Αστυνόμευση και βία εν μέσω πανδημίας

Πολιτική Συγκυρία

Η πρόσφατη έξαρση φαινομένων αστυνομικής αυθαιρεσίας και βίας εν μέσω της κρίσης Covid-19 θέτει κρίσιμα ερωτήματα για το στάτους των δημοκρατικών δικαιωμάτων, όχι μόνο στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων του λοκντάουν, αλλά και για την επόμενη μέρα στο τέλος της πανδημίας.

Το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ απευθύνθηκε σε δύο εγκληματολόγους, τον Νικόλαο Κουλούρη και τον Γιώργο Παπανικολάου σχετικά με τον ρόλο της αστυνομίας στη σημερινή συγκυρία, αλλά και για την προοπτική της αστυνόμευσης όταν η έκτακτη ανάγκη λάβει τέλος.

Αστυ(α)νομία

του Νικόλαου Κουλούρη, Αναπληρωτή Καθηγητή, Τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης

Όπως σημειώνει ο S. Mitrani[1], η κρατούσα φιλελεύθερη προσέγγιση για την αστυνομία βασίζεται στην υπόθεση ότι το σώμα αυτό προστατεύει και εξυπηρετεί τον πληθυσμό και ότι αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δημιουργήθηκε. Αυτή η «ορθόδοξη» άποψη δέχεται ότι στην ιστορική της εξέλιξη η αστυνομία χρησιμοποιήθηκε για διάφορους πολιτικούς σκοπούς και σκοπιμότητες των εκάστοτε κυρίαρχων τάξεων με αποτέλεσμα να αποξενωθεί από την κοινότητα και τους πολίτες και συχνά να βρεθεί αντιμέτωπη μαζί τους. Σύμφωνα με αυτήν την αντίληψη, δεν λείπουν φαινόμενα όπως η υπέρβαση των ορίων της αστυνομικής δράσης, η μεροληψία, η προκατάληψη και ο ρατσισμός, αλλά σε γενικές γραμμές η αστυνομία μπορεί να λειτουργήσει ως μια υπηρεσία χρήσιμη για όλους. Αυτή η αντίληψη οφείλεται σε μια «παρανόηση» σε ό,τι αφορά την προέλευση της αστυνομίας και την ανάγκη ύπαρξής της: η αστυνομία δεν δημιουργήθηκε για να προστατεύει και να εξυπηρετεί τον πληθυσμό στο σύνολό του, ούτε για να εμποδίζει την τέλεση εγκλημάτων ούτε για να προάγει τη δικαιοσύνη. Δημιουργήθηκε για να προστατεύει τον καπιταλισμό της μισθωτής εργασίας, που εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα, από την απειλή του «προϊόντος» που παρήγαγε αυτό το σύστημα, της εργατικής τάξης: Οι αρχές ίδρυσαν την αστυνομία ως αντίδραση στις απεργίες στην Αγγλία, στις ταραχές στη Βόρεια Αμερική και στην απειλή εξεγέρσεων των σκλάβων στον αμερικανικό Νότο. Άρα, όπως επισημαίνει ο D. Whitehouse,[2] η αστυνομία ήταν μια αντίδραση στα απείθαρχα πλήθη, όχι στο έγκλημα. Το σύγχρονο κράτος, ωστόσο, της έχει αναθέσει την επιβολή και παγίωση της κοινωνικής ειρήνης και τη δίωξη του εγκλήματος, καθιστώντας την ένα από τα όργανα ή τους θεσμούς του επίσημου (ή τυπικού) κοινωνικού ελέγχου ή του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης που λειτουργεί στο πλαίσιο της έννομης τάξης.

Ο όρος αστυνομία, που στον πολιτικό και τον δημόσιο λόγο σημαίνει την κύρια πηγή της ασφάλειας, χρησιμοποιήθηκε τον 18ο αιώνα για να υποδηλώσει την επιδεξιότητα του καθεστώτος στη διακυβέρνηση. Η αστυνομία ή το αστυνομικό σύστημα κατά τη νεωτερική εποχή, την εποχή της ανάδειξης του έθνους-κράτους και της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, του καπιταλισμού, της εκβιομηχάνισης και του εξορθολογισμού, συμβάλλει στην εξάλειψη των διαφορών και την επιβολή ομοιομορφίας (ομοιογενοποίηση) καθώς και στην επιτήρηση της σταδιακής εξοικείωσης διάφορων πληθυσμών στις απαιτήσεις της οικονομίας και της παραγωγής,[3] όπου αυταρχισμός και φιλελευθερισμός, καταστάσεις εξαίρεσης και κανονικότητα συνυπάρχουν και εναλλάσσονται.[4] Συνεπώς η αστυνομία, διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην κεφαλαιοκρατική συγκρότηση και αλλάζει πρόσωπα και προσωπεία ανάλογα με το γενικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργεί, τα επιμέρους χαρακτηριστικά και τις ανάγκες του τρόπου με τον οποίο οργανώνονται οι κοινωνικές σχέσεις, για τη διατήρηση και την αναπαραγωγή ενός συγκεκριμένου συστήματος πολιτικής κυριαρχίας.

