Ανί Ερνό: Μια νομπελίστας που έδωσε φωνή και ορατότητα στην εργατική τάξη

Η Ανί Ερνό, η οποία τιμήθηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας πριν λίγες μέρες, δεν βρισκόταν στην άλλη άκρη του τηλεφώνου όταν η επιτροπή της σουηδικής ακαδημίας την κάλεσε για να τις μεταφέρει τα νέα. Πέρυσι, έλαβε ένα μήνυμα-φάρσα που της έλεγε ότι κέρδισε το περίφημο βραβείο, κάτι που μπορεί να ήταν κι ο λόγος για τον οποίο η πρώτη της απάντηση φέτος όταν την κάλεσε η επιτροπή ήταν «Είστε σίγουροι;».

Σε αντίθεση με τον Φίλιπ Ροθ, ο οποίος καθόταν σε αναμμένα κάρβουνα περιμένοντας ένα τηλεφώνημα που δεν ήρθε ποτέ, η Ερνό, στα ογδόντα δύο της, δεν ήταν ποτέ πολύ θερμή με την όλη φάση για τα βραβεία. Σίγουρα, δεν περίμενε πάνω από το τηλέφωνο. Πριν τρία χρόνια στο Λονδίνο, όταν δεν κέρδισε το βραβείο Booker, πήγε να δει την έκθεση της Αμερικανίδας ζωγράφου Dorothea Tanning στην γκαλερί Tate, γευμάτισε με θέα τον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Παύλου και ήπιε μπύρες σε μια παμπ όπου σύχναζε η Amy Winehouse. Ακολούθησε, δηλαδή, το πρόγραμμά της. Τώρα όμως, με την παραλαβή του Νόμπελ, αναγνώρισε την ευθύνη που αυτό συνεπάγεται, μιλώντας για την μάχη που θέλει να συνεχίσει να δίνει υπέρ των γυναικών.

Ο Jean-Luc Mélenchon συνεχάρη τον Ερνό με ένα tweet: «Ανί Ερνό, Νόμπελ λογοτεχνίας. Δακρύζουμε από ευτυχία. Η γαλλόφωνη γραμματεία μιλά στον κόσμο με μια λεπτή γλώσσα που δεν είναι αυτή του χρήματος». Στα social media, οι θαυμαστές κι αναγνώστες της ανταποκρίθηκαν πανηγυρίζοντας μια νίκη για τα «κορίτσια» και τις «hotties», θέματα της πεζογραφίας της Γαλλίδας συγγραφέα, όπως επίσης και για την εργατική τάξη, την κουλτούρα της οποίας αναδεικνύει στα έργα της.

Η Ερνό, η οποία έχει γράψει είκοσι τρία βιβλία σε διάστημα πενήντα ετών, μεγάλωσε σε μία καθολική οικογένεια στην εργατόπουλη Yvetot της Νορμανδίας. Οι γονείς της ήταν εργάτες εργοστασίου. Αγρότες οι παππούδες της, με τον πατέρα Ερνό να κάνει κάποιες οικονομίες και να καταφέρνει να αγοράσει ένα μικρό κατάστημα που το μετέτρεψε σε παντοπωλείο, πάνω από το οποίο ζούσε η οικογένεια. Αρχικά, το μαγαζί πήγαινε καλά αλλά σύντομα τα οικονομικά τους δοκιμάστηκαν, καθώς τα σουπερμάρκετ άρχισαν να κατακτούν την αγορά και να καταβροχθίζουν τις μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις. Ο πάτερας Ερνό ξεκίνησε να κάνει κι άλλες δουλειές για να τα βγάλει πέρα η οικογένεια. «Ήταν και εργάτης και καταστηματάρχης», γράφει η Ερνό, «και, ως εκ τούτου, ήταν καταδικασμένος σε μια ζωή μοναξιάς και δυσπιστίας».

