4η Αυγούστου… Δικτατορία & Ιδεολογία (β’ μέρος)

Η ζωή στις φυλακές και την εξορία στα χρόνια του Μεταξά

Ο Αυστραλός δημοσιογράφος Μπερι Μπερτλς έ­φτασε μαζί με τη γυναίκα του στην Ελλάδα το Σεπτέμβριο του 1935. Αν και ενθουσιώδης αρχαιολάτρης, αποφάσισε να κάνει ένα διαφορετικό οδοιπορικό στην Ελλάδα και στις αρχές του 1936 επισκέφτηκε τους πολιτικούς εξόριστους στην Ανάφη και τη Γαύδο. Το βιβλίο με τις εντυπώ­σεις του από τη ζωή των πολιτικών εξόριστων, που κυκλοφόρησε το 1938 στα αγγλικά (και πριν λίγα μόλις χρόνια στα ελληνικά, με τίτλο «Εξόριστοι στο Αιγαίο», από τις εκδόσεις «Φιλίστωρ») είναι από τις πρώτες, και πιο διεισδυτικές, μαρτυρίες που διαθέ­τουμε για την καθημερινή ζωή στην εξορία στη δεκαε­τία του 1930. Αναχωρώντας από τη Γαύδο για τον Πει­ραιά, στο τέλος αυτού του ιδιότυπου ταξιδιού, γράφει: «Μόνο όταν το καΐκι άρχισε να απομακρύνεται και η μικρή ομάδα στην ακτή να μικραίνει πάνω στο περίγραμμα του κόλπου και του λόφου του νησιού πίσω τους, συνειδητοποίησα τι βασάνιζε περισσότερο αυτούς τους εξόριστους. Δεν ήταν οι στερήσεις, η ανεπάρκεια τροφής, η έλλειψη σχέσεων -μολονότι όλα αυτά μερι­κές φορές έπρεπε να μοιάζουν αβάσταχτα- αλλά η α­πομόνωση πάνω σ’ ένα νησί όπου τίποτε δεν φύτρωνε, όπου δεν υπήρχε έστω μια μικρή κοινότητα για να συναναστραφούν, όπου έπρεπε να ισιώσουν ένα κομμάτι γης και να υποκριθούν ότι ήταν πλατεία -ένα μέρος για να συγκεντρώνονται το απόγευμα- όπου δεν υπήρ­χε κανείς άλλος για να κουβεντιάσουν πέρα από τους δεκατρείς τους, όλη μέρα, όλο το χρόνο».

Αυτή είναι η καταστατική συνθήκη ύπαρξης στην ε­ξορία, του εγκλεισμού γενικότερα. Δεν θα αλλάξει ού­τε μερικούς μήνες αργότερα, κάτω από το δικτατορικό καθεστώς του Ι. Μεταξά, ούτε μια δεκαετία αργότερα, στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Αυτά που αλλάζουν είναι ότι προστίθενται και άλλα νησιά ως τόποι εξο­ρίας και πολλαπλασιάζεται ο αριθμός των πολιτικών κρατουμένων και εξόριστων. Στα χρόνια της δικτατο­ρίας του Μεταξά τόποι εξορίας, πέρα από την Ανάφη και τη Γαύδο, είναι η Φολέγανδρος, τα Κύθηρα, η Σέ­ριφος, η Σίφνος, η Κίμωλος, η Αμοργός, η Ικαρία, ο Aη Στράτης. Πέρα από τους εξόριστους υπήρχαν και οι πολιτικοί κρατούμενοι, οι οποίοι ήταν φυλακισμένοι στις φυλακές της Ακροναυπλίας, της Κέρκυρας, της Πύλου, της Αίγινας, Αβέρωφ, Συγγρού, Επταπυργίου. Εκτιμάται ότι μεταξύ 1929 και 1937 εκτοπίστηκαν 3.000 άτομα με βάση το Ιδιώνυμο και άλλα 1.000-5.000 με βά­ση διάφορους άλλους νόμους του μεταξικού καθεστώ­τος. Όταν ξεσπά ο πόλεμος, το 1940, υπήρχαν στην Ελλάδα 2.000 πολιτικοί κρατούμενοι και εξόριστοι.