Με την επέλαση του νεοφιλελευθερισμού τις τελευταίες δεκαετίες και τις απαιτήσεις της καθεστηκυίας τάξης για έλεγχο και καταστολή της λαϊκής δυσαρέσκειας που προκαλείται από τη διεύρυνση των ανισοτήτων, τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους, τη φτωχοποίηση και την περιθωριοποίηση μεγάλων ομάδων του πληθυσμού σε συνθήκες αναδιάρθρωσης της αγοράς. απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και δικαιωμάτων, και διάλυσης της κοινωνικής ασφάλισης στο πλαίσιο του φαύλου κύκλου της (βίαιης) δημοσιονομικής λιτότητας και της κρίσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος, αναδεικνύονται ποικίλοι προβληματισμοί για τον χαρακτήρα, τον προσανατολισμό και την ένταση της αστυνομικής καταστολής και τίθεται το ζήτημα της μεταρρύθμισης της αστυνομίας σε προοδευτική κατεύθυνση.[5] Έτσι, εξετάζονται οι αλλαγές στις ρυθμίσεις και τις στρατηγικές δημόσιας αστυνόμευσης, ο αποκλεισμός πληθυσμών που ζουν στις πόλεις, οι νέες μορφές επιτήρησης στο αστικό περιβάλλον, οι σχετικές νομοθετικές ρυθμίσεις και η ασφαλειοποίηση και στρατιωτικοποίηση των αστικών χώρων.

Αν η αστυνομία θεωρείται απλώς ένας κατασταλτικός μηχανισμός στην υπηρεσία της άρχουσας τάξης που έχει ως αποστολή τη διατήρηση των ανισοτήτων και τη συγκράτηση των απειλητικών γι’ αυτήν ομάδων του πληθυσμού, όσοι τηρούν μια κριτική στάση και αντιπαρατίθενται με την τάξη αυτή (οφείλουν να) αμφισβητούν και (να) αντιμετωπίζουν με σταθερή καχυποψία και εχθρότητα την αστυνόμευση των νόμων και της ευρυθμίας της. Ωστόσο, για μεγάλη μερίδα, αν όχι για την πλειονότητα του κοινωνικού σώματος η αστυνομία είναι μια υπηρεσία που συμβάλλει στην εξασφάλιση της ομαλότητας στην καθημερινή ζωή τους, όπως αυτή διαμορφώνεται στην εποχή μας με όρους καπιταλιστικής παραγωγής και κατανάλωσης, και εγγυάται την ευταξία και τη δημόσια ασφάλεια. Στο πλαίσιο αυτό το ερώτημα «τι είναι και τι κάνει η αστυνομία»,[6] λαμβάνει διαστάσεις που υπερβαίνουν την αλλαγή της εικόνας της αστυνομίας από αποξενωμένο, εχθρικό μηχανισμό καταστολής σε οργανισμό παροχής κοινωνικών υπηρεσιών που οικοδομεί σχέσεις εμπιστοσύνης και συνεργασίας «δίπλα στον πολίτη και όχι απέναντί του», δηλαδή σε μια υπηρεσία με ανθρώπινο πρόσωπο που δρα για όφελος του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου και θέτει το θέμα της απόσπασης του αστυνομικού μηχανισμού από την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της αστικής τάξης.

