Ας μιλήσουμε περί φτώχειας

Επανειλημμένα αναδείξαμε πλείστα θέματα σχετικά με την οικονομική κοσμογονία που, σύμφωνα με την κυρίαρχη οικονομική αντίληψη, συντελείται στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, καθώς και με τα αποτελέσματά της, δηλαδή τον πλούτο, που τυφλός, όπως ο Πλούτος του Αριστοφάνη, γυρίζει με το διαλεκτικό του συμπλήρωμα, την Πενία, και μοιράζει πλούτη σε όλο και λιγότερους ισχυρούς. Τώρα, με αφορμή την ετήσια έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ για τη φτώχεια, την κοινωνική υστέρηση και τις οικονομικές ανισότητες το 2022, θα ασχοληθούμε με την Πενία –το διαλεκτικό alter ego του Πλούτου–, που ταλαιπωρεί τους περισσότερους και πιο αδύνατους.

Η φτώχεια όχι ως κωμωδία αλλά ως τραγωδία, σύμφωνα με την Έρευνα Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης των Νοικοκυριών της ΕΛΣΤΑΤ για το 2022 (βάσει των εισοδημάτων του 2021), αγκαλιάζει το 26,3% του πληθυσμού της χώρας ή διαφορετικά 2.722.000 άτομα, κατά 2% λιγότερο από το επίπεδο του 2021 (28,3%). Κινούμενο καθοδικά το ποσοστό του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας και κοινωνικού αποκλεισμού –δηλαδή ο πληθυσμός που στερείται τουλάχιστον επτά είδη προϊόντων και υπηρεσιών από έναν κατάλογο δεκατριών τέτοιων ή που διαβιοί σε νοικοκυριά με χαμηλή ένταση εργασίας– από το 2015 έως το 2022 είχε τιμές από 32,4% έως 26,3%. Η μείωση αυτή αποδίδεται στη μείωση του ποσοστού του πληθυσμού σε χαμηλή ένταση εργασίας –σε 9,5% το 2022 από 12,1% το 2021– και του πληθυσμού σε κίνδυνο φτώχειας –σε 18,8% το 2022 από 19,6% το 2021. Σημειώνουμε πως η ΕΕ, στο πλαίσιο του προγράμματος για την καταπολέμηση της φτώχειας «Ευρώπη 2030», έχει θέσει στόχο έως το 2030 να μειωθούν κατά δεκαπέντε εκατομμύρια τα άτομα που βρίσκονται ή που κινδυνεύουν να βρεθούν σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικό αποκλεισμό, εκ των οποίων τα πέντε εκατομμύρια να είναι παιδιά.

Στοιχεία ταυτότητας της φτώχειας
Το «κατώφλι της φτώχειας» ανέρχεται στο ποσό των 5.712 ευρώ ετησίως (476 ευρώ τον μήνα) για μονοπρόσωπο νοικοκυριό και σε 11.995 ευρώ (1.000 ευρώ τον μήνα) για νοικοκυριά με δύο ενήλικες και δύο παιδιά ηλικίας κάτω των 14 ετών και ορίζεται στο 60% του «διάμεσου συνολικού ισοδύναμου διαθέσιμου εισοδήματος» των νοικοκυριών, δηλαδή σε 9.520 ευρώ, εφόσον το μέσο ετήσιο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών της χώρας εκτιμήθηκε σε 18.563 ευρώ. Με βάση τα προαναφερθέντα, τα νοικοκυριά που βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας στη χώρα μας εκτιμώνται σε 742.235 σε σύνολο 4.049.102 νοικοκυριών και τα μέλη τους σε 1.945.199 άτομα σε σύνολο 10.399.329 ατόμων, που είναι ο εκτιμώμενος πληθυσμός της χώρας που διαβιοί σε ιδιωτικά νοικοκυριά. Είναι φανερό πως τα προαναφερθέντα στοιχεία ορίζουν με μεγαθυμία το επίπεδο φτώχειας, διότι κανονικά θα έπρεπε να αναφέρονται σε «επίπεδο εξαθλίωσης»…

