Διχασμένες Πολιτείες Αμερικής

Μολονότι ηττήθηκαν στον αγώνα για τον Λευκό Οίκο, οι Ρεπουμπλικανοί είχαν έναν λόγο να είναι ικανοποιημένοι στις 3 του περασμένου Νοεμβρίου: τα καλά αποτελέσματά τους στις εκλογές για τα πολιτειακά νομοθετικά σώματα, όπου ισχυροποίησαν την παρουσία τους. Μια επιτυχία που είναι κάθε άλλο παρά δευτερεύουσας σημασίας, σε μια χώρα η οποία, λόγω ομοσπονδιακού καθεστώτος, αποδίδει σημαντικό ρόλο στις τοπικές κυβερνήσεις.

Μπορεί τον Νοέμβριο του 2020 ένα μεγάλο κομμάτι του πλανήτη να είχε το βλέμμα προσηλωμένο στον αγώνα για την προεδρία μεταξύ των Τζο Μπάιντεν και Ντόναλντ Τραμπ, οι Αμερικανοί όμως ήξεραν ότι οι διάφορες εκλογές (για τοπικά συμβούλια, σε κομητείες, διάφορα δημοψηφίσματα κ.λπ.) που ήταν σε εξέλιξη την ίδια στιγμή σε καθεμία από τις πενήντα Πολιτείες της ομοσπονδίας για τον καθορισμό της απόχρωσης της τοπικής εξουσίας είχαν εξίσου βαρύνουσα πολιτική σημασία. Όταν οι εθνικοί θεσμοί είναι μοιρασμένοι –που σημαίνει ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων, η Γερουσία και η προεδρία δεν ελέγχονται από το ίδιο κόμμα– όπως συμβαίνει εδώ και πολλά χρόνια, η ομοσπονδιακή νομοθετική μηχανή παθαίνει εμπλοκή: είναι δύσκολο, αν όχι ακατόρθωτο, να υιοθετηθούν νόμοι σχετικοί με θέματα που χωρίζουν Δημοκρατικούς και Ρεπουμπλικανούς. Τότε, έρχονται οι Πολιτείες να καλύψουν το κενό που έχει αφήσει η Ουάσινγκτον –τουλάχιστον για τα ζητήματα που δεν αφορούν την άμυνα ή την εξωτερική πολιτική.

Στις Πολιτείες όπου προωθούνται πιο εύκολα νομοθετικές καινοτομίες, το κόμμα που ελέγχει το γραφείο του κυβερνήτη έχει ταυτόχρονα την πλειοψηφία και στην τοπική Βουλή των Αντιπροσώπων και στην τοπική Γερουσία. Αυτό είναι γνωστό ως «trifecta». Σήμερα υπάρχουν είκοσι τρεις Πολιτείες στις οποίες οι Ρεπουμπλικανοί έχουν την πλειοψηφία και στα δύο νομοθετικά σώματα και ο κυβερνήτης είναι Ρεπουμπλικανός. Για τους Δημοκρατικούς, υπάρχουν δεκαπέντε τέτοια trifecta ενοποιημένης διακυβέρνησης. Για τις υπόλοιπες δώδεκα Πολιτείες, όπως και για την ομοσπονδιακή κυβέρνηση, υφίσταται ο κίνδυνος πολιτικής παράλυσης.

Το σκηνικό αυτό έρχεται σε εκπληκτική αντίθεση με εκείνο του περασμένου αιώνα. Το 1992, μονάχα δεκαεννέα Πολιτείες είχαν καθεστώς «trifecta». Στις υπόλοιπες τριάντα μία, ο κυβερνήτης ήταν αναγκασμένος να βρίσκεται αντιμέτωπος με τουλάχιστον ένα νομοθετικό σώμα ελεγχόμενο από το αντίπαλο στρατόπεδο. Από τότε, η πόλωση έχει ενταθεί σημαντικά: τόσο οι Δημοκρατικοί όσο και οι Ρεπουμπλικανοί ενισχύθηκαν ακόμη περισσότερο στις περιοχές όπου ήδη κυριαρχούσαν.
Φαρμακευτική κάνναβη, άμβλωση…