Σε αντίθετη κατεύθυνση, τα τελευταία χρόνια ειδικές και εξειδικευμένες δυνάμεις αστυνόμευσης εμφανίζονται σε συνθήκες κοινωνικής ανισότητας, ιεραρχίας και συγκέντρωσης εξουσίας στο κράτος. Οι δυνάμεις αυτές αναλαμβάνουν ρόλους (όχι αμερόληπτης προστασίας αλλά) ελέγχου της ταξικά διαιρεμένης, ανταγωνιστικής κοινωνίας. Στο πλαίσιο αυτό έχει σημασία είναι να γνωρίζουμε υπέρ τίνος και σε βάρος τίνος αποβαίνει το αστυνομικό έργο, ποιους ευνοεί και ποιους βλάπτει, κατ’ επέκταση δε, ποιοι είναι εκείνοι οι οποίοι αποτελούν μέλη μιας κοινωνίας και ποιοι αποκλείονται από αυτήν[7] σε ένα παγκόσμιο οικονομικό σύστημα ικανό να εμπορεύεται την ασφάλεια σε εκείνους που το ίδιο «καθιστά» ανασφαλείς.[8] Είναι επίσης σημαντικό να διακρίνουμε,[9] μεταξύ αφενός μιας διαχειριστικής και τεχνοκρατικής προσέγγισης της αστυνομίας που στρέφεται στη μελέτη των οργανωσιακών και επιχειρησιακών αναγκών της και της αποτελεσματικότητάς της αφετέρου μιας κοινωνιολογίας της αστυνομίας που ασχολείται με τον ρόλο της αστυνομίας και την επαφή της με την κοινωνία και τους πολίτες. Η δεύτερη προσέγγιση εκφράζει την αμφισβήτηση της αστυνομίας σε συνθήκες κοινωνικής σύγκρουσης και τον προβληματισμό για τις «σκοτεινές πλευρές» της δράσης της (υπερβάλλων ζήλος, παράνομη βία, αυθαιρεσία, διαφθορά, επιλεκτικότητα, διακριτική μεταχείριση) κατά τρόπο που αποτελεί αφετηρία της συζήτησης για την αστυνόμευση με αντίδοτα τη νομιμότητα, τη διαφάνεια και τη λογοδοσία. Κεντρική θέση στη συζήτηση αυτή που αποτελεί μέρος μιας πλούσιας θεματικής (επιστημονική έρευνα για την αστυνομία, εννοιολογικά ζητήματα για την αστυνομία και την αστυνόμευση, αστυνομικές πρακτικές, καινοτομίες στο αστυνομικό έργο, νέες μορφές αστυνόμευσης, διεθνής αστυνομική συνεργασία κ.λπ.), καταλαμβάνουν η διακριτική ευχέρεια της αστυνομίας, η σημασία, οι εκδηλώσεις και ο έλεγχός της. Η επιτιθέμενη αστυνομία που βλέπουμε σε πολλά στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής, η προβολή και, ιδίως, η επίσημη διάψευση ή άρνηση πλήθους καταγγελιών ενώ πολλές από αυτές ανακοινώνεται ότι τελούν υπό διερεύνηση, καθιστούν αναγκαίες τη συνεχή ανάδειξη της αστυνομίας ως μέρος της «ανομίας» που η ίδια διαχειρίζεται κατασταλτικά και την οριοθέτηση της βίας που ασκεί μονοπωλιακά.

Η αστυνόμευση της πανδημίας και η επόμενη μέρα

του Γιώργου Παπανικολάου, Αναπληρωτή Καθηγητή (Reader) Εγκληματολογίας στο Πανεπιστήμιο Teesside της Μ. Βρετανίας

Έχουμε διανύσει μια περίοδο κατά την οποία η αυξημένη παρουσία και παρέμβαση της αστυνομίας στο δημόσιο χώρο φάνηκε να δικαιολογείται στο πλαίσιο της εφαρμογής των μέτρων για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Στο διάστημα που έχει μεσολαβήσει σημειώθηκε γενίκευση της αστυνομικής επιτήρησης, με ταυτόχρονη επιβολή ποικίλων περιορισμών στην κίνηση των πολιτών, αύξηση των ατομικών ελέγχων καθώς επίσης και επιθετική παρέμβαση κατά των συναθροίσεων, ανεξάρτητα από τη φύση και το μέγεθός τους. Όλα αυτά είχαν καταστρωθεί στο καθεστώς κατάστασης ανάγκης, το οποίο εισήγαγαν οι πρώτες πράξεις νομοθετικού περιεχομένου ένα χρόνο πριν. Έτσι ήταν δυνατό να παρουσιάζει η κυβέρνηση τη δραστηριότητα της αστυνομίας ως φυσική και αναγκαία στην εφαρμογή αυτών των μέτρων.