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις ανέρχεται στο 18,8%. Έχει ιδιαίτερη αξία να αναφερθεί πως το σύνολο των κοινωνικών μεταβιβάσεων μειώνει το ποσοστό του κινδύνου φτώχειας κατά 27,3 ποσοστιαίες μονάδες, από 46,1% σε 18,8%, δίνοντας την πραγματική εικόνα της ελληνικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας επιδομάτων. Ταξινομώντας τις κατηγορίες μελέτης με βάση την ηλικία προκύπτει πως ο κίνδυνος φτώχειας μετά τις κοινωνικές μεταβιβάσεις για παιδιά ηλικίας 0-17 ετών (παιδική φτώχεια) ανέρχεται σε 22,4% (23,7% το 2021), για τις ομάδες ηλικιών 18-64 ετών ανέρχεται σε 18,9% (20,6% το 2021) και για ηλικίες 65 ετών και άνω σε 15,8% (13,5% το 2021). Με βάση τη χωρική ταξινόμηση, στις οκτώ από τις δεκατρείς περιφέρειες της χώρας καταγράφονται ποσοστά κινδύνου φτώχειας χαμηλότερα του συνόλου της χώρας. Με κριτήριο το επίπεδο εκπαίδευσης του πληθυσμού το ποσοστό κινδύνου φτώχειας το 2022 κινήθηκε με αντίστροφο τρόπο, από 25,9% στους τελειόφοιτους της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, σε 18% στους τελειόφοιτους της δευτεροβάθμιας και σε 7,2% στους τελειόφοιτους του πρώτου και δεύτερου σταδίου της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης.

Εισοδηματικές ανισότητες
Σύμφωνα με τις συμπληρωματικές έρευνες του πεδίου Εισοδήματος και Συνθηκών Διαβίωσης της ΕΛΣΤΑΤ –συγκεκριμένα, με την έρευνα για την εισοδηματική ανισότητα–, το πλουσιότερο 20% του πληθυσμού έχει 5,3 φορές μεγαλύτερο εισόδημα από το φτωχότερο 20%. Επίσης, το 25% του πληθυσμού με το χαμηλότερο εισόδημα κατέχει το 10,3% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος (κατά 0,7% παραπάνω απ’ όσο το 2021), το 25% του πληθυσμού με το υψηλότερο εισόδημα κατέχει το 45,3% του συνολικού εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος (κατά 0,4% λιγότερο απ’ όσο το 2021) και το 50% του πληθυσμού με μεσαία εισοδήματα κατέχει το 44,4% του εθνικού διαθέσιμου εισοδήματος (κατά 0,2% λιγότερο απ’ όσο το 2021).

Αναφορικά με την έρευνα για τις υλικές στερήσεις, η ΕΛΣΤΑΤ διαπιστώνει πως το 73% των φτωχών και το 28,4% των μη φτωχών νοικοκυριών δυσκολεύονται να καλύπτουν τις ανάγκες τους με το μηνιαίο ή εβδομαδιαίο εισόδημά τους. Επίσης διαπιστώνει πως το 50,7% των φτωχών και το 30,1% των μη φτωχών δηλώνουν δυσκολία στην πληρωμή των λογαριασμών της ενέργειας και του νερού, το 38,7% των φτωχών και το 14,1% των μη φτωχών δηλώνουν αδυναμία ικανοποιητικής θέρμανσης, το 60,9% των φτωχών και το 24,7% των μη φτωχών νοικοκυριών δυσκολεύονται πολύ στην αποπληρωμή των δανείων τους –αυτά, για να μην αναφερθούμε στις ελλείψεις που αντιμετωπίζουν τα νοικοκυριά στους τομείς της κοινωνικής αναπαραγωγής, που σχετίζονται με τις διακοπές και τις ποικίλες δραστηριότητες πολιτισμού και αθλητισμού.