Οι μαρτυρίες πολιτικών εξόριστων δεν είναι πάρα πολ­λές, και αφορούν κυρίως τη ζωή στην Ανάφη, επειδή ε­κεί ήταν συγκεντρωμένος ένας αρκετά μεγάλος αριθμός εξόριστων. Στο επίκεντρο αυτών των μαρτυριών βρίσκο­νται οι ποικίλες στερήσεις και κακουχίες της ζωής στα ξερονήσια, όπως οι ελλείψεις τροφίμων που προκαλούσε η κακοκαιρία (καθώς τα τρόφιμα στέλνονταν με πλοία), η έλ­λειψη νερού, η αίσθηση απομόνωσης. Παράλληλα, ένα μεγάλο μέρος των μαρτυριών αφιερώνεται στην οργάνωση της συλλογικής ζωής μέσα από τις «ομάδες συμβίωσης», ή αλλιώς «κολεκτίβες», που κάλυπταν όλες τις πτυχές της καθημερινότητας, από το μαγείρεμα και την καθαριότητα μέχρι τις αγροτικές εργασίες και τις πολιτιστικές εκδηλώ­σεις. Πολύ ενδιαφέρον παρουσιάζει «Το ημερολόγιο της Ανάφης» στη δικτατορία του Μεταξά (1997) από τον Κώστα Γαβριηλίδη ενώ στις λίγες μαρτυρίες για την εξορία στα χρόνια του Μεταξά θα πρέπει κανείς να συμπεριλάβει τού Γιώργου Ζάρκου, «Ομάδες Συμβίωσης Πολιτικών Εξόρι­στων Ανάφης – ΟΣΠΕΑ», του Νίκου Τζαμαλούκα, «Ανά­φη. Ο Γολγοθάς της λευτεριάς» (1975), ενώ αναφορές στην εξορία υπάρχουν στα βιβλία του Βασίλη Μπαρτζιώτα «Στις φυλακές και τις εξορίες» (1978) και του Κώστα Μπίρκα «Σελίδες του αγώνα. Ηρωικό χρονικό της δεκαπενταετίας 1935-1950» (1966). Πέρα από τις μαρτυρίες, ιδιαίτερη μνεία θα πρέπει να γίνει στη μελέτη της Μάργκαρετ Κένα «Η κοινωνική οργάνωση της εξορίας. Πολιτικοί κρατούμενοι στον Μεσοπόλεμο» («Αλεξάνδρεια» 2004). Το βιβλίο της Κένα, συνδυάζοντας την ανθρωπολογική με την ιστορική προσέγγιση, αποτελεί μια σε βάθος ανάλυση της καθημε­ρινότητας των εξόριστων, η οποία αναδεικνύει την ποικιλο­μορφία των σχέσεων συμβίωσης και εξουσίας μεταξύ των πολιτικών εξόριστων. Η κυριαρχία της συλλογικότητας, ή καλύτερα η πρόταξη της ομάδας απέναντι στην υποκειμε­νικότητα, αντικατοπτρίζεται και στο πλούσιο, ανέκδοτο φω­τογραφικό υλικό που συνοδεύει την έκδοση. Οι ομαδικές φωτογραφίες με σκηνές από την καθημερινότητα, όπου οι εξόριστοι εργάζονται, διαβάζουν ή κάνουν μπάνιο στη θά­λασσα, υπογραμμίζουν την αίσθηση ότι το άτομο μπορού­σε να γίνει αντιληπτό μόνο ως μέρος της «ομάδας συμ­βίωσης» ή, πιο απλά, το γεγονός ότι η ατομική επιβίωση ήταν συλλογική υπόθεση στην εξορία.

Πολύ περισσότερα ήταν τα βιβλία που εκδόθηκαν με μαρτυρίες για τη ζωή των πολιτικών κρατουμένων, ιδιαί­τερα στην Ακροναυπλία. Οι μαρτυρίες των πολιτικών κρατουμένων έχουν αρκετές ομοιότητες με αυτές των εξό­ριστων. Το μεγαλύτερο μέρος των μαρτυριών αφιερώνεται στη συλλογική ζωή μέσα στη φυλακή. Οι κρατούμενοι ή­ταν οργανωμένοι σε ομάδες συμβίωσης και κάθε ομάδα εξέλεγε ένα γραφείο, το οποίο ανέθετε καθήκοντα στους φυλακισμένους (μαγειρεία, ράφτες, τσαγκάρηδες, κ.λπ.), ήταν υπεύθυνο για τα οικονομικά της ομάδας και οργά­νωνε τις μορφωτικές και πολιτιστικές δραστηριότητες (μα­θήματα, θεατρικές παραστάσεις, κ.λπ.). Τα πρώτα βιβλία εκδίδονται ήδη στη δεκαετία του 1960, όπως του Βασίλη Γιαννόγκωνα «Ακροναυπλία» (1963) και του Γεράσιμου Αντωνάτου «Στην Ακροναυπλία» (1965). Στη μεταπολί­τευση θα εκδοθούν αρκετές ακόμα, όπως μεταξύ άλλων του Βασίλη Μπαρτζιώτα «Κι άστραψε φως η Ακροναυ­πλία» (1977), του Γιάννη Μανούσακα «Ακροναυπλία (θρύλος και Πραγματικότητα)» (1975) και «Το χρονικό ε­νός αγώνα. Ακροναυπλία, 1939-1943» (1986), του Αντώνη Φλουντζή, «Ακροναυπλία και Ακροναυπλιώτες», 1937-1943 (1979).