Την περασμένη χρονιά, η «κατανόηση» και αποδοχή του επαυξημένου ρόλου της αστυνομίας σε σχέση με τη διαχείριση του υγειονομικού κινδύνου θα μπορούσε να εννοηθεί ως «υπεύθυνη» πολιτική συμπεριφορά. Άλλωστε η αντιπολίτευση φάνηκε να διστάζει να κλιμακώσει την κοινοβουλευτική αντιπαράθεση γύρω από τις νομοθετικές πρωτοβουλίες εν μέσω πανδημίας για τον έλεγχο των συναθροίσεων και την πανεπιστημιακή αστυνομία σε ένα ευρύτερο πεδίο πολιτικής αντιπαράθεσης με αντικείμενο την ίδια την αστυνόμευση, παρά την αυξανόμενη κοινωνική δυσφορία και ένταση για τα μέτρα αυτά. Αυτό το πεδίο το άνοιξαν αποφασιστικά οι πρωτοβουλίες των πολιτών, οι οποίες κατά ένα μέρος τροφοδοτήθηκαν από την κόπωση και τον εκνευρισμό που δημιούργησε η δραστηριότητα της αστυνομίας. Οι αντιδράσεις υπήρξαν επίσης άμεση συνέπεια του ύφους της αστυνόμευσης και των περιστατικών αστυνομικής αυθαιρεσίας και βίας, τα οποία, όπως έδειξε η περίπτωση της Νέας Σμύρνης, πήραν μεγαλύτερη δημοσιότητα και ανατροφοδότησαν τη δυσφορία και την αγανάκτηση των πολιτών.

Σήμερα πια γνωρίζουμε ότι η εντατικότερη χρήση της αστυνομίας υπήρξε προϊόν πολιτικής απόφασης της κυβέρνησης. Αυτό έχει προκύψει σαφώς, ιδίως από τις ολοένα συχνότερες αναφορές των εκπροσώπων των συνδικαλιστικών ενώσεων των αστυνομικών. Αυτό το οποίο είναι λιγότερο εμφανές είναι ότι η συγκεκριμένη μορφή της επιθετικής αστυνόμευσης, η οποία αποκαλύφθηκε κατά τη διάρκεια των λοκντάουν του χειμώνα, οφείλεται και σε αποφάσεις στρατηγικότερης σημασίας τις οποίες έχει λάβει η κυβέρνηση. Υπό το πρίσμα αυτό, είναι δικαιολογημένη η αίσθηση πως μια σειρά στοιχείων που αναδεικνύονται στο πεδίο της δημόσιας τάξης και της αστυνόμευσης κατά την τρέχουσα περίοδο θα έχει μονιμότερο χαρακτήρα στην εποχή μετά την πανδημία. Προκύπτει έτσι μια επείγουσα ανάγκη αποτίμησης των εξελίξεων και συνεπώς ένα πολιτικό ζήτημα, καθώς λαμβάνουν χώρα αλλαγές οι οποίες παγιώνουν την έμφαση στην επιθετική αστυνόμευση της καθημερινής ζωής και στην καταστολή.

Τα πιο στρατηγικής σημασίας ζητήματα, τα οποία ανέδειξε και επιβεβαίωσε η αστυνόμευση της πανδημίας έχουν κατά πρώτο να κάνουν με τη μονιμοποίηση της συγκρότησης και διεύρυνσης μιας κατηγορίας προσωπικού, το οποίο από την πλευρά της εργασιακής κατάστασης είναι δεύτερης ταχύτητας, και το οποίο επιλέγεται με βασικό κριτήριο τη στρατιωτική προϋπηρεσία και συνεπώς τη στρατιωτική προεκπαίδευση και τον εμποτισμό με στρατοκρατική νοοτροπία. Έπειτα από μια ταχύρρυθμη βασική εκπαίδευση, η επιχειρησιακή τοποθέτηση αυτών των Ειδικών Φρουρών στην πρώτη γραμμή σε κινητές μονάδες ταχείας αντίδρασης επιφέρει μια συνολική μετατόπιση του μοντέλου αστυνόμευσης υπέρ της καταστολής. Μια τέτοια μετατόπιση τοποθετεί την αστυνόμευση σε εξωτερική σχέση με την υφή και το ρυθμό της καθημερινής ζωής, και στην ουσία αποτελεί στρατοκρατικού τύπου παρέμβαση σε αυτή.

