ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΙΑ … ΕΝΑ ΘΛΙΒΕΡΟ ΕΠΑΓΓΕΛΜΑ
Βαγγέλης Πάλλας Δημοσιογράφος – Ερευνητής – Αναλυτής AEJ/IFJ
Είναι σημαδιακό ότι η βροχή που πέφτει συνεχώς,
αδιάκοπα, στον ίδιο ρυθμό, άρχισε σε λίγο μετά αφότου
αποκαλύφθηκαν τα συστημικά σκάνδαλα των ΜΜΕ. Η
φύση προσπαθεί να τα ξεπλύνει, αλλά είναι τόσο πολλή η
βρωμιά που τι να κάνει η βροχή.
Η ελευθερία του τύπου και του λόγου είναι σε κακή
κατάσταση σε όλον τον κόσμο. Δανία, Γαλλία, Ολλανδία και
σε ολόκληρη τη δύση. Σ’αυτές τις δύσκολες στιγμές άνθρωποι
προτιμούν την «τάξη και ασφάλεια» από την ελευθερία.
Ο πραγματικός πυλώνας της Δημοκρατίας δεν είναι οι τρεις εξουσίες της-
νομοθετική, εκτελεστική, δικαστική-, αλλά ο λαός, ο οποίος συνιστά άλλωστε και
την πηγή τού πολιτεύματος. Αυτός είναι που νομιμοποιεί όλους τους υπόλοιπους κι
ο οποίος έχει όχι απλώς δικαίωμα αλλά χρέος να υπερασπίζεται το Σύνταγμα και
τους νόμους τής χώρας, αλλά κυρίως τα συμφέροντά του, που είναι και
συμφέροντα της πλειοψηφίας. Σε αυτό το το πλαίσιο έχει ο καθένας μας ξεχωριστά
την υποχρέωση να είναι πρώτα από όλα πολίτης και μετά οικογενειάρχης ή
μεμονωμένο άτομο…
Γι' αυτό και δεν υπάρχει ούτε μία απόφαση της νομοθετικής, της
εκτελεστικής ή της δικαστικής εξουσίας η οποία να μην μπορεί να αμφισβητηθεί
από το λαό. Όλοι κρινόμαστε από όλους, ανεξαρτήτως της θεσμικής μας θέσης και
ουδείς μπορεί να κρύβεται πίσω από τη βουλευτική του έδρα, την υπουργική του
καρέκλα ή τη δικαστική του τήβεννο προκειμένου να αποφεύγει τη δημόσια κριτική,
η οποία βεβαίως πρέπει να στηρίζεται σε επιχειρήματα κι όχι σε ύβρεις αλλά πρέπει
να είναι ταυτοχρόνως πανταχού παρούσα…
Κάπως έτσι οφείλει να λειτουργεί και η σχέση δημοσιογράφου- της
αποκαλούμενης δηλαδή τέταρτης εξουσίας- με τον πολίτη. Είμαι ο τελευταίος που
θα ισχυριστεί πως οι δημοσιογράφοι είναι οι καθαρότεροι άνθρωποι του κόσμου κι
ότι κάθε τους δημοσίευμα στηρίζεται αποκλειστικώς και μόνο στην πραγματικότητα
και στην εσωτερική τους ανάγκη να κοινωνήσουν την αλήθεια, όπως τουλάχιστον
την καταλαβαίνουν. Από την άλλη, ωστόσο, οφείλουν κάποια στιγμή και οι πολίτες
να συνειδητοποιήσουν ότι η αποκάλυψη ενός σκανδάλου ή ο σχολιασμός μιας
ερεβώδους κατάστασης δεν είναι δυνατό να γίνονται χωρίς και οι ίδιοι να
"βρέξουν" λίγο τα ποδαράκια τους…
Ο δημοσιογράφος για να βγάλει το φίδι από την τρύπα έχει ανάγκη τής
συνδρομής ενός αναγνωστικού κοινού που θα τον συνδράμει στο έργο του λέγοντάς
του όσα ξέρει και, βεβαίως, αγοράζοντας το προϊόν τής δουλειάς του αντί να
ασχολείται από το πρωί μέχρι το βράδυ με το λάιφσταϊλ, μουντζώνοντας,
παραλλήλως, τα "λαμόγια" που κρύβουν την αλήθεια για την οποία όμως δεν
δείχνει το παραμικρό ενδιαφέρον. Ναι, να χαλαρώνουμε τη σκέψη μας
ασχολούμενοι και με την Ελ. Μενεγάκη- ύπαγε οπίσω μου σοβαροφάνεια- όχι όμως
και να είναι εκείνη και οι όμοιές της το αποκλειστικό μας "εξωσχολικό"
ενδιαφέρον…
Φυσικά η ευθύνη των δημοσιογράφων για το μιντιακό σκηνικό που έχει
διαμορφωθεί είναι η μεγαλύτερη. Όταν οι ίδιοι ανέχονται την περιθωριοποίηση του
ρεπορτάζ και την επικράτηση των αγιογραφιών των πλούσιων κι όμορφων με τους
οποίους συναγελάζονται σε κοκτέιλ πάρτι, όταν διστάζουν να εκστομίσουν ακόμα κι