Ενώπιον της αδυναμίας της Ουάσινγκτον να περνάει ορισμένους νόμους, τα κόμματα και οι υποστηρικτές τους θέτουν σε κίνηση το χρήμα και τις ιδέες τους σε τοπικό επίπεδο. Σύμφωνα με τη δέκατη τροπολογία του Συντάγματος, όλες οι εξουσίες που δεν αποδίδονται συγκεκριμένα στο ομοσπονδιακό επίπεδο ανατίθενται στις Πολιτείες. Καθώς εκείνες αδυνατούν θεωρητικά να λάβουν μέτρα που αντίκεινται στην εθνική νομοθεσία, τα κείμενα που υιοθετούν διατρέχουν τον κίνδυνο να ακυρωθούν. Εντούτοις, στην πράξη, απολαμβάνουν ένα ευρύ περιθώριο ερμηνείας, κυρίως σε ζητήματα που έχουν παραμείνει ασαφή από πλευράς Κογκρέσου και Λευκού Οίκου. Έτσι, πολλές Πολιτείες εξέδωσαν αποφάσεις σχετικά με τον γάμο μεταξύ ατόμων του ίδιου φύλου, προκειμένου είτε να τον επιτρέψουν είτε να τον απαγορεύσουν. Μεταξύ 2009 και 2015, περίπου δώδεκα από αυτές (Αϊόβα, Βερμόντ, Μέριλαντ, Νιού Τζέρσεϊ…) αποφάσισαν να τον νομιμοποιήσουν, πριν αποφασίσει το Ανώτατο Δικαστήριο να πράξει το ίδιο για το σύνολο της χώρας (απόφαση «Όμπεργκέφελ εναντίον Χότζες» της 26ης Ιουνίου 2015).

Εδώ και πενήντα περίπου χρόνια, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει αποτύχει να νομοθετήσει και για το θέμα της χρήσης κάνναβης. Δεν επέλυσε τα ζητήματα που προέκυψαν από τον νόμο του 1970 (Controlled Substance Act, Νόμος Περί Ελεγχόμενων Ουσιών), όπως εκείνο της φαρμακευτικής κάνναβης, την οποία η Καλιφόρνια, σύντομα ακολουθούμενη από άλλες Πολιτείες, αποφάσισε να εγκρίνει ήδη από το 1996 (με την Πρόταση 215) –μια διάταξη που σήμερα είναι σε ισχύ σε τριάντα έξι από τις πενήντα αμερικανικές Πολιτείες. Από το 2012, άλλες δεκαπέντε επέτρεψαν επιπροσθέτως την ψυχαγωγική χρήση της ουσίας αυτής, που ωστόσο παραμένει τεχνικά παράνομη λόγω του «βραχυκυκλώματος» της Ουάσινγκτον1.

Έτερος φάκελος: η άμβλωση. Ύστερα από τη νομιμοποίησή της από το Ανώτατο Δικαστήριο το 1973 (απόφαση «Ρόου εναντίον Ουέιντ»), η αντιπαράθεση μετατοπίστηκε σε συναφή ζητήματα, ανεπίλυτα σε ομοσπονδιακό επίπεδο, όπως η χρήση δημόσιων πόρων. Πάνω από δέκα ρεπουμπλικανικές διακυβερνήσεις (Λουϊζιάνα, Γιούτα, Αρκάνσας κ.λπ.) σήμερα απαγορεύουν τη δημόσια χρηματοδότηση του οικογενειακού προγραμματισμού, της υπ’ αριθμόν ένα παροχής για τους μη ασφαλισμένους μεταξύ των υπηρεσιών αναπαραγωγικής υγείας (αντισύλληψη, εκούσια διακοπή κύησης και πρόληψη στειρότητας)2. Αντίστροφα, επτά Πολιτείες με παγιωμένη εξουσία Δημοκρατικών επιτρέπουν τη χρηματοδότηση των αμβλώσεων από τη Medicaid (την ομοσπονδιακή βοήθεια προς τους φτωχότερους). Ένα μέτρο για το οποίο εννέα άλλες Πολιτείες αναγκάστηκαν βρουν λύση μέσω δικαστηρίων3.