Αυτή η κατηγορία προσωπικού αποκτά γενικότερα πλέον αυξημένο βάρος στην καθημερινή αστυνόμευση, αφού, όπως προκύπτει από τις προσλήψεις του 2019, αλλά και από το νόμο για την πανεπιστημιακή αστυνομία, η χρήση της παγιώνεται και διευρύνεται, συνεπώς και η μορφή της αστυνόμευσης με την οποία συνδέεται. Η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη επιμένει, ακόμη και με την πρόσφατη «Λευκή Βίβλο», στο ιδεολόγημα της εμφανούς αστυνόμευση. Αυτή όμως γνωρίζουμε ότι αποσκοπεί περισσότερο στο να καθησυχάσει τους πολίτες ενώ είναι αβέβαιο αν συμβάλει στην πρόληψη του εγκλήματος. Αντίθετα, είναι κοινός τόπος επιστημονικά ότι η ικανότητα της αστυνομίας να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά το έγκλημα εξαρτάται από τη σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες. Ένα επιθετικό μοντέλο αστυνόμευσης, το οποίο ενέχει τον κίνδυνο περιστατικών αυθαιρεσίας και υπέρμετρης βίας, θα επηρεάσει αρνητικά αυτή τη σχέση. Ο συνδυασμός του με την απομείωση άλλων υπηρεσιών της αστυνομίας, οι οποίες έχουν άμεσο ρόλο στην προστασία της ασφάλειας των πολιτών από το έγκλημα, σηματοδοτεί μια συνολική οπισθοδρόμηση στο πεδίο της δημόσιας τάξης και ασφάλειας.

Από άλλη πλευρά, καθ’ όλη την προηγούμενη περίοδο διευρύνθηκε η δυνατότητα του αστυνομικού μηχανισμού όχι μόνο να επιτηρεί το δημόσιο χώρο αλλά και να συλλέγει πληροφορίες με μια ποικιλία εμφανών μέσων. Η κυβέρνηση «τακτοποίησε» με το π.δ. 75/2020 τα ζητήματα της χρήσης συστημάτων επιτήρησης και καταγραφής πληροφοριών σε δημόσιους χώρους. Τα σχετικά μέσα ήδη χρησιμοποιούνται επιχειρησιακά από την Ελληνική Αστυνομία. Η εξέλιξη αυτή πρέπει να ιδωθεί σε συνδυασμό με το σύνολο των ανακριτικών εξουσιών και ευχερειών που διαθέτει η αστυνομία, αλλά και τη συνεχώς εξελισσόμενη υποδομή της, η οποία της επιτρέπει να λειτουργεί και να κατευθύνει τη δράση της με βάση την επεξεργασμένη πληροφορία. Χωρίς αποτελεσματικό εξωτερικό έλεγχο και πολλαπλά κανάλια δημόσιας λογοδοσίας, διαμορφώνεται ένα δυσμενέστατο περιβάλλον για τις ελευθερίες και τα δικαιώματα.

Η διεύρυνση της επιτήρησης και η εντατικοποίηση της καταστολής από την αστυνομία έχει αποτελέσει αναπόσπαστο στοιχείο της διαδικασίας της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης σε διεθνές επίπεδο. Η ιδιαιτερότητα της Ελλάδας είναι η επιτάχυνση και η βιαιότητα της διαδικασίας αυτής σε ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, ιδίως υπό το καθεστώς των προγραμμάτων οικονομικής προσαρμογής της προηγούμενης δεκαετίας. Είναι νωπές οι μνήμες του πρωταγωνιστικού ρόλου που έπαιξε ο αστυνομικός μηχανισμός καθ’ όλο αυτό το διάστημα. Ίσως υπήρξαν λιγότερο σαφή, λόγω και της μορφής και της έντασης της καταστολής της περιόδου, ο ρυθμός και το βάθος της μετάλλαξης του αστυνομικού μηχανισμού. Πάντως, στις αλλαγές τις οποίες επιχειρεί η κυβέρνηση πρωταγωνιστεί ο ίδιος υπουργός που έθεσε σε κίνηση τη διαδικασία της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης του αστυνομικού μηχανισμού από τα τέλη της δεκαετίας του 1990, και έπειτα κατά την έναρξη της μνημονιακής περιόδου. Η παρουσία του ίδιου προσώπου αποτελεί μια συμβολική υπενθύμιση της συνέχειας και της ενότητας της διαδικασίας αυτής κατά την τελευταία εικοσαετία.