ένα δειλό όχι στα αφεντικά τους, όταν στο όνομα του να τα έχω καλά με όλους
αδιαφορούν για την πεμπτουσία τού λειτουργήματός τους είναι φυσικό επόμενο να
έρθει η συνολική απαξίωση όλων ανεξαιρέτως των επαγγελματιών τού χώρου. Δεν
είναι δυνατό, για παράδειγμα, να μην δημοσιεύεται ρεπορτάζ για τον Αχ. Μπέο με
το γελοίο επιχείρημα πως δεν πρόκειται για πολιτικό πρόσωπο. Λες κι ο
συγκεκριμένος δεν είναι ο έκπτωτος μόνο στα χαρτιά δήμαρχος Βόλου- δηλαδή κατ'
εξοχήν πολιτικό πρόσωπο- κι ο άνθρωπος ο οποίος διοικεί με αμφιλεγόμενες
μεθόδους έναν από τους μεγαλύτερους δήμους τής χώρας…
«Στρατηγέ, υπάρχει κάτι που δεν καταλαβαίνετε. Δεν είμαστε δεκανείς. Δεν
δουλεύουμε για εσάς. Θα τηλεφωνούμε οποιαδήποτε ώρα στο σπίτι οποιουδήποτε
στρατηγού προκειμένου να κάνουμε τη δουλειά μας». Η γενναία απάντηση του
29χρονου Αμερικανού ρεπόρτερ των New York Times, Ντέιβηντ Χάλμπερσταμ, εν
έτει 1963, στον πόλεμο του Βιετνάμ, στις υποδείξεις ενός ταξιάρχου, συμπυκνώνει
μία πτυχή της δημοσιογραφίας. Κι αφού δεν είναι δεκανείς οι δημοσιογράφοι, τότε
τι είναι; Δύσκολη η απάντηση.
«Όταν είσαι νέος, βλέπεις τηλεόραση και σκέφτεσαι ότι κάποιοι
συνωμοτούν. Τα τηλεοπτικά κανάλια έχουν συνωμοτήσει για να μας
αποβλακώσουν. Αλλά όταν μεγαλώνετε συνειδητοποιείτε ότι αυτό δεν είναι
αλήθεια. Τα κανάλια είναι επιχειρήσεις με σκοπό να δώσουν στους τηλεθεατές
αυτό ακριβώς που θέλουν. Αυτή η σκέψη προκαλεί μεγαλύτερη κατάθλιψη. Η
θεωρία της συνωμοσίας είναι μια πιο αισιόδοξη σκέψη! Αν ισχύει, μπορείτε να
πυροβολήσετε τα καθάρματα! Μπορείτε να επαναστατήσετε! Όμως η αλήθεια είναι
ότι τα κανάλια μας προσφέρουν αυτό που εμείς θέλουμε. Αυτή είναι η αλήθεια.»
Είμαι δημοσιογράφος… Μεταδίδω τις ειδήσεις έτσι όπως πρέπει να
μεταδοθούν και σχολιάζω εκφράζοντας πολλές φορές την άποψη του εργοδότη
μου. Μήπως ένας εργάτης σε εργοστάσιο, θα φτιάξει το προϊόν όπως το θέλει
αυτός; Φυσικά και όχι! Όπως θέλει ο εργοδότης του θα το φτιάξει. Έτσι κι
εγώ, παράγω ένα προϊόν, το οποίο σχεδιάζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις του
εργοδότη μου.
Για να πληρωθώ, πρέπει το προϊόν που παράγω να πουλάει, ακριβώς όπως
και ο κάθε εργαζόμενος. Πώς λοιπόν μου ζητάτε να γράψω και να μιλήσω για
κοινωνικά και πραγματικά πολιτικά ζητήματα, όταν αυτό που πουλάει είναι η
ίντριγκα, το σκάνδαλο, το σεξ και η βία;
Μας κατηγορούν πως κάνουμε πλύση εγκεφάλου και προπαγάνδα. Εγώ θα
έλεγα, πως απλά συνεισφέρουμε στην διατήρηση του μόνου βιώσιμου οικονομικού
και πολιτικού συστήματος. Αν το κριτικάραμε συνεχώς, δεν θα εργαζόμασταν σε
ΜΜΕ, αλλά θα γράφαμε αφιλοκερδώς σε καμιά μπροσούρα που μοιράζεται στο
δρόμο, ή σε κάποιο μη κερδοσκοπικό ιστολόγιο. Αυτή όμως είναι η δουλειά μας.
Όταν ήρθαν για τους κομμουνιστές δεν φώναξα, γιατί δεν ήμουν
κομμουνιστής. Όταν κατεδίωξαν τους τσιγγάνους, ούτε τότε φώναξα, γιατί δεν
ήμουν τσιγγάνος, όταν σκότωναν Παλαιστίνια μωρά δεν έκλαψα, δεν αντέδρασα,
δεν ήμουν Παλαιστίνιος Όταν έκλεισαν το στόμα των Ρωμαιοκαθολικών που
αντιτάσσονταν στο φασισμό, δεν έκανα τίποτα γιατί δεν ήμουν καθολικός.Μετά
ήρθαν να συλλάβουν εμένα τον blogger, αλλά δεν υπήρχε πια κανείς να
αντισταθεί μαζί μου ..μα όχι….. Είναι χιλιάδες μαζί μου.