Όπως προανέφερα, έχουμε πολύ περισσότε­ρες μαρτυρίες για την Ακροναυπλία απ’ ό,τι για άλλες φυλακές ή για την εξορία. Γενικότερα, θα έλεγε κανείς ότι η Ακροναυπλία έ­γινε ο κατ’ εξοχήν μνημονικός τόπος τής Αριστεράς για τις διώξεις στη μεταξική δικτατορία, όπως αντίστοιχα έ­γινε αργότερα η Μακρόνησος για τον εμφύλιο πόλεμο. Γιατί, όμως;
Ο πρώτος λόγος συνδέεται με τον υψηλό βαθμό κομματικής πειθαρχίας που επέδειξαν οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας, ιδιαίτερα στο θέμα των δηλώσεων μετανοίας. Έχει ενδιαφέρον να εξετάσουμε την περίπτωση της Ακροναυπλίας σε σχέση με τις φυλακές της Κέρκυρας, για τις οποίες έχουμε την εξαιρετική μαρτυρία του Βασίλη Νεφελούδη «Ακτίνα θ» (1974).

Παρά το γεγονός ότι στις φυλακές Κέρκυρας φυλακίστηκαν κορυφαία στελέ­χη του ΚΚΕ, μεταξύ άλλων και ο Νίκος Ζαχαριάδης, και οι συνθήκες διαβίωσης ήταν πολύ πιο σκληρές, καθώς οι κρατούμενοι έζησαν δύο ή και τρία χρόνια σε πλήρη απομόνωση, η περίπτωση των φυλακών Κέρκυρας δεν έγινε
εξίσου αξιομνημόνευτη. Αυτό μάλλον συνέβη επειδή ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών κρατουμένων υπέγραψε δή­λωση μετανοίας (όπως ο Θανάσης Κλάρας, ο Κώστας Γαβριηλίδης, ο Στέλιος Σκλάβαινας), ενώ κάποιοι άλλοι προχώρησαν και στη συνεργασία με το μεταξικό καθε­στώς. Στην Ακροναυπλία, αντίθετα, ο κομματικός μηχανισμός οργανώθηκε καλύτε­ρα, η κομματική πειθαρχία αποκαταστάθηκε γρήγορα, με αποτέλεσμα πολύ λινοί κρατούμενοι να υπογράψουν δήλωση. Η ε­παγρύπνηση απέναντι στον «εχθρό», η αυστηρή πειθαρχία, η υποταγή στην η­γεσία, η προάσπιση της μονολιθικότητας του κόμματος έγιναν οι αρετές των πολιτικών κρατουμένων της Ακροναυ­πλίας και ο «Ακροναυπλιώτης» έγινε συνώνυμο ενός συγκεκριμένου τύπου κομμουνιστή. Συναφές με τα προηγού­μενα, αλλά και με τη διαδικασία ανά­δειξης της Ακροναυπλίας σε μνημονι­κό τόπο, είναι το γεγονός ότι πάνω από τριάντα πρώην κρατούμενοι της Ακρο­ναυπλίας τοποθετήθηκαν σε κεντρικά καθοδηγητικά όργανα του ΚΚΕ μετα­πολεμικά.

