τη μάχη απέ­να­ντι στο θηρίο, το «Μα­τω­μέ­νο Πορ­τραί­το» είναι πλέον η κοι­νω­νία μας, εί­μα­στε εμείς.

 

Στην εμπε­ρι­στα­τω­μέ­νη μι­νι­μα­λι­στι­κή τε­χνι­κή του δη­μιουρ­γού Δη­μή­τρη Αστε­ρί­ου δια­κρί­νου­με την από­λυ­τη μνη­μεια­κή έκ­φαν­ση της κυ­ρί­αρ­χης χροιάς και της συ­ναι­σθη­μα­τι­κής φόρ­τι­σης που απει­κο­νί­ζε­ται εύ­λη­πτα ως ηθο­γρα­φι­κή και ψυ­χο­λο­γι­κή στάση στη δομή της σύλ­λη­ψης του αφιε­ρώ­μα­τος με φω­τι­σμέ­νη εν­δο­σκό­πη­ση και γε­ω­με­τρι­κή δύ­να­μη. Πρό­κει­ται για την και­νο­τό­μα συρ­ρα­φή γνώ­ρι­μων συν­θέ­σε­ων του καλ­λι­τέ­χνη που η συ­νύ­παρ­ξή τους στο συ­νο­λι­κό παρόν εν­δια­φέ­ρον έκ­θε­μα χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται από τις ποι­κί­λες επι­ση­μάν­σεις της δο­μη­μέ­νης από­δο­σης καθώς και μιας συ­ντο­νι­σμέ­νης πε­ρι­ή­γη­σης σε δια­δρα­μα­τι­ζό­με­να συμ­βά­ντα βιώ­σε­ων, δια­δρο­μών πε­ρι­πε­τειών και ευ­ρύ­τε­ρων ζω­τι­κών και ζω­ο­γό­νων διε­ξα­γω­γών. Δια­κρί­νου­με τη με­λε­τη­μέ­νη πα­ρέμ­βα­ση στην εμ­βά­θυν­ση των οι­κεί­ων ανα­φο­ρών που με υπο­κεί­με­νη ελευ­θε­ρία δρά­σης και επί­δρα­σης στη­ρί­ζο­νται άρ­ρη­κτα στην κα­τα­γρα­φή των στοι­χειω­δών και συ­νο­πτι­κών θε­ω­ρη­τι­κών απει­κο­νί­σε­ων της υπο­βλη­τι­κό­τη­τας. Προσ­διο­ρί­ζο­νται σε γραμ­μές συ­γκρο­τη­μέ­νης οντό­τη­τας και συ­νειρ­μι­κής διά­στα­σης που το­νί­ζουν φορ­μα­λι­στι­κά την υφή των ιστο­ρι­κών δια­κυ­μάν­σε­ων και διευ­θε­τή­σε­ων. Το καί­ριο διά­κο­σμο της προ­τα­σια­κής συ­νο­χής και το θε­μα­τι­κό πε­ριε­χό­με­νο των κα­τάλ­λη­λων υλι­κών που χρη­σι­μο­ποιού­νται μέσα από ου­σια­στι­κούς συμ­βο­λι­σμούς συ­γκι­νούν δια­χρο­νι­κά χάρη στη φε­ρό­με­νη δια­δρα­στι­κή λε­πτο­μέ­ρεια της με­τά­πλα­σης που εκ­πέ­μπουν με εκ­φρα­στι­κή προ­ο­πτι­κή και συ­γκρι­τι­κή εν­δυ­νά­μω­ση. Εμπλου­τί­ζε­ται η αρ­χι­κή ιδέα σε ση­μείο που να προ­κα­λεί δέος στο θεατή και να τον προ­σελ­κύ­σει για τη γνω­ρι­μία του άλλου σύ­μπα­ντος, απα­ντώ­ντας σε ερω­τή­μα­τα, αντλώ­ντας δι­δάγ­μα­τα και προσ­δο­κί­ες από συμ­πτω­μα­τι­κές ενο­ρά­σεις και άρ­τιες κα­τευ­θύν­σεις. Στο ευ­πρόσ­δε­κτο επί­πε­δο της στρα­τευ­μέ­νης σχη­μα­το­ποί­η­σης ευ­λα­βι­κά και δρα­μα­τουρ­γι­κά συν­δυά­ζε­ται η προ­σεγ­μέ­νη δω­ρι­κή πα­ρου­σία το­νι­σμέ­νη με σύμ­βο­λα αυ­θε­ντι­κό­τη­τας και με ιδιαι­τε­ρό­τη­τες ασύ­γκρι­της λει­τουρ­γι­κής και αι­σθη­τι­κής αντί­λη­ψης. Με την αυ­στη­ρή και επαρ­κή δια­τύ­πω­ση των επι­λεγ­μέ­νων προ­θέ­σε­ων ανα­δει­κνύ­ο­νται οι προ­σπί­πτου­σες γω­νί­ες και οι οπτι­κές της θέ­α­σης που πα­ρα­βο­λι­κά ανα­πτύσ­σο­νται με δια­φά­νεια και διαύ­γεια γρα­φής απέ­να­ντι σε εξε­λι­κτι­κές συ­μπε­ρι­φο­ρές. Στις χρω­μα­τι­κές επι­φά­νειες οι διτ­τές τομές της λιτής στάθ­μι­σης ενερ­γο­ποιούν εμ­φα­νέ­στα­τα με καλ­λιέρ­γεια εγ­χει­ρή­μα­τος βαθ­μούς αυ­τό­νο­μης αντα­νά­κλα­σης που ανα­κυ­κλώ­νουν ερ­γο­νο­μι­κά κλί­μα­κες πνευ­μα­τι­κής άσκη­σης και ιδε­ώ­δεις ανα­λο­γί­ες αντι­με­τώ­πι­σης. Στον χώρο υπάρ­χει βί­ντεο εγκα­τά­στα­ση με το όνομα Η Φωνή όπου ακού­γε­ται η φωνή της Μά­γδας Φύσσα που ανα­φέ­ρει ονό­μα­τα αν­θρώ­πων που έχουν χάσει την ζωή τους από την να­ζι­στι­κή ορ­γά­νω­ση της Χρυ­σής Αυγής η είναι θύ­μα­τα ρα­τσι­στι­κής η άλλης μορ­φής βίας.