Στο «Une Femme» (1987), η Ερνό γράφει ότι η μητέρα της «πέρασε όλη την ημέρα πουλώντας γάλα και πατάτες για να μπορέσω να καθίσω σε μια αίθουσα διαλέξεων και να μάθω για τον Πλάτωνα»

Από την προσωπική μνήμη στη συλλογική ιστορία

Γράφοντας για τον πατέρα της στο τέταρτο βιβλίο της, το «La Place» (1983), η Ερνό εγκατέλειψε τη συμβατική «σκαλωσιά» της μυθοπλασίας, την οποία θεωρούσε ότι δεν μπορούσε να αποδώσει την πραγματικότητα της ζωής της, και επινόησε το στυλ γραφής για το οποίο είναι πλέον γνωστή. «Για να αφηγηθώ την ιστορία μιας ζωής που διέπεται από την ανάγκη», έγραψε εκ των υστέρων, «δεν έχω το δικαίωμα να υιοθετήσω μια καλλιτεχνική προσέγγιση». Αποφεύγοντας τη «λυρική ανάμνηση» και τις «θριαμβευτικές επιδείξεις ειρωνείας», όπως η ίδια τονίζει, η Ερνό προσφέρει μία εντελώς ειλικρινή αναπαράσταση της βίαιης αντοχής μιας συνηθισμένης, εργατικής ζωής κι αναδεικνύει τις καταστροφικές εξερευνήσεις της θλίψης. Γράφοντας για τις «μικτές ευλογίες» της ταξικής της ανόδου, παρατήρησε ότι η «μεγάλη ικανοποίηση του πατέρα της, πιθανώς ακόμη και ο λόγος ύπαρξής του, ήταν το γεγονός ότι η κόρη του ανήκε στον κόσμο που τον είχε περιφρονήσει».

Καθώς οι γονείς της μεταπήδησαν από την αγροτική και χειρωνακτική ζωή στην ιδιοκτησία μίας μικρή οικογενειακής επιχείρησης, η Ερνό μπόρεσε να συνεχίσει να πηγαίνει στο σχολείο και αργότερα στο πανεπιστήμιο της Ρουέν και να γίνει καθηγήτρια. Η μεταπολεμική εποχή ήταν μία εποχή ευημερίας και κοινωνικής προόδου. Στον επιδοτούμενο κόσμο της γαλλικής σοσιαλδημοκρατίας, η Ερνό χάρασσε μία θέση οικονομικής ασφάλειας για την ίδια, καλμάροντας την ανησυχία των γονιών της για το μέλλον της. Σε αυτό το περιβάλλον γνώρισε τον πρώην σύζυγό της Philippe, ο οποίος ανήκε, αδιαμφισβήτητα, στον κόσμο της μεσαίας τάξης. Της μύησε στην κοινωνική πραγματικότητα εκείνης της τάξης και στα αστεία της που αιωρούνταν στο σφιχτό αέρα των οικογενειακών δείπνων, όπως επίσης και στην ιδέα της Ευρώπης ως πατρίδας μιας εκλεπτυσμένης κουλτούρας. Το ζευγάρι εγκαταστάθηκε στο Cergy-Pontoise, ένα προάστιο σαράντα χιλιόμετρα βόρεια του Παρισιού, και έκανε οικογένεια, σε ένα μέρος, όπως γράφει στο «Exteriors» (1993), το οποίο, όπως πολλά προάστια, «ξεπήδησε από το πουθενά» για να εξυπηρετήσει μια αναδυόμενη, κοσμοπολίτικη μεσαία τάξη.

Αρχικά, ωστόσο, η Ερνό άφησε κατά μέρος τη διδασκαλία και πήγε να ζήσει στο Λονδίνο, στο απόγειο της δεκαετίας του ’60, για να γράφει «επειδή ήθελα να είμαι ελεύθερη». Ως νεαρή γυναίκα με ρίζες από την εργατική τάξη, το να ζεις ανεξάρτητα και να γράφεις λογοτεχνία ήταν ένα αχαρτογράφητο, επικίνδυνο έδαφος. Τα μυθιστορήματα παρείχαν πρότυπα γυναικών, αλλά τέτοια βιβλία γράφονταν από γυναίκες της μεσαίας τάξης. Αντιλαμβανόμενη τη δύναμη της συγγραφής στην διάπλαση συνειδήσεων και στη δημιουργία εικόνων και τάσεων, άρχισε και εκείνη να γράφει το πρώτο της έργο, δανειζόμενη αρχικά τη γραφομηχανή μίας φίλης της.

