ΕΑΜ και Θρησκεία

Ήταν η πιο εκπληκτική υπερά­σπιση της αναγραφής του θρη­σκεύματος στις ταυτότητες που διάβασα τον τελευταίο καιρό. Σε πρωινή εφημερίδα γράφτη­κε ότι μέχρι και οι ταυτότητες του ΕΑΜ μνη­μόνευαν το «χριστιανός ορθόδοξος» μαζί με τα άλλα χαρακτηριστικά που συνήθως γράφονται στις ταυτότητες (όνομα, χρόνος γέννησης κ.λπ.). Ώστε μετά το λάβαρο της Αγίας Λαύρας επι­στρατεύεται τώρα και το ΕΑΜ στη συνδικα­λιστική διεκδίκηση του κ. Χριστόδουλου! Έλε­ος!
Δεν ήξερα, ομο­λογώ, ότι το Ε­ΑΜ είχε εκδώ­σει ταυτότητες (επίση­μες, φαντάζομαι, εννο­ούσε, ο αρθρογράφος, όχι τις πλαστές της πα­ρανομίας). Αλλά, βέ­βαια, ούτε αντιεκκλησιαστικό ούτε αντιχρι­στιανικό κίνημα υπήρξε. Ήταν κίνημα εθνικο-απελευθερωτικό. Σε μιαν εποχή έσχατου κιν­δύνου για την εθνική, για την ίδια την ανθρώπινη, επιβίωση του ελληνικού λαού θέλησε να παρα­μερίσει κάθε τι που θα μπορούσε να χωρίσει τους Έλληνες μπροστά στον κοινό σκοπό. Αυ­τό δεν σημαίνει ότι οι άνθρωποι που ενέπνευ­σαν, που δημιούργησαν το ΕΑΜ δεν είχαν α­πόψεις για τον Χριστιανισμό. Μαρξιστές οι πε­ρισσότεροι τους, ήταν φιλοσοφικά άθεοι. Δε­μένοι, όμως, και με τις παραδόσεις του τόπου συμμερίζονταν από τη χριστιανική διδασκαλία, όχι τη μεταφυσική της, αλλά δύο πιο χειροπια­στά πράγματα. Το ένα ήταν το κήρυγμα της αν­θρώπινης αλληλεγγύης, που εύ­κολα το ταύτιζαν με το δικό τους κοινωνικό πιστεύω. Και το δεύτερο ήταν το ά­δικο μαρτύριο του Ιησού που, μαζί με τους διωγμούς των πρώ­των Χριστιανών, τους έδινε το ι­στορικό πρότυπο και του δικού τους κατατρεγμού στην ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου. «Να ‘σουνα κλέφτης στα βουνά, φονιάς μέσα στην πόλη, σπιού­νος και ψεφτομάρτυρας, θα σε τιμούσαν όλοι. Σαν του Βαραββά και σένα, όλα σου συμπαθημένα», έγραψε με τον πικρό σαρκασμό του ο Βάρναλης.
Έτσι η παλιά ελληνική Αριστερά, έφτια­ξε έναν δικό της Χριστιανισμό, κοινω­νικό, χωρίς μεταφυσική, που μπορούσε και να τον σέβεται και να την εμπνέει και να τη φέρνει σε επαφή με την απλή, την άδολη και ανυστερόβουλη πίστη του λαού. Στον βαθμό, ό­μως, που με το ΕΑΜ έπαψε να είναι το μικρό κόμμα του διωγμού για να γίνει η με­γάλη παράταξη της εθνικής ηγεσίας, η οπτική των διανοουμένων της πάνω στο φαινόμενο της θρη­σκείας άλλαξε αντίστοιχα. Χρειάστηκε να αντιμετωπί­σουν το πολύ πρακτικό πρόβλημα της άσκησης κρατικής εξουσίας διά μέσου της Εκ­κλησίας. Ο Άγγελος Σικελιανός στον «Θάνατο του Διγενή» έδωσε την υποδειγματική λύση στο πρόβλημα αυτό. Κα­τασκεύασε και αυτός δύο Χριστιανισμούς: έναν επίσημο, με εκπρόσωπο τον Βασίλειο τον Βουλγαροκτόνο και έναν λαϊκό, με εκπρόσωπο τον Διγενή Ακρίτα. Ο επίσημος Χριστιανισμός του Σικελιανού λατρεύει τον Σταυρό, ο λαϊκός απορρίπτει τον Σταυρό με το σύνθημα «Κάτου ο Σταυρός! Απάνου ο λεύτε­ρος Χριστός!». Όσο για την ταύτιση εξουσίας και θρησκείας, τα λόγια που α­πευθύνει στον Βασίλειο ο Διγενής αποτελούν το καλύτερο σχόλιο. «Φοράς τα ρούχα της Α­νάστασης ακόμα… Μα πες… Για ποιόνε τα φο­ράς; Για το λαό σου; Τρέχουν, Βασίλειε, οι πλη­γές του, χρόνους τρέχουν, καθώς του πεύκου με τσεκούρι σαν το σκάβουν και στάζει, στάζει μέρα νύχτα το ρετσίνι, κι από τις ρίζες μαραγκιά­ζει το κορμί του… Κι όπου είναι πράσινο κλα­ρί την κάμπια βάνεις να το γιομίζει με το μαύ­ρο της το σπόρο, πλούσιους, καλόγερους, παπάδες, δεσποτάδες, να τον σκουντάν ολημερίς να γονατίζει, σε προσευκές τη δύναμη του να ξοδεύει, την αναπνιά του από της πλάσης τον αγέρα στου λιβανιού την κοντανάσα να συμπνίγει, φόρο στο φό­ρο όλο το αίμα του να δίνει, κι όλο μες σ’ ένα να τον γράφεις δουλοχάρτι».
Αυτή, εκφρασμένη από έναν από τους πιο έγκυρους πνευματικούς του εκπροσώ­πους, ήταν η αίσθηση του κατοχικού Ε­ΑΜ για την ταύτιση Εκκλησίας και Κράτους. Όσοι θέλουν να γράφουν αστειότητες για τις ταυτότητες του ΕΑΜ, καλούνται να σκύψουν με κάποιο σεβασμό πάνω στα γραπτά μνη­μεία της μεγάλης εκείνης εποχής. Αν δεν μπορούν ή αν δε θέλουν, ας την αφήσουν τουλάχιστον στο μεγαλείο της σιωπής της.

ΠΑΛΛΑΣ ΒΑΓΓΕΛΗΣ – ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