Η Ακροναυπλία κατείχε εξέχουσα θέση στη συλλογική μνήμη της Αρι­στεράς και για έναν άλλο λόγο: τη μοίρα των πολιτικών κρατουμένων της συγκεκριμένης φυλακής κατά τη διάρ­κεια της Κατοχής. Μετά τη γερμανική εισβολή και την κατοχή της χώρας, την άνοιξη του 1941, οι πολιτικοί κρατούμενοι δεν απελευθερώθηκαν από την κυβέρνηση αλλά, απεναντίας, πα­ραδόθηκαν στις ιταλικές δυνάμεις κατοχής. Οι πολιτικοί κρατούμενοι αρχι­κά υπέφεραν από την πείνα, πάλι όμως όχι όσο οι πολιτικοί εξόριστοι. Οι πολιτικοί εξόριστοι το χειμώνα του 1941 έμειναν χωρίς τρόφιμα, με συνέ­πεια να πεθάνουν από την πείνα 18 πολιτικοί εξόριστοι στην Ανάφη και στον Aη Στρατή – εμπειρία που έχει αποτυπωθεί στη συγκλονι­στική μαρτυρία του Κώστα Μπόση «Aη Στρατής. Η μάχη της πείνας των πολι­τικών εξόριστων στα 1941» (1947). Οι κρατούμενοι της Ακροναυπλίας μετά το 1942 διαμοιράστηκαν σε διαφορετικές φυλακές και στρατόπεδα. Πάρα πολλοί τις δυνάμεις κατοχής ως ό­μηροι και εκτελέστηκαν σε αντίποινα για ενέργει­ες των ανταρτών. Η πιο γνωστή τέτοια περίπτωση είναι η εκτέλεση 200 κρα­τουμένων (από τους οποί­ους 160 ήταν Ακροναυ­πλιώτες) την Πρωτομαγιά του 1944 από τους Γερμα­νούς. Συνολικά 399 πρώην Ακροναυπλιώτες εκτελέ­στηκαν από τους Γερμα­νούς και τους Ιταλούς στη διάρκεια της Κατοχής. Ο «Ακροναυπλιώτης», έτσι, έγινε και συνώνυμο της η­ρωικής θυσίας και του μάρτυρα της Αντίστασης.

Οι μαρτυρίες για τη ζωή στις φυλα­κές και την εξορία στα χρόνια της μεταξικής δικτατορίας επιδέχονται πολ­λαπλές αναγνώσεις. Μας επιτρέπουν να ης διαβάσουμε μέσα από διαφορετι­κές οπτικές γωνίες: ως σταθμούς στη βιογραφία τής Αριστεράς ως ενός συλ­λογικού πολιτικού και κοινωνικού υπο­κειμένου, ως τεκμήρια για τις συνθήκες και την εμπειρία του εγκλεισμού, ως υ­λικό για τη μελέτη της διαμόρφωσης της συλλογικής μνήμης, ως αφηγημα­τικά παραδείγματα για τις επόμενες γε­νιές πολιτικών κρατουμένων και εξόρι­στων που έγραψαν ης δικές τους μαρ­τυρίες. Κοντολογίς, μας επιτρέπουν να ξαναδούμε μια επώδυνη όσο και συ­ναρπαστική περίοδο της σύγχρονης κοινωνικής ιστορίας της Ελλάδας.

Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΑ ΤΗΣ 4ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ

Αν και συχνά αποκαλείται φασιστικό, και μολονότι αντέγραψε ορισμένα χαρακτηριστικά του ιταλικού φασισμού και του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού, το καθεστώς Μεταξά και το «Νέον Κράτος» που ευαγγελίστηκε παρέμειναν μια βασιλική, στρατιωτι­κή, αστυνομική και γραφειοκρατική δικτατορία. Όπως τα καθεστώτα του Αντόνιο Ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ στην Πορτογαλία, του Φρανθίσκο Φράνκο στην Ισπα­νία και του Φιλίπ Πετέν στη Γαλλία του Βί­σι, έτσι και αυτό του Μεταξά έμοιαζε με τα αντίστοιχα του Χίτλερ και του Μουσολίνι ως προς την οργάνωση αστυνομικού κράτους, τη συντηρητική θεώρηση της κοινωνικής δομής, την προσπάθεια συντεχνιακής δόμησης της οικονομίας και της κοινωνίας, την πίστη στην οικογένεια ως βασικό πυρήνα της κοινωνίας και τον έντονο εθνικισμό. Ενδεικτικός, όμως, των ομοιοτήτων αλλά και των διαφορών με το ιταλικό και το γερ­μανικό πρότυπο είναι ο βαθμός στον οποίο το μεταξικό καθεστώς υιοθέτησε το αξίωμα του Γκαλεάτσο Τσιάνο ότι το μυστικό των δικτατοριών της δεξιάς -και το πλεονέκτημα τους έναντι άλλων καθεστώτων- έγκειται ακριβώς στο ότι έχουν ένα εθνικό πρότυπο. Η Ιταλία και η Γερμανία έχουν βρει το δικό τους. Οι Γερμανοί στη φυλετική ιδεολογία. Εμείς στον Ρωμαϊκό ιμπεριαλισμό.