Η Ερνό δήλωσε ότι υποστήριζε τον Mélenchon «επειδή ντρέπεται να βλέπει τον νεοφιλελευθερισμό να καταστρέφει τους ανθρώπους και το περιβάλλον τους, να ακούει μηνύματα μίσους εναντίον πολιτών, να ντρέπεται να μην λέει τίποτα και να μην κάνει τίποτα»

Καθώς το φεμινιστικό κίνημα αποκτούσε δυναμική, η Eρνό θα εφηύρε μια εντελώς νέα γλώσσα για να μιλήσει απευθείας για τις ζωές και τις επιθυμίες των γυναικών. Μακριά από το κυρίαρχο αφήγημα του γαλλικού φεμινισμού της δεκαετίας του 1970, που προσπαθούσε να κατανοήσει τη γυναικεία εμπειρία κάνοντας έκκληση στην αφηρημένη γλώσσα της φιλοσοφίας ή στη λεγόμενη «καλλιεργημένη λογοτεχνία», η Ερνό κράτησε τη γλώσσα της γειωμένη στην καθημερινότητα. Στο έργο της «Les Années» (2008), σκέφτεται την επιστροφή στην τοπική της διάλεκτο σε επισκέψεις στη γενέτειρά της: «Η γλώσσα που κολλούσε στο σώμα, συνδέθηκε με χαστούκια στο πρόσωπο, με τη μυρωδιά των ρούχων εργασίας, τα ψημένα μήλα όλο τον χειμώνα (…), το ροχαλητό των γονιών». Δεν είναι ότι απλώς τροφοδοτεί τη ζωή της με υλικό της παιδικής ηλικίας– ποιος συγγραφέας δεν το κάνει άλλωστε; — αλλά ότι επιχειρεί μεθοδικά να ριζοσπαστικοποιήσει το είδος των απομνημονευμάτων της χρησιμοποιώντας τα για να συνδέσει τη δική της προσωπική εμπειρία με αυτή άλλων μελών της τάξης της, της γενιάς της και του φύλου της. Δείχνει πώς τα απομνημονεύματα, ως η πιο άμεση έκφραση της ατομικής υποκειμενικότητας, είναι αξεχώριστα από τους ιστορικούς κοινωνικούς σχηματισμούς που γεννούν.

Στο «Une Femme» (1987), η Ερνό γράφει ότι η μητέρα της «πέρασε όλη την ημέρα πουλώντας γάλα και πατάτες για να μπορέσω να καθίσω σε μια αίθουσα διαλέξεων και να μάθω για τον Πλάτωνα». Σε αυτό το έργο, η Γαλλίδα συγγραφέας επιδιώκει να κατανοήσει τη γυναίκα που την μεγάλωσε εκτός από την ύπαρξή της ως «φροντιστή του σπιτιού», αλλά αναζητά να «συλλάβει την πραγματική γυναίκα, αυτή που υπήρχε ανεξάρτητα από εμένα, γεννημένη στα περίχωρα μιας μικρής πόλης της Νορμανδίας, που πέθανε στη γηριατρική πτέρυγα ενός νοσοκομείου στα προάστια του Παρισιού». Δέκα χρόνια αργότερα, στο «Je ne suis pas sortie de ma nuit» (1997), η συγγραφέας επιστρέφει για να εξετάσει και πάλι τη ζωή της μητέρας της, αυτή τη φορά με αυτή την παράξενη ενοχή που προέρχεται από το γράψιμο για κάποιον που είναι τόσο οικείο πρόσωπο, όσο και με τη σαφήνεια της παρατήρησης της ζωής του στο σύνολό της από μία απόσταση – εκείνη της συγγραφέα που θέλει να αναδείξει στο αναγνωστικό κοινό τις ομοιότητες της μητέρας της, στην καθημερινή ζωή, τις επιλογές, τα πάντα, με τις υπόλοιπες γυναίκες της εργατικής τάξης.