Παράλληλα, ενόσω η Ουάσινγκτον κωλυσιεργεί στο θέμα της μάχης ενάντια στην κλιματική αλλαγή, σε δεκατέσσερις Πολιτείες τα νομοθετικά σώματα έχουν εξασφαλίσει νόμους για τον περιορισμό των εκπομπών αερίων θερμοκηπίου, υπερβαίνοντας τους στόχους που είχε θέσει η ομοσπονδιακή κυβέρνηση. Και ενώ οι απόπειρες των Ρεπουμπλικανών να αποδυναμώσουν τα συνδικάτα είχαν συστηματικά παρεμποδιστεί από τους Δημοκρατικούς στην Ουάσινγκτον, έξι Πολιτείες των ΗΠΑ έχουν υιοθετήσει μετά το 2000 νομοθετικά κείμενα που παρέχουν στις επιχειρήσεις αποτελεσματικά εργαλεία για την αποτροπή των προσπαθειών οργάνωσης των εργαζομένων.

Θα έπρεπε άραγε να θεωρήσουμε αυτά τα όργανα εξουσίας, σε επίπεδο Πολιτειών, έκφραση δημοκρατίας; Παρατηρώντας την επαναλαμβανόμενη ανικανότητα της Ουάσινγκτον να ψηφίσει προϋπολογισμό, θα ήταν εύκολο να απαντήσουμε καταφατικά. Όμως, το περιθώριο ελιγμών που έχει παραχωρηθεί στα πενήντα μέλη της ομοσπονδίας συμβάλλει, αντίθετα, στη φίμωση των αντιπολιτευόμενων φωνών και στην αποδυνάμωση της δημοκρατικής εκπροσώπησης. Πράγματι, οι θεσμοί που βρίσκονται στα χέρια των Ρεπουμπλικανών αγνοούν σε μεγάλο βαθμό τους κατοίκους των μεγάλων πόλεων. Οι τελευταίοι, λιγότερο θρήσκοι, με περισσότερα πτυχία και πιο θετικοί στην πολιτισμική πολυμορφία σε σχέση με τους ομολόγους τους από τις αγροτικές περιοχές (όποιο κι αν είναι το κυβερνών κόμμα στην Πολιτεία τους), εναποθέτουν έτσι τις ελπίδες τους στα δημοτικά συμβούλια, που είναι εξουσιοδοτημένα να δραστηριοποιούνται για θέματα όπως ο κατώτατος μισθός, η υπεράσπιση των μεταναστών, η μάχη κατά του ρατσισμού, η προστασία του περιβάλλοντος κ.λπ. Εάν όμως η κυβέρνηση μιας Πολιτείας διαφωνεί με έναν νόμο που έχει υιοθετηθεί από μια πόλη, μπορεί να ψηφίσει έναν άλλον, που τον καταργεί: αυτό ονομάζεται preemption («αρχή της υπεροχής»: όταν η νομοθέτηση ενός ανώτερου οργάνου διακυβέρνησης εκτοπίζει εκείνη του κατώτερου).

Σήμερα, υπολογίζονται σε εκατοντάδες τα παραδείγματα δημοτικών νόμων που καταργήθηκαν από ρεπουμπλικανικές νομοθεσίες. Αντίθετα, πολύ λιγότερες είναι οι συντηρητικές πόλεις που είδαν νόμους τους να ακυρώνονται επειδή είχαν επιλέξει να εμποδίζουν την πρόσληψη παράτυπων μεταναστών, να μην επιτρέπουν τη διαμονή στους πρώην δράστες σεξουαλικών εγκλημάτων ή να απαγορεύουν τοπικά τη φαρμακευτική χρήση μαριχουάνας.