Ως προς το περιεχόμενο του, το εθνικό πρότυπο της 4ης Αυγούστου απέρριπτε τις ξένες επιρροές, καθώς ο δικτάτορας ήταν πε­πεισμένος ότι «μία φυλή […] όπως η Ελληνική […] έχει καθήκον απέναντι του εαυτού της, της ιστορίας και απέναντι του άλλου κό­σμου, να εκδήλωση τον ίδιον αυτής πολιτισμόν». Αντί ξένων προτύπων, ο Μεταξάς έκανε λόγο για τον Τρίτο Ελληνικό Πολιτι­σμό, ένα νεφελώδες ιδεολογικό κατασκεύα­σμα που θα αποτελούσε σύνθεση των πολιτι­σμών της κλασικής Ελλάδας και του Βυζα­ντίου: από τον πρώτο θα αντλούσε τις υψη­λές επιδόσεις στις τέχνες και τις επιστήμες, και από τον δεύτερο το θρησκευτικό ιδεώδες και την πολιτική οργάνωση του κράτους.

Εν τούτοις, και παρά την ύπαρξη αυτού του εθνικού προτύπου, οι τυχόν ομοιότητες με τον ιταλικό φασισμό, και κυρίως το Τρί­το Ράιχ, πρέπει να παραμείνουν αποκλει­στικά στη σφαίρα της φαντασίας. Το επίδο­ξο κατασκεύασμα του Τρίτου Ελληνικού Πο­λιτισμού ουδέποτε έτυχε σοβαρής ιδεολογι­κής επεξεργασίας και άρθρωσης, ο ιδεολο­γικός πυρήνας του υπήρξε σαφώς λιγότερο δυσάρεστος από τον εθνικοσοσιαλιστικό φυλετισμό και τον νεοπαγή ρωμαϊκό ιμπε­ριαλισμό και, επίσης, στερούνταν εδαφι­κής επεκτατικής αιχμής. Μια ουσιώδης διαφορά μεταξύ της 4ης Αυγούστου και των προτύπων της Γερμανίας και της Ιταλίας ή­ταν ότι ο συντηρητικός αυταρχικός εθνικι­σμός του Μεταξά ήταν εσωστρεφής και δεν έτρεφε ούτε αναθεωρητικές διαθέσεις ούτε πολεμοχαρή όνειρα. Κατά δεύτερο λόγο, α­ντίθετα με τις φασιστικές δικτατορίες, αυτή του Μεταξά και του Γεωργίου Β’ δεν βασι­ζόταν σε κάποιο μαζικό λαϊκό κίνημα και δεν είχε «καμία κομματική οργάνωση ή ο­μάδα χιτώνων, μελανών ή καφέ, για να τη στηρίξει», όπως σημείωσε ο πρέσβης των ΗΠΑ στην Ελλάδα. Επρόκειτο για ένα κα­θεστώς που δημιούργησαν και στήριξαν οι ήδη υπάρχουσες αρχηγεσίες και του οποί­ου οι μετέπειτα προσπάθειες δημιουργίας λαϊκής βάσης απέτυχαν. Όπως και η δι­κτατορία του Miguel Primo de Rivera στην Ισπανία, τα χρόνια 1923-1930, η 4η Αυγούστου αρχικά εμφανίστηκε με καθα­ρά συντηρητικό και πατερναλιστικό χαρα­κτήρα, και μόνον αργότερα οι φορείς της άρχισαν να δανείζονται επιλεκτικά από ξέ­να πρότυπα, με στόχο τη δημιουργία φασι­σμού εκ των άνω -προσπάθεια στην οποία τόσο ο Primo de Rivera όσο και ο Μετα­ξάς απέτυχαν. Χωρίς κάποιο μαζικό κόμμα ή κίνημα πίσω του, το καθεστώς Μεταξά εί­χε ως βασικούς άξονες στήριξης τα ανά­κτορα και την αντιβενιζελική φατρία που κυριαρχούσε στα σώματα ασφαλείας, ενώ η κοινωνική σύνθεση του ήταν παρόμοια με αυτήν του αντιβενιζελισμού, όπως η τελευ­ταία είχε διαμορφωθεί στην περίοδο 1922-1936: την κρατική αστική τάξη, με πρωτο­στατούντες δημοσίους υπαλλήλους, αξιω­ματικούς, δικηγόρους, καθηγητές πανεπι­στημίων, κληρικούς και τραπεζίτες.

Print Friendly, PDF & Email