Στο «Mémoire de fille» (2016), η Ερνό στρέφει την προσοχή της στον δεκαοχτάχρονο εαυτό της – «το κορίτσι του ’58» με την αυξανόμενη σεξουαλική επιθυμία της, τη βίαιη προσδοκία του κόσμου γύρω της – και την πρώτη νύχτα που πέρασε με έναν άντρα σε καλοκαιρινή κατασκήνωση, το πρώτο της ταξίδι, όπως γράφει, «μακριά από το σπίτι». Η σεξουαλική πράξη ξετυλίγεται σε ένα γρήγορα σχεδιασμένο πορτρέτο της αίσθησης του να είσαι νέος και να ζεις μέσα από τη νεωτερικότητα της ιστορίας των μεταπολεμικών χρόνων. Αυτό, μας λέει ο Ερνό, ήταν «το καλοκαίρι της επιστροφής του De Gaulle, του νέου φράγκου, της νέας Δημοκρατία….και το Historie d’un amour της Dalida». Ήταν επίσης το καλοκαίρι που «χιλιάδες στρατιώτες έφυγαν από τη Γαλλία για να αποκαταστήσουν την τάξη στην Αλγερία». Πιασμένο στη δίνη της ιστορίας και της επιθυμίας, «το κορίτσι του ’58» βρέθηκε εγκαταλελειμμένο και αφέθηκε «με το αληθινό», με ένα «λεκιασμένο ζευγάρι εσώρουχα».

Η λογοτεχνία που δίνει σχήμα σε άτομα και πολιτικά κινήματα

Η Ερνό επιδιώκει σταθερά να παρασύρει τον αναγνώστη της στον ψυχικό χώρο κάποιου που διακατέχεται τόσο από τη δική του επιθυμία, όσο και από τη βία των συνεπειών της. Σε αντίθεση με τις περισσότερες Γαλλίδες της γενιάς της, έχει τοποθετηθεί με θέρμη στο πλευρό του κινήματος #MeToo. Στο γράψιμό της, αφήνει ελεύθερη την επιθυμία, φέρνοντάς την στα απώτατα όριά της, μια αυτοκαταστροφική, εκστατική επιθυμία που θεωρεί ότι δεν είναι ασύμβατη με την ανάγκη για συναίνεση, αλλά αποτελεί στην πραγματικότητα προϋπόθεση για την πραγματοποίησή της. Η επιθυμία, ένα θέμα στο οποίο επιστρέφει η Ερνό σε όλη της τη ζωή και για τo οποίο μιλάει με αφοπλιστική σαφήνεια, απαλλάσσεται από τις ιστορικές της απαγορεύσεις, είναι καταθλιπτική, συναρπαστική και παράλληλα μεταμορφωτική.

Ίσως να μην είχε μπει στο μικροσκόπιο της Επιτροπής Νόμπελ εάν δεν είχε γράψει ένα από τα πιο εμβληματικά έργα για τις αμβλώσεις. Το «L’Événement», που δημοσιεύτηκε το 2000 στη Γαλλία, μεταφέρθηκε σε ταινία από την Audrey Diwan νωρίτερα φέτος. Οι αμβλώσεις ήταν το πρώτο θέμα για το οποίο έγραψε η Ερνό το 1974 στο μυθιστόρημά της «Les Armoires vides», και στο οποίο συνέχισε να επιστρέφει τακτικά, καθώς το επίκεντρο των γραπτών της μετατοπίστηκε από τη φανταστική, προσωπική γυναικεία εμπειρία στην ιστορία. Η αφήγηση, η οποία επικεντρώνεται στον αγώνα της να καταφέρει να κάνει μια έκτρωση, περιστρέφεται γύρω από τη δυσκολία να αφήσει κανείς μια ταξική θέση, μία θέση στην οποία την είχε τοποθετήσει ο οικογενειακός και φιλικός της κύκλος, και να φτιάξει μια ζωή για τον εαυτό της ως γυναίκα, το 1963. Μια δεκαετία αργότερα, οι Γαλλίδες φεμινίστριες θα έβγαιναν στους δρόμους, δημοσιοποιώντας τις δικές τους εκτρώσεις, διαμορφώνοντας μια συλλογική αφήγηση που άνοιξε το δρόμο για τη νομιμοποίηση των αμβλώσεων.