Το 2017, το Αρκάνσας ανακάλεσε ένα μέτρο που υιοθετήθηκε από τη Φαγιέτβιλ προκειμένου να εμποδιστούν οι διακρίσεις σε βάρος των λεσβιών, ομοφυλόφιλων, αμφιφυλόφιλων, διεμφυλικών και queerατόμων (ΛΟΑΤΚ). Η Βόρεια Καρολίνα και το Τέξας, από την πλευρά τους, ακύρωσαν τους νόμους που ψήφισαν το Σάρλοτ και το Χιούστον αντίστοιχα, οι οποίοι υποχρέωναν τις επιχειρήσεις να δημιουργήσουν τουαλέτες χωρίς διάκριση φύλου για τα διεμφυλικά άτομα4. Το Τέξας επίσης στοχοποίησε τις διατάξεις παροχής βοήθειας στους παράτυπους αλλοδαπούς που είχαν θεσπίσει τα δημαρχεία του Όστιν, του Ντάλας, του Σαν Αντόνιο και του Χιούστον, απαιτώντας μάλιστα οι δημοτικές αστυνομίες να βοηθήσουν τα τελωνεία και την αστυνομία μετανάστευσης στην εφαρμογή των ομοσπονδιακών διατάξεων5. Όπως η Τζόρτζια το 2010 ή η Φλόριντα το 2019, εννιά Πολιτείες (από τις οποίες οι οκτώ έχουν ρεπουμπλικανικό «trifecta») αποφάσισαν να καταργήσουν το καθεστώς της «πόλης-ασύλου» που υιοθέτησαν κάποιοι δήμοι ώστε να προστατέψουν τους παράτυπους μετανάστες από τις συλλήψεις και τις απελάσεις. Με τον ίδιο τρόπο, οκτώ Πολιτείες, εκ των οποίων οι επτά υπό ρεπουμπλικανικό έλεγχο, ακύρωσαν μέτρα που στόχευαν στον περιορισμό της χρήσης πλαστικής σακούλας. Από το 2016, η Αλαμπάμα απαγορεύει στις πόλεις να ορίζουν κατώτατο ωρομίσθιο το οποίο θα υπερβαίνει το ισχύον ποσό που έχει καθοριστεί από τις αρχές του Μοντγκόμερι, της πρωτεύουσάς της (ήτοι 7,25 δολάρια την ώρα) –μια απάντηση στο δημοτικό συμβούλιο του Μπέρμιγχαμ, που είχε αποφασίσει να το αυξήσει στα 10,10 δολάρια. Έτσι, η Αλαμπάμα συγκαταλέγεται μεταξύ των είκοσι τεσσάρων Πολιτειών (εκ των οποίων είκοσι δύο διοικούνται από Ρεπουμπλικανούς) που απαγορεύουν οποιαδήποτε τοπική αύξηση του κατώτατου μισθού6.

Τέτοιες ακυρώσεις μπορούν επίσης να πλήξουν τις προσπάθειες νομοθετικής ρύθμισης της οπλοφορίας, της αύξησης των φόρων, του ελέγχου των ψηφιακών πλατφορμών Uber και Airbnb, της υποχρέωσης των εργοδοτών να χορηγούν αναρρωτικές και γονικές άδειες ή ακόμα της διευθέτησης του ψηφιακού εύρους ζώνης και της καλωδιακής τηλεόρασης7. Πιο πρόσφατα, ορισμένες Πολιτείες ακύρωσαν τα μέτρα που λήφθηκαν ενάντια στον ιό SARS-CoV-2, συγκεκριμένα το κλείσιμο των μη απαραίτητων εμπορικών καταστημάτων όπως τα ινστιτούτα αισθητικής και τα οπλοπωλεία ή τοποθεσιών όπως γήπεδα γκολφ και παραλίες8. Τα λόμπι των εργοδοτών επιδεικνύουν μεγάλη δραστηριότητα σε πολιτειακό επίπεδο. Τέτοια είναι ιδίως η περίπτωση του Αμερικανικού Συμβουλίου Νομοθετικών Ανταλλαγών (American Legislative Exchange Council, ALEC). Αυτός ο μη κερδοσκοπικός οργανισμός συγκεντρώνει συντηρητικούς πολιτικούς και εκπροσώπους του ιδιωτικού τομέα που συντάσσουν νομοσχέδια και τα προτείνουν έτοιμα στις τοπικές κυβερνήσεις.

Ο πολλαπλασιασμός των ακυρώσεων, ιδιαίτερα στις ρεπουμπλικανικές Πολιτείες με μεγάλες πόλεις, τραυμάτισε τον αμερικανικό μύθο της τοπικής αυτοδιοίκησης, μια αξία βαθιά ριζωμένη στην εθνική ιστορία και στο εθνικό φαντασιακό. Ως εκ τούτου, οι πόλεις που επιθυμούν να διατηρήσουν ένα περιθώριο αυτονομίας δεν έχουν παρά να ελπίζουν ότι η ομοσπονδιακή κυβέρνηση θα επέμβει ώστε να τις προστατέψει.

πηγή: monde-diplomatique.gr