Μια θά­λασ­σα από στε­ριά: Η μάνα γη, γό­νι­μη τρο­φός και στερ­νή αγκα­λιά σαν έρθει η ώρα ν’ ακο­λου­θή­σου­με το βου­η­τό της μέ­λισ­σας, της αρ­χαί­ας ψυ­χο­πο­μπού, που θα μας οδη­γή­σει πίσω, στην αρ­χέ­γο­νη μη­τέ­ρα. Μια φωνή από πέτρα: Κο­φτε­ρή σαν της Δι­καιο­σύ­νης το σπαθί. Καλεί τα παι­διά που χά­θη­καν πρό­ω­ρα, άδικα, βίαια. Ένα προ­σκλη­τή­ριο νε­κρών. Αυτών που κά­ποιοι βιά­στη­καν να τους κό­ψουν το βήμα. Γιατί γεν­νή­θη­καν με «λάθος» χρώμα, «λάθος» φύλλο, «λάθος» άποψη. Γιατί δεν σώ­πα­σαν, γιατί τρα­γού­δη­σαν, εκ­φρά­στη­καν, έζη­σαν αλ­λιώς. Ο Δη­μή­τρης Αστε­ρί­ου με το έργο του αυτό, μας δίνει μια υπό­σχε­ση. Πως δεν θα ξε­χά­σου­με. Πως τα παι­διά που χά­θη­καν θα βα­δί­ζουν για πάντα σαν σκιές στο πλάι μας, μέχρι την τε­λι­κή δι­καί­ω­ση. Μέχρι που η ιε­ρό­τη­τα της ζωής του κάθε αν­θρώ­που ανε­ξάρ­τη­τα από τη φυλή, το φύλλο, τις πο­λι­τι­κές του από­ψεις, τις ερω­τι­κές του προ­τι­μή­σεις, να γίνει κοινό κτήμα όλων.

πηγή: atexnos.gr