Tο «Les Années», που δημοσιεύτηκε το 2008 και το οποίο αναγνωρίζεται ευρέως ως το αριστούργημα της Ερνό, ξεκινά με την εικόνα μιας γυναίκας που κάθεται οκλαδόν, στο Yvetot, μετά τον πόλεμο, και απεικονίζει τους ήχους, τα αξιοθέατα, τους ιδιωματισμούς, τους στίχους και τα συναισθήματα των μέσων δεκαετιών του εικοστού αιώνα. Θέτει το ερώτημα τί θα μείνει, τί θα μεταφερθεί και τί θα παραδοθεί στην ιστορία. Δείχνει πώς ζει η μνήμη ταυτόχρονα μέσα και έξω από εμάς, στα διάκενα της οποίας η υλική υφή των ήσυχων, καταπιεσμένων ονείρων των απλών ανθρώπων γίνεται συλλογικά αισθητή. Ένα πρώτο φιλί, ένας τοίχος που χωρίζει την Ευρώπη, τα σαββατιάτικα ψώνια, οι μηνιαίοι λογαριασμοί, η επανάσταση, το σώμα μιας γυναίκας, το ίδιο αλλά διαφορετικό όσο μεγαλώνει, η διαρκής αναπαράστασή του σε πορνογραφικά και γυναικεία περιοδικά. Μία αφήγηση της μεταπολεμικής προόδου που «τραυλίζει» και παραπαίει, καθώς πλησιάζει το παρόν, με τη μοναδική συγγραφική ικανότητα της Ερνό να συνδέει τη δική της προσωπική μνήμη με τη συλλογική ιστορία. Καθώς το έργο ολοκληρώνεται, διαβάζει κανείς στις τελευταίες σελίδες του μία επαναλαμβανόμενη αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο, με τη συγγραφέα να βγάζει τον εαυτό της από την ιστορία, παραχωρώντας χώρο στη γενιά που έρχεται.

Σε μια συνάντηση της Union Populaire, του πολιτικού μετώπου που στήριξε τον Mélenchon ως προεδρικό υποψήφιο στις φετινές εκλογές, η Clémentine Autain, μέλος του αριστερού κόμματος La France Insoumise, που ξεκίνησε το 2016 από τον Γάλλο πολιτικό, διάβασε ένα απόσπασμα από το βιβλίο της Ερνό «Retour à Yvetot» (2013). Εκεί η συγγραφέας περιγράφει τη ντροπή που βίωσε ως νεαρή κοπέλα όταν η μυρωδιά του νερού Javel, που χρησιμοποιούνταν ως φτηνή λύση για τη πλύση ρούχων, την καθόρισε ταξικά απέναντι στον εαυτό της, αλλά και απέναντι στην κοινωνία. Με αυτή την αναφορά, η Ερνό δήλωσε ότι υποστήριζε τον Mélenchon «επειδή ντρέπεται να βλέπει τον νεοφιλελευθερισμό να καταστρέφει τους ανθρώπους και το περιβάλλον τους, να ακούει μηνύματα μίσους εναντίον πολιτών, να ντρέπεται να μην λέει τίποτα και να μην κάνει τίποτα».

Στα πρώτα είκοσι και πλέον χρόνια του 21ου αιώνα, πολλές οργανώσεις της εργατικής τάξης είχαν κατακερματιστεί, παίρνοντας μαζί τους τις ταυτότητες και τους πολιτισμούς που είχαν διαφυλάξει, στηρίξει κι αναδείξει. Μέσα σε αυτές τις δεκαετίες, από το 1960 μέχρι σήμερα, η προσοχή της Ερνό εστιάστηκε στο πώς τα μέλη της εργατικής τάξης έζησαν αυτές τις μακρές περιόδους ανόδου και παρακμής. Γράφοντας για τον παππού της, ο οποίος εργαζόταν σε ένα αγρόκτημα από την ηλικία των οκτώ ετών, παρατηρεί ότι «η κακία του ήταν η κινητήρια δύναμη που τον βοήθησε να αντισταθεί στη φτώχεια και να πείσει τον εαυτό του ότι ήταν άντρας. Αυτό που πραγματικά τον εξόργισε ήταν να δει έναν από την οικογένεια να διαβάζει ένα βιβλίο». Κοιτάζοντας γύρω της και δίνοντας χώρο σε «ανώνυμες φιγούρες που κοιτάζουν σε μια γωνία του δρόμου ή σε ένα γεμάτο λεωφορείο, που φέρουν άθελά τους τη σφραγίδα της επιτυχίας ή της αποτυχίας», η Eρνό χαράσσει μια γλώσσα για τη συλλογικότητα στην καρδιά μίας λογοτεχνίας που δίνει σχήμα στη μετάδοση της μνήμης, στα διλήμματα που αντιμετωπίζουν άτομα και πολιτικά κινήματα και στην επιθυμία να αναβιώσουν το συγκρατημένο αίσθημα της εξέγερσης.

πηγή: rosa.gr

Print Friendly, PDF & Email