Ιδιαίτερα προβληματική κατάσταση
Συμπερασματικά, τα ευρήματα των ερευνών σχετικά με τον κίνδυνο φτώχειας, την ανισότητα μεταξύ των εισοδημάτων και τις υλικές στερήσεις των νοικοκυριών το 2022 δείχνουν μια σχετική βελτίωση σε σχέση με το 2021, αλλά αναδεικνύουν μια κατάσταση ιδιαίτερα προβληματική. Αν προσέξουμε δε λίγο περισσότερο τα δελτία της ΕΛΣΤΑΤ, θα συνειδητοποιήσουμε πως σε σχέση με την πραγματική εικόνα των συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών, η κατάσταση είναι χειρότερη. Ειδικότερα, σε υποσημείωση του δελτίου για τη φτώχεια, επισημαίνεται ότι οι πληθυσμιακές ομάδες που κατά τεκμήριο είναι φτωχές, όπως οι άστεγοι, οι οικονομικοί μετανάστες, οι Ρομά που μετακινούνται και αλλάζουν τόπο διαμονής κ.ά., υποαντιπροσωπεύονται στην έρευνα. Άρα οι φτωχοί στη Ελλάδα είναι ακόμα περισσότεροι. Επιπλέον, σύμφωνα με το δελτίο, ο κίνδυνος φτώχειας στην Ελλάδα την περίοδο μεταξύ των αρχών του 2008 και του τέλους του 2022 παρουσίασε μια σχετικά μικρή αύξηση την περίοδο της κρίσης, ενώ από το 2017 και μετά φαίνεται να επανέρχεται στα προ κρίσης επίπεδα. Το 2020 έπιασε τη χαμηλότερη τιμή του και το 2022 βρέθηκε στο 18,8% του συνολικού πληθυσμού. Ενδεικτικά αναφέρονται οι τιμές: 2008: 20%, 2010: 20,1%, 2012: 23,1%, 2014: 22,1%, 2016: 21,2%, 2018: 18,5%, 2020: 17,7%, 2021: 19,6% και 2022: 18,8%.

Όμως οι εν λόγω τιμές δεν αποτυπώνουν τις πραγματικές αλλαγές στο επίπεδο διαβίωσης των νοικοκυριών, γιατί υπολογίζονται ως ποσοστό του διαμέσου εισοδήματος κάθε έτους. Αν ο δείκτης φτώχειας υπολογιστεί βάσει ενός σταθερού ορίου, τότε μόνο θα είναι πραγματικός. Κατά συνέπεια, αν χρησιμοποιηθεί ένα διαχρονικά σταθερό όριο φτώχειας, π.χ. το 2008, και σταθμίζοντας τα εισοδήματα ως προς τις αλλαγές στην αγοραστική τους δύναμη (δηλαδή προσαρμοσμένα στον πληθωρισμό), θα έχουμε την πραγματική εικόνα των συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών. Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, ως βάση το όριο φτώχειας του 2008 και σταθμίζοντας τα εισοδήματα ως προς την αγοραστική τους δύναμη, διαπιστώνουμε πως η φτώχεια στη χώρα μας εμφανίζει δραματική επιδείνωση. Προς επίρρωση αυτού ας δούμε τα πραγματικά της ποσοστά: 2010: 18%, 2012: 35,8%, 2014: 48%, 2016: 47,8%, 2018: 44,9%, 2020: 37,9%, 2022: 32%.

Αυτή, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, ήταν η όψη της φτώχειας των νοικοκυριών το 2022. Από την άλλη πλευρά, βέβαια, το 2022 οι εισηγμένες στο χρηματιστήριο εταιρείες κατέγραψαν ρεκόρ κερδών δεκαπενταετίας και θα μοιράσουν μερίσματα της τάξης των 2,4-2,6 δισ. ευρώ. Το ίδιο και οι τράπεζες που επέστρεψαν σε τροχιά κερδοφορίας και παρουσίασαν προ φόρων κέρδη 4,57 δισ. ευρώ. Είναι ολοφάνερο, ο Πλούτος ακόμα δεν έχει βρει το φως του!