Όλα τα παραπάνω συντείνουν στη σκέψη πως τα χαρακτηριστικά τα οποία συνθέτουν την πραγματικότητα της αστυνόμευσης στη χώρα μας λειτουργούν στον μακρότερο χρόνο μιας θεμελιώδους αναδιάρθρωσης της κοινωνικής ζωής. Η κάπως πιο δραματική εμπειρία της αστυνόμευσης της πανδημίας δεν θα πρέπει να οδηγήσει στο συμπέρασμα πως έχουμε απλά να κάνουμε με μια έκτακτη κατάσταση και στιγμή. Αντίθετα, είναι πιο σωστή η εκτίμηση πως πρόκειται για μια γενική πρόβα της ικανότητας του αστυνομικού μηχανισμού να συνεχίσει να εξυφαίνει την καθημερινότητα της νεοφιλελεύθερης αναδιάρθρωσης μετά την πανδημία. Πρόκειται όμως για μια κατάσταση, η οποία δοκιμάζει και τη συνοχή του αστυνομικού μηχανισμού, ιδίως την αντοχή της ηγεμονικής άρθρωσης (νέο)συντηρητισμού και νεοφιλελευθερισμού στο εσωτερικό της αστυνομίας -οι φωνές των συνδικαλιστών της αστυνομίας, όταν κάποιος ξεπεράσει το αναπόφευκτο αντιδραστικό λεκτικό ένδυμα, προσφέρουν τις σχετικές αποδείξεις.

Η επόμενη μέρα της πανδημίας θα είναι λοιπόν η στιγμή για ένα πολιτικό διάβημα ριζικής αναδιάρθρωσης της αστυνομίας, και όχι για πυροσβεστικού τύπου απαντήσεις στα προβλήματα που έφερε σε κοινή θέα η πανδημία. Είναι αναγκαίο να τεθεί το ζήτημα της δραστικής αναθεώρησης του τρόπου οργάνωσης, λειτουργίας και διάταξης της αστυνομίας, στη βάση ενός θεμελιωδώς διαφορετικού μοντέλου αστυνόμευσης. Αυτό οφείλει να ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες για ασφάλεια των πολιτών και την εξασφάλιση μιας ειρηνικής καθημερινότητας, ανάγκες, οι οποίες θα πρέπει να διερευνηθούν με επιστημονικά έγκυρο και πολιτικά αξιόπιστο τρόπο. Κάτι τέτοιο εμπεριέχει αναγκαστικά και τη ρήξη με τις εσωτερικές παθολογίες της αστυνομίας, με έμφαση στα εργασιακά δικαιώματα και την αξιοπρέπεια του προσωπικού, τη διαμόρφωση ενός νέου τύπου επαγγελματισμού και δραστική επανεκπαίδευσή του σε αυτή τη βάση.

[1] http://www.alternet.org/news-amp-politics/true-history-origins-police-protecting-and-serving-masters-society

[2] http://www.provo.gr/the_origins_of_police/

[3] Βιδάλη Σ. (2011), «Το αστυνομικό φαινόμενο», Γιωτοπούλου Μαραγκοπούλου Α. (διεύθ. έκδ.), Χαλκιά Α. (βοηθ.). Η Εγκληματολογία απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σσ. 271-284

[4] Palidda, S. (2017), “The Italian police forces case: The Coexistence of Authoritarianism and Democracy”. Αδημοσίευτη εισήγηση.

[5] Papanikolaou G., Rigakos G. (2014), Democratizing the Police in Europe with a particular Emphasis on Greece, Discussion Paper 4.Vienna: Transform! European Network for Alternative Thinking and Political Dialogue and Nicos Poulantzas Institute.

[6] Όπως έχει τεθεί από τον Γ. Παπανικολάου και τη Σ. Βιδάλη σε διάφορες μελέτες τους.

[7] Βιδάλη Σ. (2007), Έλεγχος του εγκλήματος και Δημόσια Αστυνομία. Τομές και συνέχειες στην Αντεγκληματική Πολιτική. Τόμοι Α’ και Β’. Αθήνα-Κομοτηνή: Α.Ν. Σάκκουλας

[8] Rigakos G. (2016), Security/Capital: A General Theory of Pacification, Edinburgh: Edinburgh University Press

[9] Σύμφωνα με την ανάλυση του P.Κ. Manning, όπως αναφέρεται σε Παπανικολάου Γ. (2011), «Η εγκληματολογική έρευνα και η ελληνική αστυνομία: προβλήματα και προοπτικές», Γιωτοπούλου Μαραγκοπούλου Α. (διεύθ. έκδ.), Χαλκιά Α. (βοηθ.). Η Εγκληματολογία απέναντι στις σύγχρονες προκλήσεις. Αθήνα: Νομική Βιβλιοθήκη, σσ. 259-269

 

Print Friendly, PDF & Email